Που είσαι, Κύριε; Δε σε θέλω με κρίνο Ευαγγελικό στο χέρι, μα με ρομφαία! Φτάνει πια το έλεος κι η καλοσύνη. Ο κόσμος σάπισε ως τη ρίζα του και πρέπει καινούργιο να φυτέψεις. Κι αν είναι να χαθούν και πέντε δίκαιοι και δέκα να μην τους λυπηθείς! Δέσε με το μαντήλι το κεφάλι σου σφιχτά, να μη σαλεύει η γνώμη, και χτύπα!
Σου πήραν το θρόνο, άνοιξαν λάκκους να πέσεις, μόλεψαν το τζάκι και σου σβήσαν την ιερή φωτιά – και πως τους ανεβαστάς ακόμη στην απαλάμη σου, Κύριε, και τους δίνεις τον ήλιο και τη βροχή και τ’ αρσενικά παιδιά;
Μέσα στην πήλινη μου ετούτη ρωμαίικη καρδιά νιώθω ένα πολιτισμό καινούργιο, φανταχτερό κι απλότατο και κάθε μέρα εδώ στο βράχο τούτον αγωνίζομαι, πέρα απ’ τις καρδιές τις φράγκικες που σάπισαν, να ξεχωρίσω και να συλλάβω το νέο πρόσωπο της ανώτατης Ελπίδας.
Κάποτε, λιγοψυχώντας απ’ την πολλή λαχτάρα, θυμούμαι μου ‘λεγες, Μύρο: «Πάει, χάθηκε η Ελλάδα, ξεθύμανε η δύναμή της, νερούλιασε το αίμα της, δεν μπορεί πια να συλλάβει και να γεννήσει τον ήρωα. Και τότε γιατί να ζει; Ας σβήσει!»
Μα εγώ, στη σιωπή της νύχτας, αφουγκραζόμουν. Και να, δυο, τρεις, δέκα φωνές, από τα πέρατα της Ρωμιοσύνης, αποκρινόταν.
Ο ένας έλεγε: «Η Ελλάδα δεν είναι γεωγραφία κι ανάμνηση. Δεν είναι συ κι εγώ μήτε οι χιλιάδες Ρωμιοί που την μολεύουν. Ζει και βασιλεύει μέσα μου ακατάλυτη κι έχει τα σύνορα της ψυχής μου και πρωτεύουσά της είναι μέσα μου η Πόλη!»
Κι ένας άλλος, από την άλλη μεριά, ήσυχα απηλογιόταν: «Νιώθω μέσα μου ένα φως καινούργιο, μια νέα γραμμή, χρώμα νέο, ρυθμόν αλλιώτικο, ένα τραγούδι φανταχτερό σαν παραμύθι ανατολίτικο, πλούτο και δύναμη, που δεν είναι δικά μου, μα της Ελλάδας. Αυτή είναι μέσα μου σα σπόρος και λαχτίζει και δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ!»
Και μια τρίτη φωνή, γυναικεία, ανέβαινε απ’ τα βάθη της γης και μιλούσε: «Στα στήθη μου φλεβίζει αντρείας γάλα. Δώσε, Θε μου, να κάμω ένα Γυιό να μπει στην Πόλη!»
Και με σκληρότητα τότε γύριζα στον εαυτό μου κι έλεγα: «Και συ, τι έχεις να πεις; Τι ζητάς;»
Εγώ ζητώ, αποκρινόμουν κι ο ιδρώτας της αγωνίας έτρεχε σε όλο μου το κορμί, εγώ ζητώ να βρω την καρδιά, την αρχή και το τέλος, το σκοπό της Ελλάδας, όπου η κάθε φωνή να βρει και να πιάσει τη θέση της, να μη χαθεί σταλαματιά δύναμη και χάρη. Εγώ ζητώ την ουσία του αγώνα. Το Θεό.
Ζητάς καινούργια θρησκεία; Είπε ειρωνικά ο Κοσμάς και γέλασε.
Δεν ξέρω, αγαπημένε, κι ούτε με νοιάζει να ονοματίσω την αγωνία μου και τη μέθοδο της λύτρωσής μου με λέξεις. Ζητώ που να σταθώ σίγουρα πατώντας, που να σταθείτε και σεις, ζητώ να βρω την πηγή της ζωής μου, δηλαδή της παγκόσμιας ζωής, και τη δικαιολογία της προσπάθειας. Πες το Θρησκεία, Θεό, Χίμαιρα, τραγούδι, πλάνη, τι με νοιάζει; Εγώ το λέω: Λύτρωση.
Νίκος Καζαντζάκης
Απόσπασμα από το «Συμπόσιο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου