«Τι κάνω εγώ εδώ;». Είναι μια φράση του Ρεμπό σε μια από τις επιστολές του από τη Αβησσυνία, είναι η ερώτηση που έθεσε ο Μπρους Τσάτοσιν όταν ήταν στα τελευταία του στο νοσοκομείο, είναι κι ο τίτλος του βιβλίου του που κυκλοφόρησε μετά θάνατον με ταξιδιωτικές ιστορίες απ’ όλη του τη ζωή. Το βιβλίο αυτό καθοδήγησε τα τελευταία τριάντα χρόνια νέους απ’ όλον τον κόσμο, οι οποίοι πήραν το λεωφορείο ή το τρένο και ταξίδεψαν στη Βενετία και την Κωνσταντινούπολη, στο Ντουμπάι και την Γκόα. Και τώρα;
Τώρα υπάρχει κίνδυνος να κλειστούμε οριστικά στα σπίτια μας, όλοι, νέοι και λιγότερο νέοι, όχι μόνο λόγω της πανδημίας, αλλά και μετά το τέλος όλης αυτός της περιπέτειας. Αυτή τουλάχιστον την πρόβλεψη, ή έστω την ανησυχία, διατυπώνει ο γνωστός γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Πασκάλ Μπρικνέρ, που έχει αποφασίσει να προκαλέσει τα γεράματα ταξιδεύοντας όλο και συχνότερα, κάνοντας όλο και περισσότερα πράγματα, γράφοντας το ένα βιβλίο μετά το άλλο.
Το τελευταίο του λέγεται «Ενας σχεδόν τέλειος ένοχος: η κατασκευή του λευκού αποδιοπομπαίου τράγου» και έχει σχέση με τις εμμονές του για τις διώξεις των πλειοψηφιών από τις μειονότητες, τις ίδιες εμμονές που τον έχουν κάνει οπαδό και θαυμαστή του Μισέλ Ουελμπέκ, ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, όπως λέει, ενός «νέου Μπαλζάκ». Πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, είναι το προηγούμενο βιβλίο του, που έχει τίτλο «Μια αιώνια στιγμή. Η φιλοσοφία της μακροζωίας» και αποτυπώνει την άρνησή του να αφήσει πίσω του το αλάτι της ζωής, δηλαδή την επιθυμία, τα ταξίδια, την εργασία.
Ο Μπρικνέρ, που τη δεκαετία του 1970 ανήκε στους νέους φιλοσόφους μαζί με τον Αντρέ Γκλικσμάν, τον Αλέν Φίνκιελκρστ και τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, είναι σήμερα 73 ετών και αναρωτιέται αν θα βάλει παντόφλες σαν τους γέρους και θα κάθεται τα βράδια σε μια πολυθρόνα βλέποντας τηλεόραση ή θα συνεχίσει να ζει όπως πρώτα, δίνοντας βέβαια την απαραίτητη προσοχή. «Με τις ρυτίδες του σώματος δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», λέει σε μια συνέντευξή του στην «ΕΙ Pais», «η μεγαλύτερη αρρώστια όμως είναι οι ρυτίδες της ψυχής, η γκρίνια, η πίκρα, το να λες ότι παλιά ήταν όλα καλύτερα και ότι οι νέοι είναι άξεστοι κρετίνοι».
Το σημερινό δίλημμα είναι ανάμεσα στο «είμαι κιόλας 60 ετών» και στο «είμαι ακόμη 60 ετών»; «Ναι, και η απάντηση είναι πως “είμαι μόνο 60 ετών”. Με τα χρόνια αποκτάς την ικανότητα να απολαμβάνεις πράγματα όπως η σιωπή, ο χρόνος και η ομορφιά, ίσως επειδή ξέρεις ότι αυτή η ομορφιά θα εξαφανιστεί σύντομα, όχι όπως συνέβαινε στα νιάτα σου, όταν νόμιζες πως όλα θα κρατούσαν για πάντα, κι όταν είχες την αθανασία, έστω κι αν αυτό αποτελούσε ψευδαίσθηση, κάτι που δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Εγώ έχασα πολλά ωραία πράγματα όταν ήμουν νέος, ταξίδεψα πολύ αλλά δεν είδα τίποτα γιατί σκεφτόμουν πως, σιγά τώρα, θα τα ξανάβλεπα. Όσο μεγαλώνεις, ενδιαφέρεσαι περισσότερο για τη φευγαλέα φύση των πραγμάτων, για το εφήμερο. Όπως και για το βάθος των πραγμάτων εν γένει».
Το παν είναι να συνεχίσεις να είσαι ενεργός – λέει ο Μπρικνέρ -, να συνεχίσεις να κάνεις πράγματα, να κρατάς ζωντανή την επιθυμία, σεξουαλική ή άλλη. Τις σκέψεις αυτές τις έκανε από μικρός, όταν έπασχε από φυματίωση και περνούσε πολύ χρόνο σε σανατόρια και νοσοκομεία της Αυστρίας και της Ελβετίας. «Έβλεπα ανθρώπους που από τα 50 τους είχαν φορέσει τη στολή του συνταξιούχου, κυκλοφορούσαν όλη τη μέρα με πιζάμες και κάλτσες, κλειδωμένοι. Γράφω τώρα ένα βιβλίο για μετά COVID εποχή και υποστηρίζω ότι ο κόσμος που έρχεται θα είναι ένας κόσμος κλειδωμένος. Η καραντίνα, στη Γαλλία τουλάχιστον, έγινε ευνοϊκά δεκτή, πολλοί ήταν ευχαριστημένοι που βρίσκονταν στο σπίτι χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς δουλειά, ή με τηλεργασία, όλη μέρα με τις πιζάμες, κάνοντας λίγη γυμναστική, βγαίνοντας στο μπαλκόνι για να χειροκροτήσουν. Πιστεύω ότι τον υποχρεωτικό εγκλεισμό θα τον ακολουθήσει ο εθελοντικός εγκλεισμός. Και ότι το σπίτι και ο οικογενειακός πυρήνας θα γίνουν το κέντρο του κόσμου».
Με άλλα λόγια, θα αναρωτιούνται όλο και λιγότεροι «η κάνω εγώ εδώ;». Οι προηγούμενες γενιές πέρασαν από τα μονοπάτια των χίπις στο InterRail, κι από εκεί στο Erasmus και τις πτήσεις low cost, για να έρθει η Sclfie Generation και να αναποδογυρίσει την αίσθηση του ταξιδιού στρέφοντας τον στόχο προς τον εαυτό της. Ο κίνδυνος σήμερα για τους ψηφιακούς ιθαγενείς είναι να αναπτύξουν μια κοινωνική αναπηρία, να μην μπορούν να κοιτάξουν μακριά καθώς έχουν συνεχώς τα μάτια καρφωμένα σε μια οθόνη, να παραμείνουν για πάντα παιδιά, προστατευμένα από γονείς-«ελικόπτερα» που πετούν συνεχώς πάνω από τη ζωή τους.
Αλλά μπορεί αυτές οι ανησυχίες να είναι υπερβολικές, αποτέλεσμα «ρυτίδων της ψυχής», μπορεί οι νέοι να ανακαλύψουν άλλους δρόμους, με σεβασμό προς το περιβάλλον, μπορεί να βρουν το νήμα που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, να αντιμετωπίσουν δηλαδή τη ζωή, χωρίς καν να έχουν ακούσει για τον Τσάτουιν, ως «ένα ταξίδι που κάνεις με τα πόδια».
~ Του Μιχάλη Μητσού
https://antikleidi.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου