Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Tα ποτάμια της εθελοδουλείας και της προδοτικής συμπόρευσης με τους εχθρούς της δημοκρατίας και του ελληνικού λαού στερεύουν, αφού όλο και πιο λίγοι πολίτες είναι σίγουροι ότι επιθυμούν ακόμα να «μείνουν» σε μια τέτοια Ευρώπη.

Το ερώτημα του επικείμενου δημοψηφίσματος θα παραμείνει συγκεχυμένο αν δεν διατυπωθεί με σαφώς αντιαποικιοκρατικούς πολιτικούς όρους, με κεντρικό ζητούμενο την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις παρέδωσαν στους ξένους και μάλιστα «αμετάκλητα».
 Ως αντιπολίτευση, οι άνθρωποι αυτοί έχουν το θράσος σήμερα να επικαλούνται το Σύνταγμα που οι ίδιοι κατακουρέλιασαν.
Προκειμένου να παρεμποδίσουν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ακόμα και τώρα συνεχίζουν την προσπάθειά τους να τρομοκρατήσουν και να διχάσουν τον ελληνικό λαό. 
Δεν αρκούν, ισχυρίζονται, πέντε μέρες για να ενημερωθεί επαρκώς ο ελληνικός λαός. Ξεχνούν ότι έχουν φροντίσει οι ίδιοι να τον «ενημερώσουν» επαρκώς ως κυβερνήσεις εδώ και πέντε χρόνια για τις... πρακτικές και τις πολιτικές συνέπειες των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων που έχουν υπογράψει χωρίς δισταγμούς και χωρίς να έχουν ενημερώσει καθόλου για τις συνέπειες των υπογραφών τους: φτωχοποίηση, δυο εκατομμύρια άνεργοι, ισοπέδωση μικρομεσαίων, χιλιάδες αυτοκτονίες, ξεπούλημα δημόσιου πλούτου και δήμευση του ιδιωτικού με απίστευτα φορομπηχτικά μέτρα…

 Αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν ήδη λογοδοτήσει. Αντ’ αυτού, εμφανίζονται ως κατήγοροι της σημερινής συγκυβέρνησης κουνώντας με απίστευτη θρασύτητα το δάχτυλο και απειλώντας με… ειδικά δικαστήρια όλους όσους αρνούνται την ιδέα να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους σε μια αποικία χρέους. 

Απαιτούν να υπογράψει ο ίδιος ο ελληνικός λαός την υποταγή του. Δημιουργούν με όλους τους τρόπους ένα όχι απλώς διχαστικό, αλλά εμφυλιοπολεμικό κλίμα με τα λόγια και τις κινητοποιήσεις τους υπέρ του «ναι στην υποταγή», το οποίο μάλιστα εμφανίζουν, όπως έκαναν πάντα οι πατριδοκάπηλοι δωσίλογοι, ως «πατριωτική επιλογή»…

Ας κάνουμε λοιπόν τρεις διακριτές υποθέσεις γύρω από το επικείμενο δημοψήφισμα. 

Αν υποθέσουμε ότι η συγκυβέρνηση ήθελε πράγματι να δώσει έμφαση στην αντιαποικιοκρατική και πολιτική διάσταση του δημοψηφίσματος, θα έπρεπε να εξηγήσει πολύ περισσότερο από ότι το κάνει, τις αιτίες της υποχώρησής της από τις αρχικές θέσεις της για το τέλος της λιτότητας. Διότι, η κυβέρνηση εν μέρει φαίνεται να έχει αυτοπαγιδευτεί κατά το διάστημα των πεντάμηνων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές σε αντιλαϊκά μέτρα χειρότερα και από εκείνα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Όμως, φαίνεται επίσης ότι και οι δανειστές θέλησαν να σπρώξουν την σημερινή συγκυβέρνηση στα άκρα και έτσι θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι παγιδεύτηκαν και αυτοί από την υποχωρητικότητα της συγκυβέρνησης.


 Με άλλα λόγια, αν η βούληση της συγκυβέρνησης για ένα μαζικό λαϊκό «ΟΧΙ» ήταν πραγματική η ενδοτικότητα στις πιέσεις των δανειστών θα ήταν όντως «τακτικώς» αναγκαία για τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης. Διότι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αν η συγκυβέρνηση δεν είχε κάνει όλες τις παραπάνω μεγάλες υποχωρήσεις, οι δανειστές μαζί με τα εγχώρια φερέφωνά τους θα αντιμετώπιζαν την συγκυβέρνηση σαν μια ακραία ευρωσκεπτικιστική πολιτική δύναμη – κάτι σχεδόν σαν το ΚΚΕ.

 Θα την κατηγορούσαν ότι επεδίωξε μόνο τη ρήξη με την ΕΕ χωρίς να κάνει καμία αξιόπιστη πρόταση για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος χρέους. Οι υποχωρήσεις λοιπόν από τις «κόκκινες γραμμές» αποστόμωσαν όλους αυτούς, εντός και εκτός Ευρώπης. Φάνηκε ότι οι δανειστές δεν επιθυμούν ούτε διαπραγμάτευση, ούτε λύση του προβλήματος, αφού αρνήθηκαν ρητά κάθε συζήτηση για την μείωση του δημοσίου χρέους. 

Η ελληνική πρόταση προς τους δανειστές είχε δυο αδιαχώριστα μεταξύ τους σκέλη: καμία υποχώρηση σε επώδυνα και αντιλαϊκά μέτρα δεν θα ήταν αποδεχτή και ρεαλιστική, αν δεν συνοδευόταν από μια συμφωνία σχετικά με το κούρεμα του χρέους, το οποίο όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν είναι βιώσιμο. Προφανώς, ούτε η ελληνική βουλή θα μπορούσε να ψηφίσει μια συμφωνία που θα περιελάμβανε μόνο αντιλαϊκά οικονομικά μέτρα, χωρίς την παραμικρή νύξη για μια μελλοντική ρύθμιση του δημοσίου χρέους. Οι δανειστές δεν θέλησαν καμία συζήτηση περί του ζητήματος αυτού. Υπήρχε βέβαια το ρίσκο για την συγκυβέρνηση, οι δανειστές να μην απορρίψουν τις οικονομικά δυσβάσταχτες για τον ελληνικό λαό προτάσεις της ίδιας της συγκυβέρνησης. Αλλά ως γνήσιοι αποικιοκράτες και μάλιστα Γερμανοί, τις απέρριψαν, ζητώντας συνέχεια όλο και περισσότερα δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα. Σε αυτήν την περίπτωση το ερώτημα θα ήταν: Ποιος παγιδεύτηκε περισσότερο σε αυτήν την διαπραγμάτευση από πολιτικής άποψης;

Τότε, σύμφωνα με τα παραπάνω θα καταλαβαίναμε επίσης ότι η εξομοίωση των γερμανικά οργανωμένων αξιώσεων των δανειστών με τους μέχρι σήμερα πραγματικούς συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις της συγκυβέρνησης, θα οδηγούσε τις λαϊκές αντιστάσεις σε μια στείρα απόρριψη του πραγματικού πολιτικού πλαισίου του δημοψηφίσματος. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η έκκληση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ για ένα βροντερό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα ήταν και είναι ένας επιθυμητός πολιτικός στόχος, τότε τόσο η αποχή, όσο και η συνειδητή επιλογή του άκυρου, θα ήταν πολιτικά ανεύθυνη, εθνικά μειοδοτική και δημοκρατικά απαράδεκτη για ένα προοδευτικό πολιτικό κόμμα και θα άγγιζε τα όρια της προδοσίας των ιστορικών συμφερόντων του ελληνικού λαού.

Ανεξάρτητα λοιπόν από τα όποια «τεχνικά» σφάλματα έγιναν κατά το πεντάμηνο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, η συγκυβέρνηση είχε σήμερα την ευκαιρία να αναδείξει τον πολιτικό και αντιαποικιοκρατικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος χρησιμοποιώντας στην επικοινωνία της με τον ελληνικό λαό μόνον και αποκλειστικά την «φωνή της Αλήθειας».


 Σε γενικές γραμμές, ο άξονας μιας τέτοιας επικοινωνίας θα έλεγε τα εξής: «Είναι αλήθεια ότι δείξαμε μεγάλη ενδοτικότητα στις αφόρητες, ταπεινωτικές και αποικιοκρατικές πιέσεις των λεγόμενων δανειστών. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαμε ακραία υποχωρητικοί, ακριβώς επειδή θεωρούσαμε ότι έπρεπε να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια για τη διατήρηση της σχέσης μας με τη γερμανοκρατούμενη σημερινή Ευρώπη. Και αυτό, διότι γνωρίζαμε ότι ο τρομοκρατημένος ελληνικός λαός που μας εμπιστεύτηκε το καθήκον να τον βγάλουμε από τα μνημόνια και από το βραχνά του δημοσίου χρέους, παρέμενε διστακτικός και μάλλον αρνητικός ως προς το ενδεχόμενο της πολιτικής ρήξης με αυτήν την δήθεν ευρωπαϊκή, δήθεν ένωση. Τα μέτρα που έχουμε αποδεχτεί ως τώρα είναι όντως άγρια και αντιλαϊκά. Δείχνουν όμως το πόσο προσπαθήσαμε να «Μείνουμε Ευρώπη» και να αποφύγουμε τη ρήξη. Ζητάμε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό γι’ αυτή μας τη στάση, που ωστόσο δεν υπήρξε από μέρους μας προϊόν μιας προαποφασισμένης ελεύθερης επιλογής, όπως σπεύδουν σήμερα να μας κατηγορήσουν οι εγκάθετοι των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, που με τις υπογραφές τους έχουν οδηγήσει τη χώρα εδώ που βρίσκεται σήμερα. Όσοι λοιπόν από το δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο, μας κατηγορούν για την ενδοτικότητα που δείξαμε στις διαπραγματεύσεις αποδεχόμενοι μέτρα 8 δις. σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων, έχουν εν μέρει δίκιο. Ξεχνούν ωστόσο τις αφόρητες πιέσεις που δεχτήκαμε, όχι μόνο από τα λόμπι των δανειστών και των διαμορφωτών της δυτικής κοινής γνώμης, αλλά και από όλους τους εγχώριους δήθεν φιλοευρωπαϊστές που έχουν τρομοκρατήσει την κοινωνία και την έχουν εγκλωβίσει στις λογικές του ενδοτισμού. Σήμερα ακόμα, οι πολιτικοί υπάλληλοι των γερμανικών συμφερόντων και των εγχώριων εργολάβων απευθύνονται στον ελληνικό λαό καλώντας τον να «αντισταθεί» (!!!) σε οτιδήποτε τον καλεί σε εγρήγορση και σε αντίσταση. Να αντισταθεί δηλαδή σε οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί απελευθερωτικό και σωτήριο για το μέλλον αυτής της χώρας. Αντίσταση γι’ αυτούς, είναι το δουλικό σκύψιμο του κεφαλιού. Όμως τα ποτάμια της εθελοδουλείας και της προδοτικής συμπόρευσης με τους εχθρούς της δημοκρατίας και του ελληνικού λαού στερεύουν, αφού όλο και πιο λίγοι πολίτες είναι σίγουροι ότι επιθυμούν ακόμα να «μείνουν» σε μια τέτοια Ευρώπη.»

 sibilla

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου