Ξεκινώντας το Ζ΄ βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω τόσο το ζήτημα της μεσότητας, όσο και η σημασία της τελεολογίας, καθώς κρίνει ότι οι δύο αυτές θεμελιώδεις έννοιες για τη φιλοσοφική του σκέψη δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς: «Σε όλες […] τις έξεις για τις οποίες κάναμε λόγο[…] υπάρχει ένας στόχος, προς τον οποίο έχει στραμμένο το βλέμμα του ο κάτοχος του λόγου και, ανάλογα, τεντώνει ή χαλαρώνει τη δραστηριότητά του· υπάρχει επίσης και ένας κανόνας που ορίζει τις μεσότητες, που λέμε ότι βρίσκονται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, σε συμφωνία προς τον ορθό λόγο. Η διατύπωση όμως αυτή είναι, βέβαια, σωστή, δεν είναι όμως καθόλου σαφής» (1138b 1, 21-27).
Και συμπληρώνει: «Σε όλες, πράγματι, τις ανθρώπινες ασχολίες και δραστηριότητες που είναι αντικείμενο επιστήμης είναι, βέβαια, σωστό να λέμε ότι δεν πρέπει να κοπιάζουμε ή να χαλαρώνουμε και να ξεκουραζόμαστε περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά να κρατούμε το μέσον όπως ορίζει ο ορθός λόγος· αν όμως ένας άνθρωπος έχει μόνο αυτή τη γνώση, δεν ξέρει, θα έλεγα, τίποτε· δεν ξέρει, π.χ., τι λογής φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιήσει για το σώμα του, αν κάποιος του πει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτά που του συστήνει η ιατρική τέχνη και όπως του τα συστήνει ο κάτοχος της ιατρικής τέχνης» (1138b 1, 27-34).
Και αντίστοιχα ισχύει το ίδιο, όταν αποπειράται κανείς να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά της ψυχής: «Έτσι, λοιπόν, και όταν πρόκειται για τις έξεις της ψυχής, δεν πρέπει απλώς να λέγονται τα σωστά αυτά λόγια, αλλά και να δηλώνεται καθαρά τι είναι ο ορθός λόγος και ποιος είναι ο κανόνας από τον οποίο αυτός προσδιορίζεται» (1138b 1, 34-36).
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ψυχική ισορροπία που επέρχεται από την μεσότητα που καθορίζει ο ορθός λόγος, αν δεν ξεκαθαριστεί απολύτως ο τρόπος που ορίζεται η ορθότητα, δηλαδή τα κριτήρια που σηματοδοτούν τη λογική.
Με δεδομένο ότι οι αρετές διαχωρίζονται στις διανοητικές και τις ηθικές, και ότι η ψυχή διαιρείται στον άλογον μέρος της (που σχετίζεται με τη διατροφή και την ανάπτυξη του ανθρώπου), το λόγον-άλογον ή αλλιώς επιθυμητικόν (που έχει να κάνει με την ηθική αρετή) και το καθαρά λόγον έχον μέρος (που καθορίζει τις διανοητικές δυνατότητες) είναι φανερό ότι οι διανοητικές αρετές έχουν να κάνουν με το καθαρά λόγον έχον μέρος της ψυχής. Κι αυτό το μέρος της ψυχής είναι που ενδιαφέρει τώρα τον Αριστοτέλη, καθώς ο ορθός λόγος (λογική) δεν μπορεί παρά να αποδοθεί ως διανοητική δυνατότητα.
Όμως, η εκ νέου διερεύνηση του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής θα οδηγήσει σε μια ακόμη διαίρεση: «Παλαιότερα είπαμε ότι υπάρχουν δύο μέρη της ψυχής, το λογικό και το ά-λογο. Ας κάνουμε τώρα μια παρόμοια διαίρεση του λογικού μέρους, και ας ξεκινήσουμε από τη βασική αρχή ότι δύο είναι τα λογικά μέρη της ψυχής: ένα αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που οι αρχικές τους αιτίες είναι αμετάβλητες, και ένα άλλο αυτό με το οποίο σκεφτόμαστε και μελετούμε τα όντα που μεταβάλλονται» (1139a 1, 4-10).
Ο Δημήτρης Λυπουρλής επεξηγεί ότι αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «αρχικές αιτίες» των όντων αφορά «τα βασικά τους στοιχεία», τα οποία στην πρώτη περίπτωση μένουν αμετάβλητα, ενώ στη δεύτερη μεταβάλλονται. Η μεταβολή ή όχι των «αρχικών αιτιών» των όντων για τον Αριστοτέλη έχει μεγάλη σημασία ως προς το είδος της διανοητικής αρετής που θα ασκηθεί: «Ας ονομάσουμε το ένα από τα δύο αυτά μέρη επιστημονικό και το άλλο λογιστικό (γιατί “σκέφτομαι” και “λογίζομαι” είναι το ίδιο πράγμα, και κανένας δε σκέφτεται για πράγματα που δεν μεταβάλλονται). Το λογιστικό, επομένως, είναι ένα από τα δύο μέρη του λογικού μέρους της ψυχής» (1139a 1, 14-18).
Πράγματι, όλα όσα δεν υπόκεινται σε μεταβολές παραμένοντας αναλλοίωτα δεν μπορούν παρά να εκληφθούν ως δεδομένα, ώστε να αποτελέσουν αφετηρία για περαιτέρω προβληματισμούς. Για παράδειγμα (μιλώντας με σύγχρονους όρους) η περιστροφική κίνηση της γης, που αποτελεί σταθερό και αμετάβλητο δεδομένο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης καθαυτή, αφού κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Αυτός είναι και ο λόγος που ανήκει στο επιστημονικό τμήμα του λογικού μέρους της ψυχής. Αυτό που μπορεί να τεθεί ως διερεύνηση είναι τα αίτια αυτής της κίνησης ή η σχέση της γης με τη σελήνη ή ο τρόπος της δημιουργίας της κλπ. Τα ερωτήματα αυτού του είδους ανήκουν στο λογιστικό τμήμα του λόγον έχοντος μέρους της ψυχής, αφού χρειάζεται σκέψη που πρέπει να βασιστεί πάνω στη λογική προκειμένου να προβεί σε πειστικές ερμηνείες.
Φυσικά, ως αμετάβλητο πρέπει να θεωρηθεί οτιδήποτε τίθεται υπεράνω συζητήσεων, λόγω του αδιαπραγμάτευτου της συμπεριφοράς του. Αλήθεια, τι σκέψεις μπορεί να γίνουν σε σχέση με το αναντίρρητο δεδομένο της περιστροφικής κίνησης της γης; Κι αυτή ακριβώς είναι η βάση της επιστημονικής σκέψης, που χρειάζεται αδιαπραγμάτευτες αλήθειες για να προχωρήσει.
Ο πειραματικός έλεγχος, που τίθεται ως βάση κάθε επιστημονικού πεδίου, είναι η επισφράγιση αυτής της συνθήκης. Το πείραμα (πράγμα που ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να το γνωρίζει, αλλά που προφανώς θα συμφωνούσε, αν έβλεπε τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους) αποτελεί την απόλυτη επιστημονική τεκμηρίωση διακηρύσσοντας το αναντίρρητο. Αποτελεί, δηλαδή, το πέρασμα από το λογιστικό στο επιστημονικό τμήμα του λογικού μέρους της ψυχής.
Στα χρόνια της αρχαιότητας, με δεδομένο ότι δεν υπήρχε ούτε η σύγχρονη τεχνολογία που ενισχύει την παρατήρηση ούτε η αντίληψη του πειραματικού ελέγχου, τα περισσότερα αφορούσαν πρωτίστως το λογιστικό μέρος, αφού κάθε ερευνητής μπορούσε να προβάλλει τα δικά του συμπεράσματα, αρκεί να θέτονταν πάνω στις αρχές του ορθού λόγου. Κι αυτό είναι το κομμάτι της φιλοσοφίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα δεδομένα κάνοντας συλλογισμούς και υποθέσεις, που σε τελική ανάλυση μπορεί είτε να συμφωνήσει είτε να διαφωνήσει κανείς.
Γι’ αυτό και στα αρχαία χρόνια η αστρονομία εκλαμβανόταν περισσότερο ως φιλοσοφία και λιγότερο ως επιστήμη, αφού το πεδίο του αυτοσχεδιασμού και της ατομικής ερμηνείας ήταν ιδιαίτερα ευρύ. Το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου έδωσε τέλος στους αυτοσχεδιασμούς ως προς την κίνηση της γης μεταφέροντας ένα πεδίο από την φιλοσοφία στην επιστήμη. Πλέον είναι παράλογο να αμφισβητεί κανείς ότι η γη γυρίζει κι αυτό γιατί το εν λόγω θέμα δεν αφορά το λογιστικό, αλλά το επιστημονικό τομέα του λογικού μέρους της ψυχής.
Από αυτή την άποψη, θα έλεγε κανείς ότι η ανάπτυξη των επιστημών, που μετατρέπει τις διαφωνίες του χτες σε αναντίρρητες αλήθειες του σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαρκή κίνηση των δεδομένων από το ένα πεδίο του λογικού μέρους της ψυχής στο άλλο (από το λογιστικό στο επιστημονικό) ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η διαρκής υποχώρηση της φιλοσοφίας μπροστά στην επέλαση της επιστήμης. Όμως, αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε ακραία συμπεράσματα, που προεξοφλούν τη σε βάθος χρόνων ολοκληρωτική εξαφάνιση της φιλοσοφίας, με τη σκέψη ότι κάποτε όλα θα έχουν αποδειχθεί. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.
Οι ανθρώπινες απορίες είναι (θα λέγαμε εκ φύσεως) αστείρευτες, καθώς σχεδόν νομοτελειακά κάθε απάντηση γεννά ένα νέο ερώτημα, το οποίο θα επιφέρει και την πολλαπλότητα των ερμηνειών. Όσο δεδομένο είναι ότι η φιλοσοφία του χτες έγινε επιστήμη του σήμερα, άλλο τόσο αναμφισβήτητο είναι το ατέρμονο των αναπάντητων ερωτημάτων.
Γι’ αυτό κάθε επιστήμη, όσο προχωρά, στο τέλος έχει πάντα τη φιλοσοφική της ουρά που θα αποτελέσει το πεδίο των διενέξεων. Είναι το σημείο που –σε κάθε εποχή– δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί. Είναι δηλαδή το σημείο της φιλοσοφικής προσέγγισης, αφού το αναντίρρητο δεν έχει ακόμη επέλθει. Η φιλοσοφία και η επιστήμη είναι καταδικασμένες να πορεύονται δεμένες χέρι-χέρι μέσα στους αιώνες συνθέτοντας την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος, όπως είναι καταδικασμένα να πορεύεται παντοτινά μαζί το επιστημονικό με το λογιστικό κομμάτι συναποτελώντας το λογικό μέρος της ανθρώπινης ψυχής.
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Συνάγεται έτσι ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι διανοητική αντίληψη και μαζί επιστημονική γνώση, των πιο αξιόλογων και των πιο πολύτιμων πραγμάτων στην πιο τέλεια μορφή της» (1141a 7, 22-24). Πράγματι, η φιλοσοφία που προσπαθεί να εξάγει συμπεράσματα αγνοώντας τις αδιαπραγμάτευτες υποδείξεις της επιστήμης δεν είναι φιλοσοφία.
Αυτό που μένει είναι διερευνηθεί ποια μπορεί να η κατάλληλη έξη για το ένα και ποια για άλλο μέρος (λογιστικό – επιστημονικά), ώστε να αποδοθεί με τον καλύτερο τρόπο η αρετή του: «Ας κοιτάξουμε λοιπόν τώρα να δούμε ποια είναι η καλύτερη έξη του καθενός από τα δύο αυτά μέρη: αυτή θα είναι η αρετή του, η αρετή όμως ενός πράγματος σχετίζεται με το έργο που του προσιδιάζει» (1139a 1, 18-20).
Και στην αναζήτηση αυτής της προβληματικής ο Αριστοτέλης επικαλείται τις τρεις λειτουργίες της ψυχής: «Τρεις είναι οι λειτουργίες της ψυχής που κυβερνούν και ρυθμίζουν την πράξη και την αλήθεια: η αίσθηση, ο νους και η επιθυμία» (1139a 2, 21-22). Με δεδομένο ότι ως «πράξη» αποδίδονται οι ενέργειες του ανθρώπου κι ως «αλήθεια» η επιδίωξη της γνώσης (όπως υποδεικνύει και ο Δημήτρης Λυπουρλής), είναι φανερό ότι μαζί με τις αισθήσεις και τη λογική ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει και την επιθυμία στα βαθύτερα κίνητρα που κατευθύνουν τη δράση της ψυχής τόσο για την επίτευξη της σωστής πράξης, όσο και για τη χάραξη του ορθού δρόμου, που θα οδηγήσει στην προάσπιση της αλήθειας (γνώσης).
Ο συνυπολογισμός των αισθήσεων μέσα στις λειτουργίες της ψυχής δεν εκπλήσσει, αφού (σε αντίθεση με τον Πλάτωνα) ο Αριστοτέλης εκλαμβάνει πολύ σοβαρά τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης. Η παρατήρηση παίζει θεμελιώδη ρόλο στην εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων. Αν η παρατήρηση καθίσταται αδύνατη, δεν μπορούμε να μιλάμε για επιστήμη, καθώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό αν θα υπάρξουν μεταβολές ή όχι (κι αν υπάρχουν ποιες είναι): «Όλοι δεχόμαστε ότι αυτό για το οποίο έχουμε επιστημονική γνώση δεν είναι δυνατό να υπόκειται σε μεταβολή – για τα πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή δε γνωρίζουμε, όταν βρεθούν έξω από την παρατήρησή μας, αν υπάρχουν ή όχι» (1139b 3, 23-26).
Αυτός είναι ο λόγος που η επιστήμη ασχολείται με πράγματα αιώνια, δηλαδή αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο: «Το αντικείμενο, άρα, της επιστημονικής γνώσης είναι της κατηγορίας των αναγκαίων πραγμάτων. Είναι, επομένως, αιωνίως αυτό που είναι· γιατί αυτά που είναι αυτό που είναι από μια απόλυτη ανάγκη, όλα τους είναι αιώνια, και τα αιώνια είναι αγέννητα και άφθαρτα» (1139b 3, 26-29).
Πέρα από αυτό, όμως, οι αισθήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν πηγή των ανθρωπίνων πράξεων: «Η αίσθηση δεν αποτελεί αρχή καμιάς πράξης. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι τα ζώα έχουν αίσθηση, δεν έχουν όμως καμιά μετοχή σε πράξη» (1139a 2, 22-24). Κι όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις πράξεις, δεν εννοεί τυχαίες ενέργειες που μπορεί να συμβούν ή ενέργειες που υποδεικνύονται από το ενστικτώδες, όπως των ζώων που κυνηγούν το θήραμα, αλλά συμπεριφορές που κατευθύνονται από τη δύναμη της συνειδητής επιθυμίας.
Η ελευθερία της επιλογής είναι η επισφράγιση της βούλησης που αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους (κι όχι τα ζώα) και που, σε τελική ανάλυση, είναι αδύνατο να εκληφθεί ως κάτι ξέχωρο από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια, η διαμόρφωση της βούλησης εμπεριέχει και τη σκέψη, αλλά και τις ηθικές προτεραιότητες, αφού η ηθική αρετή (καθοριζόμενη από την προαίρεση) διαμορφώνει την ποιότητα των επιθυμιών: «Αυτό […] που στη σκέψη είναι κατάφαση και άρνηση, είναι στην επιθυμία επιδίωξη και αποφυγή. Επομένως, επειδή η ηθική αρετή είναι έξη που προϋποθέτει επιλογή και προτίμηση, και η επιλογή και η προτίμηση είναι επιθυμία κατευθυνόμενη από τη σκέψη» (1139a 2, 24-26).
Η σύμπλευση της επιθυμίας με τη λογική τίθεται ως καταστάλαγμα της ψυχικής ισορροπίας που θα οδηγήσει στην εσωτερική γαλήνη, δηλαδή την ευτυχία: «Πρέπει –ύστερα από όλα αυτά– η συλλογιστική διαδικασία να είναι ακριβής και η επιθυμία σωστή –αν είναι η επιλογή και προτίμηση να είναι καλή– και η επιθυμία να επιδιώκει τα ίδια πράγματα για τα οποία αποφαίνεται καταφατικά η λογική. Αυτή η σκέψη και αυτή η αλήθεια έχει χαρακτήρα πρακτικό» (1139a 2, 26-31).
Το ότι η πραγμάτωση της ηθικής αρετής (μέσω της διαμορφούμενης επιθυμίας) συγκαταλέγεται στο πρακτικό κομμάτι (επιστημονικό) της διανοητικής αρετής έχει να κάνει με τον καθορισμό της επιδίωξης ή της αποφυγής οποιουδήποτε πράγματος ή κατάστασης που σχετίζεται με τις πρακτικές καθημερινές αποφάσεις της ζωής. Εξάλλου, οι επιταγές της αρετής δεν τίθενται ως κάτι συζητήσιμο.
Η ανδρεία και η σωφροσύνη (όπως κι όλες οι άλλες αρετές) έχουν καθοριστεί επακριβώς στο τέταρτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» και ισχύουν με τον ίδιο τρόπο για όλες τις περιστάσεις. Το ότι πολλές φορές οι επικρατούσες συνθήκες αλλοιώνουν το νόημα των εννοιών διαστρεβλώνοντάς τες δεν έχει να κάνει με τις έννοιες, αλλά με το ευάλωτο των ανθρώπων που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τις επιταγές της αρετής.
Ως έργο του λογιστικού τμήματος από το λόγον έχον μέρος της ψυχής δεν είναι η διερεύνηση της επιδίωξης ή της αποφυγής, αλλά της αλήθειας ή του ψέματος σε μια φιλοσοφική αναζήτηση: «Στην καθαρά θεωρητική […] σκέψη, που ούτε με τις (ηθικές) πράξεις έχει σχέση ούτε με την παραγωγή, το καλό και το κακό είναι η αλήθεια και το ψέμα (γιατί αυτό είναι το έργο κάθε διανοητικής δραστηριότητας)· για τη διανοητική όμως δραστηριότητα που έχει πρακτικό χαρακτήρα είναι η σύμφωνη με τη σωστή επιθυμία αλήθεια» (1139a 2, 31-35).
Κι αν πρέπει να ειπωθεί κι αλλιώς, επειδή είναι αδύνατο να υπάρξει επιθυμία χωρίς τον τελικό σκοπό που την καθορίζει (κάθε επιθυμία τίθεται στην υπηρεσία του σκοπού που θέλει να εκπληρώσει), είναι σαφές ότι, όπως η ηθική πράξη καθορίζεται από την ελεύθερη βούληση, με τον ίδιο τρόπο η ελεύθερη βούληση (προτίμηση) σχετίζεται με το σκοπό που τη διαμορφώνει. Κι αυτό είναι αντικείμενο σκέψης: «Η αρχή λοιπόν της (ηθικής) πράξης (με το νόημα της αιτίας από την οποία ξεκινάει η κίνηση, όχι με το νόημα του τελικού σκοπού) είναι η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση, ενώ της (ελεύθερης) επιλογής και προτίμησης η αρχή είναι η επιθυμία και η συλλογιστική διαδικασία που κάνει να φανεί ο τελικός σκοπός. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση δίχως νου και σκέψη και δίχως ηθική έξη· γιατί δίχως σκέψη και δίχως σταθερό ηθικό χαρακτήρα δεν υπάρχει – στο χώρο της ανθρώπινης ενέργειας – καλή, σωστή πράξη και το αντίθετό της» (1139a 2, 36-40).
Και βέβαια, η επιλογή και η προτίμηση είναι αποκλειστικά μελλοντικές συνθήκες: «Κάτι που έγινε στο παρελθόν δεν μπορεί να είναι αντικείμενο επιλογής και προτίμησης· κανείς, επιπαραδείγματι, δεν επιλέγει να έχει κυριέψει την Τροία· ο λόγος είναι ότι ούτε διαλογίζεται κανείς για κάτι που έγινε στο παρελθόν, αλλά για κάτι που πρόκειται να γίνει και είναι δυνατό να γίνει, ενώ αυτό που έχει γίνει δεν είναι δυνατό να μην έχει γίνει» (1139b 2, 6-10). Η γνώση των γεγονότων του παρελθόντος δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Σχετίζεται περισσότερο με την καλύτερη κατανόηση του παρόντος και με την αποφυγή των σφαλμάτων που έχουν ήδη διαπραχθεί (ή την επιδίωξη ενεργειών που αποδείχθηκαν ευεργετικές).
Η πρακτική (επιστημονική) διανοητική σκέψη όμως, πέρα από τον καθορισμό της προτίμησης, αφορά και την παραγωγή ενός προϊόντος. Η διαφορά έγκειται στο ότι στη δεύτερη περίπτωση (παραγωγή) η σκέψη έχει να κάνει με την επίτευξη ενός επιμέρους στόχου, ενώ στην πρώτη με την επίτευξη του απόλυτου στόχου: «αυτή» (η πρακτική σκέψη εννοείται) «εξουσιάζει και κυβερνάει και την παραγωγική σκέψη, αφού ο καθένας που παράγει κάτι, το παράγει για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, και το προϊόν δεν είναι απόλυτος σκοπός, αλλά σχετικός, και σκοπός του τάδε συγκεκριμένου ατόμου· αντίθετα, το αντικείμενο της (ηθικής) πράξης είναι απόλυτος στόχος, γιατί η ευ-πραξία είναι ένας απόλυτος σκοπός, και η επιθυμία αποβλέπει σ’ αυτόν» (1139b 2, 1-4).
Κι από εδώ προκύπτει ένας ορισμός για τον άνθρωπο που το διαφοροποιεί από τα ζώα: «Γι’ αυτό η (ελεύθερη) επιλογή και προτίμηση είναι ή μια επιθυμούσα σκέψη ή μια σκεπτόμενη επιθυμία, και αυτού του είδους η αρχή είναι ο άνθρωπος» (1139b 2, 5-6).
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο Ζ΄, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2006.
https://theancientwebgreece.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου