Των Ι. Γιαννέλη, Γ. Σακκά.
Του Νίκου Τσούλια
“Το Αναγνωστικό των Αναγνωστικών”
Δεν είναι μόνο η δημοτική γλώσσα που του έδωσε τη ζωντάνια και την παιδαγωγική δυναμική. Είναι και το ίδιο το περιεχόμενο, η θεματολογία, η παιδαγωγική αντίληψη ακόμα και η εικονογράφηση που συγκλίνουν σε μια έκφραση αγάπης προς το παιδί και σε μια νοοτροπία καλλιέργειας της μάθησης.
Σε μια εποχή όπου το ελληνικό σχολείο βίωνε τον έντονο πειθαναγκασμό, το “Αλφαβητάριο” αυτό εμφανίστηκε σα μια όαση δημιουργικότητας και σύνδεσής του με την κοινωνική πραγματικότητα, με την ίδια τη ζωή του λαού μας.
Οι ήρωες, οι ηθογραφικοί χαρακτήρες είναι οι συνηθισμένοι άνθρωποι της κοινωνίας μας. Ξεχειλίζει το βιβλίο από την αγροτική ζωή – την κρατούσα τότε εικόνα της χώρας μας -, από τα στοιχεία της όμορφης και ποικιλόμορφης ελληνικής φύσης. Η ροή της όλης γραφής ακολουθεί τις εποχές του χρόνου, παρατηρεί τα δρώμενα με ψύχραιμη ματιά, δεν εξωραΐζει αλλά και ούτε αμαυρώνει την όλη πραγματικότητα.
Το αξιακό του φορτίο δεν υποτάσσεται στην ιδεολογική προπαγάνδα που τόσο ταλαιπώρησε την εκπαίδευσή μας. Υπηρετεί τις βασικές παιδαγωγικές αρχές (σεβασμός στον άλλον / στην άλλη, αγάπη στον άνθρωπο, φιλεργατικότητα…) χωρίς προσταγές και “εκβιαστικά διλήμματα”, με τρόπο ελεύθερης αγωγής και προαγωγής ενός ουμανιστικού ηθικού περιεχομένου της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Το τρίπτυχο “πατρίδα – θρησκεία – οικογένεια” θα παραμείνει κυρίαρχο, χωρίς ωστόσο να παίρνει τη μορφή του απόλυτου δόγματος, του επιβεβλημένου θέσφατου.
Όσοι / όσες είχαν την τύχη να διδαχθούν το βιβλίο αυτό σίγουρα θα νιώθουν ακόμα τον αέρα μιας ελεύθερης παιδαγωγικής πνοής, ενός κλίματος ζωντάνιας και ελευθερίας, σε ένα ευρύτερο περιβάλλον αυταρχισμού. Η νοσταλγία για την παιδική ηλικία είναι δεδομένη και όμορφο συστατικό στοιχείο της ζωής, αλλά όταν έχει ένα πολύ όμορφο περιεχόμενο, γίνεται ένα διαρκές ταξίδι επιστροφής στην εστία, στον πιο στενό πυρήνα της ύπαρξής μας.
Αλλά δεν πρόκειται μόνο για το στοιχείο της νοσταλγίας, το οποίο, ούτως ή άλλως, έχει την ομορφιά του και την αυταξία του. Αν θέλει κάποιος / κάποια να κατανοήσει πλήρως το εκπαιδευτικό μας σύστημα, οφείλει να περιδιαβεί το νήμα των σχολικών βιβλίων και δη των αναγνωστικών βιβλίων. Κρύβουν μέσα τους εκπαιδευτικές πολιτικές, παιδαγωγικές νοοτροπίες, σχολικές κουλτούρες, διαχρονικές προσεγγίσεις της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας, ηθογραφικούς χαρακτήρες, παραδόσεις και στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού μας. Κρύβουν όψεις του εαυτού μας, της συλλογικής συνείδησής μας.
Η πρότασή μου είναι απλή: διαβάστε τα αναγνωστικά βιβλία των παλιότερων εποχών. Τολμώ να πω ότι είναι μια όμορφη άσκηση μάθησης, είναι μια όμορφη στάση ζωής.
Θυμάρι
– Θυμάρι, θυμάρι, Ζωή.
Ἰδὲς τί καλὸ θυμάρι.
Μύρισε, Ζωή, θυμάρι.
Θέλω νὰ τὸ μυρίσης,
ἔλεγε ἡ Ἄννα.
Ὁ Σταμάτης
– Νά ὁ κύριος Σταμάτης.
Νά τος μὲ ἕνα καλάθι.
Τὸ βαστᾶ στὸ ἕνα χέρι.
Στὸ ἄλλο, βαστᾶ ζυγαριά.
Τί νὰ ἔχη στὸ καλάθι;
θὰ ἔχη θαλασσινά.
Ψάρια, ψάρια
– Ψάρια, ἐδῶ τὰ ψάρια.
Θαλασσινὰ ψάρια.
Ἔχω ψάρια γιὰ ψητά,
ψάρια γιὰ τηγανητά.
Πάρετε καλὰ ψάρια,
ἔλεγε ὁ Σταμάτης,
ὁ Σταμάτης ὁ ψαρᾶς.
Ὑπερήφανος κόκκορας
-Κικιρίκο! Κικιρίκο,
ἐφώναζε ὁ κόκκορας.
Καμαρωτός, καμαρωτός.
Ὑπερήφανος κόκκορας.
Τὸ κοκκοράκι ἐφώναζε:
-Κικιρίκι! Κικιρίκι!
Σὰν νὰ ἔλεγε:
«Ὑπερήφανε κόκκορα!
Ἰδὲς κι ἐμένα….»
Ἡ αἴθουσα
Νά ἡ αἴθουσα.
Εἶναι πολὺ μεγάλη.
Εἶναι πολὺ ὡραία.
Ἔχει πολλὰ παράθυρα.
Ἔχει πολὺ ἥλιο,
ἥλιο πολὺ καὶ φῶς.
Ξύπνα, ξύπνησε, παιδί.
Κικιρίκου, οἱ πετεινοί.
Φύγε, νύκτα σκοτεινή,
τὸ πουλάκι κελαδεῖ.
Ξύπνα, ἐφάνηκε ἡ αὐγή.
Πάει πιὰ ἡ νύκτα αὐτὴ.
Ἦρθε ἡ χαρὰ στὴ γῆ.
῾Η Χιονισμένη αὐλὴ
Ὅλα εἶναι χιονισμένα,
Εἶναι σκεπασμένα μὲ χιόνι.
Εἶναι λευκά, κατάλευκα.
Τὰ παιδιὰ χαίρονται.
῾Ετοιμάζονται νὰ παίξουν.
Νὰ παίξουν μὲ τὸ χιόνι.
Στὸ τζάκι
Κοιτᾶτε τὸ τζάκι.
Λάμπει ἀπὸ τὴ φωτιά.
Κοιτᾶτε καὶ τὰ παιδιά.
Εἶναι κοντὰ στὸ τζάκι.
Ὁ ἔλεγχος
Ἡ Ἄννα κοιτάζει.
Κοιτάζει τὸν ἔλεγχο.
Βλέπει τὸν βαθμό της
καὶ λέγει:
– Ἐπῆρα «ἄριστα».
Θὰ χαρῆ ἡ γιαγιά.
Θὰ χαροῦν οἱ γονεῖς.
Θὰ χαροῦν ὅλοι,
ὅταν ἰδοῦν τὸν ἔλεγχο.
Ἄλφα-Βῆτα
Ἄλφα, βῆτα, γάμα, δέλτα.
Ὅλα τὰ βιβλία φέρτα
καὶ μολύβι καὶ χαρτὶ,
γιὰ νὰ γράφω κάθε τὶ.
Γιὰ νὰ γράφω γραμματάκια,
τοῦ Θεοῦ τὰ πραγματάκια.
Ἦλθε ἡ Ἄνοιξι
Ἦλθε ἡ Ἄνοιξι!
Ὅλα εἶναι χαρούμενα τώρα.
Ὁ οὐρανὸς εἶναι γαλανός.
Δὲν ἔχει πιὰ σύννεφα.
Τὰ χιόνια ἔχουν λυώσει.
Οἱ βοσκοὶ ἔφυγαν.
Ἔφυγαν μὲ τ’ ἀρνιά των
κι ἐπῆγαν στὰ ψηλὰ βουνά.
Τὰ δένδρα ἔβγαλαν ἄνθη,
ἔβγαλαν πράσινα φύλλα.
Τὰ παιδιὰ ἔχουν χαρὰ τώρα.
Ἔφυγε πιὰ ὁ Χειμῶνας.
Πάει ἡ παγωνιὰ καὶ τὸ κρύο.
Ἡ Ἄννα χαρούμενη τραγουδεῖ:
«῏Ηλθε ἡ Ἄνοιξις, παιδιὰ,
καὶ μᾶς ἔφερε κλαδιά,
πεταλοῦδες καὶ πουλάκια
καὶ ὡραῖα λουλουδάκια».
Στὴ σημαία
Τῆς Πατρίδος μου ἡ σημαία
ἔχει χρῶμα γαλανὸ
καὶ στὴ μέση χαραγμένο
ἕναν κάτασπρο σταυρό.
Κυματίζει μὲ καμάρι
δὲ φοβᾶται τὸν ἐχθρό.
Σὰν τὴ θάλασσα εἶν’ γαλάζια
καὶ λευκὴ σὰν τὸν ἀφρό.
Πασχαλιὰ
Ἦλθε πάλι ἡ Πασχαλιὰ
μὲ ἀγάπη, μὲ φιλιά,
μὲ αὐγὸ καὶ μὲ ἀρνί.
Χαίρετε, Χριστιανοί.
Τί φορέματα καλά,
τί γλυκίσματα πολλά,
τί τραγούδι καὶ φωνή.
Χαίρετε Χριστιανοί.
Πρωτομαγιὰ
Ἦλθε ἡ Πρωτομαγιά, παιδιά,
στοὺς κάμπους σκορπισθῆτε,
μέσ’ τὴ δροσούλα καὶ εὐωδιὰ
πετάξετε, χαρῆτε.
Λουλούδια φέρτε δροσερά,
κάνετε ὄμορφο στεφάνι
καὶ τραγουδῆστε μὲ χαρά:
«Ὁ Μάης, νά τος, φθάνει!»
Πηγαίνουν στὴ θάλασσα
Μία ἡμέρα ὁ πατέρας εἶπε:
– Παιδιά, θὰ πᾶμε στὴ θάλασσα.
Ἐκεῖ θὰ παίξετε, θὰ χαρῆτε.
Ἐμπρὸς λοιπόν, ἐτοιμασθῆτε.
– Τί χαρά, τί χαρά !
ἐφώναξαν τὰ παιδιὰ
κι ἔτρεξαν νὰ ἑτοιμασθοῦν.
Ἡ μητέρα ἑτοίμασε φαγητό,
γιὰ νὰ τὸ πάρουν μαζί των.
Ἐτηγάνισε πολλοὺς κεφτέδες,
ἔβρασε ἀρκετὰ αὐγά,
ἐπῆρε τυρί, ψωμὶ καὶ φροῦτα.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔφτιαξε ἕνα δέμα,
ποὺ τὸ ἐτύλιξε μὲ προσοχή.
Ὁ πατέρας ἐπῆγε στὴν ἀγορὰ
καὶ ἔφερε ἕνα αὐτοκίνητο.
«Τού… τοὺ» ἔκανε τὸ αὐτοκίνητο,
κι ἐκατέβηκαν ὅλοι κάτω.
Σὲ λίγο ἀνέβηκαν προσεκτικὰ
καὶ τὸ αὐτοκίνητο ἐξεκίνησε.
Τὰ παιδιὰ εἶχαν μεγάλη χαρά.
Στὰ χωράφια
Τὰ παιδιὰ ἐπῆγαν περίπατο.
Καθὼς ἐβάδιζαν στὰ χωράφια,
ἔβλεπαν τὰ στάχυα τοῦ σιταριοῦ,
ποὺ ἦσαν κατακίτρινα
κι ἔγερναν τὸ κεφάλι των,
σὰ νὰ ἐχαιρετοῦσαν.
Ἡ δασκάλα τότε εἶπε:
– Βλέπετε τὰ κίτρινα στάχυα;
Βλέπετε ποὺ μᾶς χαιρετοῦν;
Σὲ λίγο θὰ τὰ θερίσουν.
Κάθε Πρωί
Τὸ πρωὶ σηκώνεται ὁ Μίμης,
ἀνοίγει τὸ παράθυρο
καὶ κοιτάζει τὸν ἥλιο.
Ὁ ἥλιος βγαίνει σιγὰ – σιγά.
Βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀντικρυνὸ βουνό.
Οἱ ἀκτῖνες του εἶναι χρυσὲς
καὶ φωτίζουν ὅλον τὸν κόσμο.
Φωτίζουν τὰ σπίτια, τὰ δένδρα.
Φωτίζουν τὰ βουνά, τὰ χωράφια.
Τὰ δῶρα τοῦ ἥλιου
– Ἥλιε, ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
– Ἀπὸ τὴν Ἀνατολή.
– Τί καλὰ μᾶς ἔφερες;
– Φέρνω μῆλα στὶς μηλιές,
ρόδα στὶς τριανταφυλλιές,
φέρνω ἀηδόνια, χελιδόνια
καὶ τὰ κρύα λυώνω χιόνια.
– Καὶ σὲ μὲ τί ἔφερες;
– Δυὸ δροσᾶτα μαγουλάκια
καὶ δυὸ κόκκινα χειλάκια.
Κάθε βράδυ
Κάθε βράδυ, ὁ ἥλιος πηγαίνει
νὰ κρυφθῆ πίσω ἀπὸ τὸ βουνό.
Βασιλεύει πέρα στὴ Δύσι.
καὶ σιγὰ σιγὰ ἔρχεται ἡ νύκτα.
Τὰ πουλιὰ πετοῦν στὴ φωλιά των.
᾽Εκουράσθηκαν ὅλη τὴν ἡμέρα
καὶ θέλουν νὰ ἡσυχάσουν.
Τὰ παιδιὰ μαζεύονται στὸ σπίτι των
Σὲ λίγο ἔρχεται καὶ ὁ πατέρας.
Κάθονται ὅλοι καὶ τρώγουν.
Ἔπειτα ἀπὸ τὸ βραδυνὸ φαγητό,
τὰ παιδιὰ κοιμοῦνται ἥσυχα.
Τὸ φεγγαράκι
Φεγγαράκι φωτεινὸ
περπατεῖ στὸν οὐρανό.
Ἀνεβαίνει στὰ ψηλὰ
καὶ μᾶς βλέπει καὶ γελᾶ.
Ἔλα κάτω, στρογγυλὸ
φεγγαράκι μου, καλό.
Ἔλα, μὴν ἀργῆς πολύ,
τὸ παιδὶ παρακαλεῖ.
Οἱ ἐξετάσεις
Ἐπέρασε ἕνας χρόνος.
Τὴν Κυριακὴ εἶναι οἱ ἐξετάσεις.
Ὅλα τὰ παιδιὰ ἑτοιμάζονται.
Ἄλλα θὰ εἰποῦν ποιήματα,
καὶ ἄλλα θὰ τραγουδήσουν.
Πολλὰ παιδιὰ ἑτοιμάζουν ἔργα.
Θὰ τὰ βάλουν στὴν ἔκθεσί των.
Ὁ Μίμης ἑτοίμασε ἕνα καράβι.
Ἡ Ἄννα ἐζωγράφησε κάτι.
Ἐζωγράφησε τὸ κτῆμα τοῦ θείου.
Ὅταν ἦλθε ἡ Κυριακή,
ἔγινε ἡ μεγάλη ἑορτὴ
καὶ ὅλοι ἦσαν χαρούμενοι.
Τὰ παιδιὰ θὰ προβιβάζονταν,
θὰ ἐπήγαιναν στὴν παραπάνωτάξι
καὶ γι’ αὐτὸ τὰ ἐκαμάρωναν ὅλοι.
https://anthologio.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου