Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Η Νέα Αμερικανική Οικονομική Πολιτική: Aυτάρκεια ή Ηγεμονία



Γράφει ο Γεράσιμος Σεριάτος

H οικονομική πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης του προέδρου Τραμπ βασίζεται στη θεωρία του μερκαντιλισμού, (εμποροκρατικό σύστημα), όπως ονομάστηκε κυρίως απο τους επικριτές του. Το σύστημα του μερκαντιλισμού, κυριαρχούσε μέχρι περίπου τις αρχές του 19ου αι., και βασιζόταν στον ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο. Στην παρούσα ανάλυση θα εστιάσουμε στους δασμούς ως πρακτική στο διεθνές εμπόριο, στις επιπτώσεις τους ως προς αυτό, και στην συμβατότητα-εφαρμοσιμότητα τέτοιων πρακτικών στη σημερινή μορφή των διεθνών εμπορικών σχέσεων.

Ο Alexander Hamilton ήταν από τους πρώτους στην ιστορία των ΗΠΑ ο οποίος έβλεπε τους δασμούς ως αναγκαίο μέτρο για την προστασία της οικονομίας του νέου κράτους. Οι Κλασσικοί οικονομολόγοι όπως ο Adam Smith δήλωναν σκεπτικισμό σχετικά με τους δασμούς ενώ ο Ricardo ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου ως καταλύτη για την επίτευξη του συγκριτικού πλεονεκτηματος κάθε χώρας. Στον αντίποδα, ο Μαρξ προτιμούσε τους δασμούς ως λιγότερο κακό απο την κατάργησή τους η οποία θα έφερνε αρχικά πτώση των τιμών μαζί και του εργατικού κόστους (μισθοί) και μετά τη δημιουργία μονοπωλιακών αγορών. Νεοκλασσικοί όπως ο Keynes είχαν θετική γνώμη για την επιβολή δασμών θεωρώντας ότι τα ελλειματικά εμπορικά ισοζύγια πρέπει να περιορίζονται χωρίς όμως να προκαλούν εμπορικό στραγγαλισμό και διατάραξη των εμπορικών συναλλαγών. Ένας μηχανισμός αποφύγης τέτοιων ελλειμάτων (με χρήση του bancor) προτείθει ανεπιτυχώς από τον Keynes στο Bretton Woods. Σήμερα αρκετοί νεοκεϋνιαστές όπως ο Stiglitz και ο Κrugman δεν βλέπουν με συμπάθεια την πολιτική δασμών παρότι πιστευουν στο ρόλο του κράτους στην οικονομία.

Οσον αφορά τους διεθνείς θεσμούς, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) -μετεξέλιξη της GATT– προωθεί το ελεύθερο εμπόριο και κατά αρχήν εναντιώνεται στους δασμούς (Γύροι της Ουρουγουάης και Doha). Όμως, οι δασμοί δεν απαγορεύονται και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο ΠΟΕ επιτρέπει σε μία χώρα η οποία έχει πέσει θύμα αθέμιτου ανταγωνισμού απο μια άλλη να αντιδράσει επιβάλοντας δασμούς. Το Μεξικό δε, είχε προτείνει τα δικαιώματα δασμών να μεταβιβάζονται (πωλούνται) σε άλλες χώρες με το κατάλληλο πολιτικό εκτόπισμα ωστε να αυξηθεί η πιθανότητα επιβολής τους. Με βάση την παραπάνω διάταξη οι ΗΠΑ, επί κυβερνήσεως Ομπάμα, επέβαλαν δασμούς σε κινέζικα προϊόντα αφού προηγουμένως κατήγγειλαν την Κίνα στον ΠΟΕ για αθέμιτο ανταγωνισμό που εν τέλει απεφάσισε υπέρ των αμερικανικών θέσεων.

Το θέμα όμως δεν είναι οι δασμοί καθ’ εαυτό αλλά τι γίνεται στη περίπτωση που μπουν δασμοί στις εισαγωγές απο ένα κράτος το οποίο χρωστάει στο κράτος που βάζει τους δασμούς. Πριν πάμε όμως σε αυτό το θέμα θα ήταν ωφέλιμο να κοιτάξουμε την διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής του Τραμπ. Ενας καλός τρόπος για αυτό είναι μια διευρεύνηση σχετικά με τους συμβούλους οικονομικής πολιτικής ή αλλους ειδικούς που έχουν επηρεάσει τον περιβάλλον ή και τον ίδιο τον πρόεδρο. Στην παρούσα ανάλυση θα περιοριστούμε σε δύο πρόσωπα των οποίων οι απόψεις έχουν σχέση με τις εξαγγελίες του Τραμπ όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ.

Ενας οικονομολόγος απολογητής του προστατευτισμού ειναι ο Michael Pettis, καθηγητής χρηματοικονομικής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου. O Pettis έχει προτείνει την επιβολή δασμών στις κινέζικες εξαγωγές ενώ συνηγορεί υπέρ της διεύρυνσης της κινεζικής εσωτερικής αγοράς ώστε να απορροφά περισσότερα εγχώρια προϊόντα. Η τεράστια πρόοδος που έχει σημειώσει η Κίνα στο τομέα των ηλεκτροκίνητων οχημάτων οφείλεται, κατά τον Pettis, στη ύπαρξη δασμών εναντίων των εισαγωμένων. Βέβαια το ζήτημα είναι εάν είναι μόνο οι δασμοί υπεύθυνοι ή οι επιδοτήσεις οι οποίες κάνουν το προϊον φθηνότερο στο εξωτερικό. Όπως και να έχει, η θεωρία του Pettis ειναι απλή και σε αυτό οφείλεται η δημοφιλία της. Ο ίδιος λέει ότι οι δασμοί θα έχουν επιτυχία εάν όντως αυξηθεί η παραγωγή στις ΗΠΑ -μεταφορά κεφαλαίου απο τους καταναλωτές στους παραγωγούς.

Ο Stephen Miran ειναι ένα άλλο πρόσωπο του οποίου οι απόψεις έχουν σχέση με την διαμόρφωση της νέας αμερικανικής οικονομικής πολιτικής. Μέλος του Ινστιτούτου Μανχάταν, μιας συντηριτικής δεξαμενής σκέψης, επελέγη απο τον Τραμπ να ηγηθεί του Συμβουλίου των Οικονομικών. Ο Miran έχει αρθρογραφήσει (μαζί με τον Ρουμπίνι) κατά της πολιτικής της FED και των τακτικισμών της μέσω της χειραγώγησης των επιτοκίων των ομολόγων ΑΤΙ (Activist Treasury Issuance). Η χειραγώγηση των ΑΤΙ, κατά τον Miran, λειτούργησε στον αντίποδα των αυξήσεων των επιτοκίων. Ως αποτέλεσμα ο πληθωρισμός δεν δαμάσθει ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, στο Υπουργείο Οικονομικών του οποίου ο Miran ήταν σύμβουλος. Ο Miran πιστεύει ότι η ανεξαρτησία της FED ως υπέυθυνη αρχή για την νομισματική πολιτική πρέπει να μειωθεί και να τεθεί υπό την κυβερνητική πολιτική. Δηλαδη ο πρόεδρος της χώρας να παρεμβαίνει στην Τράπεζα και οι κυβερνήτες των πολιτειών να εκλέγουν τους περιφερειακούς διοικητές.

Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι οτι οι θέσεις του Τραμπ δεν είναι βοή βοώντος εν τη ερήμω ενός εκκεντρικού επιχειρηματία. Το αντίθετο, υπάρχουν πολλοί θεωρητικοί και ειδικοί οι οποίοι δραστηριοποιούνται στα πανεπιστήμια και σε διάφορα ερευνητικά κέντρα οι οποίοι έχουν υποστηρίξει παρόμοιες θέσεις. Τώρα τους δίνεται η ευκαίρια να συμμετάσχουν ενεργά στη διαμόρφωση και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής των ρεπουμπλικάνων.

Ας επιστρέψουμε τώρα στους δασμούς. Δεν θα κανουμε ιστορική αναδρομή εδώ αλλά θα προσεγγίσουμε το θέμα περιπτωσιολογικά και συγκεκριμένα πηγαίνοντας πισω στο 1930 και στο νόμο SmootHawley Tariff Act . Μέτά το τέλος του Α’ ΠΠ συντελέσθει μια μεγάλη αλλάγη στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στις ΗΠΑ. Η αγρότες άφηναν το άρωτρο και τα τετράποδα για τους γεωργικούς ελκυστήρες. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Στα εργοστάσια η είσοδος των ηλεκτρομηχανών έφερε και εκεί διόγκωση της παραγωγής. Τα παραγόμενα προϊόντα όμως είχαν να ανταγωνιστούν τα εισαγώμενα με αποτέλεσμα ο γερουσιαστής Smoot και ο βουλευτής Hawley να προτείνουν σχέδιο νόμου για την επιβολή δασμών. Το νομοσχέδιο πέρασε απο τη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1929 (πριν τη Μεγάλη Υφεση) και απο τη Γερουσία την επόμενη χρονιά. Οι αντιδράσεις των ειδικών αλλά και των επιχειρηματιών, όπως ο Φορντ, ήταν έντονες ζητώντας απο το πρόεδρο Hoover να μην υπογράψει το νόμο. Εν τέλει ο πρόεδρος Hoover, αν και ο ίδιος ήταν εναντίον, τον υπεγραψε.

Η αντίδραση απο άλλες χώρες, με πρώτο το Καναδά και το Μεξικό, ήταν να προβούν σε ανταποδοτικές ενέργειες. Το αποτέλεσμα μεσοπρόθεσμα ήταν πτώση κατά περίπου 60% του εμπορίου (εισαγωγές και εξαγωγές). Επίσης η ανεργια απο 8% το 1930 τριπλασιασθει σε τρία χρόνια. Βέβαια η Μεγάλη Υφεση του 1929 δεν πρέπει να χρεώνεται στο παραπάνω νόμο αλλά η εφαρμογή του δεν διευκόλυνε τα πράγματα. Δηλαδή ηταν ο συνδυασμός δασμών και χρεών τα οποία χρέη στο τέλος έγιναν δυσβάστακτα για διάφορες χώρες οι οποίες χρώστούσαν στις ΗΠΑ αλλά λόγω των δασμών δεν μπορουσαν να πουλήσουν σε αυτές ώστε να αποκτήσουν το συναλλαγμα για να πληρώσουν τις δόσεις τους. Ετσι η κρίση απο τις ΗΠΑ μεταδόθει στην Ευρώπη. Με την εκλογή του Ρουσβελτ το 1932 οι δασμοί απεσύρθησαν ενω οι δύο ομώνυμοι πολιτικοί δεν επανεκλέγησαν.

Ας κοιτάξουμε λίγο τις σχέσεις ΗΠΑ με Μεξικό και Καναδά. Εάν πάρουμε ως παράδειγμα την αυτοκινητοβιομηχανία θα δούμε ότι η παραγωγή οχημάτων γίνεται και στις τρεις χώρες από αμερικανικές εταιρείες αλλά και απο ξένες. Ο Καναδάς έχει σημασία εδώ λόγω της Συμφωνίας για την Αυτοκινητοβιομηχανία του 1965 (APTA). Mέχρι τότε οι δασμοί από τον Καναδά έκαναν μη ελκυστικό το εμπόριο αυτοκινήτων μεταξύ των δύο χωρών. Τα καναδικά αυτοκίνητα, ελλείψει ανταγωνισμού, ήταν ακριβά λόγω της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας των καναδικών εργοστασίων τα οποία όμως εισήγαγαν από τις ΗΠΑ τα εξαρτήματα. Από την άλλη μεριά, εάν ο Καναδάς καταργούσε τους δασμούς η μικρή καναδικη αυτοκινητοβιομηχανία θα συνθλιβόταν από τις αμερικανικές εισαγωγές. Η συμφωνία APTA φρόντισε οι αμερικανικές κατασκευάστριες εταιρείες να επενδύσουν σε εργοστάσια εντός του Καναδά ενσωματώνοντας την παραγωγή οχημάτων σε μία ενιαία βορειοαμερικανική με αμερικανικές προδιαγραφές και εξορθολογισμό της παραγωγής.

Η Συμφωνία (ΑPTA) αποτιμάται ως αμοιβαίως συμφέρουσα διότι η παραγωγή οχημάτων στον Καναδά και η εξωγωγή τους στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατακόρυφα (δημιουργόντας πλεόνασμα) ενώ οι ΗΠΑ αύξησαν σημαντικά τις εξαγωγές εξαρτημάτων στον Καναδά. Πιο συγκεκριμένα, στο Καναδά σήμερα κατασκευάζονται περιπου 1.5 εκ. οχήματα όπου το 85% εξάγεται κυρίως στις ΗΠΑ (από 1% το 1964). Το παράδοξο είναι ότι η αμοιβαία επωφελής APTA δεν βασιζόνταν στους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου αλλά σε διακρατικές ενέργειες και ως εκ τούτου ακυρώθηκε το 2001 αφού κριθηκε παράνομη απο τον ΠΟΕ μετά απο καταγγελίες ευρωπαϊκών και ιαπωνικών αυτοκινητοβιομηχανιών.

Στο Μεξικό, στο οποίο συνολικά κατασκευάζονται 3.5 εκ οχήματα, οι εταιρείες εξάγουν το 75% των αυτοκινήτων στις ΗΠΑ Επίσης η χώρα εξάγει το 40% των εξαρτημάτων στις αυτοκινητοβιομηχανίες εντός ΗΠΑ. Το 2020 μπήκε σε ισχύ η νέα συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού ( USMCA) η οποία απαιτεί το 75% των εξαρτημάτων των οχημάτων να προέρχεται απο αυτές τις χώρες. Άρα το τι είναι «εγχώριο» είναι σχετικό και αυτό φαίνεται από τον διαφορετικό ορισμό ανάλογα με τη κρατική υπηρεσία (αλλο ορισμό από το Υπουργείο Οικονομικών άλλο από την Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος). Με άλλα λόγια, αυτό που θελουμε να δείξουμε εδώ είναι ότι το τοπικό με το διεθνές δεν είναι πλέον ξεκάθαρα ορισμένο. Για αυτό το λόγο ο παλαιός διαχωρισμός μεταξύ Εθνικού και Εγχώριου Προϊόντος (ΑεθνΠ και ΑΕΠ) δεν χρησιμοποιέιται ευρέως πλέον διότι το «εθνικό» ειναι σχετικό ενώ το γεωγραφικό πιο εύκολα προσδιορίσιμο.

Η οικονομία του Μεξικού λοιπόν, είναι συνδεδεμένη με αυτήν των ΗΠΑ αλλά ταυτοχρόνως και με τις οικονομίες της Λατινικής Αμερικής. Μεταβολή μια δημοσιονομικής ή νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ μπορεί να προκαλέσει κρίση στο Μεξικό η οποία μπορεί μπορεί να διαχυθεί σε άλλες χώρες. Στην πρόσφατη ιστορία έχουμε τις κρίσεις του 1982 και του 1994. Στην πρώτη το Μεξικό, λόγω των υψηλών επιτοκίων στις ΗΠΑ, στέρεψε από συνάλλαγμα και προέβη σε στάση πληρωμών. Η απώλεια πιστοληπτικής φερεγγυότητας εξαπλώθει και σε αλλες λατινοαμερικάνικες χώρες. Αυτό ανάγκασε τις μεξικανικές κυβερνήσεις να προβούν σε ιδιωτικοποιήσεις και μείωση των δασμών με τη συνεργασία της αμερικανικής FED. Παρατάυτα η κρίση οδηγησε σε μια χαμένη δεκαετία για το Μεξικό. Στη δέυτερη περίπτωση, «κριση της τεκίλας», οι επενδυτές είχαν αγοράσει μεξικανικά ομόλογα πληρωτέα σε πέσος αλλα και σε δολλάρια (τεσομπονος) αλλά η πολιτική κρίση που ξέσπασε με τους Zαπατίστας και τη δολοφονία του υποψήφιου προέδρου Kολόσιο επηρέασε αρνητικά –με τη συμβολή και κερδοσκόπων- το επενδυτικό κλίμα. Την ίδια στιγμή η άνοδος των επιτοκίων από την FED επηρέασε ακόμα περισσότερο τη φυγή κεφαλαίων από τη χώρα προς τις ΗΠΑ με τα συναλλαγματικά αποθέματα να μειόνονται απο $29 δις στις αρχές του 1994 στα μόλις $6 δις στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Ο εξωτερικός δανεισμός ήταν μονόδρομος για μία ακόμη φορά μαζί με μέτρα λιτότητας.

Στις παραπάνω περιπτώσεις το Μεξικό δεν βρισκόταν σε εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ αλλά είχε τη συνεργασία αυτών. Εαν όντως εφαρμοσθούν δασμοί εκατέρωθεν τότε μια λύση για το Μεξικό θα ήταν η υποτίμηση του πέσο ώστε το κόστος των εξαγωγών να αντισταθμισθεί. Σε παρατεταμένη κρίση όμως το Μεξικό θα έχει να αντιμετώπίσει τις ακριβότερες εισαγώγες. Ο Τραμπ προσπαθεί να κρατήσει τα επιτόκια μειωμένα – εξ ού και η επιλογή του «αντιFEDεραλιστή Miran ως συμβούλου – και θέλει να δώσει κίνητρα ώστε οι επενδυτές της πραγματικής και μη οικονομίας να βάλουν τα λεφτά εντός της χώρας ανεξαρτήτως διαφοράς επιτοκίων με το Μεξικό. Οπότε σε τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον το Μεξικό ίσως μεσοπρόθεσμα εξετάσει τη στάση πληρωμών ή λιγότερο πιθανό μια συνεργασία με το Καναδά και τη Κίνα για παράλληλες ενέργειες κάτι που όμως θα επισύρει την μήνι των ΗΠΑ.

MINT HILL, NORTH CAROLINA – SEPTEMBER 25: Republican presidential nominee, former U.S. President Donald Trump speaks to attendees during a campaign rally at the Mosack Group warehouse on September 25, 2024 in Mint Hill, North Carolina. Trump continues to campaign in battleground swing states ahead of the November 5 presidential election. (Photo by Brandon Bell/Getty Images)

Τα μυστικά του διεθνού εμπορίου παραμένουν εν πολλοίς άγνωστα στους ειδικούς. Δεν υπάρχουν μόνο δύο μόνο χώρες στον κόσμο που συναλλάσονται αλλά ενα σύνολο/σύστημα χωρών το οποίο έχει αλληλεπιδράσεις και χαρακτηριστικά που δεν μπορούν εύκολα να μοντελοποιηθούν. Επιπλέον, η γραμμή που διαχωρίζει το εγχώριο με το εξωχώριο έχει γίνει δυσδιάκριτη. Ως εκ τούτων, η παραπάνω ανάλυση δεν προβλέπει το ένα ή το αλλο σενάριο αλλά σκοπό έχει να δείξει την σύνθετη φύση των πραγμάτων. Δεν αποκλείεται η εμποροκρατική προσέγγιση να θέσει το σύστημα σε μια νέα ισορροπία όπου οι ΗΠΑ θα έχουν βελτιωμένα μακροοικονομικά μεγέθη όπως επιθυμεί ο Τραμπ. Ο ίδιος γνωρίζει ότι για να έχει πιθανότητες κάτι τέτοιο πρέπει να μειωθεί το κόστος ενέργειας και της τριβής κεφαλαίου και αύξηση των καταθέσεων. Η υποταγή της FED και ο έλεγχο του Κογκρέσου είναι αναγκαίες συνθήκες για την εφαρμογή της νέας πολιτικής. Τα μέτρα όμως απαιτούν χρόνο (φαινόμενο της υστέρησης) και μέχρι τις επόμενες εκλογές υπάρχει ένα μάλλον μικρό χρονικό περιθώριο δύο ετών. Επίσης ο Καναδάς και το Μεξικό είναι αλλη τάξη μεγέθους απο τη Κίνα το ειδικό βάρος της οποίας την κάνει οικονομικοπολιτικό δρώντα ξεχωριστής κατηγορίας.

Εν κατακλείδι, οι ΗΠΑ φρόντιζαν, ως ηγεμόνας της Δύσης, να διατηρούν τις κατάλληλες εξαρτήσεις με τους συμμάχους τους που συχνά απαιτούσαν ζημίες στο αμιγώς οικονομικό πεδίο. Μια στροφή των ΗΠΑ προς την αυτάρκεια ίσως δώσει μηνύματα απομονωτισμού σε σύμμαχες χώρες ενώ η επιβολή δασμών σε αυτές ενέχει τη μικρή μεν αλλά υπαρκτή πιθανότητα συνάσπισης μεταξύ τους. Η στροφή δηλαδή προς την αυτάρκεια και τα εμπορικά πλεονάσματα ίσως να είναι ασυμβίβαστη με τη ηγεμονία.

https://geopolitico.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου