Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Ματαρόα, το πλοίο της μεγάλης φυγής που έσωσε τον ανθό της Ελληνικής νεολαίας από τις φλόγες του εμφυλίου: Mύθοι και αλήθειες για το θρυλικό ταξίδι




Το πλοίο «Ματαρόα» με το οποίο έφυγαν από την Ελλάδα οι έλληνες υπότροφοι. Photo via ΑΠΕ-ΜΠΕ.

 «Πήρα, λοιπόν, μία υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση και ήρθα στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του ’45 με ένα νεοζηλανδέζικο σκάφος, που λεγόταν “Mataroa”. Συναρπαστικό ταξίδι.

Διασχίσαμε την κατεστραμμένη Ιταλία με κάτι απίθανα τρένα. Διασχίσαμε και την Ελβετία, όπου μας μιλούσαν για τις τεράστιες
κακοτυχίες των ντόπιων κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Δεν είχαν σοκολάτες, οι άνθρωποι… Μας κάλεσαν να τους συμπονέσουμε.

Κουνήσαμε με κατανόηση το κεφάλι. Στην Αθήνα, χειμώνα του ’41-’42 κείτονταν στους δρόμους τα πτώματα των ανθρώπων, που είχαν πεθάνει από την πείνα…».

Λίγο πριν την αποδημία στα 75 του χρόνια, το 1997, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Έλληνας διανοητής, που έχει ανατρέψει με τη σκέψη και το έργο του το πλαίσιο της φιλοσοφίας, μιλά στη γαλλική τηλεόραση.

Διηγείται δηκτικά, κυνικά -έτσι όπως υπαγορεύει πλέον η έμπειρη κριτική ματιά του- το περιπετειώδες ταξίδι 124 ανθρώπων από την καθημαγμένη μεταπολεμική Ελλάδα του ΄45 στο Παρίσι.

Όταν η συμφωνία της Βάρκιζας προοιωνιζόταν εμφύλιο, και ο ίδιος, αριστούχος νεαρός φοιτητής Κοινωνιολογίας, επιλεγόταν από τη γαλλική κυβέρνηση να συνεχίσει απρόσκοπτα τις σπουδές του στη Γαλλία, εμπλουτίζοντας το νέο αίμα, που θα καλείτο μετά το τέλος και αυτού του πολέμου να ξαναστήσει στα πόδια της την Ελλάδα.

Οι σπουδαστές διψούσαν για εκπαιδευτικά ταξίδια στο εξωτερικό, που η περιοριστική συναλλαγματική πολιτική του καθεστώτος Μεταξά, είχε συρρικνώσει έως και εκμηδενίσει.

Οι δε νεολαίοι της Αντίστασης, που ένιωθαν ηττημένοι με τα Δεκεμβριανά, βρίσκονταν υπό καθεστώς φόβου, σύγχυσης και επαπειλούμενων διωγμών. Αλλά η Γαλλία εξωράιζε και αυτή την ανησυχία…

Με τη σύνθεση της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που είχε εντάξει στους κόλπους της αντιστασιακές δυνάμεις, των κομμουνιστών συμπεριλαμβανομένων, αντιπροσώπευε το αδέσμευτο πεδίο ελεύθερης ζύμωσης και παραγωγής ιδεών.

Μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο η δημοφιλία της χώρας ως προορισμού εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης των Ελλήνων φοιτητών ενισχύθηκε σημαντικά.

Γερμανία και Ιταλία είχαν πλέον στιγματιστεί ως δυνάμεις κατοχής, ενώ η Μεγάλη Βρετανία μειονεκτούσε εξαιτίας της απροκάλυπτης επέμβασής της στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας.

Η Γαλλία συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά ενός εκπαιδευτικού παραδείσου.

Ήταν ο προορισμός, που επέτρεπε στα φρέσκα μυαλά να ξεδιπλώσουν την προσωπικότητά τους, να αναπτύξουν τις ιδέες τους, να κάνουν όνειρα, να παράξουν έργο.

«Αν δεν είχα φύγει τότε, δεν θα μπορούσα να είχα κάνει αυτά, που νομίζω ότι μπόρεσα και έκανα.

Δεν θέλω να πω ότι φοβάμαι πως θα με είχε φάει η Ελλάδα. Αλλά περίπου το αίσθημα είναι αυτό…» θα εξομολογηθεί ο Καστοριάδης μετά την πτώση της χούντας, σε συνέντευξή του στην ελληνική δημόσια τηλεόραση.

Μία ιερή αποστολή 

Μέσα σε τρία χρόνια πείνας και πνευματικής στέρησης, χιλιάδες Έλληνες νεολαίοι έσπευσαν να εγγραφούν στο Γαλλικό Ινστιτούτο (από 1.200 το 1939 έφτασαν τους 3.500 το 1943).

Εκείνο το φθινόπωρο του ’45, η 5μελής Επιτροπή Γάλλων, που καλείτο να εγκρίνει υποτροφίες βρέθηκε μπροστά σε ένα βουνό οκτακοσίων και πλέον υποψηφιοτήτων!

Με την ανάρτηση της προκήρυξης των υποτροφιών στον πίνακα ανακοινώσεων του κτηρίου επί της οδού Σίνα 31 ο καθηγητής Οκτάβιος Μερλιέ (Octave Merlier), διευθυντής του Ινστιτούτου, αποσπασμένος από το πανεπιστήμιο της Σορβόννης, έσπευσε να ενθαρρύνει την υποβολή υποψηφιότητας από τους πολλά υποσχόμενους σπουδαστές του, ανεξαιρέτως ιδεολογικής τοποθέτησης.

Ο παθιασμένος φιλέλληνας άνοιγε έναν μεγάλο κύκλο υποτροφιών («υποτροφιάδα»), διώχνοντας τα δυνατά μυαλά της Ελλάδας σε έδαφος ασφαλές.

Ο καθηγητής Οκτάβιος Μερλιέ με τη σύζυγό του Μέλπω Λογοθέτη. Photo via ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Σε μία προσπάθεια αποκατάστασης της πλήρους ιστορικής αλήθειας, ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νικόλας Μανιτάκης, στην παρουσίαση του έργου «Ματαρόα, 1945 – Από τον μύθο στην ιστορία», έκδοση που επιμελήθηκε ο ίδιος με τη συνδρομή της διακεκριμένης Γαλλίδας συναδέλφου του, Σερβάν Ζολιβέ (Servanne Jollivet), θα τονίσει πως ο Μερλιέ δεν οργάνωσε μία φυγάδευση αριστερών διανοουμένων, όπως ειπώθηκε αρχικά.

Αριστεροί ήταν μερικές δεκάδες από τους 124 επιβάτες του Ματαρόα, όχι όλοι (τόσο η Ν. Ανδρικοπούλου όσο και η Μ. Κρανάκη, που επέβαιναν στο Ματαρόα, επιβεβαίωναν στις καταχωρημένες μαρτυρίες τους ότι αρκετοί ταξιδιώτες του πλοίου, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός τους, τοποθετούνταν μάλλον στον πολιτικό και ιδεολογικό αντίποδα).

Ενθάρρυνε, όμως, και Αριστερούς, που φοβούνταν ότι δεν θα περνούσαν την αξιολόγηση, να υποβάλουν αίτηση.

Η δε επιτροπή που ενέκρινε τις υποτροφίες, μέλος της οποίας ήταν και ο ίδιος ο διευθυντής του Ινστιτούτου, αλλά κάποια από τα μέλη της μόνον αριστερό προσανατολισμό δεν είχαν, επέλεξε με βασικό κριτήριο τις επιδόσεις των σπουδαστών.

Μάλιστα, με μία ανακοίνωσή της μετά την προκήρυξη των υποψηφιοτήτων προσπαθούσε να καθησυχάσει τους ανησυχούντες:

«Η επιτροπή πιστεύει σε μία εξέταση απολύτως αμερόληπτη των προσόντων των υποψηφίων. Δεν θα λάβει καθόλου υπόψη της τις πολιτικές τους απόψεις ή άλλα τινά.

Δεν θα δεχθεί καμμία σύσταση εκ μέρους της πολιτικής τάξης. Θα βασίσει την κρίση της αποκλειστικά στα προσόντα των υποψηφίων -όπως αυτά περιγράφονται στους φακέλους τους- και στον τόπο που οι υποψήφιοι εξέθεσαν τη δουλειά τους και τα σχέδια των σπουδών τους στη Γαλλία ενώπιον της επιτροπής».

Αλλά και ο Μερλιέ, όταν μετά την έγκριση των υποτροφιών, ερωτήθηκε από τον προϊστάμενό του για τα κριτήρια επιλογής, απάντησε:

«Επιλέξαμε τους σπουδαστές που παρουσίαζαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και που ήταν και οι πιο φτωχοί».

Η αυλαία, λοιπόν, του μεγάλου πολέμου είχε πέσει, μία άλλη, ωστόσο, που ετοιμαζόταν να σηκωθεί, καθιστούσε επιτακτική τη φυγή σπουδαίων μυαλών από τον τόπο, που μύριζε μπαρούτι.

Μία νέα αιματηρή σελίδα επρόκειτο να ανοίξει στην ελληνική ιστορία και η ύπαρξη μίας… κιβωτού, που θα προστάτευε τους σπόρους της τέχνης και της διανόησης από τη λαίλαπα, θεωρήθηκε επιτακτική ανάγκη.

«Μέσα από πλειάδα διαδρομών και διακυβευμάτων προστατεύτηκαν εκπρόσωποι της γενιάς, που θα συμβάλει ουσιαστικά στη μεταπολεμική αναγέννηση τόσο της Ελλάδας, όσο και της Γαλλίας, καθώς αφορά ένα κομμάτι της κοινής ιστορίας του πνεύματος και της διανόησης των δύο χωρών» θα σημειώσει η Σ. Ζολιβέ σε επετειακή ημερίδα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών στο Ίδρυμα Μποδοσάκη.

Την αποστολή οργάνωσε και υλοποίησε ο Μερλιέ, ο οποίος προηγουμένως όχι μόνον είχε καταφέρει με διάφορους τρόπους να εκτινάξει σε 163 τον αριθμό των γαλλικών υποτροφιών για τους Έλληνες φοιτητές (το 1939 ήταν μόλις 24), αλλά και να παρουσιάσει το όλο εγχείρημα ως επίσημη διακρατική συνεργασία, εξασφαλίζοντας για σημαντικό αριθμό γαλλικών υποτροφιών την κάλυψη των εξόδων από την ελληνική κυβέρνηση.

«… Ήθελα νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι ή σε άλλα κέντρα, όπως η Λυών, το Μοντπελιέ, τα Νανσύ, το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγάντια δουλειά ανοικοδόμησης και γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία» θα δηλώσει σε κάποια συνέντευξή του στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», επιχειρώντας να θέσει στην ακριβή του διάσταση το «σχέδιο φυγάδευσης και προστασίας αριστερών διανοουμένων», που του χρεώθηκε (ή του πιστώθηκε) στην πορεία της ιστορίας.

«Η απουσία ενός τέτοιου σχεδίου δεν σημαίνει, βέβαια, ότι στη μετα-Βάρκιζα εποχή, γνωστή ως περίοδο της “λευκής τρομοκρατίας”, εξέλειπαν οι κάθε λογής κίνδυνοι για τους αριστερούς που ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για τη Γαλλία, ιδιαιτέρως για όσους είχαν λάβει μέρος στις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών.

Ο Κώστας Αξελός στο γραφείο του στο Παρίσι. Photo via ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Φαίνεται όμως ότι ο πραγματικός βαθμός κινδύνου, αλλά και η υποκειμενική αίσθηση απειλής διέφερε από περίπτωση σε περίπτωση» θα διευκρινίσει ο καθηγητής Ν. Μανιτάκης, σημειώνοντας ότι πράγματι, για ορισμένους ο κίνδυνος στέρησης της ελευθερίας έδειχνε να είναι υψηλός, όπως για παράδειγμα για τον τότε 21χρονο φοιτητή Νομικής και κατοπινό στοχαστή και καθηγητή Φιλοσοφίας, Κώστα Αξελό, που ως Ελασίτης είχε συλληφθεί, κακοποιηθεί και φυλακισθεί στα Δεκεμβριανά, είχε συλληφθεί εκ νέου μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και εντέλει αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από σύντομο διάστημα κράτησης.

Φεύγοντας από την Ελλάδα και διαφωνώντας ριζικά με θέσεις και αποφάσεις του Κόμματος, αποσύρθηκε. («Όσο ήμουν στην Ελλάδα δεν ήθελα να δηλώσω τη διαφωνία μου με το ΚΚ… Τώρα που έφυγε το καράβι την εκδηλώνω» θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος επάνω στο «Ματαρόα» στους συνταξιδιώτες του Κορνήλιο Καστοριάδη, Κώστα Παπαϊωάννου και Μιμίκα Κρανάκη).

Η πρόθεση υπήρξε, η επιλογή των υποτρόφων ολοκληρώθηκε, η προεργασία για την εξεύρεση πηγών χρηματοδότησης έγινε επιτυχώς. Το μέγα πρόβλημα ήταν η ανεύρεση του μέσου μεταφοράς.

«Οι θάλασσες ήταν γεμάτες νάρκες, πλοία δεν κυκλοφορούσαν, ο Μερλιέ αγωνιζόταν να βρει ένα καράβι για να μας διώξει, αλλά δεν έβρισκε» θα διηγηθεί αργότερα η συγγραφέας και εικαστικός Νέλλη Ανδρικοπούλου.

«Έναν μήνα και παραπάνω είμασταν έτοιμοι, με τις αποσκευές μας και περιμέναμε να βρεθεί το πλεούμενο» θα συμπληρώσει ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας.

Όταν πια βρέθηκε το πλοίο, ειδοποιήθηκαν όλοι να βρίσκονται στο λιμάνι του Πειραιά τη νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου.

Στο νεοζηλανδέζικο Liberty, στη «γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» (κατά τη μετάφραση της λέξης «mataroa» από τη γλώσσα των Αβορίγινων), επιβιβάστηκαν ύστερα από μακρά αγωνιώδη αναμονή 52 υπότροφοι με έξοδα της γαλλικής κυβέρνησης, 45 υπότροφοι με έξοδα της ελληνικής και 28 σπουδαστές, που ταξίδεψαν με δικά τους έξοδα μαζί με τέσσερις συνοδούς γονείς.

Βολεύτηκαν όπως όπως. Άνθρωποι και αποσκευές γινήκαν ένα κουβάρι στην κοιλιά του καραβιού, αυτού του ίδιου που κάποτε είχε μεταφέρει στρατιώτες κατά την απόβαση στη Νορμανδία, που κάποτε είχε φυγαδεύσει και εβραιόπουλα στην Παλαιστίνη.

Μάτι δεν έκλεισαν εκείνη τη νύχτα. Κάποιοι βυθισμένοι στη σιωπή προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον τους κι άλλοι φλύαροι να διασκεδάσουν την αγωνία και τον φόβο τους.

Ήταν παιδιά 20, 22, 24 χρόνων οι περισσότεροι. Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά έως ότου η μπουρού ηχήσει την αναχώρηση του πλοίου.

«Όταν κατά τις 6 το πρωί αναχωρήσαμε και βγήκαμε από το λιμάνι, νιώσαμε ότι αφήναμε πίσω μας έναν διαρκή απροσδιόριστο κίνδυνο» (Ζαχαρίας).

Το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 22 Δεκεμβρίου του ΄45 με ρότα τον Τάραντα της νότιας Ιταλίας.

Από εκεί οι επιβάτες θα ταξίδευαν σε τρένα -όπως όπως- ίσαμε το Παρίσι. Τη χερσαία μεταφορά τους είχε αναλάβει το ταξιδιωτικό πρακτορείο «Hermes» (στο αρχείο του Γαλλικού Ινστιτούτου σώζεται λίστα των ταξιδιωτών, που στάλθηκε από το πρακτορείο στον Μερλιέ, στις 8 Οκτωβρίου του 1945).

«Έβλεπες σακίδια, καλάθια, ό,τι μπορούσε να σκαρφιστεί η φτώχια των ανθρώπων, που μένανε στην αποβάθρα του Πειραιά να κουνάνε μαντίλια στα παιδιά τους» (Κρανάκη)

«Οι πιο πολλοί δεν είχαν σκοπό να επιστρέψουν σύντομα στην Ελλάδα. Ούτε λεφτά είχαν για να ξοδέψουν στο Παρίσι. Οπότε κουβαλούσαν ό,τι μπορούσαν» (Ανδρικοπούλου).

Η διαδρομή του χερσαίου ταξιδιού των επιβατών του Ματαρόα. Photo via ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δύο τα πλοία της φυγής

Στην πραγματικότητα, οι σπουδαστές που έφυγαν για τη Γαλλία εκείνη την εποχή με πρωτοβουλία του Μερλιέ, ήταν 238.

Αρκετοί από αυτούς ταξίδεψαν με προορισμό τη Μασσαλία τον Φεβρουάριο του ΄46 -έναν και πλέον μήνα μετά την ομάδα του Ματαρόα- με το σουηδικό πλοίο Gripsholm.

Σ΄ εκείνη τη δεύτερη ομαδική αποστολή συμμετείχαν 11 καθηγητές της Γαλλικής, 13 υπότροφοι από πόλεις της ελληνικής περιφέρειας, που προορίζονταν για επιβάτες του Ματαρόα χωρίς, ωστόσο, να προλάβουν τον απόπλου του, αλλά και σπουδαστές και υπότροφοι, που για γραφειοκρατικούς λόγους είχαν καθυστερήσει να φύγουν νωρίτερα.

Χωρίς να αποκλείονται περιπτώσεις αριστευσάντων, στη λίστα των Ελλήνων επιβατών του Gripsholm δεν εντοπίστηκαν άτομα, που να απέκτησαν στη συνέχεια, με τη δράση και το έργο τους, πνευματικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό, κάποιας μορφής διακεκριμένη αναγνωρισιμότητα.

Ίσως γι αυτό, στην ιστορία έμεινε το πλοίο της πρώτης αποστολής και όχι της δεύτερης.

Το σίγουρο είναι ότι δύο «καραβιές» δεν ήταν αρκετές για να απομακρύνουν το σύνολο των πνευματικών ανθρώπων της χώρας, που αναζητούσαν τρόπο να φύγουν για τη Γαλλία.

Αρκετοί σπουδαστές, υπότροφοι και μη, δεν έβρισκαν τρόπο να ταξιδέψουν.

Μόνο 23 ήταν οι υπότροφοι της γαλλικής κυβέρνησης, που παρέμεναν ακόμα στην Ελλάδα. Ο Μερλιέ μηχανεύτηκε διάφορους τρόπους για την αποστολή τους.

Ακόμη και με στρατιωτικό αεροπλάνο, που εκτελούσε το δρομολόγιο Παρίσι-Ρώμη-Αθήνα για τη μεταφορά του διπλωματικού σάκου και ανώτατων κρατικών αξιωματούχων, κατάφερε να στείλει κάποιους Έλληνες φοιτητές.

Αλλά ο ρόλος του δεν περιορίστηκε μόνον στο θέμα της μεταφοράς. Οι υπότροφοι που θα έφταναν στη Γαλλία, θα έπρεπε να έχουν εξασφαλισμένη στέγη.

Η γαλλική πρωτεύουσα εκείνη τη μεταπολεμική εποχή δεχόταν κόσμο από παντού, αλλά δεν έβριθε κλινών φιλοξενίας.

Η ελληνική φοιτητική εστία, που στη διάρκεια της κατοχής είχε χρησιμοποιηθεί ως στρατιωτικός κοιτώνας είχε κλείσει.

Η λύση για τη διαμονή 200 και πλέον Ελλήνων υποτρόφων όλο και απομακρυνόταν, ώσπου ο Μερλιέ κατάφερε να ενεργοποιήσει την επαναλειτουργία της ελληνικής φοιτητικής εστίας, να δεσμεύσει μερικές κλίνες στη φοιτητική εστία της γαλλικής πανεπιστημιούπολης και να κλείσει ορισμένα δωμάτια στο επιταγμένο από τη γαλλική κυβέρνηση περίφημο ξενοδοχείο Lutetia, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα.

Έτσι, σ΄ εκείνο το ιστορικό κατάλυμα, που μοιράστηκε το πεπρωμένο της Γαλλίας τα κρίσιμα χρόνια από το 1938 έως το 1945, την άνοδο και την πτώση του Χίτλερ, που από τα πολυτελή σαλόνια του παρήλασαν εμιγκρέδες και αντιναζί συγγραφείς, πολιτικοί και καλλιτέχνες, Έλληνες φοιτητές συνυπήρξαν την ίδια χρονική στιγμή με τον Τόμας Μαν, τον Αλμπέρ Κοέν, τους κατοπινούς νομπελίστες Αντρέ Ζιντ και Σάμιουελ Μπέκετ, την Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, τον Σαρλ ντε Γκωλ κ.α.

Η αποσπασματική αποστολή φοιτητών στη Γαλλία διήρκεσε ίσαμε τον Μάιο του ΄46, αλλά και πάλι, παρά τις κοπιώδεις προσπάθειες του Μερλιέ, δεν έγινε κατορθωτή η μετακίνηση όλων εκείνων των υποτρόφων, που είχαν επιλεχθεί από τη γαλλική κυβέρνηση.

Αρκετοί εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα και συνέχισαν τις σπουδές και τη ζωή τους εδώ.

Ωστόσο, το σίγουρο είναι ότι το αποτέλεσμα της γαλλικής «υποτροφιάδας» δικαίωσε όχι τόσο τον σπουδαίο φιλέλληνα, ο οποίος εντέλει δέχθηκε τα συγχαρητήρια εκείνων, που νωρίτερα του είχαν χρεώσει «μυστικό σχέδιο φυγάδευσης κόκκινων εξτρεμιστών», όσο την ίδια την Ελλάδα, που πιστώθηκε τη φήμη των υποτρόφων της, οι περισσότεροι εκ των οποίων απέσπασαν στη Γαλλία εντυπωσιακές διακρίσεις στη φιλοσοφία, την ιατρική, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη μουσική, τη ζωγραφική…

Η αποστολή εκείνη απέδωσε περί τις 30 διδακτορικές διατριβές και περισσότερους από 50 μεταπτυχιακούς τίτλους!

Ο σπόρος είχε «δέσει», αλλά αρκετοί από τους φοιτητές που κάποτε αντάλλασσαν αγωνίες και όνειρα στην κουπαστή του Ματαρόα δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Βρήκαν στη Γαλλία μία δεύτερη πατρίδα, πιο οργανωμένη και ίσως πιο πρόθυμη να υπηρετήσει τους στόχους και τις φιλοδοξίες τους…

Πληροφόρηση και παραπληροφόρηση 

Οι πληροφορίες γύρω από το ταξίδι της «μεγάλης φυγής» προέκυψαν αποσπασματικά και καθυστερημένα. Η πρώτη πληροφόρηση έκανε λόγο για 238 επιβάτες του Ματαρόα, πλην όμως αρχικά υπήρξε η λίστα των υποτρόφων και όχι των επιβατών του συγκεκριμένου πλοίου.

Ο ακριβής αριθμός προέκυψε από έρευνα στα αρχεία του Γαλλικού Ινστιτούτου, απ΄ όπου άλλωστε έγιναν γνωστά η ύπαρξη του δεύτερου πλοίου και η λίστα των επιβατών του.

Από τους επιστήμονες ιστορικούς ερευνητές, διευκρινίστηκε πως οι Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Ιωάννης Ξενάκης και Άδωνις Κύρου, τα ονόματα των οποίων κυκλοφόρησαν ως ταξιδιωτών με το Ματαρόα, δεν επέβαιναν στο πλοίο.

Για την ακρίβεια, η Γλύκατζη-Αρβελέρ ταξίδεψε για τη Γαλλία το 1953, ο Ξενάκης έφτασε το καλοκαίρι του ΄47 και ο Κύρου ήταν ήδη στο Παρίσι, όπου μάλιστα υποδέχθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό τους επιβάτες του Ματαρόα, που είχαν αφιχθεί από τη Βασιλεία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία της χάλκινης κεφαλής, που κοσμεί το προαύλιο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και είναι αφιερωμένη στους αγώνες των φοιτητών απέναντι στα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Μέμο Μακρή και αποτυπώνει τον ιστορικό Νίκο Σβορώνο, επιβάτες και οι δύο του θρυλικού πλέον πλοίου.

Οι αδελφοί Μαρινόπουλοι, φοιτητές Φαρμακευτικής, που επιβιβάστηκαν με δικά τους έξοδα στο Ματαρόα, ανέπτυξαν πλούσια επιχειρηματική δραστηριότητα όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά τη λήξη του εμφυλίου.

Σε συνεργασία με Γάλλους επιχειρηματίες, με τους οποίους είχαν συγχρωτισθεί στο Παρίσι, δημιούργησαν τη μεγάλη αλυσίδα των super market Prisunic Μαρινόπουλος.

Με πληροφορίες μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ, Τόνια Μανιατέα

https://hellasjournal.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου