Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Ψωμί — Η Μνήμη της Ζωής.

 


Το ψωμί. Μια λέξη απλή, καθημερινή, κι όμως μέσα της κουβαλά ολόκληρο τον κόσμο. Δεν είναι μονάχα τροφή είναι σύμβολο ζωής και συνοχής, ένας διαχρονικός δεσμός που ενώνει γενιές και πολιτισμούς.
Στην Ελλάδα, το ψωμί έχει πάντα τη τιμητική του θέση στο τραπέζι από το τσουρέκι του Πάσχα ως τη βασιλόπιτα της Πρωτοχρονιάς. Είναι φορέας παράδοσης, οικογενειακής ενότητας και απλής, αληθινής τροφής.
Στην ουσία, είναι η καρδιά της ελληνικής ψυχής.
Κι αυτή η καρδιά, για μένα, χτυπούσε κάθε πρωί στο χωριό μου, όταν ήμουν παιδί.
Εκείνα τα πρωινά είχαν ήχο. Έναν ρυθμό βαθύ, αρχαίο, που ξυπνούσε μαζί με τον ήλιο. Ήταν ο ήχος της γιαγιάς, που χτυπούσε ελαφρά το ταψί όταν το έβγαζε από το φούρνο για να ξεκολλήσει το ψωμί από τα τοιχώματα. Ένα απαλό, γνώριμο χτύπημα που ανέβαινε απ’ την αυλή και γέμιζε το σπίτι.
Κι ύστερα, σαν να άνοιγε η καρδιά του κόσμου, ερχόταν η μυρωδιά.
Μια μυρωδιά που δύσκολα συναντάς πια.
Μυρωδιά σιταριού που ζύμωσε η υπομονή, προζυμιού που ωρίμασε με τις νύχτες και το μεράκι.
Μυρωδιά ξύλου που κάηκε για να ζεστάνει, και αγάπης που ψήθηκε μαζί με το ψωμί.
Ήταν η ευωδιά της γης, της οικογένειας, της απλότητας.
Στην κουζίνα, το θέαμα ήταν σχεδόν ιερό.
Η γιαγιά, με την ποδιά αλευρωμένη και τα μάτια γεμάτα περηφάνια, κρατούσε στην παλάμη της ένα φρεσκοψημένο καρβέλι. Ζεστό ακόμα, χρυσοκάστανο, σαν τον ήλιο του Οκτώβρη.
Σε μερικά σημεία είχε μικρές ρωγμές χαμόγελα της φωτιάς.
Μέσα τους, φαινόταν η ψυχή του ψωμιού που ήταν αφράτη, αέρινη και ζωντανή.
Και τότε άρχιζε το βασίλειο των γεύσεων.
Μερικές φορές ήταν το φρέσκο βούτυρο που έφτιαχνε η γιαγιά στο μπουτινέλο. Λευκό, σχεδόν ασημένιο σαν το πρώτο χιόνι στις κορυφές τής Πίνδου και του Ολύμπου.
Απλωνόταν πάνω στη φέτα και έλιωνε αμέσως, δημιουργώντας μια απλή, θεϊκή ευχαρίστηση.
Το συνόδευε μέλι πηχτό, θυμάρινο, χρυσό, που μύριζε βουνό και καλοκαίρι.
Άλλοτε πάλι, ένα κομμάτι τυρί απ’ τα πρόβατα του παππού. Αλμυρό, πικάντικο, με τη γεύση του χορταριού και του ήλιου.
Το ψωμί το αγκάλιαζε, και μαζί γίνονταν μια μπουκιά που θύμιζε ευτυχία.
Και υπήρχαν κι εκείνες οι μαγικές μέρες με την αυγοφέτα ηλιαχτίδες πάνω στο τηγάνι, που γέμιζαν το στόμα με τη γλύκα της παιδικής ηλικίας.
Δεν τρώγαμε απλώς.
Το ζούσαμε.
Ζούσαμε την τελετουργία του πρωινού μια ιεροτελεστία απλότητας και αγάπης.
Ήταν το χάδι της γιαγιάς, το γέλιο του παππού, η αίσθηση πως όλα είναι στη θέση τους.
Ήταν η ζωή σε μια μπουκιά.
Και τώρα... σ’ έναν κόσμο άψυχο και πλαστικό, όπου το ψωμί έρχεται σφραγισμένο, κλείνω τα μάτια.
Ψάχνω εκείνη τη μυρωδιά.
Να ξανακούσω το χτύπημα στο ταψί, να νιώσω τη ζεστασιά στο χέρι μου, να δω τη γιαγιά να χαμογελά.
Κι έρχεται η στιγμή. Μια στιγμή που όλα επιστρέφουν.
Η φέτα ψωμί ζεσταίνεται στην παλάμη μου, το βούτυρο λιώνει, το μέλι στάζει αργά.
Ακούω τον ήχο του χωριού να ξυπνά τα πουλιά, τον άνεμο, το τρίξιμο της πόρτας.
Και τότε, η νοσταλγία γίνεται τόσο ζωντανή, που μου σφίγγεται η καρδιά.
Ένα γλυκό, πικρό δάκρυ κυλά,
κι εκεί, ανάμεσα στη μνήμη και τη μυρωδιά του ψωμιού, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου