Ιστορικά, χαρακτηριστικά παραδείγματα, που υπαγορεύουν την απόρριψη φοβικού συνδρόμου απέναντι στις εχθρικές απειλές, υπάρχουν πολλά στην ιστορική πορεία του λαού μας.
Το 480 π.Χ. η ανορθολογική απάντηση του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα: «Μολών λαβέ», επικεφαλής 1.000 ανδρών, προς τον Ξέρξη, που ηγείτο στρατιάς, κατά πολύ πολύ υπέρτερης αριθμητικώς, είχε ως αποτέλεσμα τον ηρωικό τους θάνατο, στις επάλξεις του χρέους των αγωνιστών της Ελευθερίας, αλλά την πανελλήνια κινητοποίηση και την τελική συντριβή των Περσών στη Σαλαμίνα, λίγο αργότερα.
Το 1453 αποτελεί μεν την απαρχή της πιο θλιβερής καμπής του ιστορικού μας γίγνεσθαι, αλλά:
«Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μάχονται ἐπί τῶν ἠρειπωμένων ἐπάλξεων, ἔχουν συνείδησιν τῆς σημασίας καί τοῦ ἀγῶνος καί τῆς θυσίας των. Γνωρίζουν ὅτι τό Βυζάντιον θά πέσῃ, ἀλλ’ ὅτι ἡ τελευταία του ὥρα δέν δύναται νά εἶναι παρά φωτεινή…»[1].
Η δε υπερήφανος απάντηση του προς τον Μωάμεθ συγκλονίζει μέχρι σήμερα την κάθε ευαίσθητη ελληνική ψυχή, διαμορφώνει μέσα μας την εθνική αξιοπρέπεια και καθορίζει την ιστορική μας πορεία για το μέλλον:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστὶ οὔτ’ ἄλλου
τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες
αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»[2].
Η αδιάλλακτη αντίσταση μέχρις εσχάτων σήμαινε την απόρριψη της οθωμανικής κυριαρχίας ως παράνομης, τη σηματοδότηση της μακραίωνης αντίστασης κατά της οθωμανικής κατοχής και την τελική αναγέννηση της Ελλάδας τον 19ο αιώνα.
Το 1825, όταν ο Ιμπραήμ κατέκαιε την Πελοπόννησο, χωρίς όμως να έχει επιτύχει την ολοκληρωτική εξάλειψη της Επανάστασης, απαίτησε από τους Έλληνες να προσκυνήσουν για να σωθούν από ολική καταστροφή. Τότε ο Κολοκοτρώνης του απέστειλε το γνωστό μήνυμα της απόλυτης αδιαλλαξίας: «… όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε… Μόνον ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε…». Το αποτέλεσμα ήταν να παραμείνει ενεργή η Επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και τη Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, που κατοχύρωσαν την ελληνική ανεξαρτησία.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Ιταλία, τότε παγκόσμια υπερδύναμη με τρία εκατομμύρια στρατό, έθεσε τελεσιγραφικά θέμα άνευ όρων παράδοσης της χώρας μας στον πρωθυπουργό Ι. Μεταξά, ο οποίος δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο να αρνηθεί. Και όμως, ο «ανορθολογισμός» αυτός οδήγησε στη συντριβή και ταπείνωση της ιταλικής υπερδύναμης.
Αντίθετα, τον Ιούλιο του 1974, η προδοτική εγκατάλειψη της Κύπρου από τη χούντα οδήγησε σε δεύτερη προέλαση του Αττίλα τον Αύγουστο. Υπέστημεν εθνική ταπείνωση, αφού αναγκασθήκαμε να διέλθομε τα καυδιανά δίκρανα του Αττίλα[3] με όλες τις οδυνηρές συνέπειες, από προδοτικές ενέργειες δικές μας, όταν είκοσι χρόνια πριν επιτελέσαμε μοναδικό άθλο απέναντι στη στρατιωτική υπερδύναμη των Άγγλων. Το ίδιο συνέβη το 1996. Η μη δυναμική αντίδραση της ελληνικής πλευράς στην απόβαση τουρκικού αγήματος στα Ίμια, οδήγησε στην «γκριζοποίηση» θαλασσίων περιοχών και στην αποθηρίωση της τουρκικής επιθετικότητας, που σήμερα προβάλλει συνολική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Η αδιαλλαξία, γενικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει βάση ανορθολογική, όμως στα εθνικά θέματα έχει μεγάλη γεωστρατηγική σοφία. Όταν δηλαδή διακυβεύονται ζωτικής σημασίας όροι εθνικής επιβίωσης, ο συμβιβασμός συνιστά ενδοτικότητα. Αντίθετα, η αποφασιστικότητα, με το πρόσημο της συλλογικότητας, λειτουργεί αποτρεπτικά για τα σχέδια του επίδοξου εισβολέα, αντιλαμβανόμενος ότι το κόστος μιας εισβολής θα είναι ανυπόφορο για τον ίδιον, και ότι η ήττα του είναι μέσα στα ενδεχόμενα.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελληνοκυπρίων, το Έπος του 1955-59, που διέψευσε την αποτελεσματικότητα της παρελκυστικής πολιτικής που ακολουθούσαν οι Έλληνες πολιτικοί για το Κυπριακό. Ακόμα θα περιμέναμε την εκδήλωση των «αγαθών προθέσεων» των Άγγλων αποικιοκρατών.
Βασικό αξίωμα για την αποθάρρυνση εχθρικών προθέσεων είναι η αμυντική θωράκιση και άριστη διαχείριση του πολιτικού και οικονομικού παράγοντα της χώρας. Διότι η Πατρίδα μας και η Ελευθερία της είναι ό,τι ιερότερο και γλυκύτερο έχουμε στη ζωή μας. Το διακήρυξαν οι Αρχαίοι Αθηναίοι:
«… οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα, τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν ἂν μηδίσαντες καταδουλῶσαι τὴν Ἑλλάδα. [8.144.2]… αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…»[4].
Αλλά, και ο μελίρρυτος Χρυσόστομος διακηρύττει εμφατικά: «οὐδὲν πατρίδος γλυκύτερον»[5].
* Φιλόλογος – Συγγραφέας, Κοσμήτωρ του Φ. Σ. «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ »
[1] Δ. Ζακυθηνού, Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η τουρκοκρατία, σελ. 6-7.
[2] Δούκας, εκδ. Βόννης, σελ. 279-280. Παρά Ν. Β. Τωμαδάκη, Δούκα-Κριτοβούλου-Σφραντζή-Χαλκοκονδύλη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1953, σελ. 60.
[3] Η φράση προέρχεται από την ταπεινωτική ήττα του ρωμαϊκού στρατού στο Καύδιο, στην Αππία οδό, όπου ο ρωμαϊκός στρατός υποχρεώθηκε να περάσει κάτω από ένα ζυγό σε σχήμα Π κατασκευασμένο από δόρατα (καυδιανά δίκρανα).
[4] Ηροδότου Ιστορίαι, 8,144,2
[5] Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, Ὁμιλία Β’», ΕΠΕ 31,633
Φιλελεύθερος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου