Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Η αρχαία Λυκόσουρα και το Ιερό της Δέσποινας

 



Θεωρείται η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο (10.000 - 8.000 π.Χ.) Κατά την αρχαιότητα ήταν ιερή πόλη των Αρκάδων . Ήταν μια πόλη γεμάτη φως. Άλλωστε βρίσκεται στο όρος Λύκαιο, που σημαίνει φωτεινό, και δεσπόζει στον Πελοποννησιακό χώρο προσφέροντας μοναδική θέα.


Ο Παυσανίας τη χαρακτηρίζει ως την αρχαιότερη απ΄ όλες τις πόλεις που υπήρξαν ποτέ πάνω σε ηπειρωτική ή νησιωτική γη, ως την πρώτη πόλη που είδε το φως του ήλιου, ως την πόλη υπόδειγμα για τη δημιουργία άλλων πόλεων: "πόλεων δε, οπόσας επί τη ηπείρω έδειξε γη και εν νήσοις, Λυκόσουρα εστί πρεσβυτάτη, και ταύτην είδεν ο ήλιος πρώτην. Από ταύτης δε οι λοιποί ποιείσθαι πόλεις μεμαθήκασιν άνθρωποι".Δηλαδή, "Από όλες τις πόλεις που εμφάνισε η γη στην ήπειρο και στα νησιά, η Λυκόσουρα είναι η αρχαιότερη, και αυτή είδε πρώτη ο ήλιος, από αυτή δε εδώ έχουν μάθει οι άλλοι άνθρωποι να φτιάχνουν πόλεις." (Παυσανίας VIII,38,1).

Ιδρυτής της ήταν ο Λυκάων, γιος του Πελασγού και της νύμφης Κυλλήνης. Αυτός την κατέστησε έδρα των βασιλέων της Αρκαδίας. Όταν το 396 π.Χ. ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη, οι Λυκοσουρείς αρνήθηκαν να μετοικήσουν εκεί και κατέφυγαν στο Ιερό της Δέσποινας, που βρισκόταν στη Λυκόσουρα και αποτελούσε κέντρο λατρείας των Αρκάδων. Έτσι, οι υπόλοιποι Αρκάδες, σεβόμενοι το Ιερό της Δέσποινας, τους άφησαν να παραμείνουν στην πόλη τους. Η αρχαία Λυκόσουρα περιβαλλόταν από οχυρωτικό περίβολο, χτισμένο ισοδομικά ή πολυγωνικά, χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια ενώ οι πολύ απόκρημνες πλαγιές της ήταν ανοχύρωτες. Ο λόφος με τα λείψανα αυτού του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαίας Λυκόσουρας ήταν γνωστός ως "Παλιόκαστρο της Στάλας" 

Ιερό της Δέσποινας

Οι ανασκαφές του 19ου αι. έφεραν στο φως το φημισμένο Ιερό της Δέσποινας (ανατολικά της Ακρόπολης) ερείπια των βωμών της Δέσποινας και της Δήμητρας, οικοδομικό συγκρότημα στα δυτικά του κυρίως ιερού, κρηνικό οικοδόμημα. Πρωτότυπα γλυπτών, που βρέθηκαν στο χώρο αυτό, φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. 

 Είναι το πρώτο και σεβαστότερο ιερό των Μεγαλοπολιτών. Στην ανατολική πλευρά ήταν η είσοδος του Ναού. Δεξιά του Ναού βρισκόταν η μακρά στοά και μπροστά σ' αυτή βρισκόταν ο Βωμός της Μεγάλης Μητέρας, ο Βωμός της Δέσποινας και ο Βωμός της Δήμητρας. Το κρηπίδωμα του Ναού είχε μήκος 21,35 μ. και ο σηκός είχε πλάτος 11,15 μ. Στη νότια πλευρά και στην υπερκείμενη πλαγιά είχαν χτιστεί 10 βαθμίδες με ογκόλιθους που χρησίμευαν ως εδώλια απ' όπου παρακολουθούσαν τις μυστικές ιεροπραξίες. Στον πρόναο υπήρχε πρόσταση έξι δωρικών κιόνων με 20 ραβδώσεις και κάτω διάμετρο 81 εκ. Το δάπεδό του ήταν πλακόστρωτο και το δάπεδο του σηκού ήταν ψηφιδωτό. Ο αρχαιότερος ναός της Δέσποινας,  που ήταν μικρότερος, χτίστηκε τον 4ο αι. π.Χ. Το 180 π.Χ. ή το 176 π.Χ. ανοικοδομήθηκε. Απ' αυτήν την ανοικοδόμησή του προκύπτουν και τα στοιχεία που υπάρχουν για την αναπαράστασή του. 

Τα αγάλματα της Δήμητρας, της Δέσποινας, της Αρτέμιδος, του Άνυτου
Στο Ιερό της Δέσποινας στήθηκαν τα κολοσσιαία αγάλματα της Δήμητρας, της Δέσποινας, της Αρτέμιδος και του Άνυτου, τα οποία είχε φιλοτεχνήσει ο Μεσσήνιος γλύπτης Δαμοφών, το πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα. Τα αγάλματα αυτά, ο θρόνος που κάθονταν, το στήριγμα κάτω από τα πόδια τους ήταν φτιαγμένα από μάρμαρο Δολιανών και φιλοτεχνήθηκαν όλα πάνω σε ένα κομμάτι μαρμάρου, το οποίο σύμφωνα με τον Παυσανία (VIII ,37, 2-4) έσκαψαν και το βρήκαν κοντά στο Ιερό, οδηγημένοι από όνειρο. 


Σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία και τα αρχαιολογικά ευρήματα, το συνολικό πλάτος του βάθρου πάνω στο οποίο βρίσκονταν τα αγάλματα ήταν 8,40 μέτρα και το ύψος των όρθιων μορφών υπολογίζεται από τον G. Dickins σε 3,78 μ. ενώ το συνολικό ύψος του βάθρου και των αγαλμάτων μαζί ήταν περίπου 6,00 μ. Η Δήμητρα αναπαρίσταται κρατώντας δάδα στο δεξί της χέρι ενώ με το αριστερό της χέρι ακουμπά τη Δέσποινα. Η Δέσποινα κρατά σκήπτρο στο αριστερό της χέρι και με το δεξί  της χέρι κρατά τη λεγόμενη "κίστη" την οποία και ακουμπά στα γόνατά της. Η κίστη ήταν κουτί κυλινδρικού συνήθως σχήματος με κάλυμμα από πάνω. Την έφτιαχναν από ευλύγιστα κλαδιά τα οποία έπλεκαν σε σχήμα κουτιού. Στα ελευσινιακά μνημεία την έφεραν γυναίκες στο κεφάλι τους. Μέσα στην κίστη υπήρχαν ιερά αντικείμενα χρησιμοποιούμενα στις μυστικές τελετές.

Η Δέσποινα και η Δήμητρα κάθονταν στο θρόνο και εκατέρωθεν του θρόνου κοντά στη Δήμητρα βρίσκεται όρθια η Άρτεμη, ντυμένη με δέρμα ελαφιού η οποία προτείνει το δεξί της πόδι, κρατώντας δάδα στο δεξί της χέρι και δύο δράκοντες στο αριστερό. Στον ώμο της φέρει τη φαρέτρα και στα πόδια της κάθεται μια κυνηγετική σκύλα. Αριστερά και δίπλα στο άγαλμα της Δέσποινας  στέκεται όρθιος ο Τιτάνας Άνυτος που είναι οπλισμένος. Έχει κατεβασμένο το δεξί του χέρι κοντά στο μηρό, κρατώντας ίσως το κράνος του, ενώ με το αριστερό κρατά το δόρυ με το οποίο και ακουμπά στο έδαφος. 

Η σύνθεση είναι γνωστή από την απεικόνισή του σε νόμισμα της Μεγαλόπολης που χρονολογείται στην αυτοκρατορική εποχή και από την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος επισκέφθηκε το ιερό τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.: "Θεῶν δὲ αὐτὰ τὰ ἀγάλματα, Δέσποινα καὶ ἡ Δημήτηρ τε καὶ ὁ θρόνος ἐν ᾧ καθέζονται, καὶ τὸ ὑπόθημα τὸ ὑπὸ τοῖς ποσίν ἐστιν ἑνὸς ὁμοίως λίθου: καὶ οὔτε τῶν ἐπὶ τῇ ἐσθῆτι οὔτε ὁπόσα εἴργασται περὶ τὸν θρόνον οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου προσεχὲς σιδήρῳ καὶ κόλλῃ, ἀλλὰ τὰ πάντα ἐστὶν εἷς λίθος. οὗτος οὐκ ἐσεκομίσθη σφίσιν ὁ λίθος, ἀλλὰ κατὰ ὄψιν ὀνείρατος λέγουσιν αὐτὸν ἐξευρεῖν ἐντὸς τοῦ περιβόλου τὴν γῆν ὀρύξαντες. τῶν δὲ ἀγαλμάτων ἐστὶν ἑκατέρου μέγεθος κατὰ τὸ Ἀθήνῃσιν ἄγαλμα μάλιστα τῆς Μητρός:  Δαμοφῶντος δὲ καὶ ταῦτα ἔργα. ἡ μὲν οὖν Δημήτηρ δᾷδα ἐν δεξιᾷ φέρει, τὴν δὲ ἑτέραν χεῖρα ἐπιβέβληκεν ἐπὶ τὴν Δέσποιναν: ἡ δὲ Δέσποινα σκῆπτρόν τε καὶ <τὴν> καλουμένην κίστην ἐπὶ τοῖς γόνασιν ἔχει, τῆς δὲ ἔχεται τῇ δεξιᾷ τῆς κίστης. τοῦ θρόνου δὲ ἑκατέρωθεν Ἄρτεμις μὲν παρὰ τὴν Δήμητρα ἕστηκεν ἀμπεχομένη δέρμα ἐλάφου καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων φαρέτραν ἔχουσα, ἐν δὲ ταῖς χερσὶ τῇ μὲν λαμπάδα ἔχει, τῇ δὲ δράκοντας δύο. παρὰ δὲ τὴν Ἄρτεμιν κατάκειται κύων, οἷαι θηρεύειν εἰσὶν ἐπιτήδειοι.  πρὸς δὲ τῆς Δεσποίνης τῷ ἀγάλματι ἕστηκεν Ἄνυτος σχῆμα ὡπλισμένου παρεχόμενος: φασὶ δὲ οἱ περὶ τὸ ἱερὸν τραφῆναι τὴν Δέσποιναν ὑπὸ τοῦ Ἀνύτου, καὶ εἶναι τῶν Τιτάνων καλουμένων καὶ τὸν Ἄνυτον".

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φυλάσσονται οι κεφαλές της Δήμητρας (αρ. ευρ. 1734), της Άρτεμης (αρ. ευρ. 1735) του Άνυτου (αρ. ευρ. 1736), τμήμα του ιματίου της Δέσποινας (αρ. ευρ. 1737), και τα αγαλμάτια των Τριτωνίδων που κοσμούσαν το θρόνο των θεαινών (αρ. ευρ. 2171, 2172, 2174, 2175), ενώ θραύσματα των μορφών και του θρόνου βρίσκονται στο Μουσείο της Λυκόσουρας. Την κεφαλή της θεάς σκέπαζε καλύπτρα, τμήμα της οποίας σώζεται. Τα μαλλιά της είναι χτενισμένα προς τα πίσω. Στις οπές στο επάνω μέρος της κεφαλής στερεωνόταν μετάλλινο διάδημα. Μάρμαρο πελοποννησιακό.

Το Μέγαρο της Δέσποινας
Νότια και ανατολικά του Ιερού της Δέσποινας, προχωρώντας στη ράχη του όρους φαινόταν η πρόσοψη του "Μεγάρου της Δέσποινας" ερείπια του οποίου σώζονται στην περιοχή "Ράχη". Το πλάτος του Μεγάρου έφτανε τα 8,30 μέτρα. Δύο λίθινες σκάλες αριστερά και δεξιά του κυρίως Βωμού, πλάτους 1,16 μ. οδηγούσαν στο Βωμό που είχε στην πρόσοψή του 6 ορθοστάτες, ύψους 1,30 μέτρων, με τρίγλυφα και μετώπες. Η πρόσοψή του ήταν περίπου 6 μ. πλάτος. Πιο πέρα από το Μέγαρο υπήρχε άλσος αφιερωμένο στη Δέσποινα γύρω από το οποίο υπήρχε λίθινος τοίχος. Μέσα σ' αυτό υπήρχε μια ελιά και μια βαλανιδιά φυτρωμένες από κοινή ρίζα χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα επέμβασης κάποιου καλλιεργητή (Παυσ. VIII,37,10). Κοντά στο άλσος υπήρχε Βωμός του Ίππιου Ποσειδώνα, πατέρα της Δέσποινας και των άλλων θεών. 

Η κρήνη της Λυκόσουρας
Χτίστηκε το 180 π.Χ. Ανοικοδομήθηκε μια φορά στα Ρωμαϊκά χρόνια και μια στα προχωρημένα χριστιανικά. Βρισκόταν νοτιοανατολικά της Ακρόπολης της Λυκόσουρας. Είχε σχήμα τετραγώνου χτισμένο με μεγάλες ορθογώνιες πέτρες, με πρόσοψη  προς το νότο, πλάτους 9,40 μέτρα. Στο εσωτερικό του πίσω τοίχου υπήρχε σκάλα που χρησίμευε για την κάθοδο στο εσωτερικό της κρήνης και τον καθαρισμό αυτής. Στη βόρεια πλευρά της κρήνης υπήρχε ένας αγωγός που τη συνέδεε με υπερκείμενο βράχο. Από εκεί έπεφτε το νερό από ύψος 2,60 μ. στο ψηλότερο τμήμα του κρηνικού κτίσματος και μεταφερόταν σε ορθογώνια λεκάνη 8,87 μέτρα Χ 3,20 μέτρα όπου ηρεμούσε και γινόταν καθίζηση της σκόνης και των σωματιδίων χώματος που τυχόν περιείχε. Από εκεί, όταν έφτανε σε αυτή το ύψος των 87 εκατοστών, έπεφτε έξω μέσα από 4 κρουνούς που υπήρχαν στο νότιο τοίχο.

Έξω από την κρήνη υπήρχαν χτισμένοι πρόχειροι τοίχοι για να συγκρατούν τα χώματα καθώς εκεί το έδαφος ήταν κατηφορικό. Σήμερα σώζονται ερείπια της κατασκευής, τμήμα τοίχου από ορθογώνιους  ογκόλιθους, τμήμα δαπέδου της κρήνης, φτιαγμένο με μικρές, λείες πέτρες σαν ψηφιδωτό, με τεχνική που χρησιμοποιούσαν και για το χτίσιμο των λουτρών. 













ΠΗΓΗ: inarcadia.gr, theontopoi.blogspot.gr, namuseum.gr, Παυσανίας: Αρκαδικά

https://athanathellada.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου