Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Ιστορίες της Ζωής

 



Στην αυλή της Μάρως μαζεύονταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς και παίζανε. Καμιά δεκαριά ήταν όλα μαζί αγόρια και κορίτσια και τρία τα δικά της.
Και τ' ορφανό της Πηνελόπης στην παρέα οχτώ χρονών κοριτσάκι, κι αυτό εκεί φίλες με τις κόρες της Μάρως. Αχώριστες, όπως κι οι μανάδες τους, μόνο που η Πηνελόπη βιάστηκε να φύγει αφήνοντας την μικρή μες την ορφάνια. Όταν πέθανε, ο πατέρας της έφυγε και δεν ξέρει κανείς που πήγε.
Καμία επικοινωνία με το παιδί του, και με τους γονείς του που το μεγαλώνανε.
Δυο χρονών την άφησε η νύφη τους. Να μου την προσέχετε τους είπε, και κείνοι την είχαν σαν τα μάτια τους.
Μα δεν είχαν κι άλλο. Ένα γιο, τον πατέρα της, που τους εγκατέλειψε όλους. Έτσι ήταν, ρεμπεσκές, κι η Πηνελόπη τον αγάπησε. Όμορφος ήταν πολύ, κι αυτό ήταν που δεν τον άφηνε να κάνει προκοπή.
Είχε τα μυαλά του έξω από το κεφάλι του, και η ομορφιά του αιτία ήταν γι' αυτό. Ήθελε να γίνει αστέρας του σινεμά.
Γνώρισε την Πηνελόπη σ' ένα γκρουπ θεατρικό. Θεατρίνα και κείνη, όμορφη, καλοβαλμένη, με τρόπους, και την ερωτεύτηκε.
Αφήσαν το μπουλούκι σαν έμεινε έγκυος, να ζήσουν με τους γονείς του.
Και τώρα εκείνοι βρίσκονται να μεγαλώνουν την Μάνια μόνοι τους. Σαν τον κλέφτη έφυγε, δίχως να τους χαιρετίσει.
Οχτώ χρονών η Μάνια, ένα κορίτσι πανέμορφο. Η Μάρω δεν την ξεχώριζε από τις δικές της. Να την υιοθετήσουμε έλεγε στον άντρα της. Δεν γίνεται της έλεγε, έχει πατέρα.
Έχει; Του έλεγε κι αναστέναζε. Έχει; Που είναι; Βλέπεις εσύ κανέναν πατέρα έξι χρόνια τώρα;
Κτίστης στο επάγγελμα ο Στάθης, ο άντρας της Μάρως και είχε μπόλικη δουλειά. Ήταν η εποχή που οι μετανάστες, γύριζαν στον τόπο τους, κι έχτιζαν σπίτια.
Μια ζωή στην ξενιτιά, για να μπορέσουν να φτιάξουν ένα σπίτι. Σαν μεγαλώσανε τα παιδιά τους και ετοιμάζονταν να σπουδάσουν, να πάνε παραπέρα, ήταν ο Στάθης που της είπε, τι λες να αναλάβουμε τα έξοδα της Μάνιας να σπουδάσει και κείνη.
Η Μάρω δάκρυσε από ευτυχία, και κείνος της σκούπισε το δάκρυ λέγοντας φώναξε την μαζί με τον παππού και την γιαγιά της να της το πούμε.
Έπεσαν στην αγκαλιά τους όλα τα παιδιά τους και χόρευαν σαν τρελά. Δεν την ξεχώριζε η Μάρω και σήμερα φάνηκε πως κι ο άντρας της για παιδί του την λογάριαζε.
Μαζί με τον πατέρα της μεγάλωσε αυτός, Εκείνη νύφη ήρθε, όπως κι η Πηνελόπη. Εδώ γνωρίστηκαν και γίνανε φίλες.
Ποτέ της δεν μπόρεσε να καταλάβει πως μια γυναίκα τόσο αξιόλογη βρέθηκε να είναι στο πλευρό ενός τέτοιου άντρα. Μα ο έρωτας είναι τυφλός.
Κι ύστερα δεν έχουν όλες οι γυναίκες την δική της τύχη. Εκείνη δεν τον ερωτεύτηκε τον άντρα της. Τον αγάπησε όμως βαθιά, και δεν τον αλλάζει για κανένα έρωτα.
Κάνανε μια όμορφη οικογένεια. Αποκτήσανε τρία παιδιά. Έναν γιο και δύο κόρες, και το τέταρτό τους. Το παιδί της ψυχής τους. Την Μάνια τους.
Πολλές φορές την κοίταζε η Μάρω κι έβλεπε την Πηνελόπη σ' όλα της. Στα μάτια της, στο γέλιο της, στις κινήσεις της. Και στην φρονιμάδα της. Φρόνιμη ήταν και κείνη, μα άτυχη.
Όταν ήρθαν κι είπαν θα μείνουν να ζήσουν μαζί με τους γονείς του, δεν πίστεψε πως μια γυναίκα. έτσι λεπτεπίλεπτη θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις δουλειές και στις ανάγκες της επαρχίας. Κι όμως τα κατάφερνε μια χαρά.
Όταν η ψυχή θέλει, μπορεί να κάνει τα πάντα. Κι η Πηνελόπη είχε μεγάλη και δυνατή ψυχή. Τα πεθερικά της την αγαπήσανε αμέσως, μα κι όποιος την γνώριζε τον κέρδιζε.
Δεν θα τα καταφέρει της είπε μια μέρα η κυρά Ευτέρπη η πεθερά της. Δεν θα τα καταφέρει να ζήσει εδώ.
Κι όταν την είδε να παίρνει πρωτοβουλίες και να αναλαμβάνει ευθύνες και να ξυπνάει από τα άγρια χαράματα να πηγαίνει με τον πεθερό της και τον άντρα της στα κτήματα, έφυγαν όλες της οι ανησυχίες.
Μα δεν είχε την τύχη να την έχουν μαζί τους. Γέννησε την Μάνια τους κι έφυγε σαν ήταν δυο χρονών, και μαζί της χάθηκε κι ο ανεπρόκοπός τους.
Ο γιος της Μάρως και του Στάθη, τελείωσε πολιτικός μηχανικός, κι έδωσε μια άλλη μορφή, έναν άλλο αέρα στα κτίρια κοντά στον πατέρα του. Δουλειές προσεγμένες και καλοσχεδιασμένες, που τους αποφέρανε πολλά κέρδη.
Η μια τους κόρη τελείωσε την αρχιτεκτονική, και ήταν μαζί τους στο ίδιο γραφείο. Η άλλη έγινε δασκάλα και διορίστηκε στην πόλη δίπλα από το χωριό τους.
Η Μάνια τελείωσε την ιατρική. Γνώρισε και τον μετέπειτα άντρα της στο πανεπιστήμιο. Τον πήγε να τον δουν κι οι δικοί της. Ο παππούς με την γιαγιά ,κι η Μάρω με τον Στάθη.
Σαν γονείς της τους είχε και κείνη. Ένιωθε ευγνωμοσύνη που της στάθηκαν τόσο πολύ.
Πρώτους τους έβαζε στις προσευχές της, μαζί με τους παππούδες της. Άρεσε σε όλους ο Άγγελος, και κείνος πριν φύγει για το εξωτερικό για ανώτερες σπουδές, πάνω στην ιατρική, της ζήτησε να αρραβωνιαστούν.
Γλέντι μεγάλο στήθηκε στην αυλή της Μάρως. Και ποιος δεν πέρασε να τους ευχηθεί. Τα τέσσερά τους μες την καλή χαρά και τι δεν θυμηθήκανε εκείνες τις μέρες ξανά.
Ο Άγγελος έδειχνε να ζηλεύει την σχέση που είχε με τον γιο της Μάρως, και κείνη τον διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει μεταξύ τους τίποτα. Η αγάπη τους ήταν αγνή κι αδερφική μόνο.
Εκείνος πάλι όταν το έλεγε αυτό, τα μάτια του μελαγχολούσαν για λίγο, αλλά το έδιωχνε αμέσως.
Δεν άφηνε να φανεί τίποτα από κείνα που ένιωθε για την Μάνια. Από μικρά που ήταν την αγάπησε. Αλλά ακούγοντας τους γονείς του, να λένε πως είναι το τέταρτο παιδί τους, πως είναι η αδερφή τους, έπνιγε όλα τα συναισθήματά του.
Εκείνα τα συναισθήματα που άρχισαν να αλλάζουν μορφή, γύρω στα δέκα πέντε του. Εκεί σ' αυτή την ηλικία άρχισε να την βλέπει αλλιώς ο Δημήτρης την Μάνια.
Κι όταν εκείνη τους είπε για τον Άγγελο, για κάποιες μέρες το πάλεψε ώσπου το δέχτηκε. Είπε στον εαυτό του, η Μάνια τέλος. Δεν θα την κάνεις ποτέ δική σου. Είναι αδερφή σου, και καλά θα κάνεις να το δεχτείς.
Έμεινε αρκετές μέρες κοντά τους ο Άγγελος, ώσπου να φύγει για έξω. Αγαπητός σε όλους. Ο Δημήτρης έδειχνε να τον συμπαθεί. Η Μάνια άνοιξε ιατρείο εκεί στον τόπο τους, με την βοήθεια πάντα του Στάθη, ο οποίος ήταν πολύ χαρούμενος για την Μάνια.
Έφυγε ο Άγγελος με την υπόσχεση να γυρίσει με την πρώτη ευκαιρία να τους δει.
Δεν γύρισε ποτέ. Δεν μάθανε ποτέ για κείνον τίποτα. Οι γονείς του όταν τους ρώτησαν που είναι, κι αν έχουν νέα του, δεν ξέρουμε που είναι απάντησαν. Η Μάνια δεν τους πίστεψε.
Δεν την είχαν δει από την αρχή με καλό μάτι. Προόριζαν τον γιο τους για μεγάλο επιστήμονα και μια απλή γιατρίνα δεν του ταίριαζε. Έγκυος στο παιδί του προβληματίστηκε πολύ.
Έπρεπε να πάρει αποφάσεις που θα καθορίζανε την ζωή της. Όλοι της λέγανε να το κρατήσει.
Κανένας τους δεν νοιάστηκε για το τι θα πει ο κόσμος. Επαρχία βλέπεις, μα δεν τους ενδιέφερε η γνώμη τους.
Εκείνοι θέλανε να είναι καλά αυτή, με τις αποφάσεις της, και την άφησαν να είναι δικές της. Της είπαν μόνο πως είναι κοντά της για ό,τι αποφασίσει. Η γιαγιά της, είπε στην Μάρω, η ιστορία επαναλαμβάνεται...μα θέλω να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, πριν φύγω. Και το κράτησε.
Το κράτησε κι ύστερα έφυγε, και κείνη κι ο παππούς. Πόνεσε πολύ η Μάνια. Στο μωρό της, στον γιο της, έδωσε το όνομα των δύο παππούδων. Στάθη Ανδρέα τον είπε.
Οι άλλες δύο κόρες τους παντρεύτηκαν και κείνες, και κάνανε την δική τους οικογένεια. Όταν βρίσκονταν όλοι μαζί, γέμιζε η αυλή ξανά με φωνές ,όπως παλιά. Τα παιδιά τους τρέχανε, σαν και κείνους μέσα στην αυλή και χάλαγαν τον κόσμο από τις χαρές και τα παιχνίδια τους.
Ο Δημήτρης ελεύθερος ακόμα. Δεν αποφάσιζε να παντρευτεί.
Είχε πει στην Μάνια για τα αισθήματά του, όταν έμαθε πως θα κρατήσει το παιδί. Της είπε θα είμαι κοντά σας, σ' ό,τι με χρειαστείτε.
Οι γονείς του άρχισαν να υποψιάζονται, μα δεν του είπαν ποτέ τίποτα. Δεν ήθελαν να τον κάνουν να νιώθει άσχημα που είχαν καταλάβει, αυτό που εκείνος προσπαθούσε να κρύβει.
Σεβάστηκαν το μυστικό του.
Κάτι μέσα τους, τους έλεγε πως η Μάνια θα τον δει όπως και κείνος.
Ο Στάθης Ανδρέας, μεγάλωνε σε περιβάλλον υγιές.
Με παππού και γιαγιά, με θείες και ξαδέρφια.
Μια μέρα καθώς έπεσε στο παιχνίδι και χτύπησε λιγάκι, καθώς η μαμά του φρόντιζε το τραύμα του, κι ο Δημήτρης τον κρατούσε, του είπε, θείε, γιατί δεν είσαι ο μπαμπάς μου;
Γιατί είμαι θείος σου του είπε. Γι' αυτό. Μα να ξέρεις πως σε αγαπώ σαν να είμαι ο μπαμπάς σου. Δέκα χρονών ήταν όταν μια μέρα εμφανίστηκε μπροστά τους ο Άγγελος.
Έμαθα πως έχεις το παιδί μου της είπε. Λάθος πληροφορίες έχεις του είπε. Ο πατέρας του παιδιού μου είναι ο Δημήτρης.
Έφυγε λέγοντάς της, και με διαβεβαίωνες πως δεν υπάρχει κάτι μεταξύ σας. Ήταν παρών σαν του το είπε, κι ένιωσε πως η ευτυχία του, μόλις άρχιζε.
Είμαι εδώ της είπε. Και θα είμαι για πάντα! Την αγκάλιασε, και κείνη ένιωσε πλήρης! Δεν ήθελε τίποτα άλλο από τη ζωή της.
Μόνο να είναι καλά όλοι που αγαπούσε.
Στα πενήντα της πια, και όλοι μαζί για μια φορά ακόμα να γιορτάζουν τα γενέθλια του Στάθη Ανδρέα, γεμάτη από όμορφα συναισθήματα για την οικογένειά της, την τόσο μεγάλη, του είπε, πως αν ποτέ θελήσει να γνωρίσει τον βιολογικό του πατέρα, εκείνη θα ψάξει να τον βρει.
Δεν χρειάστηκε όμως. Ξαναγύρισε ο ίδιος. Είχε πληροφορίες κι όχι λανθασμένες, πως του έμοιαζε. Πως ήταν ίδιος σαν κι αυτόν, και ξαναγύρισε έπειτα από χρόνια να μάθει αν πράγματι είναι έτσι.
Ναι του είπε. Γιος σου είναι.
Της ζήτησε την άδεια, να του μιλήσει. Μπορείς να το κάνεις του είπε. Του μίλησε ο Άγγελος λέγοντάς του μετανοιωμένος για την στάση του όλα αυτά τα χρόνια, πως θα ήθελα να είμαι στην ζωή σου. Μα έχω του απάντησε.
Έχω στην ζωή μου, όσους θέλω να έχω. Και υπάρχει θέση και γι' αλλους, αλλά κάποια... δεν μπορούν να χωρέσουν, όσο και να τα θέλει κανείς. Δεν είναι πράγματα, να τα στριμώξεις.
Είναι συναισθήματα που γεννιούνται και σε αγκαλιάζουν. Είναι στιγμές που έχεις στην μνήμη σου.
Είναι κείνα τα κενά της ψυχής σου, που σου τα γεμίζουνε άνθρωποι που σ' αγαπάνε κι είναι παρών. Είναι η ίδια η ζωή σου!
Ήρθες πολύ αργά. Έχω πατέρα, και αδέρφια.
Δεν σε διώχνω, μα δεν μπορώ και να δεχτώ αυτό που ζητάς, έτσι απλά με μια συγνώμη. Οι γονείς μου με μάθανε να κατανοώ τον συνάνθρωπό μου. Ήσουν απών.
Μη μου ζητάς να είμαι παρών στην δική σου επιθυμία. Εκείνο που μπορώ να πω, είναι πως αν χρειαστείς κάτι, και μπορώ να το δώσω, θα το κάνω.
Βρεθήκανε όσες φορές του το ζήτησε, και μπορούσε. Η επιστήμη μου, του έλεγε, δεν γέμισε ποτέ την μοναξιά μου. Όλα λάθος στην ζωή μου. Πέθανε έπειτα από λίγο καιρό.
Ο Στάθης Ανδρέας, δεν μετάνιωσε που του έδωσε λίγο χώρο. Δεν ήθελε να κάνει αυτό το λάθος...
Από τον δικηγόρο του έμαθε, πως όλη του η περιουσία ανήκει πλέον σε κείνον. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Θα δει τι θα κάνει με αυτό. Θα το ψάξει.
Θα τα δώσει κάπου στην μνήμη του.
Είχε χρήματα, δεν του λείπανε. Είχε και γονείς. Είχε αγάπη! Και κυρίως, είχε συγχώρεση...

Ελευθερία Λάππα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου