Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

New York Times: Είμαστε σίγουροι ότι η Αμερική δεν βρίσκεται σε πόλεμο στην Ουκρανία;

 

Είμαστε σίγουροι ότι η Αμερική δεν βρίσκεται σε πόλεμο στην Ουκρανία;
                                                                                                                     Ivor Prickett for The New York Times

Στους περισσότερους από τους τρεις μήνες από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει πει πολλά πράγματα σχετικά με τον πόλεμο. Ως προς κάποια από αυτά, χρειάστηκε να κάνει πίσω σχεδόν αμέσως, όπως με τη δήλωση του προέδρου Μπάιντεν ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν “δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία”, που τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν έκκληση για άμεση αλλαγή καθεστώτος. Σε άλλα σημεία, η ρητορική της οξύνθηκε με την πάροδο του χρόνου: τον Μάρτιο, ο στόχος της Αμερικής ήταν να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί. Στα τέλη Απριλίου ήταν η δημιουργία μιας “αδυνατισμένης” Ρωσίας.

Σε ένα πράγμα, ωστόσο, η κυβέρνηση έχει σταθεί πολύ συνεπής: η Αμερική δεν θα μπει σε πόλεμο με τη Ρωσία για την Ουκρανία.

“Δεν επιδιώκουμε έναν πόλεμο μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας”, έγραψε ο πρόεδρος Μπάιντεν στους Times στα τέλη Μαΐου. “Όσο και αν διαφωνώ με τον κ. Πούτιν και θεωρώ τις ενέργειές του εξοργιστικές, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα προσπαθήσουν να επιφέρουν την ανατροπή του στη Μόσχα. Όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες ή οι σύμμαχοί μας δεν δέχονται επίθεση, δεν θα εμπλακούμε άμεσα σε αυτή τη σύγκρουση, είτε στέλνοντας αμερικανικά στρατεύματα να πολεμήσουν στην Ουκρανία είτε επιτιθέμενοι στις ρωσικές δυνάμεις”.

Μεγάλο μέρος τόσο των υποστηρικτών, όσο και των επικριτών της πολιτικής του κ. Μπάιντεν για την Ουκρανία αποδέχονται την εκδοχή του για τα γεγονότα. Είμαστε όμως σίγουροι ότι οι Αμερικανοί μπορούν να αναγνωρίσουν αξιόπιστα πότε έχουμε εισέλθει σε πόλεμο;

Οι πρόεδροι έχουν ιστορία στο να επιμένουν ότι δεν έχουν καμία πρόθεση να πάνε σε πόλεμο, μέχρι να το κάνουν. “Μας κράτησε έξω από τον πόλεμο”, έλεγε το σύνθημα επανεκλογής του προέδρου Γούντροου Γουίλσον το 1916, μόνο για να οδηγήσει τους Αμερικανούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έναν μόλις μήνα από την έναρξη της δεύτερης θητείας του στην Προεδρία και λίγο αφότου περιέγραψε την αμερικανική επέμβαση σε αυτόν ως αναπόφευκτη.

Κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 1964, ο πρόεδρος Λίντον Μπ. Τζόνσον υποσχέθηκε ότι “δεν επρόκειτο να στείλει τα αγόρια της Αμερικής 9 ή 10 χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι τους για να κάνουν αυτό που θα έπρεπε να κάνουν τα αγόρια από την Ασία για τον εαυτό τους”. Ωστόσο τον Φεβρουάριο του 1965, μέσα σε έναν μήνα από την ορκωμοσία του, ο Τζόνσον ενέκρινε την εκστρατεία βομβαρδισμού γνωστή ως Επιχείρηση Rolling Thunder. Ένα μήνα μετά, τα “American boys” βρίσκονταν στο Βιετνάμ.

Αυτή η ιστορία είναι διδακτική για τη διάρκεια ζωής των δεσμεύσεων οποιουδήποτε προέδρου – ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων – να κρατήσει τις ΗΠΑ εκτός πολέμων: ακόμη κι αν είναι αλήθεια τη στιγμή που διατυπώνονται, δεν αποτελούν εγγύηση για το μέλλον.

Τουλάχιστον όμως στις περιπτώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του πολέμου του Βιετνάμ, υπήρξε μια αποδεδειγμένη μετατόπιση από τον μη πόλεμο στον πόλεμο και οι Αμερικανοί μπορούσαν να υποδείξουν μια συγκεκριμένη στιγμή που συνέβη αυτή η στροφή. Αυτή η λεπτή αλλά εμφανής γραμμή σήμαινε ότι οι πρόεδροι μπορούσαν να δίνουν ξεκάθαρες υποσχέσεις παραμονής έξω από έναν πόλεμο και το κοινό μπορούσε να διακρίνει πότε αυτές οι υποσχέσεις σταμάτησαν να τηρούνται.

Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, ειδικά στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, έχουμε περάσει σε ένα μοντέλο αέναου πολέμου, με διφορούμενα όρια χρονολογίας, γεωγραφίας και σκοπού. Η γραμμή μεταξύ του τι είναι πόλεμος και τι δεν είναι έχει θολώσει επικίνδυνα και ο καθορισμός της στιγμής που μεταβαίνουμε από τη μία κατάσταση στην άλλη έχει γίνει πιο δύσκολος.

Αυτό οφείλεται εν μέρει στις τεχνολογικές προόδους, όπως ο πόλεμος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, που κατέστησαν δυνατή τη διάπραξη πράξεων πολέμου που διαφορετικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμιγώς πολεμικές ενέργειες – δολοφονίες αντιπάλων, καταστροφή κτιρίων, υποβάθμιση πυρηνικών εγκαταστάσεων – σε άλλες χώρες χωρίς τα στρατεύματα των ΗΠΑ να εγκαταλείψουν ποτέ το αμερικανικό έδαφος. Είναι επίσης μια λειτουργία διενέργειας πολέμου αποκλειστικά από την εκτελεστική εξουσία: το Κογκρέσο δεν έχει κηρύξει επίσημα πόλεμο από το 1942, ωστόσο διαδοχικοί πρόεδροι βασίστηκαν στις ευρείες πολεμικές εξουσίες που παραχωρήθηκαν στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο το 2002 για να εξουσιοδοτούν τη χρήση στρατιωτικής βίας.

Είναι οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, σε πόλεμο στο Πακιστάν ή στη Σομαλία, όπου διεξάγουν επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη κατά της Αλ Κάιντα, του Ισλαμικού Κράτους και των Πακιστανών Ταλιμπάν από το 2004 και της Αλ Σαμπάμπ στη Σομαλία από το 2011; Ή μήπως βρίσκονται σε πόλεμο στον Νίγηρα, όπου έχουν αναπτυχθεί δυνάμεις των ΗΠΑ και όπου τέσσερις Αμερικανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους σε ενέδρα τον Οκτώβριο του 2017;

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν εμπλακεί ποτέ επίσημα στον εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη, ωστόσο ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας έχει σκοτώσει αμάχους με κεφαλές αμερικανικής κατασκευής και έχει επιλέξει στόχους με αμερικανική καθοδήγηση.

Ο ρόλος των ΗΠΑ στην επταετή σύγκρουση στην Υεμένη έχει υπάρξει αρκετά ισχυρός ώστε πολλοί ειδικοί να πιστεύουν ότι ο συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας θα έκανε έκκληση για ειρήνη χωρίς αυτόν. Έχει υπάρξει τόσο σημαντικός που Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί – συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των γερουσιαστών και των δύο κομμάτων το 2019 και των βουλευτών Pramila Jayapal, Δημοκρατικής από την Ουάσιγκτον και Peter DeFazio, Δημοκρατικού από το Όρεγκον, φέτος – τον έχουν χαρακτηρίσει ως παραβίαση του Άρθρου I του Συντάγματος, που παρέχει στο Κογκρέσο την εξουσία να κηρύσσει πόλεμο, καθώς και του ψηφίσματος για τις πολεμικές εξουσίες του 1973, το οποίο περιορίζει δραστικά, ως προς τη φύση και το χρονοδιάγραμμα, τη στρατιωτική δράση που μπορεί να αναπτύξει αυτοβούλως ο πρόεδρος των ΗΠΑ.

Ξεπεράσαμε τα όρια στην Υεμένη, κατέληγαν οι συγκεκριμένοι κοινοβουλευτικοί, ακόμη κι αν δεν είναι απολύτως σαφές πού βρίσκεται η λεπτή κόκκινη γραμμή.

Εκείνο που έγινε στην Υεμένη μοιάζει πολύ με αυτό που γίνεται τώρα στην Ουκρανία. Τον περασμένο μήνα, διαρροές από Αμερικανούς αξιωματούχους αποκάλυψαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν την Ουκρανία να σκοτώσει Ρώσους στρατηγούς και να χτυπήσει ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο, ενώ ο κ. Μπάιντεν υπέγραψε ένα πακέτο βοήθειας 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την Ουκρανία, πολλά από τα οποία προορίζονται για στρατιωτική βοήθεια, δηλαδή για όπλα και διαμοιρασμό πληροφοριών. Το νομοσχέδιο, το οποίο ψήφισαν και η κ. Jayapal και ο κ. DeFazio, προστίθεται σε δισεκατομμύρια προηγούμενης στρατιωτικής υποστήριξης. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε επίσης, αυτόν τον μήνα, ότι θα στείλει πυραυλικά συστήματα στην Ουκρανία, που θα μπορούσαν θεωρητικά να πλήξουν στόχους εντός της ρωσικής επικράτειας και σύμφωνα με πληροφορίες έχει σχέδια να πουλήσει στην ουκρανική κυβέρνηση τέσσερα drones που μπορούν να εξοπλιστούν με πυραύλους Hellfire.

Βρίσκονται τελικά οι ΗΠΑ σε πόλεμο στην Ουκρανία; Αν ανταλλάσσαμε θέσεις – αν δηλαδή Ρώσοι αξιωματούχοι παραδέχονταν ότι βοήθησαν στη δολοφονία Αμερικανών στρατηγών ή στη βύθιση ενός πλοίου του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ – αμφιβάλλω αν θα βλέπαμε μεγάλη ασάφεια σε αυτή τη δήλωση. Αυτό που κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ουκρανία δεν είναι “μη πόλεμος”. Αν μέχρι στιγμής αποφεύγουμε να το αποκαλούμε πόλεμο και μπορούμε να συνεχίσουμε να το κάνουμε, αυτό οφείλεται πιθανότατα μόνο στο γεγονός ότι έχουμε σχεδόν ξεχάσει πώς ακριβώς ορίζεται η έννοια της λέξης.

* Η Bonnie Kristian είναι συγγραφέας του βιβλίου που πρόκειται να κυκλοφορήσει με τίτλο “Untrustworthy: The Knowledge Crisis Breaking Our Brains, Polluting Our Politics, and Corrupting Christian Community.” Είναι αρθρογράφος στο Christianity Today και συνεργάτης του think tank εξωτερικής πολιτικής Defense Priorities

© 2022 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”

capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου