Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Ένας 33χρονος ο καλύτερος νέος Έλληνας αγρότης για το 2018


Ένας 33χρονος ο καλύτερος νέος Έλληνας αγρότης για το 2018















Ένας νέος 33 ετών από την Κοζάνη και συγκεκριμένα από την περιοχή της Ξηρολίμνης, ένα χωριό 15 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα του νομού αναδείχτηκε ο καλύτερος νέος Έλληνας αγρότης για το 2018. 

Ο λόγος για τον Λάζαρο Σεμερτζίδη ο οποίος κατέκτησε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό που διοργάνωσε η Πανελλήνια Ένωση Νέων Αγροτών κατά τη διάρκεια του 25ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Νέων Αγροτών που πραγματοποιήθηκε πριν από μερικές μέρες στο Επιχειρηματικό Πάρκο της Λειβαδιάς. 
   
«Είναι πρωτόγνωρο αυτό το συναίσθημα για εμένα» δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Λάζαρος Σεμερτζίδης και συμπλήρωσε: «Είναι μια ηθική ικανοποίηση για την οικογενειακή προσπάθεια που κάνουμε, αυτόν τον καιρό και γενικά τα τελευταία χρόνια που ασχολούμαστε με την καλλιέργεια της γης. Μακάρι να αποτελέσει κίνητρο και για κάποιους νεότερους που θα ήθελαν να ασχοληθούν με τη γεωργία».
   
Ο ίδιος θεωρεί πως σημαντικό ρόλο στο να κερδίσει αυτό τον τίτλο «έπαιξε» η γρήγορη εξέλιξη που είχε ο ίδιος και η επιχείρησή του καθώς και το γεγονός ότι η καλλιέργειά του είναι πλήρως καθετοποιημένη. 
   
Έτσι, μετά από αυτή την επιτυχία εντός συνόρων, ο κ. Σεμερτζίδης στις 17 και 18 Οκτωβρίου θα βρεθεί στις Βρυξέλλες. Εκεί θα έχει την ευκαιρία να διεκδικήσει τον τίτλο του καλύτερου νέου Ευρωπαίου Αγρότη ανάμεσα σε άλλους διαγωνιζόμενους από χώρες της Ένωσης. «Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, θα παρουσιάσουμε αυτό που έχουμε, θα παρουσιάσουμε την Ελλάδα. Θα προσπαθήσουμε ακόμη και για την πρωτιά, όσο δύσκολο και αν φαντάζει, όσο δύσκολο και αν είναι. Ελπίζω να έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα στις Βρυξέλλες», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ίδιος. 
   
Βεβαίως, δεν ήταν όλα τόσο εύκολα στην αρχή. Όπως λέει, οι πρώτες του προσπάθειες ξεκίνησαν πριν από περίπου έξι χρόνια, χωρίς να έχει πλήρη γνώση τού αντικειμένου και το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. «Δεν είχα τις βάσεις και δεν είχα κάποιον άνθρωπο να με βοηθήσει, να με κατατοπίσει σχετικά με το πώς θα φτιάξω μια καλλιέργεια» τονίζει ο κ. Σεμερτζίδης και υπογραμμίζει «μπορεί στην αρχή να έφαγα τα μούτρα μου όμως, μετά το πήρα πιο εγωιστικά». 
   
Αυτή τη στιγμή, αυτός και η οικογένειά του, καλλιεργούν μια έκταση 250 στρεμμάτων στην ευρύτερη περιοχή της Ξηρολίμνης. Καλλιεργεί μόνο αρωματικά-θεραπευτικά φυτά και συγκεκριμένα λεβάντα, τσάι του βουνού, ελίχρυσο, τριαντάφυλλα και μελισσόχορτο, ενώ η βάση τους είναι τα αιθέρια έλαια και τα ανθόνερα. 
   
Ήδη η εταιρία του, LIFE SECRETS έχει παράξει αιθέρια έλαια, ανθόνερα, βότανα αλλά και φυτικά καλλυντικά. Τα προϊόντα του βρίσκονται σε αρκετά σημεία στην εγχώρια αγορά, ενώ έχουν τεθεί ήδη οι βάσεις για τις αγορές του εξωτερικού. Σημαντικό ρόλο σε αυτό το κομμάτι παίζει και η διαδικτυακή αγορά. «Έχουμε κάνει κάποιες κινήσεις και συνεργασίες για εξαγωγές στη Γερμανία, ενώ γίνεται και μια προσπάθεια τα προϊόντα μας να μπουν και στην αγορά της Γαλλίας» και υπογραμμίζει: «Στη Γερμανία εξάγουμε συνήθως λεβάντα, τσάι και ροδόνερα σε συσκευασία. Τα παίρνουν έτοιμα για τα μαγαζιά, για τη βιτρίνα». 
   
Παρόλα αυτά, ο ίδιος δεν θέλει να παραμένει στάσιμος και ήδη κάνει σχέδια για περαιτέρω επέκταση της επιχείρησής του. «Σκέφτομαι να αυξήσω τα στρέμματα και αντίστοιχα την ποσότητα γιατί αν έχεις μεγάλη ποσότητα, διαμορφώνεις και διαφορετικά την τιμή» δηλώνει. 
   
Μάλιστα όπως λέει γίνονται προσπάθειες να δημιουργηθούν καινοτόμα προϊόντα, καθώς «μετράει η καινοτομία, στο να μπορεί να αντέξει μια επιχείρηση, να είναι κερδοφόρα» και προσθέτει, «στόχος μας είναι το τελικό προϊόν να είναι υψηλής ποιότητας. Όλα περνάνε από τα χέρια μας, η επεξεργασία, η μεταποίηση, η τυποποίηση». 
   
Προσθέτει πως θέλει να «μπει» πιο δυνατά στις αγορές του εξωτερικού γιατί «εκεί είναι το ζητούμενο, να μάθει ο κόσμος την Ελλάδα» όπως χαρακτηρίστηκα τονίζει γιατί το «να φέρνεις χρήματα από το εξωτερικό είναι ένας τρόπος για να ορθοποδήσουμε εμείς αλλά και η χώρα. Να σταματήσουμε να γυρνάμε το χρήμα μεταξύ μας. Να αναγνωριστούν τα ελληνικά προϊόντα τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό, με τη δημιουργία ενός ισχυρού brand name». 
   
Χαρακτηρίζει τη νοοτροπία και τα προϊόντα που καλλιεργούνται αρκετά χρόνια ως σημαντικά προβλήματα στην αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα, χωρίς να παραλείπει να υπογραμμίσει πως η υψηλή φορολογία είναι ένα σημαντικό αντικίνητρο για κάποιον που θέλει να επενδύσει στον αγροτικό τομέα. «Δεν κοιτάζουμε το συνολικό καλό αλλά ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του, να γίνουμε λίγο πιο ανθρώπινοι και να βοηθάει ο ένας τον άλλον» λέει και συνεχίζει: «Πρέπει να αλλάξουμε καλλιέργειες γιατί το κόστος αλλά και η τιμή των παραδοσιακών προϊόντων που παράγονται τόσα χρόνια στην Ελλάδα είναι χαμηλή». 
   
Τέλος, απευθυνόμενος στους νέους που σκέφτονται να ασχοληθούν με την καλλιέργεια της γης συμβουλεύει «να έχουν ένα business plan. Να ξέρουν από πού θα ξεκινήσουν και πού θέλουν να καταλήξουν. Να μην ξεκινούν στην τύχη και ό,τι γίνει, να τα βάλουν όλα κάτω και να δουν τι χρειάζονται για να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν χρειάζονται άσκοπα έξοδα. Όποιος κάνει αυτό που του αρέσει με αγάπη και μεράκι, δεν έχει να χάσει τίποτα». 
   
ΑΠΕ-ΜΠΕ, Θ. Παπακώστας 

Σαν Παραμύθι

Οταν πρωτοκατέβηκα από το λεωφορείο μια άνοιξη σε αυτό το μικρό Σλοβάκικο χωριό είχα την αίσθηση του παραμυθιού. Απαλή πράσινη κοιλάδα, σπίτια από πέτρα με ξύλινες κεκλιμμένες στέγες, άνθη παντού, δέντρα, ποταμάκι να κυλά παράλληλα. Σκέφτηκα: είμαι μέσα στην καρδιά της Ευρώπης, βρίσκομαι εδώ που γεννήθηκαν τα παραμύθια των παιδικών μου χρόνων.



Η αφορμή της πρώτης επίσκεψης ήταν η εκπαίδευση σε μία μέθοδο συλλογικής διαχείρισης πρότζεκτ/κοινών εγχειρημάτων που έχει το ευφάνταστο όνομα Dragon Dreaming. Αλλά αυτό αξίζει μία άλλη, δική του ανάρτηση, οπότε δεν επεκτείνομαι. Οι δράκοι, όμως, είναι συστατικό κάθε παραμυθιού που σέβεται τη φύση του! 


Μου έκανε εντύπωση η φροντίδα, όχι μόνο των ιδιωτικών κήπων των σπιτιών, αλλά και των κοινοτικών παρτεριών: εντυπωσιακά πολυετή άνθη, δέντρα με χρηστική και καλλωπιστική αξία, όλα με εδαφοκάλυψη από πριονίδι (εμφανώς προϊόν κλαδοτεμαχιστή). Σκουπίδι ούτε  για δείγμα πουθενά. Και παντού σημασία στη λεπτομέρεια.



Περπατώντας τις επόμενες μέρες, χαζεύοντας τα άνθη των κήπων (και προσπαθώντας να θυμηθώ τις λατινικές τους ονομασίες, αγαπημένο σπορ τα τελευταία χρόνια), παρατήρησα έξω από κάθε σπίτι κάτι μεγάλα πράσινα κυκλικά καπάκια που έλεγαν "ecowater - water over gold". Ρωτώντας τον οικοδεσπότη μας, έμαθα τα εξής: Οταν διαχωρίστηκε η Σλοβακία από την Τσεχία στη δεκαετία του 1990, οι πολυεθνικές έσπευσαν σαν τους γύπες και τα κοράκια να αγοράσουν τους φυσικούς πόρους των δύο χωρών. Δεν ξέρω τι έγινε στην Τσεχία, αλλά στη Σλοβακία δόθηκαν πολύ "καλές" προσφορές για το νερό από την Βεόλια και τη Νεστλέ. Οταν οι πολίτες πήραν χαμπάρι τι πήγε να γίνει αντέδρασαν, και η κυβέρνηση υπαναχώρησε: δεν πούλησε το νερό αυτό καθαυτό, αλλά τη διανομή του! Η χώρα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό εθνικών δρυμών στην Ευρώπη, οπότε έχει ζάμπλουτο υδροφόρο ορίζοντα. Αφέθηκε όμως στη διακριτική ευχέρεια των δήμων και των κοινοτήτων να πουλήσουν τη διανομή του νερού τους  στη Νεστλέ... Και το μικρό παραμυθένιο χωριό (δια στόματος του αιρετού άρχοντα) είπε "Οχι". Και κράτησε το νερό και τη διανομή του, παίρνοντας Ευρωπαϊκά κονδύλια για τη βελτίωση των σχετικών υποδομών. Ο δήμαρχος/κοινοτάρχης που είπε το "όχι" εκλεγόταν συνέχεια για όσες θητείες του επέτρεπε ο νόμος να εκλέγεται.






Και σήμερα; ρώτησα. Εδώ και μερικά χρόνια οι Πρεντσιώτες  εκλέγουν γυναίκα δήμαρχο, και σήμερα ολόκληρο το δημοτικό συμβούλιο απαρτίζεται από γυναίκες. Πώς έτσι; ξαναρώτησα. "Οι άντρες μεγαλώνουν το σπίτι τους, ενώ οι γυναίκες φροντίζουν την κοινότητα" ήταν η απάντηση. Η σημερινή δήμαρχος είναι πολύ καλή στο να ζητά και να λαμβάνει Ευρωπαϊκά χρήματα για τις υποδομές του χωριού. Και είναι να το θαυμάζεις! Πέραν της φροντίδας των κοινοτικών παρτεριών που με εντυπωσίασε αρχικά, στο χωριό κατασκευάστηκε:
  •  πλήρως εξοπλισμένος κοινοτικός ξενώνας (50 κλινών), ο οποίος φιλοξενεί τους δημοτικούς υπαλλήλους που δεν είναι ντόπιοι (και τους συμμετέχοντες σε σεμινάρια στο χωριό ή τους όποιους προσκεκλημένους της κοινότητας), 
  • κοινοτικό κέντρο που περιλαμβάνει  βιβλιοθήκη, δημόσια πλυντήρια, αίθουσες πολλαπλών χρήσεων (εκεί γίνονται οι γάμοι και όλες οι τελετές της κοινότητας, εκεί και τα θεατρικά των παιδιών του σχολείου), μπαρ/καφετέρια, και ανοιχτό χώρο για γιορτές
  • σχολείο (και νηπιαγωγείο) με οικολογικές προδιαγραφές: φωτοβολταϊκά, κομπόστ, λιμνούλα, συστήματα συλλογής νερού, χώρο αποθήκευσης για το πριονίδι από τον κλαδοτεμαχιστή, "ξενοδοχείο εντόμων", παρτέρια περμακουλτούρας, χώρος για εξωτερική εστία/φωτιά με γύρω παγκάκια, σπιτάκια πουλιών, και φυσικά πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα για τα γεύματα των παιδιών
  • διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου με ξύλινες κατασκευές, πλακόστρωτα μονοπάτια για να αποφεύγει ο πεζός και ο ποδηλάτης τον δημόσιο αυτοκινητόδρομο, και ένα μίνι τοπικό μουσείο για τον ιερέα (Αντρέι Κμετ) που κατέγραψε όλη την ενδημική χλωρίδα και ανακάλυψε τους προϊστορικούς οικισμούς της περιοχής.

Μέχρι περίπου τον πόλεμο στο χωριό υπήρχαν και λειτουργούσαν όλα τα επαγγέλματα. Υπήρχαν μύλοι, και άφθονος λευκός πηλός που εξήγετο και στις γύρω πόλεις (έφτιαχναν μάλιστα απ' αυτόν πίπες οι οποίες ήταν περιζήτητες στην περίοδο της Αυστρο-Ουγγαρίας). Ο τελευταίος σιδηρουργός έφυγε το 1947, και άφησε το εργαστήρι του να ρημάξει. Πριν κάποια χρόνια το αγόρασε ένας γιατρός από την πρωτεύουσα, και έφτιαξε ένα μίνι μουσείο με τα εργαλεία που βρήκε (και απέκτησε ένα νέο χόμπυ επίσης, δουλεύοντάς τα!)



Περπατώντας στο δρόμο, ξαφνικά άκουσα μία μουσική. Απαλή, σαν κλασική, αλλά όχι κάτι αναγνωρίσιμο. Δεν ερχόταν από σπίτι, ούτε από αυτοκίνητο, και αναρωτήθηκα εάν είχα κάποιου τύπου παραίσθηση (ήταν ευχάριστη μουσική, κι ήταν απομεσήμερο, ερημιά παντού!). Ευτυχώς την άκουσε και η συνοδοιπόρος μου, οπότε ησύχασα. Μερικά βήματα παρακάτω είδαμε πολύ ψηλά στις κολώνες του ηλεκτρικού, μεγάφωνα. Ρωτήσαμε, και μας είπαν οτι τα μεγάφωνα είναι για δημόσιες ενημερώσεις τύπου εάν γίνει κάποια διακοπή ηλεκτρικού ή νερού, για κάποια δημόσια γιορτή ή  γεγονός, για την ύπαρξη κάποιου έκτακτου παζαριού (βρεθήκαμε σε ένα τέτοιο, μέσα στο κοινοτικό κέντρο), για την ανακοίνωση γάμων, και για την αναγγελία θανάτων. Προφανώς η μουσική που ακούσαμε ανήγγειλε τον θάνατο κάποιου, γιατί ήταν "λυπητερή". Ο ντόπιος που μας ενημέρωσε σχολίασε οτι είναι κρίμα που αναγγέλονται/"εορτάζονται" μόνο οι γάμοι και οι θάνατοι, και δεν αναγγέλονται/"εορτάζονται" οι γεννήσεις!



Το άλλο που με εντυπωσίασε στο χωριό ήταν οι διακοσμήσεις στις προσόψεις της στέγης των σπιτιών. Τα παλιά χρόνια, που οι κάτοικοι ήταν χωρισμένοι σε καθολικούς και προτεστάντες, η διακόσμηση ήταν ενδεικτική του δόγματος (ένας σταυρός για τους καθολικούς, ένα δισκοπότηρο για τους προτεστάντες). Υπάρχουν όμως και σπίτια με αλλιώτικες διακοσμήσεις. Οι ντόπιοι λένε οτι αυτές υποδηλώνουν μια ακόμη παλαιότερη θρησκεία, αυτή που πίστευε στο δέντρο της ζωής.  Κάποτε συνυπάρχουν και τα δυό. Δυστυχώς πολλά από τα παλιά σπίτια πέφτουν πια...






Τι λείπει, άραγε από το χωριό αυτό; Οι άνθρωποι, κυρίως οι νέοι. Το σχολείο (δημοτικό & γυμνάσιο) με υποδομές για 80-100 άτομα, έχει μόνο 16 παιδιά. Το χωριό αριθμεί 600 κατοίκους, οι περισσότεροι εκ τω οποίων είναι συνταξιούχοι, ή εργάζονται εκτός κοινότητας στις γειτονικές πόλεις. Υπάρχουν επίσης και αρκετά εξοχικά σπίτια, ανθρώπων που ζουν στις μεγαλουπόλεις. Και φυσικά, όντας χωριό της κεντρικής Ευρώπης, δεν υπάρχει "κουλτούρα δρόμου" - οι άνθρωποι είναι μέσα, στα σπίτια τους, δεν κυκλοφορούν. Μέ εξαίρεση το πολύ πρωινό λεωφορείο (που μετέφερε κόσμο στη γειτονική πόλη, για δουλειά και σχολείο), μέσα σε μία εβδομάδα μέτρησα 17 άτομα να περπατούν στο δρόμο σε διάφορες ώρες (κυρίως γιαγιάδες που πήγαιναν για ψώνια, και νεαρούς ενήλικες που πήγαιναν στην παμπ).



Το Prencov (Πρέντσοφ) θα ήταν ένα "ψόφιο χωριό" χωρίς το Artkruh. Πρόκειται για το "όνειρο του Μάρτιν", ενός ανθρώπου που ήθελε να δημιουργήσει μία οικοκοινότητα και συγχρόνως ένα κέντρο αναβίωσης της παράδοσης του τόπου του. Για καλή του τύχη αλλά και μετά από πολλή δουλειά, βρέθηκαν οι άνθρωποι να πλαισιώσουν αυτό το όνειρο, και σήμερα είναι μία ζωντανή πραγματικότητα. Απασχολεί δύο ή τρείς εργαζομένους και τέσσερεις μαθητευόμενους (διεθνείς) εθελοντές, οι οποίοι φροντίζουν την ένταξη και τη διαχείριση Ευρωπαϊκών προγραμμάτων για νέους, τον κήπο, και τον χώρο γενικότερα. Χάρη στην μικρή αυτή οικοκοινότητα-οργανισμό, το χωριό ζωντανεύει, καθώς 2-3 φορές το χρόνο φιλοξενεί εκπαιδεύσεις και προγράμματα για την Τέχνη, την κοινοτική ζωή, και την περμακουλτούρα. Οι εθελοντές του, δε, σπανιότατα θέλουν να φύγουν...









purplepassionflower

Tο να ζητάς από έναν λαό να ψηφίζει ή να κρίνει σωστά, όταν είναι αντιμέτωπος με τέτοια «σκουπίδια», είναι μάλλον υπερβολικό.

Δεν χειραγωγείται το συνειδητό των ανθρώπων με τη βοήθεια της λογικής τους, αλλά οι επιθυμίες και οι μη συνειδητοί φόβοι δια μέσου των συναισθημάτων τους – με έναν τρόπο που είναι σχεδόν αδύνατον να αμυνθούν οι περισσότεροι, ειδικά οι λιγότερο μορφωμένοι.
 .
«Ο επικοινωνιακός βομβαρδισμός μέσω των ΜΜΕ και των καταστροφικών συνθημάτων που προωθούνται, έχει στόχο την «αποτέφρωση» της ανακλαστικής σκέψης(=πληροφόρηση, επεξεργασία των πληροφοριών, σύνθεση) – αμέσως μετά στην αντικατάσταση της από μία διαδοχική σειρά εικόνων εκτός του χώρου και του χρόνου. Σε μία χρονική και τοπική απόσταση δηλαδή που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν οι εικόνες και οι πληροφορίες ως προς την αλήθεια τους, από αυτούς που δέχονται την επίθεση.
Στα πλαίσια αυτά κάθε ημέρα, 24 ώρες το 24ωρο, ένας αόρατος στρατός τοποθετεί ως στόχο τον εσωτερικό κόσμο των θυμάτων του – χωρίς να χρησιμοποιεί αεροπλάνα ή υποβρύχια, αλλά μόνο εικόνες και μηνύματα (σλόγκαν) «στοχευόμενα» χειραγωγημένων πληροφοριών. Οι ψυχολογικοί πολεμιστές δεν θέλουν ασφαλώς να σκέφτονται και να αναλύουν οι άνθρωποι τις «πληροφορίες» που τους δίνουν  αλλά να τις καταναλώνουν «ωμές», χωρίς να τις συνδέουν (συνδυάζουν) μεταξύ τους» (πηγή).
.

Ανάλυση

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ελέγχου των μαζών – της εξαπάτησης τους καλύτερα με στόχο την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Έχοντας αναφερθεί διεξοδικά στις δέκα βασικές μεθόδους των ελίτ (ανάλυση), τονίσαμε πρόσφατα το ρόλο των χειραγωγούμενων δημοσκοπήσεων, μέσω των οποίων ήδη «δολοφονήθηκαν» τα μικρά κόμματα της ελληνικής Βουλής – όταν τα στελέχη και οι βουλευτές τους «διαπίστωσαν» την κατάρρευση των εκλογικών ποσοστών τους, οπότε τον κίνδυνο απώλειας της «καρέκλας» τους, με αποτέλεσμα να τα εγκαταλείπουν μαζικά.
Φυσικά δεν ήταν η μοναδική αιτία, αλλά επίσης το ότι οι επικεφαλείς τους καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών επιχορηγήσεων, οι οποίες δεν είναι καθόλου αμελητέες – αφού ένα μικρό κόμμα του μεγέθους της Ένωσης Κεντρώων εισπράττει στα τέσσερα χρόνια της θητείας του πάνω από 2.000.000 €, συν άλλα τόσα περίπου για τη διεξαγωγή εκλογών και ευρωεκλογών (εκτός από τους μισθούς των βουλευτών του, τα προνόμια τους κοκ.).
Ο βασικός τρόπος όμως του ελέγχου των μαζών είναι τα ΜΜΕ, σε συνδυασμό με τους δημοσιογράφους που τα υπηρετούν – υπενθυμίζοντας πως δημοσιογράφος είναι, με βάση την «ετυμολογία» της λέξης,  ο οποιοσδήποτε γράφει δημόσια. Στην πραγματικότητα όμως, όσον αφορά την Ελλάδα, κυρίως όσοι ανήκουν στην ΕΣΗΕΑ, η οποία λειτουργεί «προς όφελος» των μελών της.
Οι δημοσιογράφοι διακρίνονται σε αυτούς που «μεταφέρουν» απλά ειδήσεις, χωρίς να τις «εμπλουτίζουν» με τις υποκειμενικές τους απόψεις, στους ερευνητές ειδικών περιπτώσεων (σκάνδαλα, εταιρείες, πολιτικούς, δικαστικές υποθέσεις κλπ.), στους «αναζητούντες την αλήθεια» μέσω συνεντεύξεων που πολύ συχνά είναι «στημένες» (image makers) , σε αυτούς που καταγγέλλουν τους πάντες και τα πάντα (συναντώνται κυρίως στα τοπικά τηλεοπτικά δίκτυα και στα μικρά ραδιόφωνα), με στόχο την αύξηση του αναγνωστικού ή τηλεοπτικού τους μεριδίου, οπότε τη διαφημιστική τους άνοδο, ενώ είναι χρήσιμοι στο σύστημα (ανάλυση) για την εκτόνωση του λαού  κοκ. Στα πλαίσια αυτά, το να θεωρούμε πως έχουμε ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι μάλλον αστείο – αφού μόνο δημοκρατικά δεν λειτουργεί το σύστημα.
Φυσικά υπάρχουν και οι «εξειδικευμένοι δημοσιογράφοι» σε θέματα οικονομίας, νομικής, ιατρικής κλπ. – ελάχιστοι από τους οποίους έχουν σπουδάσει την επιστήμη, για την οποία γράφουν, με αποτέλεσμα να ενημερώνουν με το χειρότερο δυνατό τρόπο αυτούς που τους παρακολουθούν (εάν υποθέσουμε πως δεν εξυπηρετούν πολιτικά ή άλλα συμφέροντα, όπου η γνώση της αλήθειας είναι περιττή, εάν δεν είναι ζημιογόνα).
Κατά την άποψη πολλών τώρα, οι πλέον «επικίνδυνοι» είναι οι ερευνητές ειδικών περιπτώσεων (investigative Journalism), οι οποίοι λειτουργούν ως «ντετέκτιβ» – με την έννοια πως μία μικρή, αν και απροσδιόριστη μειοψηφία τους, συνηθίζει να κερδίζει τεράστια ποσά, με τη βοήθεια εκβιασμών.
Αναλυτικότερα, εάν ο «δημοσιογράφος-ερευνητής» έχει ανακαλύψει μία παράνομη πράξη ενός ατόμου, ενός κόμματος ή μίας επιχείρησης που ερευνάει, εμφανίζει αρχικά σε κάποιο ΜΜΕ το θέμα, χωρίς να εμβαθύνει στις λεπτομέρειες, έτσι ώστε να ενημερώνονται τα θύματα του – με αποτέλεσμα να εισπράττει μεγάλα ποσά για την αποσιώπηση του θέματος στη συνέχεια, αφού τα έντρομα θύματα σπεύδουν να εξαγοράσουν τη σιωπή του.
Αυτός είναι ένας από τους λόγους που μπορούν να επιβιώνουν εφημερίδες, για παράδειγμα, οι οποίες εμφανίζουν τεράστιες ζημίες στους ισολογισμούς τους – αφού τα έσοδα από τις παραπάνω «ειδικές περιπτώσεις», δεν μπορούν φυσικά να εμφανιστούν επίσημα.
Ειδικά όσον αφορά τις επιχειρήσεις, αλλά και τα πολιτικά κόμματα εξουσίας, η σιωπή εξαγοράζεται συνήθως με την παροχή διαφημιστικών καταχωρήσεων – αφού θεωρείται εύλογο εκ μέρους του «κυκλώματος», να μην γράφει ή να μην μεταδίδει αρνητικές ειδήσεις ή έρευνες, οι οποίες αφορούν τους διαφημιζόμενους.
Οι πλέον επικίνδυνοι τώρα δημοσιογράφοι για ολόκληρη την κοινωνία δεν είναι ίσως οι «ερευνητές», αλλά αυτοί που χειραγωγούν έντεχνα την κοινή γνώμη –αμειβόμενοι πλουσιοπάροχα από τους εκάστοτε εντολείς τους που πολύ συχνά είναι τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, έχοντας την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν.
Οι συγκεκριμένοι αποκαλούνται από τους Γερμανούς, οι οποίοι έχουν ερευνήσει διεξοδικά το θέμα, ανακαλύπτοντας σταδιακά ένα απίστευτα διεφθαρμένο δημοσιογραφικό κύκλωμα, «εξαγορασμένοι χειραγωγοί» – με την έννοια πως τα «ρεπορτάζ» τους είναι κατά παραγγελία εκ μέρους όλων αυτών, οι οποίοι έχουν στόχο τη χειραγώγηση των μαζών.
Φυσικά εργάζονται για μεγάλα και φημισμένα ΜΜΕ, τα οποία θεωρούνται δυστυχώς αξιόπιστα από την πλειοψηφία των ανθρώπων – όπως στο παράδειγμα μεγάλης και σοβαρότατης γερμανικής εφημερίδας, της FAZ, στην οποία εργαζόταν γνωστός γερμανός δημοσιογράφος που στη συνέχεια αποκάλυψε, έχοντας από πρώτο χέρι γνώση, πώς ακριβώς εξαγοράζονται οι συνάδελφοί του.
Εκφράζοντας δημόσια την ντροπή του, τόσο για τον εαυτό του, όσο και για ορισμένους συνάδελφους του στην εφημερίδα, αποκαλώντας τους «πόρνες» των ελίτ, ο δημοσιογράφος έφερε στην επιφάνεια τον τρόπο, με τον οποίο τα λόμπι της Πολιτικής, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς επίσης των μυστικών υπηρεσιών εξαγοράζουν όλους αυτούς, οι οποίοι επηρεάζουν με τις αναφορές τους την κοινή γνώμη.
Με τον τρόπο αυτό τεκμηρίωσε πως η δήθεν ελευθερία του Τύπου στη Γερμανία (προφανώς και σε άλλες χώρες), είναι στην πραγματικότητα ένα μέρος της χειραγώγησης των μαζών. Εάν κάποιοι δημοσιογράφοι δε αρνηθούν το χρηματισμό τους, θεωρώντας υποχρέωση τους να μην αποκρύψουν ένα πολιτικό σκάνδαλο ή να μην προωθήσουν κάποια κατά παραγγελία είδηση, ευρίσκονται συνήθως αντιμέτωποι είτε με τη ΣΔΟΕ της χώρας τους. είτε με την Εισαγγελία – ως ύποπτοι φοροδιαφυγής, προδοσίας κρατικών μυστικών ή με κάποια άλλη κατηγορία.
Περαιτέρω, ενδιαφέρουσα ήταν επίσης η αποκάλυψη της ονομαζόμενης «ευρώ-ατλαντικής γέφυρας», η οποία αναφέρεται σε ένα μεγάλο δημοσιογραφικό κύκλωμα που χειραγωγεί την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, προς όφελος των Η.Π.Α. – με την έννοια πως προωθεί τα συμφέροντα της υπερδύναμης στην Ευρώπη, με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών ΜΜΕ.
Εδώ αναρωτιέται εύλογα κανείς ποιό ή μάλλον από ποιόν χρηματοδοτείται εκείνο το «δημοσιογραφικό κύκλωμα» στη Γερμανία, το οποίο «ασχολείται επαγγελματικά» με τη δυσφήμιση, καθώς επίσης με τον εθνικό εξευτελισμό της Ελλάδας – μέσω δημαγωγικών εφημερίδων του τύπου της Bild ή Ελλήνων δημοσιογράφων που εργάζονται σε γερμανικά έντυπα (όπως του «Έλληνα» που έγραψε, στο Spiegel πως κατά τη διάρκεια των διακοπών του, κανένας Έλληνας δεν του έδινε αποδείξεις!). Ή ποιοί πληρώνουν τους Έλληνες που τάσσονται εναντίον της πληρωμής των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων, ισχυριζόμενοι ότι πρόκειται για έναν μύθο – με την έννοια πως οι ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν έχουν αποδεχθεί την ανυπαρξία ή την εξόφληση τους.
Ολοκληρώνοντας, το να ζητάς από έναν λαό να ψηφίζει ή να κρίνει σωστά, όταν είναι αντιμέτωπος με τέτοια «σκουπίδια», είναι μάλλον υπερβολικό. Δυστυχώς, το μόνο που βοηθάει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η προσεκτική επιλογή των ΜΜΕ, με τα οποία ενημερώνεται κανείς – κάτι που όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο στην εφαρμογή του, ενώ πολλά από εκείνα τα ΜΜΕ που δεν υπηρετούν το σύστημα περιθωριοποιούνται, στραγγαλίζονται οικονομικά ή δυσφημίζονται, με αποτέλεσμα να μη γίνονται πιστευτά.


analyst

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ


"Οι αρχαίοι έλληνες διέθεταν ανέκαθεν πλήρη επίγνωση, ότι αποτελούν έθνος με κοινή καταγωγή, γλώσσα, πολιτισμό κ.λπ.. Ωστόσο, αυτό δεν τους έλεγε και πολλά πράγματα από πολιτικής πλευράς. Γνώριζαν, ότι η κοινωνική συνοχή απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από απλοϊκές ιδεολογικές καταφυγές σε κάποιο «κοινό αίμα» κι ότι εξασφαλίζεται μόνο εάν η έμφαση δοθεί στο πολιτικό μέρος τού προβλήματος. Ο ελληνικός πολιτικός στοχασμός αναδύθηκε από αυτό ακριβώς το «κοινό αίμα», που έχυναν αλύπητα οι έλληνες στις μεταξύ τους «αντεθνικές» συγκρούσεις και, κυρίως, στον συχνό κοινωνικό πόλεμο εντός των πόλεων. Η κοινή εθνική καταγωγή μπορεί να βοηθήσει στην κοινωνική συνοχή, αλλά δεν μπορεί ούτε να τη δημιουργήσει, ούτε να την διατηρήσει. Γνώριζαν, ότι η επίκληση της κοινής καταγωγής δεν επαρκεί για να αποτρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις κι ότι ήταν επισφαλής βάση, ώστε να θεμελιώσουν επάνω της την πολιτική τους αναζήτηση και πρακτική. Αυτό το έκανε πολύ αργότερα ο νεώτερος εξουσιασμός επινοώντας το φαιδρό υβρίδιο του «έθνους-κράτους». Το εθνοκράτος παγίωσε στη συλλογική συνείδηση μια αποϊεροποιημένη και χυδαία εδαφική/συνοριακή αντίληψη της πατρίδας."
 

H περί πατρίδας πολιτική αντίληψη των κλασικών ελλήνων και η νεώτερη προπαγανδιστική διαστροφή της σε “πατριωτισμό”, “εθνική ενότητα” και “εθνική ομοψυχία” 

Οι έλληνες δεν μάχονταν για «ιδέες», «ιδανικά» και άλλες ιδεολογικοποιημένες (αυτ)απάτες, αλλά για απόλυτα καθορισμένες και χειροπιαστές σημασίες, όπως η πόλη – πατρίδα. Η τελευταία σε πλήρη αντίθεση με τον σημερινό συσκοτισμό της (βλ. «έθνος – κράτος») δεν ήταν μια ιδεολογική αφαίρεση· ήταν πρωταρχικά μια αυτοκυβερνώμενη ανθρώπινη κοινότητα, η οποία αυτοπροσδιοριζόταν βιολογικά (κοινός γεννήτορας και πρόγονοι), χρονικά (κοινή ιστορική διαδρομή), συνειδησιακά (κοινά έθιμα, θεσμοί, σημασίες κ.λπ.) και, μόνο δευτερευόντως, γεωγραφικά. 
Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της πατρίδας φαίνεται, ότι ιεραρχείτο ως δευτερεύων, αφού αρκετές φορές υποχωρούσε υπό το βάρος άλλων, κοινωνικών, πολιτικών κ.ά. παραγόντων. Οι αναρίθμητες αποικίες των ελλήνων ιδρύθηκαν σε περιοχές, όπου αυτοί δεν μπορούσαν να επικαλεστούν κανένα γεωγραφικό παρελθόν και οι νέες ελληνικές πόλεις εγκαθιδρύθηκαν βασισμένες αποκλειστικά στους άλλους παράγοντες. Επίσης ο Θεμιστοκλής θεωρούσε δευτερεύοντα τον γεωγραφικό προσδιορισμό της Αθήνας, όταν απείλησε, πως αν οι υπόλοιποι έλληνες δεν επιθυμούσαν να δώσουν ναυμαχία στη Σαλαμίνα, οι αθηναίοι θα πήγαιναν να ξαναϊδρύσουν την πόλη τους στην Ιταλία. Βλ. επίσης τη ρήση στον Θουκυδίδη «άνδρες γαρ πόλις» («η πόλη είναι οι άνδρες της», Ζ΄ 77,) δηλαδή οι πολίτες της, που φέρουν παντού και πάντα την πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και με αυτόν τον τρόπο δίνουν ύπαρξη στη πόλη. Αλλά και γενικότερα οι έλληνες δεν προσδιόριζαν την πόλη-πατρίδα με γεωγραφικούς όρους, αφού έλεγαν π.χ. «οι αθηναίοι», ή «οι κορίνθιοι» και ποτέ «η Αθήνα», ή «η Κόρινθος». Η πατρίδα για τους αρχαίους έλληνες ήταν κατά συνέπεια κάτι απολύτως κοινωνιοκεντρικά και όχι γεωγραφικά προσδιορισμένο, για το οποίο άξιζε να πεθάνει κάποιος, ακριβώς επειδή δέν άξιζε να ζει χωρίς αυτό. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι αρχαίοι έλληνες, σαν ο πρώτος πολιτικά ελεύθερος λαός της Ιστορίας, είναι οι εφευρέτες της πατρίδας. 

Η αυτοκυβερνώμενη πατρίδα – πόλη αποτελούσε για τους έλληνες έννοια κατ΄ εξοχήν πολιτική. Στον Επιτάφιο του Περικλέους (όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης) κατονομάζονται οι χειροπιαστές αιτίες, για τις οποίες καλούνταν να πολεμήσουν οι αθηναίοι: η επιβεβαιωμένη στην πράξη ευνομία τους, οι απεριόριστες ευκαιρίες, που είχε ο καθένας σε αυτή την πόλη για να αναπτύξει τις δυνατότητές του, οι θεσμοί τους ως προϊόν αυθεντικής (=αυτόνομης) συλλογικότητας, η πολιτικώς θεσμισμένη (=έμπρακτη) ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η αναμφισβήτητη πληρότητα της ζωής τους. Πουθενά στο συναρπαστικό αυτό κείμενο δεν θα βρει κανείς τον μεταγενέστερο πατριδοκάπηλο μελοδραματισμό, ύποπτους συλλογιστικούς ακροβατισμούς (στους οποίους ανέκαθεν επεδίδετο η εθνικιστική προπαγάνδα, βλ. «έθνος – κράτος»), συγκινησιακά φορτισμένες κοινοτοπίες και λοιπά ιδεολογικοποιημένα ξεροκόκκαλα, από αυτά, που πετούν συχνότατα οι έμποροι του πολέμου στις αποβλακωμένες ανθρωπομάζες/κρέας για τα κανόνια τους. 

Ακόμα και η παραδοσιακή ομηρική έννοια της εξιδανικευμένης πολεμικής δόξας, απέκτησε στην κλασική εποχή υλικό σημείο αναφοράς: οι πεσόντες, π.χ. του Μαραθώνα, θεωρούνται πλέον δοξασμένοι ήρωες, όχι απλώς επειδή πολέμησαν γενναία, αλλά γιατί πολέμησαν για χειροπιαστά πράγματα, π.χ. για την πολιτική κοινότητά τους. Αλλά και από την Ιλιάδα (Β΄ 212 κ.ε.) δεν λείπει το πρωτόλειο μιας υλιστικής και πολιτικής αντίληψης περί πολέμου. Ο Θερσίτης, ένας συνηθισμένος πολεμιστής, που θέλει να επιστρέψουν οι αχαιοί στην Ελλάδα αντί να συνεχίσουν τον πόλεμο, απευθύνεται με παρρησία στον Αγαμέμνονα λέγοντάς του, ότι: 
«οι σκηνές σου είναι γεμάτες από χαλκό και γυναίκες, εκλεκτά λάφυρα, που εμείς οι αχαιοί σου δίνουμε όποτε κατακτάμε μια πόλη. Είσαι άπληστος για το χρυσάφι, που οι αλογάρηδες Τρώες θα σου φέρουν ως λύτρα για τον γιό τους, που εγώ, ή κάποιος άλλος αχαιός θα αιχμαλωτίσει; Ή για κάποια γυναίκα που θα κοιμάσαι μαζί της και θα κρατάς μόνο για τον εαυτό σου;» Στη συνέχεια λέει, ότι είναι ανάρμοστο να παρατείνεται ο πόλεμος μόνο και μόνο για να οικειοποιείται ένας βασιλιάς τη μερίδα του λέοντος από τα λάφυρα. Ο Θερσίτης, σαν συνειδητοποιημένος πολίτης, απαιτεί να έχει λόγο στα τής εκστρατείας, στην πορεία της, στη διανομή των ωφελημάτων της κ.λπ.. 

Το αντιπροσωπευτικότερο επιχείρημα, που μπορεί να επικαλεστεί κανείς σχετικά με το πώς οι έλληνες της κλασικής εποχής αντιλαμβάνονταν την κατ΄ εξοχήν πολιτική διάσταση της πατρίδας, βρίσκεται στον Ηρόδοτο (Ε΄ 78): «Φαίνεται δε όχι μόνο από ένα παράδειγμα αλλά γενικώς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισηγορία. Διότι όταν οι αθηναίοι διοικούντο τυραννικά δεν ήσαν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν από τους γείτονές τους, απαλλαγέντες όμως από τους τυράννους έγιναν οι καλύτεροι όλων. Τούτο φανερώνει, ότι όταν ήσαν υποταγμένοι συμπεριφέρονταν εκουσίως ως δειλοί, σκεπτόμενοι, ότι εργάζονται για τον δεσπότη τους, όταν όμως ελευθερώθηκαν, ο καθένας έδειχνε προθυμία να εργαστεί σκεπτόμενος, ότι εργάζεται για τον εαυτό του». Με άλλα λόγια ο άνθρωπος αποκτά πατρίδα μόνο όταν γίνεται πολίτης. Και τότε, αν χρειαστεί, πολεμάει για τον εαυτό του και άρα για την πατρίδα του (και όχι το αντίστροφο). Καμμία σχέση με υπήκοους, που σύρονται στα πεδία των μαχών ωθούμενοι από το ιδεολογικό («εθνικό») κουτόχορτο, που τούς έχει ταϊσει κάποιος πατριδοκάπηλος εξουσιαστής. 

Ακόμα και μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο, όπου παρατηρείται μια όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων εντός των εξασθενημένων πόλεων και όπου η κοινωνική συνοχή τίθεται συχνά υπό αίρεση, οι έλληνες παραμένουν υποψιασμένοι πολίτες και δεν συγκινούνται από καμμιά υποκριτική επίκληση για κοινωνική ειρήνη στο όνομα δήθεν της πατρίδας-πόλης. Εξ άλλου τέτοιου είδους επικλήσεις είναι ανύπαρκτες στην ελληνική αρχαιότητα: η όποια επίκληση της πατρίδας γινόταν πάντα συνοδεία επιχειρημάτων, όπως π.χ. στον Επιτάφιο του Περικλή. Σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ. τυραννίας, κοινωνικής ανισότητας κ.λπ.) η στάσις (και ό,τι αυτή συνεπαγόταν, π.χ, τον φόνο «συμπολιτών» – αρπακτικών, δηλαδή ομοεθνών) θεωρείται όχι μόνο δικαιολογημένη, αλλά και αυτονόητη (σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή εποχή, όπου θεωρείται σεμνότυφα «εθνική προδοσία» -σημειωτέον, ότι για «εθνική προδοσία» δεν είχαν κατηγορηθεί ούτε οι μηδίσαντες έλληνες). Tα αρχαία πολιτικά συγγράμματα πραγματεύτηκαν το φαινόμενο της στάσεως, χωρίς υποκρισία, ως προϊόν της κοινωνικής ανισότητας (βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικά,V,1301 a25-1301 b 18. Αλλά και Αινεία Τακτικού, Πολιορκητικά XIV, 1). 

Οι αρχαίοι έλληνες διέθεταν ανέκαθεν πλήρη επίγνωση, ότι αποτελούν έθνος με κοινή καταγωγή, γλώσσα, πολιτισμό κ.λπ.. Ωστόσο, αυτό δεν τους έλεγε και πολλά πράγματα από πολιτικής πλευράς. Γνώριζαν, ότι η κοινωνική συνοχή απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από απλοϊκές ιδεολογικές καταφυγές σε κάποιο «κοινό αίμα» κι ότι εξασφαλίζεται μόνο εάν η έμφαση δοθεί στο πολιτικό μέρος τού προβλήματος. Ο ελληνικός πολιτικός στοχασμός αναδύθηκε από αυτό ακριβώς το «κοινό αίμα», που έχυναν αλύπητα οι έλληνες στις μεταξύ τους «αντεθνικές» συγκρούσεις και, κυρίως, στον συχνό κοινωνικό πόλεμο εντός των πόλεων. Η κοινή εθνική καταγωγή μπορεί να βοηθήσει στην κοινωνική συνοχή, αλλά δεν μπορεί ούτε να τη δημιουργήσει, ούτε να την διατηρήσει. Γνώριζαν, ότι η επίκληση της κοινής καταγωγής δεν επαρκεί για να αποτρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις κι ότι ήταν επισφαλής βάση, ώστε να θεμελιώσουν επάνω της την πολιτική τους αναζήτηση και πρακτική. Αυτό το έκανε πολύ αργότερα ο νεώτερος εξουσιασμός επινοώντας το φαιδρό υβρίδιο του «έθνους-κράτους». Το εθνοκράτος παγίωσε στη συλλογική συνείδηση μια αποϊεροποιημένη και χυδαία εδαφική/συνοριακή αντίληψη της πατρίδας. 

Πολεμικό συμβούλιο (πίνακας του Θ. Βρυζάκη 1819-1878). Στις κλέφτικες ομάδες (που πολλές φορές συγκέντρωναν εκατοντάδες παληκάρια) ξαναέζησε το πνεύμα των περίφημων συμβουλίων των πολεμιστών της Ιλιάδας, αλλά και των λαϊκών συνελεύσεων (εκκλησιών του Δήμου) της κλασικής εποχής. Έτσι, ο πόλεμος διεξάγεται ελληνικότατα, από μια στοιχειωδώς πολιτική κοινότητα και όχι από έναν στρατό σκλάβων. 
Στην αρχαία ελληνική πόλη η στράτευση γινόταν περισσότερο αντιληπτή ως τιμή παρά ως υποχρέωση. Αυτό συνέβαινε, διότι ο στρατός ήταν στρατός πολιτών και όχι υπηκόων, ή σκλάβων. Οι οπλίτες/πολίτες, σε αντίθεση με σήμερα, είχαν μια πραγματική -και όχι ιδεολογική- πατρίδα να υπερασπίσουν: π.χ. ως άτομα είχαν ολοκληρωμένη πολιτική οντότητα και όχι τα σημερινά καχεκτικά «πολιτικά δικαιώματα». 


Κατά τον ίδιο τρόπο οι αγωνιστές του 1821 αντιλαμβάνονταν την πατρίδα ως κάτι χειροπιαστό κι όχι ως μια αφηρημένη ιδέα. Γι΄ αυτό, η μισθοδοσία των παλληκαριών τους και η δίκαιη διανομή των λαφύρων, απασχολούσαν τούς οπλαρχηγούς το ίδιο με τον σχεδιασμό των συγκρούσεων. Αυτό δεν οφειλόταν στον ελλιπή, λόγω ανυπαρξίας τακτικού στρατού, εφοδιασμό (ο τακτικός στρατός ήταν άλλωστε κάτι, που τους προξενούσε αποστροφή). Απλώς δεν δέχονταν να πολεμήσουν για την «πατρίδα» των κοτσαμπασήδων και των φαναριωτών, που ήσαν αραγμένοι στα μετόπισθεν (αναλόγως έπρατταν και τα πληρώματα των πλοίων). Επίσης, από ένα σημείο και μετά, απαιτούσαν και συμμετοχή στην πολιτική εξουσία. Όποιος διαβάσει, έστω και επί τροχάδην, τα απομνημονεύματα των διαφόρων οπλαρχηγών του 1821 θα διαπιστώσει την πλήρη ομοφωνία τους στο να μήν πολεμούν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «για την ψυχή της μάνας τους» αλλά, για «πεζά» υλικά πράγματα, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους πολεμιστές τους: χρήματα, λάφυρα, αγροτικές εκτάσεις, πολιτική συμμετοχή. Κάτι, που (κακώς) θα απογοητεύσει τους γαλουχημένους με τις προπαγανδιστικές αγιογραφίες, που προωθεί το νεοελληνικό εθνοκράτος. 

Χιλιετίες πρωτύτερα, ο -ολιγαρχικός- Πλάτων (Πολιτεία VIII, 551 d-e) είχε παραδεχθεί, ότι οι ολιγαρχικοί δεν είναι ικανοί να κάνουν πόλεμο «γιατί είναι αναγκασμένοι, ή να οπλίσουν το πλήθος, οπότε θα το φοβούνται περισσότερο από τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου». Το οπλισμένο πλήθος του 1821, σε πλήρη αντίθεση με τους νεοέλληνες απογόνους του, γνώριζε ενστικτωδώς αυτή την αλήθεια και πολεμούσε για τους δικούς του λόγους, οι οποίοι συνήθως δεν είχαν καμμία σχέση με τα πολιτικά «μαγειρέματα» των ελληνικών εξουσιαστικών ομάδων της εποχής. 

Η ρίζα αυτής τής εντελώς αντιιδεολογικής αντίληψης περί πατρίδας, πολέμου και στρατού είναι κοινή τόσο στους αρχαίους, όσο και στους νεώτερους. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ανθρώπους, που γνωρίζουν γιατί πολεμούν και δεν έχουν πέσει θύματα ιδεολογικοποιημένης εξαπάτησης. Παρά την έλλειψη μόρφωσης των Κλεφτών, ο πόλεμός τους είχε πάντα ως κυρίαρχη μια ενστικτώδη υγιή πολιτική διάσταση, αντί για μια περιορισμένη και νεφελώδη «εθνική» και εδαφική. Γαλουχημένοι με κείμενα όπως η συναρπαστική Ελληνική Νομαρχία τούΑνωνύμου του Έλληνος, οι εξεγερμένοι του 1821 ένιωθαν, ότι «Πατρίς είναι μια λέξις, διά της οποίας όλοι κοινώς εννοούσι την γην, εις ήν εγεννήθησαν, οι μόνον ελεύθεροι όμως δύνανται να καταλάβωσι τήν μεγάλην αυτής σημασίαν, και δια τούτο οι δούλοι αδιαφόρως προφέρουσι τοιούτον όνομα[…] Τα ονόματα αγαπητοί μου, λαμβάνουν την σημασίαν από την ιδιότητα των πραγμάτων, εις τα οποία αναφέρονται. Όθεν, αν τινάς δεν γνωρίζει το πράγμα εις ουδέν του χρησιμεύει η ονομασία του. Και καθώς ο εκ γενετής αόμματος, προφέροντας τα ονόματα των χρωμάτων ουδέν εννοεί, επειδή δεν είδε ποτέ τα χρώματα, ούτως και οι νυν Έλληνες με το «Πατρίς» άλλο δεν εννοούσι ειμή τήν γην εις την οποίαν εγεννήθησαν, επειδή τούς λείπει η ελευθερία […] Ω! πόσον διαφέρομεν από τους προγόνους μας οι ταλαίπωροι! […] Η λέξις «Πατρίς» ερέθιζε εις την ενθύμησιν τών προγόνων μας όλας τας ιδέας τών καλών της ελευθερίας και όλην την ευδαιμονίαν της ζωής των.»

Στη σημερινή εποχή η έννοια της πατρίδας (ίσως η μόνη, για την οποία άξιζε ανέκαθεν να πολεμήσει κανείς) έχει ευτελιστεί σε μια ιδεοληψία για όσους αρέσκονται να στριμώχνουν την πραγματικότητα σε απλοϊκά θρησκευτικά, ή εθνικιστικά σχήματα. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι αρχαίοι έλληνες, που πολέμησαν για πραγματικά ιερά πράγματα, τα οποία -θεωρητικά τουλάχιστον- αποδέχεται ως ιερά και ο σημερινός κόσμος, δέν το διατυμπάνισαν και δεν τα ιδεολογικοποίησαν ποτέ. Σε αντίθεση με τους ευρεσιτέχνες των διαφόρων ιδεολογιών του πολέμου. 

Γι΄ αυτό ένας πολίτης, που θέλει να είναι πραγματικά τέτοιος, αν ποτέ κληθεί να πολεμήσει, είναι απαραίτητο να αναρωτηθεί ποιός και γιατί πραγματικά τού ζητά να το κάνει. Κι ας διεξάγει όπως μπορεί τον δικό του αντιιδεολογικό πόλεμο. Στην πράξη αυτό μόνο με έναν τρόπο μεταφράζεται: μετατροπή του ιδεολογικοποιημένου «εθνικού» πολέμου σε υλιστικό κοινωνικό, δηλαδή, κατά την απατηλή ορολογία του εθνοκράτους, σε «εμφύλιο», ή «ανταρσία» (ή στα αρχαία ελληνικά στάση). Δηλαδή ταυτόχρονος πόλεμος όσων θέλουν να λέγονται πολίτες, εναντίον, τόσο των «εξωτερικών» όσο και (κυρίως) των εσωτερικών εχθρών – εξουσιαστών της κοινωνίας. Μια σύρραξη με έναν «εξωτερικό» εχθρό, αποτελεί πάντα μια καλή ευκαιρία για τους εκμεταλλευόμενους, να διευθετήσουν γρήγορα και εύκολα όλη την ανώμαλη κοινωνική κατάσταση, στην οποία ζούν αλαζονικώς επαναπαυμένα τα κοινωνικώς κυρίαρχα παράσιτα. Έτσι οι νικητές του κοινωνικού πολέμου θα έχουν αποκτήσει μια πραγματική (και όχι ιδεολογική) πατρίδα για να υπερασπίσουν. Η θέση περί μετατροπής των «εθνικών» πολέμων σε κοινωνικούς αποτελεί μια μεγάλη συνεισφορά της κλασικής πολιτικής σκέψης, που εγκαινίασαν οι ελληνικές δημοκρατίες και έφτασε ως εμάς διαμέσου της Γαλλικής Επανάστασης και του επαναστατικού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα.

Θ.Λ


antidras