Αναφορά στους «εκβιασμούς» του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup, κάνει σε νέο άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde Diplomatique, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην ομόλογός του, Γιάνης Βαρουφάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κ. Σόιμπλε στις συνεδριάσεις ταπείνωνε ακόμη και τη Γαλλία. Όπως επισημαίνει ο κ. Βαρουφάκης, η ελληνική κυβέρνηση είχε εξαρχής καλές προθέσεις απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους.
Ο ίδιος γράφει πως «κατά την πρώτη μου συνάντηση του Eurogroup, στις 11 Φεβρουαρίου, έστειλα στους συνομιλητές μου ένα απλό μήνυμα: Η κυβέρνηση μας θα είναι ένας αξιόπιστος εταίρος. Θα κάνουμε τα πάντα για να βρεθεί κοινό έδαφος με το Eurogroup, έχοντας ως βάση μία τριπλή στρατηγική για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας.
1. Μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των θεσμών μας και την καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της ολιγαρχίας και την τοκογλυφία.
2. Εξυγίανση των οικονομικών του κράτους, μέσω ενός μέτριου αλλά βιώσιμου πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο δεν δεν απαιτεί υπερβολικές προσπάθειες του ιδιωτικού τομέα.
3. Εξορθολογισμό, ή αναδιάρθρωση της δομής του χρέους μας, έτσι ώστε να επιτευχθεί αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα κι ένας ρυθμός ανάπτυξης που απαιτείται για τη βελτιστοποίηση της αποπληρωμής των πιστωτών μας». Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, έκανα την πρώτη μου επίσκεψη στον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Προσπάθησα να τον διαβεβαιώσω ότι θα μπορούσε να υπολογίζει σ' εμάς γα την διατύπωση προτάσεων οι οποίες δεν θα ήταν μόνο προς το συμφέρον του ελληνικού λαού αλλά και όλων των ευρωπαικών λαών, Γερμανών, Γαλλων, Σλοβάκων, Φιλανδών, Ισπανών, Ιταλών κλπ. Δυστυχώς, καμία από τις καλές προθέσεις μας δεν κίνησε κανένα ενδιαφέρον από τους ανθρώπους που διαθέτουν τα ηνία της Ένωσης. Αυτό το σκληρό μάθημα επρόκειτο να το μάθουμε στους πέντε μήνες διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν...».
Στο άρθρο του, που φιλοξενείται στο στο τεύχος του Αυγούστου της μηνιαίας γαλλικής εφημερίδας, o Γ. Βαρουφάκης αναφέρεται εκτενώς στην πρώτη συνάντηση που είχε με τον επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.«Στις 30 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες μετά τον διορισμό μου ως υπουργό Οικονομικών, ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, με επισκέφθηκε. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεπτά όταν με ρώτησε τι ακριβώς προτίθεμαι να κάνω για το μνημόνιο, τη συμφωνία που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υπογράψει με την τρόικα. Του είπα ότι η κυβέρνησή μας εξελέγη για να επαναδιαπραγματευθεί.
Με λίγα λόγια ότι θα επιδιώξει την αναθεώρηση, σε γενικές γραμμές, των δημοσιονομικών πολιτικών και των μέτρων που είχαν προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά τα τελευταία πέντε χρόνια: Μείωση κατά το 1/3 του εθνικού εισοδήματος και κινητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας ενάντια στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων. Άμεση ήταν η απάντηση του Ντάισελμπλουμ: «Δεν γίνεται αυτό. Ή μνημόνιο ή αποτυχία του προγράμματος». Με άλλα λόγια: Ή αποδεχόμαστε τις πολιτικές που επιβλήθηκαν στις προηγούμενες κυβερνήσεις, παρόλο που έχουμε εκλεγεί για να τις αμφισβητήσουμε, δεδομένου ότι είχαν αποτύχει παταγωδώς ή οι τράπεζές μας θα παρέμεναν κλειστές. Κι αυτό, γιατί μιλώντας με συγκεκριμένους όρους, αυτό συνεπάγεται μια «αποτυχία του προγράμματος» ενός κράτους μέλους, το οποίο δεν έχει πρόσβαση στην αγορά: Η ΕΚΤ παύει κάθε χρηματοδότηση προς τις τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δεν έχουν άλλη επιλογή από το κλείσιμο τους και την παύση λειτουργίας των ΑΤΜ τους. Αυτή η προσπάθεια εκβιασμού μιας μόλις εκλεγμένης δημοκρατικά κυβέρνησης, δεν ήταν η μόνη, αναφέρει στο άρθρο του ο τέως ΥΠΟΙΚ.«Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup, έντεκα ημέρες αργότερα, ο κ. Ντάισελμπλουμ επιβεβαίωσε την περιφρόνησή του για τις πιο στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές. Αλλά ο Σόιμπλε ήταν σε θέση να τον ανταγωνιστεί.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Μισέλ Σαπέν, έλαβε το λόγο με στόχο να τους καλέσει όλους, ώστε να βρεθεί ένα συμβιβασμός ανάμεσα στη διάρκεια της συμφωνίας, που ήταν ακόμα σε ισχύ και στο δικαίωμα του ελληνικού λαού να μας δώσει εντολή να επαναδιαπραγματευτούμε σημαντικά σημεία της συμφωνίας. Μιλώντας λίγο μετά από αυτόν, ο Σόιμπλε δεν θα χάσει ούτε στιγμή να επαναφέρει τον Μισέλ Σαπέν σ’αυτό που θεωρούσε εκείνος ως τάξη:
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις εκλογές να αλλάξουν κάτι», είπε έτσι κοφτά, με μια μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών να ακούν την γνώμη του chef. Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές βρεθήκαμε μπροστά στο φάντασμα του κλεισίματος των τραπεζών μας, επειδή αρνούμαστε να δεχθούμε ένα πρόγραμμα το οποίο είχε αποδείξει την αναποτελεσματικότητα του. Οι πιστωτές και το Eurogroup έκλειναν τα αφτιά στα οικονομικά επιχειρήματά μας. Ήθελαν να παραδοθούμε. Με κατηγόρησαν ακόμη και για το ότι τόλμησα να τους διδάξω ένα μάθημα...», συνεχίζει και προσθέτει:«Η είσοδος των τεχνοκρατών στον γύρο των διαπραγματεύσεων επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας. Δημοσίως, οι πιστωτές διατυμπάνιζαν την επιθυμία τους να πάρουν τα χρήματά τους και να δουν την Ελλάδα να κάνει μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα, είχαν ένα στόχο: Να ταπεινώσουν την κυβέρνησή μας και να μας αναγκάσουν να συνθηκολογήσουμε, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την οριστική αδυναμία των δανειστών να ανακτήσουν τα χρήματά τους ή την αποτυχία του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που μόνο εμείς θα μπορούσαμε να πείσουμε τους Έλληνες να το αποδεχθούν...».
Όπως σημειώνει ο κ. Βαρουφάκης, «το πιο θλιβερό ήταν ίσως το να παραβρεθώ μπροστά στην ταπείνωση των ελάχιστων υπουργών Οικονομικών που ήταν καλοπροαίρετοι προς το μέρος μας. Το να ακούω ανθρώπους σε επιτελικές θέσεις στην Επιτροπή και στη γαλλική κυβέρνηση να λένε ότι «η Επιτροπή πρέπει συμμορφωθεί με τις διαπιστώσεις του Προέδρου του Eurogroup» ή ότι «η Γαλλία δεν είναι πια αυτό που ήταν», σχεδόν με έκανε να κλάψω. Για να μην αναφέρουμε την απογοήτευσή μου, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μου είπε, στις 8 Ιουνίου στο γραφείο του, ότι δεν παρέχει συμβουλές σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να αποφευχθεί το ατύχημα - μια έξοδο από το ευρώ - η οποία, ωστόσο, θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηρή για την Ευρώπη».«Στο τέλος του Ιουνίου, παραδοθήκαμε και αποδεχθήκαμε τις περισσότερες από τις απαιτήσεις της «τρόικας». Με μία εξαίρεση: Επιμείναμε σε μια μικρή αναδιάρθρωση του χρέους μας, χωρίς κούρεμα, μέσω της ανταλλαγής μετοχών. Στις 25 Ιουνίου, παραβρέθηκα στο προτελευταίο μου Eurogroup. Μου παρουσίασαν την τελευταία πρόταση της «τρόικα», με τη μορφή τελεσιγράφου «take it or leave it».
Είχαμε υποχωρήσει σε πάνω από τα εννέα δέκατα των απαιτήσεων των εταίρων μας και περιμέναμε να κάνουν μια προσπάθεια, ώστε να πετύχουμε κάτι που να μοιάζει με μια έντιμη συμφωνία. Επέλεξαν, αντ΄αυτού, να σκληρύνουν τη στάση τους σχετικά με το ΦΠΑ, για παράδειγμα. Δεν επιτρεπόταν πλέον καμία αμφιβολία. Αν συμφωνούσαμε να το υπογράψουμε, αυτό το κείμενο θα κατέστρεφε τα τελευταία απομεινάρια του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Απαιτούσαν από μας μια θεαματική συνθηκολόγηση που να δείχνει στα μάτια του κόσμου ότι γονατίσαμε», καταλήγει.
Ο ίδιος γράφει πως «κατά την πρώτη μου συνάντηση του Eurogroup, στις 11 Φεβρουαρίου, έστειλα στους συνομιλητές μου ένα απλό μήνυμα: Η κυβέρνηση μας θα είναι ένας αξιόπιστος εταίρος. Θα κάνουμε τα πάντα για να βρεθεί κοινό έδαφος με το Eurogroup, έχοντας ως βάση μία τριπλή στρατηγική για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας.
1. Μια σειρά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των θεσμών μας και την καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της ολιγαρχίας και την τοκογλυφία.
2. Εξυγίανση των οικονομικών του κράτους, μέσω ενός μέτριου αλλά βιώσιμου πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο δεν δεν απαιτεί υπερβολικές προσπάθειες του ιδιωτικού τομέα.
3. Εξορθολογισμό, ή αναδιάρθρωση της δομής του χρέους μας, έτσι ώστε να επιτευχθεί αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα κι ένας ρυθμός ανάπτυξης που απαιτείται για τη βελτιστοποίηση της αποπληρωμής των πιστωτών μας». Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, έκανα την πρώτη μου επίσκεψη στον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Προσπάθησα να τον διαβεβαιώσω ότι θα μπορούσε να υπολογίζει σ' εμάς γα την διατύπωση προτάσεων οι οποίες δεν θα ήταν μόνο προς το συμφέρον του ελληνικού λαού αλλά και όλων των ευρωπαικών λαών, Γερμανών, Γαλλων, Σλοβάκων, Φιλανδών, Ισπανών, Ιταλών κλπ. Δυστυχώς, καμία από τις καλές προθέσεις μας δεν κίνησε κανένα ενδιαφέρον από τους ανθρώπους που διαθέτουν τα ηνία της Ένωσης. Αυτό το σκληρό μάθημα επρόκειτο να το μάθουμε στους πέντε μήνες διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν...».
Στο άρθρο του, που φιλοξενείται στο στο τεύχος του Αυγούστου της μηνιαίας γαλλικής εφημερίδας, o Γ. Βαρουφάκης αναφέρεται εκτενώς στην πρώτη συνάντηση που είχε με τον επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.«Στις 30 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες μετά τον διορισμό μου ως υπουργό Οικονομικών, ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, με επισκέφθηκε. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεπτά όταν με ρώτησε τι ακριβώς προτίθεμαι να κάνω για το μνημόνιο, τη συμφωνία που η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υπογράψει με την τρόικα. Του είπα ότι η κυβέρνησή μας εξελέγη για να επαναδιαπραγματευθεί.
Με λίγα λόγια ότι θα επιδιώξει την αναθεώρηση, σε γενικές γραμμές, των δημοσιονομικών πολιτικών και των μέτρων που είχαν προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά τα τελευταία πέντε χρόνια: Μείωση κατά το 1/3 του εθνικού εισοδήματος και κινητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας ενάντια στην ιδέα των μεταρρυθμίσεων. Άμεση ήταν η απάντηση του Ντάισελμπλουμ: «Δεν γίνεται αυτό. Ή μνημόνιο ή αποτυχία του προγράμματος». Με άλλα λόγια: Ή αποδεχόμαστε τις πολιτικές που επιβλήθηκαν στις προηγούμενες κυβερνήσεις, παρόλο που έχουμε εκλεγεί για να τις αμφισβητήσουμε, δεδομένου ότι είχαν αποτύχει παταγωδώς ή οι τράπεζές μας θα παρέμεναν κλειστές. Κι αυτό, γιατί μιλώντας με συγκεκριμένους όρους, αυτό συνεπάγεται μια «αποτυχία του προγράμματος» ενός κράτους μέλους, το οποίο δεν έχει πρόσβαση στην αγορά: Η ΕΚΤ παύει κάθε χρηματοδότηση προς τις τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δεν έχουν άλλη επιλογή από το κλείσιμο τους και την παύση λειτουργίας των ΑΤΜ τους. Αυτή η προσπάθεια εκβιασμού μιας μόλις εκλεγμένης δημοκρατικά κυβέρνησης, δεν ήταν η μόνη, αναφέρει στο άρθρο του ο τέως ΥΠΟΙΚ.«Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup, έντεκα ημέρες αργότερα, ο κ. Ντάισελμπλουμ επιβεβαίωσε την περιφρόνησή του για τις πιο στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές. Αλλά ο Σόιμπλε ήταν σε θέση να τον ανταγωνιστεί.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Μισέλ Σαπέν, έλαβε το λόγο με στόχο να τους καλέσει όλους, ώστε να βρεθεί ένα συμβιβασμός ανάμεσα στη διάρκεια της συμφωνίας, που ήταν ακόμα σε ισχύ και στο δικαίωμα του ελληνικού λαού να μας δώσει εντολή να επαναδιαπραγματευτούμε σημαντικά σημεία της συμφωνίας. Μιλώντας λίγο μετά από αυτόν, ο Σόιμπλε δεν θα χάσει ούτε στιγμή να επαναφέρει τον Μισέλ Σαπέν σ’αυτό που θεωρούσε εκείνος ως τάξη:
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις εκλογές να αλλάξουν κάτι», είπε έτσι κοφτά, με μια μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών να ακούν την γνώμη του chef. Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές βρεθήκαμε μπροστά στο φάντασμα του κλεισίματος των τραπεζών μας, επειδή αρνούμαστε να δεχθούμε ένα πρόγραμμα το οποίο είχε αποδείξει την αναποτελεσματικότητα του. Οι πιστωτές και το Eurogroup έκλειναν τα αφτιά στα οικονομικά επιχειρήματά μας. Ήθελαν να παραδοθούμε. Με κατηγόρησαν ακόμη και για το ότι τόλμησα να τους διδάξω ένα μάθημα...», συνεχίζει και προσθέτει:«Η είσοδος των τεχνοκρατών στον γύρο των διαπραγματεύσεων επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας. Δημοσίως, οι πιστωτές διατυμπάνιζαν την επιθυμία τους να πάρουν τα χρήματά τους και να δουν την Ελλάδα να κάνει μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα, είχαν ένα στόχο: Να ταπεινώσουν την κυβέρνησή μας και να μας αναγκάσουν να συνθηκολογήσουμε, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την οριστική αδυναμία των δανειστών να ανακτήσουν τα χρήματά τους ή την αποτυχία του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που μόνο εμείς θα μπορούσαμε να πείσουμε τους Έλληνες να το αποδεχθούν...».
Όπως σημειώνει ο κ. Βαρουφάκης, «το πιο θλιβερό ήταν ίσως το να παραβρεθώ μπροστά στην ταπείνωση των ελάχιστων υπουργών Οικονομικών που ήταν καλοπροαίρετοι προς το μέρος μας. Το να ακούω ανθρώπους σε επιτελικές θέσεις στην Επιτροπή και στη γαλλική κυβέρνηση να λένε ότι «η Επιτροπή πρέπει συμμορφωθεί με τις διαπιστώσεις του Προέδρου του Eurogroup» ή ότι «η Γαλλία δεν είναι πια αυτό που ήταν», σχεδόν με έκανε να κλάψω. Για να μην αναφέρουμε την απογοήτευσή μου, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών μου είπε, στις 8 Ιουνίου στο γραφείο του, ότι δεν παρέχει συμβουλές σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να αποφευχθεί το ατύχημα - μια έξοδο από το ευρώ - η οποία, ωστόσο, θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηρή για την Ευρώπη».«Στο τέλος του Ιουνίου, παραδοθήκαμε και αποδεχθήκαμε τις περισσότερες από τις απαιτήσεις της «τρόικας». Με μία εξαίρεση: Επιμείναμε σε μια μικρή αναδιάρθρωση του χρέους μας, χωρίς κούρεμα, μέσω της ανταλλαγής μετοχών. Στις 25 Ιουνίου, παραβρέθηκα στο προτελευταίο μου Eurogroup. Μου παρουσίασαν την τελευταία πρόταση της «τρόικα», με τη μορφή τελεσιγράφου «take it or leave it».
Είχαμε υποχωρήσει σε πάνω από τα εννέα δέκατα των απαιτήσεων των εταίρων μας και περιμέναμε να κάνουν μια προσπάθεια, ώστε να πετύχουμε κάτι που να μοιάζει με μια έντιμη συμφωνία. Επέλεξαν, αντ΄αυτού, να σκληρύνουν τη στάση τους σχετικά με το ΦΠΑ, για παράδειγμα. Δεν επιτρεπόταν πλέον καμία αμφιβολία. Αν συμφωνούσαμε να το υπογράψουμε, αυτό το κείμενο θα κατέστρεφε τα τελευταία απομεινάρια του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Απαιτούσαν από μας μια θεαματική συνθηκολόγηση που να δείχνει στα μάτια του κόσμου ότι γονατίσαμε», καταλήγει.
ereunitiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου