Του Παντελή Σαββίδη
Ελληνική σημαία ανεμίζει με φόντο σύννεφα καταιγίδας στην πόλη των Τρικάλων (φωτ.: EUROKINISSI / Θανάσης Καλλιάρας)
Μια εξωτερική πολιτική χωρίς στρατηγικό βάθος αφήνει την Ελλάδα εκτός παιχνιδιού· το αποκορύφωμα της πολιτικής Μητσοτάκη-Γεραπετρίτη περιθωριοποιεί τη χώρα. Συντελούνται σημαντικές μεταβολές στον περίγυρο που την αφορούν τα μέγιστα, και η Αθήνα ούτε καν ενημερώνεται, όχι να προσκαλείται.
Η τριμερής συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, Τουρκίας, Ιταλίας και του πρωθυπουργού της κυβέρνησης της Τρίπολης Αμπντελ Χαμίντ Ντμπεϊμπά, δεν ήταν ένα απλό διπλωματικό επεισόδιο – ήταν η πιο πρόσφατη επιβεβαίωση ότι η Ελλάδα μένει ολοένα και περισσότερο απούσα από τις κρίσιμες γεωπολιτικές διεργασίες στη Μεσόγειο.
Η σύμπλευση της Άγκυρας με τη Ρώμη και τη Δυτική Λιβύη φανερώνει όχι μόνο μια βαθιά αλλαγή στους συσχετισμούς ισχύος της περιοχής, αλλά και τη στρατηγική αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να παρακολουθήσει αυτές τις εξελίξεις.
Απέναντι σε μια Τουρκία που επεκτείνει το αποτύπωμά της από τη Βόρεια Αφρική έως τη Συρία, την κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια, και σε μια Ιταλία που παραμερίζει την ευρωπαϊκή γραμμή για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα, η Ελλάδα περιορίζεται σε μια διπλωματία αντίδρασης – και μάλιστα χωρίς αξιοσημείωτη επιρροή.
Η εικόνα είναι σαφής: Η Άγκυρα μέσω της συμφωνίας του 2019 με την Τρίπολη και με τη νέα ενεργειακή συνεργασία του 2025, έχει εμπεδωθεί στη Λιβύη ως πυλώνας ασφάλειας, επιρροής και ενεργειακού ελέγχου. Εκτός από την κυβέρνηση της Τρίπολης, έχει επαφή και με την κυβέρνηση του Τομπρούκ υπό τον Χαλίφα Χαφτάρ.
Η Ιταλία, ακολουθώντας τη δική της γεωπολιτική γραμμή, όχι μόνο αποφεύγει να αμφισβητήσει αυτή τη συνεργασία, αλλά πλέον την στηρίζει με τεχνικές επιτροπές, επενδύσεις και κοινά σχέδια.
Η Ελλάδα εν τω μεταξύ περιορίζεται σε ανακοινώσεις και συμβολικές κινήσεις, παρακολουθώντας να διαμορφώνεται μια περιφερειακή συμμαχία που την παρακάμπτει πλήρως.
Το λεγόμενο «μέτωπο της Ανατολικής Μεσογείου» που οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια –με Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο– ατονεί, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις κινούνται σε πραγματιστική κατεύθυνση προκρίνοντας την ασφάλεια και την ενέργεια αντί για τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φέρει μεγάλη ευθύνη γι’ αυτή τη γεωπολιτική διολίσθηση. Η στρατηγική της βασίστηκε στην αυταπάτη ότι η Ελλάδα έχει το «Διεθνές Δίκαιο με το μέρος της» και άρα δεν χρειάζεται να δώσει μάχες επιρροής στο πεδίο. Ωστόσο, στις διεθνείς σχέσεις το Δίκαιο χωρίς ισχύ και συμμαχίες δεν αρκεί. Το αποτέλεσμα είναι πως ενώ η Τουρκία παίζει σε όλα τα ταμπλό, η Ελλάδα αποφεύγει τις πρωτοβουλίες, περιοριζόμενη σε διαβήματα και εκ των υστέρων διαμαρτυρίες.
Η απουσία από την τριμερή Κωνσταντινούπολης δεν ήταν απλώς μια διπλωματική λεπτομέρεια· ήταν η ορατή έκφραση του περιθωρίου στο οποίο έχει τεθεί η χώρα. Και το χειρότερο; Η Ουάσινγκτον δεν φάνηκε να ανησυχεί, ενώ το Λονδίνο εικάζεται ότι βρίσκεται στο παρασκήνιο. Η δραστήρια πρέσβης της Βρετανίας στην Άγκυρα διετέλεσε προηγουμένως πρέσβης στη Ρώμη, και κατά ορισμένες πηγές είναι αυτή που διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις της συνάντησης.
Η Ελλάδα με τις λανθασμένες κινήσεις του πρωθυπουργού δεν έχει αυτή τη στιγμή ούτε καν πρέσβη των ΗΠΑ στην πρωτεύουσα, ενώ η επαφή με τον Αμερικανό πρόεδρο είναι ανύπαρκτη. Η βρετανική δραστηριοποίηση στην περιοχή μόνο ανησυχίες πρέπει να προκαλεί.
Οι ΗΠΑ χαιρετίζουν σιωπηρά κάθε συνεργασία που σταθεροποιεί τη Λιβύη και συγκρατεί τη ρωσική επιρροή, ακόμη κι αν αυτή έρχεται από την Τουρκία. Η Βρετανία, ιστορικά επιφυλακτική προς την Ελλάδα, περιορίζεται δημοσίως στο ρόλο του διακριτικού παρατηρητή. Στο παρασκήνιο κινείται σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
Η πρόσφατη ανακοίνωση της Τουρκίας για θαλάσσια πάρκα σε αμφισβητούμενες περιοχές του Αιγαίου προσθέτει ένα ακόμη κεφάλαιο στην προκλητική της τακτική.
Η Άγκυρα επιχειρεί να νομιμοποιήσει de facto τις αξιώσεις της τη στιγμή που η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη στη νομικίστικη θεώρηση του ΘΧΣ (Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός) και της υφαλοκρηπίδας.
Η ελληνική κυβέρνηση φοβούμενη την τουρκική αντίδραση δεν προχώρησε στη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων εκτός των 6 ν.μ., παρότι υπάρχει η σχετική δυνατότητα στις περιοχές με οριοθετημένη ΑΟΖ, όπως με την Αίγυπτο. Αντί να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα ενίσχυσης της κυριαρχίας της, επιλέγει να αυτοπεριορίζεται – και αυτό το εκλαμβάνουν όλοι, σύμμαχοι και αντίπαλοι, ως αδυναμία.
Το κερασάκι ήρθε από την Αίγυπτο. Η πραγματικότητα είναι ότι το Κάιρο δεν αμφισβητεί ευθέως την ελληνική ΑΟΖ στις περιοχές που δεν έχουν από κοινού οριοθετηθεί. Αλλά τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Ο ΘΧΣ είναι ένα εργαλείο πολιτικής και ο ελληνικός χάρτης προσδιόρισε τα απώτατα δυνητικά όριά του. Η ΑΟΖ είναι ζήτημα διεθνούς δικαίου και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ο πρώτος εξαρτάται και προσαρμόζεται στη δεύτερη.
Ωστόσο, σε διπλωματικό επίπεδο ένας χάρτης ΘΧΣ μπορεί να ερμηνευτεί από τρίτους ως τετελεσμένο οριοθέτησης – γι’ αυτό και έχει στρατηγική σημασία πότε, πώς και τι περιλαμβάνει. Γι’ αυτό αντέδρασε και η Αίγυπτος.
Την ίδια ώρα, η Τουρκία, ενώ καταγράφει επιτυχίες στη Λιβύη και στις διμερείς συνεργασίες, βλέπει το Κουρδικό να επιστρέφει με όρους αστάθειας. Η εσωτερική συμφιλίωση με το PKK υπονομεύεται από την επιμονή της Άγκυρας για μαξιμαλιστικό έλεγχο στις κουρδικές περιοχές της Συρίας. Οι Κούρδοι της Ροζάβα δεν προτίθενται να αποδεχθούν ενσωμάτωση στο νέο καθεστώς της Δαμασκού υπό τουρκικούς όρους.
Αντί για σταθεροποίηση, η Άγκυρα βλέπει να αναζωπυρώνεται ο εφιάλτης μιας κουρδικής «ζώνης ασφαλείας» στα σύνορά της, την οποία δεν μπορεί να ελέγξει. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ στέλνουν αντικρουόμενα μηνύματα για την παρουσία τους, ενώ το Ισραήλ επεμβαίνει σε περιοχές της Συρίας. Αυτές οι παρεμβάσεις μπλοκάρουν κάθε πιθανότητα κουρδικής επανένταξης στο συριακό πλαίσιο, δυσκολεύοντας την τουρκική στρατηγική.
Η κατάσταση στην Τουρκία φαίνεται σταθερή αλλά υποκρύπτει βαθιά πολιτική και κοινωνική κρίση. Πληθωρισμός, υποτίμηση του νομίσματος και κοινωνική φτωχοποίηση διαβρώνουν τη μεσαία τάξη. Η σχέση Ερντογάν-Τραμπ δεν αρκεί: Η επιρροή της Τουρκίας στο Κογκρέσο καταρρέει και η χώρα γίνεται διπλωματικά «τοξική».
Εν μέσω όλων αυτών, το Ισραήλ συνεχίζει την πολιτική πλήρους στρατιωτικού ελέγχου της Λωρίδας της Γάζας, παρά τις διεθνείς κατακραυγές. Η αμερικανική στήριξη, όσο κι αν διατηρείται, δεν μπορεί πλέον να αποτρέψει τη φθορά της ισραηλινής εικόνας στη διεθνή κοινότητα.
Ακόμα και ρεαλιστές αναλυτές στις ΗΠΑ αμφισβητούν ανοιχτά τη σκοπιμότητα της αμερικανοϊσραηλινής συμμαχίας. Η υπερβολική επιθετικότητα απομονώνει το Τελ Αβίβ και δημιουργεί ένα κενό το οποίο γεμίζουν νέες περιφερειακές πρωτοβουλίες – και σε αυτές η Ελλάδα απουσιάζει.
Η απομόνωση της Ελλάδας από τις νέες περιφερειακές ισορροπίες δεν είναι μόνο διπλωματικό φαινόμενο. Είναι συνέπεια μιας εξωτερικής πολιτικής που δεν διαθέτει στρατηγικό όραμα, ούτε ικανότητα πρόβλεψης.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε μια λογική προβλέψιμου συμμάχου και στείρας νομικής εμμονής, χωρίς να διαβάζει τις τάσεις της εποχής: επαναδιατάξεις συμμαχιών, ρεαλιστική προσέγγιση συμφερόντων και επενδύσεις ισχύος.
Αν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει παράγοντας στην Ανατολική Μεσόγειο, πρέπει να εγκαταλείψει το ρόλο του ηθικά δικαιωμένου αλλά πρακτικά ανενεργού παρατηρητή. Οφείλει να επαναξιολογήσει τις συμμαχίες της, να κινηθεί επιθετικά σε επίπεδο πρωτοβουλιών και να ενισχύσει την παρουσία της εκεί όπου διακυβεύονται τα συμφέροντά της – όχι μόνο σε επίπεδο διπλωματικό, αλλά και αμυντικό, ενεργειακό και τεχνολογικό.
Η Μεσόγειος αλλάζει. Οι παίκτες ανασχηματίζονται. Όσοι μείνουν στάσιμοι θα εξαφανιστούν από το χάρτη.
https://www.anixneuseis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου