Το επάγγελμα του γαλατά, τα παλιά χρόνια, δεν το συναντούσες στα χωριά, παρά μόνο στις μικρές και μεγάλες πόλεις. Στα χωριά σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν δικά τους ζώα και το έβρισκαν εύκολα. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια των πόλεων. Στην Ελλάδα και ειδικότερα στα αστικά κέντρα του 18ου αιώνα, (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα κ.λπ.) το επάγγελμα αυτό ασκούσαν μικροποιμένες που περιφέρονταν γύρω από τις πόλεις με τα αιγοπρόβατά τους τα οποία και άρμεγαν οι ίδιοι προ του αγοραστή ή κάποιοι βοηθοί τους. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια του με το φρέσκο γάλα πάνω στο γαϊδουράκι και ξεκινούσε πολύ πρωί από το χωριό για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστό στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα. Κάθε ημέρα έπρεπε να είναι ακριβής στην ώρα του γιατί τον περίμενε η κάθε νοικοκυρά με τη δική της κανάτα. Συνήθως ήταν μπακιρένια ή πήλινη. Μερικές πολυάσχολες νοικοκυρές άφηναν το άδειο σκεύος έξω από την πόρτα για να το γεμίσει ο γαλατάς, σκεπασμένο συνήθως με μια πέτρα από το φόβο της γάτας. Το γάλα αυτό, υποχρεωτικά οι νοικοκυρές έπρεπε να το βράσουν καλά, γιατί μπορούσε να προκαλέσει πυρετό. Ο γαλατάς είχε καθημερινά τη δική του πελατεία, επειδή όμως πάντα έβρισκε και γυναίκες που του ζητούσαν γάλα σε έκτακτες περιπτώσεις, φρόντιζε να έχει μαζί του και λίγο παραπάνω γάλα. Όταν δεν μπορούσε να το πουλήσει, φώναζε στους δρόμους: “ο γαλατάς! φρέσκο, ολόπαχο γάλα!”. Ποτέ δε γύριζε πίσω με περισσευούμενο γάλα.
Τα χωριά γύρω από τη Θεσσαλονίκη τότε είχαν πολλή κτηνοτροφία. Αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες. Άρμεγαν πρωί και βράδυ, κρατούσαν αυτό που ήταν να κάνουν τυρί ή γιαούρτι και το υπόλοιπο το πουλούσαν. Ο κόσμος στην πόλη το αγόραζε, επειδή ήταν φρέσκο και ολόπαχο. Δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό που πίνουμε σήμερα.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού.
Όμως, μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970, απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Έτσι, το επάγγελμα του γαλατά πέρασε στην Ιστορία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου