Υπάρχουν ορισμένα σημεία στην πόλη Ann Arbor που φέρνουν στον νου την ταινία «The Truman show» – όπως τα ξύλινα σπιτάκια με τους λευκούς φράκτες. Εκεί βρίσκεται η βάση του Πανεπιστημίου του Michigan, ενώ στη μεσαία τάξη υπάρχει άφθονη ευημερία και ασφάλεια. Καθώς λοιπόν έκανε έρευνες εκεί πριν από μια δεκαετία, η Sarah Garfinkel ξαφνιάστηκε δυσάρεστα όταν ανακάλυψε ότι οι νεαροί βετεράνοι από τον πόλεμο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ένιωθαν τρομοκρατημένοι ακόμη και στο Ann Arbor. «Μου ράγισε κυριολεκτικά την καρδιά», είπε. Κι αυτό έγινε η αιτία για να αλλάξει η πορεία της καριέρας της.
Η Garfinkel βρισκόταν στο Michigan για να μελετήσει τα εγκεφαλικά κυκλώματα που εμπλέκονται στον επίμονο φόβο. Καθώς δούλευε με τους βετεράνους που είχαν ψυχικά τραύματα, συνειδητοποίησε δύο πράγματα: πρώτον, ότι ένα ασφαλές περιβάλλον δεν τους έκανε να νιώθουν λιγότερο φοβισμένοι. Δεύτερον, ότι ο φόβος τους ήταν τόσο σωματικός όσο και ψυχικός: είχαν συνεχώς ταχυπαλμία, οι κόρες των ματιών τους ήταν διεσταλμένες, οι παλάμες τους ίδρωναν. «Φαινόταν πως οτιδήποτε έκανε το σώμα τους είχε κάποιο νόημα, αλλά εγώ απλώς σκάναρα τον εγκέφαλό τους», λέει. Έτσι άρχισε να καταλαβαίνει τη σύνδεση νου και σώματος.
Η Garfinkel, που τώρα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Sussex στη Βρετανία, ανακάλυψε ότι το σώμα μας έχει μεγαλύτερη επιρροή στον νου μας απ’ όσο φανταζόμαστε. Και συμπληρώνει: «Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές διαμορφώνονται εν μέρει από εσωτερικά σήματα που προέρχονται από το σώμα μας». Το ζήτημα όμως προχωρά ακόμα παραπέρα, αφού οδήγησε την ίδια αλλά και άλλους σε ένα εκπληκτικό συμπέρασμα, δηλαδή στο ότι το σώμα βοηθά να δημιουργηθεί η αίσθηση του εαυτού μας και αποτελεί σημαντικό μέρος της συνειδητότητας. Αυτό το συμπέρασμα έχει πρακτικές επιπτώσεις στην αξιολόγηση των ανθρώπων που δείχνουν λιγότερα σημάδια συνειδητότητας. Μπορεί επίσης να μας κάνει να επανεξετάσουμε τα όρια της γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου και να δημιουργήσουμε μια νέα εικόνα για τον τρόπο που εξελίχθηκε η συνειδητότητα.
Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι τα εσωτερικά μας τα όργανα έχουν τη δική τους «ζωή». Δημιουργούν ηλεκτρική δραστηριότητα, η οποία μεταφέρεται μέσω των νευρώνων στον εγκέφαλο. Ως αποτέλεσμα, τα σήματα από τον καρδιακό παλμό, η αναπνοή, οι αργές ρυθμικές κινήσεις του στομάχου και η κατάσταση των μυών απεικονίζονται στην ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος με τη σειρά του ρυθμίζει αυτές τις λειτουργίες. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας νευρωνικός βρόχος στον οποίο τα νευρικά κύτταρα μεταφέρουν πληροφορίες από τα όργανα στον εγκέφαλο και εντολές προς τα όργανα.
Ωστόσο, τον 20ο αιώνα οι νευροεπιστήμονες είχαν την τάση να αγνοούν το σώμα. Συνέδεαν αποκλειστικά την ψυχική κατάσταση με τον εγκέφαλο – μια προσέγγιση που αντιπροσωπεύτηκε από το πείραμα σκέψης «του εγκεφάλου μέσα στο δοχείο», κατά το οποίο ένας αποσυνδεδεμένος από το σώμα εγκέφαλος συνεχίζει να έχει κανονικές συνειδητές εμπειρίες.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στο τέλος αυτού του αιώνα, όταν ο νευροεπιστήμονας Antonio Damasio από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας πρωτοστάτησε στον τομέα της ενσώματης συνειδητότητας. «Υποστηρίζω την ιδέα ότι το σώμα παίζει σημαντικό ρόλο σε οτιδήποτε έχει να κάνει με το μυαλό», λέει. Για χρόνια ελάχιστοι είχαν την ίδια άποψη, σήμερα όμως ορισμένοι ερευνητές, μεταξύ των οποίων και η Garfinkel, συμμετέχουν στην αναζήτηση της σωματικής προέλευσης όσον αφορά την αίσθηση του εαυτού μας.
Το σημείο εκκίνησής τους είναι η ενδοδεκτικότητα, ένα είδος έκτης αίσθησης που έχουμε για το τι συμβαίνει στο σώμα μας. Ένας απλός τρόπος για να μετρηθεί η ενδοδεκτικότητα είναι να μετρήσουμε τους καρδιακούς παλμούς για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα και να συγκρίνουμε το αποτέλεσμα με την πραγματική μέτρηση από το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Η ικανότητα των ανθρώπων να το κάνουν αυτό έχει σημαντικές διαφορές. Όσοι μπορούν να νιώσουν περισσότερο τον καρδιακό τους παλμό, συνήθως είναι καλύτεροι στο να παίρνουν διαισθητικές αποφάσεις και αντιλαμβάνονται καλύτερα τα συναισθήματα των άλλων.
Τι σημαίνει αυτό; Προκειμένου να το εξηγήσουν, οι ερευνητές έπρεπε να έχουν μια καταγραφή της ενδοδεκτικότητας στον εγκέφαλο. Βρήκαν μία τέτοια στην αντίδραση του εγκεφάλου στον καρδιακό παλμό, η οποία είναι γνωστή ως «δυναμικό καρδιακών παλμών» (HEP). Πολλές μελέτες επικεντρώνονται σε αυτό, αφού το HEP είναι σχετικά εύκολο να μετρηθεί: ο καρδιακός παλμός δεν είναι απολύτως συμμετρικός, οπότε είναι δυνατό να διαχωριστεί το HEP από όλες τις άλλες δραστηριότητες του εγκεφάλου. Το HEP μπορεί να βρεθεί με την ταυτόχρονη καταγραφή του καρδιακού παλμού ενός ατόμου (μέσω ΗΚΓ) και το σκανάρισμα του εγκεφάλου του. Εμφανίζεται ως δραστηριότητα σε διάφορα «δίκτυα του εγκεφάλου σε κατάσταση ανάπαυσης», τα οποία είναι ενεργά ακόμη κι όταν το άτομο δεν κάνει συνειδητά κάποια δραστηριότητα.
Μια ένδειξη για το τι είναι το HEP προήλθε το 2016, όταν ο νευροεπιστήμονας Hyeongdong Park στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας στη Λωζάνη (EPFL) και οι συνάδελφοί του το μέτρησαν σε ανθρώπους που βίωναν μια ψευδαίσθηση σε ολόκληρο το σώμα τους. Οι εθελοντές φορούσαν μια συσκευή εικονικής πραγματικότητας και παρακολουθούσαν μια προσομοίωση του εαυτού τους όπου τους χάιδευαν την πλάτη όπως ακριβώς συνέβαινε και στην πραγματικότητα. Ύστερα από λίγο, ανέφεραν ότι σωματικά ένιωθαν πιο κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν ο εικονικός εαυτός τους παρά στο σημείο που κάθονταν στην πραγματικότητα.
Όσο πιο έντονο ήταν το HER, τόσο πιο ισχυρή ήταν και η ψευδαίσθηση. Όπως συμπέραναν οι ερευνητές, αυτή ήταν η πρώτη νευροφυσιολογική απόδειξη της σύνδεσης ανάμεσα στην ενδοδεκτικότητα και την αντίληψη του εγκεφάλου για τον εαυτό μας. Σύμφωνα με τον Olaf Blanke, επικεφαλής του εργαστηρίου της Γνωστικής Νευροεπιστήμης στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας στη Λωζάνη, (EPFL) «To HEP αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στην αυτοσυνείδηση του σώματος, όπως είναι οι αλλαγές στον αυτοπροσδιορισμό με – και μετατόπιση προς – το εικονικό σώμα».
Η ομάδα του EPFL συνέχισε προκειμένου να δείξει ότι ο σωματικός μας εαυτός δεν είναι καθόλου παθητικός – μάλιστα παρεμβαίνει σε κάθε απόφαση που λαμβάνουμε. Η ομάδα του Blanke είχε ως βάση τη δουλειά του Αμερικανού φυσιολόγου Benjamin Libet, ο οποίος το 1983 εντόπισε ένα σήμα που εμφανίστηκε στον εγκέφαλο ενός ατόμου λίγο πριν συνειδητοποιήσει την πρόθεσή του να δράσει.
Ο Libet έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση. Η ομάδα του EPFL διαπίστωσε ότι το ίδιο σήμα συνδέεται με μια συγκεκριμένη σωματική πράξη, την αναπνοή: είναι πιο πιθανό να ξεκινήσουμε ηθελημένα να πράττουμε όταν εκπνέουμε. Ο Blanke περιγράφει το εύρημά του ως μια ξεκάθαρη ένδειξη του ότι «οι πράξεις της ελεύθερης βούλησης είναι παγιδευμένες σε μια πληθώρα εσωτερικών σωματικών καταστάσεων».
Τέτοιου είδους πειράματα οδήγησαν τον Park και τον Blanke στο συμπέρασμα ότι τα σήματα από τα όργανα μαζί με τα σήματα από το εξωτερικό περιβάλλον τροφοδοτούν μια αναπαράσταση του σωματικού μας εαυτού στον εγκέφαλο. Αυτό περιλαμβάνει τον αυτοπροσδιορισμό και την αίσθηση της θέσης που καταλαμβάνει το σώμα μας στο φυσικό περιβάλλον, όπως στο παραπάνω πείραμα με την ψευδαίσθηση σε ολόκληρο το σώμα. Πιστεύουν επίσης ότι η ρυθμικότητα των σημάτων από τα όργανα βοηθά στη δημιουργία μιας αίσθησης ότι ο εαυτός μας είναι συνεχής στον χρόνο. «Το κυκλικό μοτίβο του καρδιακού παλμού είναι προβλέψιμο», αναφέρει ο Blanke, «και αυτό το χρονικό στοιχείο ίσως παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή την αίσθηση συνέχειας του εαυτού μας».
Η Catherine Tallon-Baudry, νευροεπιστήμονας στο Ecole Normale Superieure στο Παρίσι, έχει διαφορετική άποψη για τον τρόπο που το σώμα συμβάλλει στην αυτοσυνειδητότητα. Ο εγκέφαλος βομβαρδίζεται συνεχώς από σήματα μέσα κι έξω από το σώμα ως αποτέλεσμα των δικών του γνωστικών διαδικασιών. Τα σήματα υποβάλλονται σε επεξεργασία από διαφορετικά εγκεφαλικά κυκλώματα. Θεωρεί ότι τα ρυθμικά σήματα από τα όργανα επιβάλλουν ένα ενοποιημένο πλαίσιο αναφοράς στον εγκέφαλο. Αυτό μας επιτρέπει να αντιληφθούμε όλες τις εισερχόμενες πληροφορίες από την προοπτική ενός μοναδικού, υποκειμενικού «εγώ». «Νομίζω ότι η συνειδητότητα είναι μια ιδιότητα που γεννιέται από τον εγκέφαλο μόλις συγκεντρώσει πληροφορίες από ολόκληρο τον οργανισμό», ισχυρίζεται. Και υπάρχουν διάφορα πειράματα που στηρίζουν τον ισχυρισμό της.
Το 2014, η Tallon-Baudry και ο Park, ο οποίος δούλευε στο εργαστήριό της πριν μετακομίσει στο εργαστήριο του Blanke, ξεκίνησαν να ερευνούν τον τρόπο που το HEP μπορεί να επηρεάσει τη συνειδητή εμπειρία μας από τα πράγματα. Ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να επικεντρώσουν το βλέμμα τους σε ένα κεντρικό σημείο και να πουν αν έβλεπαν έναν αχνό δακτύλιο γύρω από αυτό το σημείο. Όσο μεγαλύτερο ήταν το HEP ενός ατόμου λίγο πριν του δείξουν τον δακτύλιο, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχε να τον αντιληφθεί. «Ο καρδιακός παλμός συμπεριφέρεται σαν ένα επιπλέον τμήμα οπτικών πληροφοριών», αναφέρει η Tallon-Baudry. Παρέχει επίσης την εσωτερική αίσθηση του «τι μου ανήκει» μιας συνειδητής εμπειρίας. Και συνεχίζει λέγοντας: «Στην απάντηση του ατόμου – «Είδα κάτι» – υπάρχει το στοιχείο του «εγώ». Και δεν πρέπει να αγνοούμε αυτό το στοιχείο του «εγώ» στην αντίληψη».
Ο Blanke θεωρεί αυτή τη μελέτη ως μια εκδήλωση της αρχής της συνειδητότητας, λέει όμως ότι δεν χρειάζεται να συμπεράνουμε ότι περιλαμβάνεται και ο εαυτός μας. Για να το αποδείξει, η Tallon-Baudry και η ομάδα της εκπόνησαν μια άλλη μελέτη. Αυτή τη φορά, είχαν στόχο να βρουν τη διαφορά ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εμένα». Η Tallon-Baudry λέει ότι το «εγώ» περιλαμβάνει την πιο βασική πτυχή του εαυτού μας – την πτυχή που έρχεται πριν από τη σκέψη, την ενιαία οντότητα που σκέφτεται. Είναι θεμελιωδώς διαφορετικό από την έννοια του «εμένα», που σημαίνει τον έλεγχο διαφορετικών σωματικών λειτουργιών χωρίς αυτή την αίσθηση της ενότητας.
Για να ανακαλύψουν αν θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι και ο εγκέφαλος αντιμετωπίζει αυτές τις δύο έννοιες με διαφορετικό τρόπο, η ομάδα της Tallon-Baudry ζήτησε από τους ανθρώπους των οποίων τον εγκέφαλο είχε σκανάρει να επικεντρωθούν σε ένα σημείο και μετά να αφήσουν το μυαλό τους να περιπλανιέται. Κάθε τόσο τους διέκοπταν και τους ρωτούσαν αν – εκείνη ακριβώς τη στιγμή – σκέφτονταν το «εγώ» ή το «εμένα», τα οποία είχαν εκπαιδευτεί ώστε να τα αναγνωρίζουν. Ανάλογα με το ποιό ανέφεραν, το HEP εμφανιζόταν σε διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου: σε μια περιοχή κοντά στο μέτωπο αν σκέφτονταν το «εμένα», και σε μια περιοχή πιο πίσω αν σκέφτονταν το «εγώ». Από αυτό φάνηκε για πρώτη φορά ότι ο εγκέφαλος πράγματι διακρίνει τις δύο έννοιες.
Σε μια εργασία που δεν δημοσιεύτηκε ακόμα, η ομάδα της Tallon – Baudry έδειξε επίσης το πώς το σώμα ίσως συμβάλλει στις αποφάσεις μας σχετικά με τις προσωπικές μας προτιμήσεις, οι οποίες με πολλούς τρόπους μας καθορίζουν στα μάτια των άλλων ανθρώπων. Οι εθελοντές που συμμετείχαν είδαν 200 αφίσες γνωστών ταινιών και τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν όσες από αυτές είχαν δει. Την επόμενη μέρα, τους έδειξαν ζεύγη αφισών από τις ταινίες που είχαν αξιολογήσει και τους είπαν να δείξουν ποιά προτιμούσαν ενώ ταυτόχρονα καταγραφόταν το HEP τους. Όπως συμβαίνει συχνά με τέτοιου είδους πειράματα, οι απαντήσεις των συμμετεχόντων δεν ήταν απόλυτα συνεπείς. Ωστόσο, τα άτομα με μεγαλύτερο HEP τη στιγμή της επιλογής έδωσαν απαντήσεις που ήταν περισσότερο σύμφωνες με τις αρχικές τους αξιολογήσεις. Οι επιλογές τους ήταν πιο πραγματικές απέναντι στον εαυτό τους όταν ο εγκέφαλός τους συνδεόταν περισσότερο με την καρδιά τους.
Η αντίληψη του Blanke για τον σωματικό εαυτό και η αντίληψη της Tallon – Baudry για τη σωματική συνειδητότητα τελικά μπορεί να μην είναι και τόσο διαφορετικές. Πράγματι, είναι δυνατόν να υπάρξει μια ανακάλυψη που θα περιλαμβάνει ένα βασικό μοντέλο του ενσώματου εαυτού που συνδυάζει τα ευρήματά τους. Πώς όμως ταιριάζει εδώ η έρευνα της Garfinkel;
Η αντίληψη του Blanke για τον σωματικό εαυτό και η αντίληψη της Tallon – Baudry για τη σωματική συνειδητότητα τελικά μπορεί να μην είναι και τόσο διαφορετικές. Πράγματι, είναι δυνατόν να υπάρξει μια ανακάλυψη που θα περιλαμβάνει ένα βασικό μοντέλο του ενσώματου εαυτού που συνδυάζει τα ευρήματά τους. Πώς όμως ταιριάζει εδώ η έρευνα της Garfinkel;
Ο συναισθηματικός εαυτός μας
Η Garfinkel έχει κάνει έρευνες για δύο ιδέες που συνδέονται μεταξύ τους: για το ότι τα σωματικά σήματα επηρεάζουν τα συναισθήματά μας και για το ότι τα συναισθήματα διαμορφώνουν την αίσθηση του εαυτού μας μέσω της μνήμης και της μάθησης. Δουλεύοντας με άτομα που έπασχαν από αυτισμό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν συχνά όταν συναναστρέφονται με τους άλλους προέρχονται από τον εγκέφαλό τους ο οποίος κατακλύζεται από τις σπλαχνικές εισόδους που σχετίζονται με τα δικά τους συναισθήματα και τα συναισθήματα των άλλων.
Με βάση την ιδέα ενός υπερδραστήριου άξονα σώματος-εγκεφάλου, η έρευνα της Garfinkel επέστρεψε σε εκείνο που στοίχειωνε τους βετεράνους του πολέμου: τον φόβο. Στην πιο πρόσφατη μελέτη της, τροποποίησε ένα κλασσικό παράδειγμα της Ψυχολογίας που ονομάζεται «εξαρτημένη εκμάθηση φόβου», στο οποίο οι εθελοντές μαθαίνουν να συσχετίζουν ουδέτερα ερεθίσματα με αρνητικές συνέπειες. Έκανε μέτρηση των καρδιακών παλμών των συμμετεχόντων καθώς και της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του δέρματος, η οποία αυξάνεται όταν νιώθουμε φόβο. Οι εθελοντές έδειχναν μεγαλύτερο φόβο όταν τα ερεθίσματα παρουσιάζονταν όταν η καρδιά τους ήταν σε σύσπαση παρά σε χαλάρωση.
Επίσης, η φάση του καρδιακού παλμού επηρέασε το πόσο εύκολα προκαλούνταν αυτές οι αντιδράσεις φόβου αργότερα. Η ίδια αναφέρει: «Αυτά τα σήματα που προέρχονται από την καρδιά μπορούν πραγματικά να οδηγήσουν και να παρακάμψουν τις αντιδράσεις στην εξαρτημένη εκμάθηση φόβου».
Η Garfinkel δεν θέλει να μιλά για τη συνειδητότητα γιατί θεωρεί ότι η έννοια είναι ασαφής. «Η συνειδητότητα λειτουργεί σε πολλά επίπεδα», λέει. Πιστεύει όμως ότι προσπαθεί να λύσει τους ίδιους γρίφους με τον Blanke και την Tallon-Baudry. Για τον Damasio, και οι τρεις προσεγγίσεις είναι αποδεκτές αν τις εξετάσουμε από την οπτική της εξέλιξης.
Πριν από τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, οι πρώτοι πρωτόγονοι οργανισμοί σημείωσαν αλλαγές στη σωματική τους κατάσταση – ισοδύναμες με την πείνα, τη δίψα, τον πόνο και άλλα – και είχαν μηχανισμούς ανατροφοδότησης προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία. Τα κατάλοιπα αυτών των πρωτόγονων μηχανισμών είναι σήμερα το δικό μας αυτόνομο νευρικό σύστημα, το οποίο ελέγχει σωματικές λειτουργίες όπως ο καρδιακός παλμός και η πέψη και που σε μεγάλο βαθμό δεν αντιλαμβανόμαστε. Περίπου μισό δισεκατομμύριο χρόνια πριν, το κεντρικό νευρικό σύστημα που διέθετε εγκέφαλο, εξελίχθηκε.
«Ήταν μια δεύτερη σκέψη της Φύσης», αναφέρει ο Damasio. Αποτέλεσε όμως την «άγκυρα» εκείνου που κάποτε ήταν ένας πιο διαμοιρασμένος νους. Οι αλλαγές στην κατάσταση του σώματος προβλήθηκαν στον εγκέφαλο και βιώθηκαν ως συναισθήματα ή ένστικτα – για παράδειγμα το συναίσθημα του φόβου ή το ένστικτο της πείνας. Η υποκειμενικότητα εξελίχθηκε αργότερα και πάλι. Επιβλήθηκε από το μυοσκελετικό σύστημα, το οποίο εξελίχθηκε ως φυσικό πλαίσιο για το κεντρικό νευρικό σύστημα ενώ ταυτόχρονα παρείχε ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς: το ενοποιημένο «εγώ» της συνειδητής εμπειρίας.
Ενώ ο Damasio έχει στο μυαλό του μια σύνθεση απόψεων, οι άλλοι ερευνητές σκέφτονται για τις εφαρμογές των ευρημάτων τους. Η Garfinkel σκοπεύει να δοκιμάσει την ιδέα της σχετικά με τον υπερδραστήριο άξονα καρδιάς-εγκεφάλου κατευθείαν σε άτομα που υποφέρουν από κάποιο τραύμα. Ήδη, τα συμπεράσματά της υποστηρίζουν το σκεπτικό ότι κάποια φάρμακα που είναι σχεδιασμένα για να επιδρούν στο καρδιαγγειακό σύστημα μπορούν να βοηθήσουν στη θεραπεία της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες. Μάλιστα, τέτοιου είδους φάρμακα βρίσκονται ήδη σε κλινικές δοκιμές.
Οι Blanke και Park έχουν καταθέσει αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που σχετίζεται με τη χρήση αναπνευστικών μοτίβων για να προβλεφθεί μια συμπεριφορά. Μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να συμβάλλει ώστε ο συντονισμός εγκεφάλου – ηλεκτρονικού υπολογιστή να είναι πιο ευαίσθητος στις επιλογές των ατόμων με αναπηρία.
Η Tallon-Baudry συνεργάζεται με τον νευρολόγο Steven Laureys στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης στο Βέλγιο με σκοπό να μελετήσει το HEP σε ανθρώπους με διαταραχές συνειδητότητας, όπως για παράδειγμα όσοι βρίσκονται σε κώμα. Έχουν προγραμματίσει μια μηχανή τεχνητής νοημοσύνης για να δουν πώς σχετίζεται το HEP με μετρήσιμα κλινικά σήματα των συγκεκριμένων ασθενών, και να ελέγξουν αν το HEP από μόνο του θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως διαγνωστικό εργαλείο σε άτομα των οποίων τα κλινικά σήματα είναι διφορούμενα – ιδιαίτερα στην περιοχή με φαιά ουσία που είναι γνωστή ως Κατάσταση Ελάχιστης Συνειδητότητας.
Όλες αυτές οι ανακαλύψεις έχουν και φιλοσοφικές επιπτώσεις. Αν η συνειδητότητα είναι ενσώματη, αυτό ίσως επηρεάσει τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τον θάνατο, ο οποίος επί του παρόντος ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως η μη αναστρέψιμη απώλεια της λειτουργίας του εγκεφάλου (αλλά όχι του σώματος). Η έρευνα έχει επίσης επιπτώσεις όσον αφορά τη συνειδητότητα των ζώων και τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουμε. Και αν η συνειδητότητα είναι ενσώματη, σημαίνει ότι μια μηχανή ή ένα ρομπότ χωρίς τρόπο ενσωμάτωσης σημάτων από το σώμα του, δεν θα έχει ποτέ πραγματική συνειδητότητα. «Όταν αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις του ενσώματου εαυτού μας, το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό», λέει η Tallon-Baudry.
* Η Laura Spinney είναι συγγραφέας με έδρα το Παρίσι. Το τελευταίο της βιβλίο έχει τίτλο «Pole Rider: η ισπανική γρίπη του 1918 και πώς άλλαξε τον κόσμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου