Αρθρο των Paul Fitzgerald & Elizabeth Gould στο Consortium Νews
[Η νεοσυντηρητική ελίτ που κυριαρχεί στην Ουάσινγκτον τις τελευταίες δεκαετίες – μια ετερόκλιτη συμμαχία Ευαγγελικών, σιωνιστών και τροτσκιστών(!) σε αγαστή συνεργασία με το στρατιωτικοβιομηχανικό κατεστημένο – θεωρεί ‘’ιερό’’ της καθήκον – ‘’εμπνεόμενη’’ από την… Αποκάλυψη!!! – την δια των όπλων προώθηση του ‘’δημοκρατικού καπιταλισμού του…Πενταγώνου’’ και βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι σε μία γενική σύρραξη είναι αυτή που θα …χαμογελάσει. Το σκόπιμο σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων – ‘’πυρηνική καταστροφή’’ του ΔΝΤ στη Ρωσία του Γέλτσιν. Ε.Δ.Ν.]
Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel ανέφερε τον περασμένο Σεπτέμβριο [2017] ότι “ο Stanley Fischer, 73 ετών, Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, γνωρίζει καλά την πτώση των πλουσίων αυτού του κόσμου. Πέρασε την παιδική ηλικία και τα νεανικά του χρόνια στο βρετανικό προτεκτοράτο της Ροδεσίας … πριν πάει στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για τις πανεπιστημιακές σπουδές του. Εκεί έζησε από πρώτο χέρι τη διάλυση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας … Σήμερα ως Αμερικανός πολίτης, ο Φίσερ βλέπει μια άλλη μεγάλη δύναμη να αποχωρεί από την παγκόσμια σκηνή …. οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν τη θέση τους ως παγκόσμια ηγεμονική δύναμη, είπε πρόσφατα …. Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να παρασύρει τον κόσμο σε μια πολύ επικίνδυνη πορεία…”
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και τη δημιουργία του δόγματος Wolfowitz το 1992 υπό την ηγεσία του George Herbert Walker Bush, οι Ηνωμένες Πολιτείες διεκδίκησαν τον πυρσό της πρώτης και μονοπολικής δύναμης στον κόσμο με την πρόθεση να συντρίψουν οποιοδήποτε έθνος ή σύστημα που θα τους αντιτίθετο στο μέλλον. Η νέα παγκόσμια τάξη, που σχεδιάστηκε μόλις πριν από μερικά χρόνια, γίνεται όλο και πιο ασταθής καθημερινά, επιδεινούμενη από ποικίλους βαθμούς ανικανότητας και απληστίας που εκπορεύονται από το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Παρίσι και την Ουάσινγκτον.
Ένα πρόσθετο σημάδι των συνεχιζόμενων σήμερα σεισμικών δονήσεων: όταν η συνέντευξη του Fischer εμφανίστηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του Der Spiegel, αυτός είχε ήδη ανακοινώσει την παραίτησή του ως Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ – οκτώ μήνες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία. Αν κάποιος γνωρίζει την παρακμή και την πτώση των αυτοκρατοριών, αυτός είναι ο «παγκοσμιοποιημένος» και πρώην πρόεδρος της Τράπεζας του Ισραήλ, Stanley Fischer. Όχι μόνο βίωσε την αποσύνθεση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως νεαρός φοιτητής στο Λονδίνο, αλλά επίσης συμμετείχε άμεσα στην πλήρη διάλυση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας τη δεκαετία του 1990.
Ως γνήσιο προϊόν της βρετανικής αυτοκρατορίας και άνθρωπος εμπιστοσύνης για τους μακροπρόθεσμους αυτοκρατορικούς της στόχους, ο Φίσερ είναι όχι μόνο άγγελος θανάτου της αυτοκρατορίας αλλά και ρακοσυλλέκτη της.
Η ‘’de facto απάτη’’ του ΔΝΤ σε βάρος των Ρώσων
Μαζί με μια χούφτα οικονομολόγους του Χάρβαρντ, με επικεφαλής τους Jonathan Hay, Larry Summers, Andrei Shleifer και τον Jeffry Sachs στο ‘’Σχέδιο Χάρβαρντ’’, καθώς και τον Anatoly Chubais, τον κορυφαίο Ρώσσο οικονομικό σύμβουλο, ο Fischer συνέβαλε να βυθιστούν εκατό εκατομμύρια Ρώσοι στη φτώχεια από τη μια μέρα στην άλλη – με την ιδιωτικοποίηση ή, όπως θα έλεγαν μερικοί, με την πειρατεία – της ρωσικής οικονομίας. Ωστόσο, οι Αμερικανοί δεν έμαθαν ποτέ την πραγματική ιστορία επειδή μια μεροληπτική αντιρωσική αφήγηση κάλυψε την πραγματική φύση της κλοπής από την αρχή μέχρι το τέλος.
Οπως περιγράφει στο βιβλίο της Shadow Elite του 2009 η Janine R. Wedel, μελετητής της δημόσιας πολιτικής και ανθρωπολόγος: “Παρουσιαζόμενη στη Δύση ως ένας αγώνας μεταξύ των μεταρρυθμιστών του Διαφωτισμού που προσπαθούσαν να αναπτύξουν την οικονομία με την ιδιωτικοποίηση, και τους οπισθοδρομικούς Λουδίτες που αντιτάσσονταν σε αυτή, η ιστορία αυτή παραμόρφωσε τα γεγονότα. Η ιδέα ή ο σκοπός της ιδιωτικοποίησης δεν αμφισβητούνταν, ακόμη και μεταξύ των κομμουνιστών … Το Ρωσικό Ανώτατο Σοβιέτ, ένας κομμουνιστικός οργανισμός, πέρασε δύο νόμους που έθεσαν τις βάσεις της ιδιωτικοποίησης. Η αντίθεση προς την ιδιωτικοποίηση δεν αφορούσε αυτή την ίδια την ιδέα, αλλά το πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης που εφαρμόστηκε, τον αδιαφανή τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε και στη χρησιμοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας για παράκαμψη του κοινοβουλίου. ”
Υποστηρίζοντας ότι το πρόγραμμα έγινε σκόπιμα για να οδηγήσει σε αποτυχία τη Ρωσία και το ρωσικό λαό με το πρόσχημα μιας ψεύτικης αφήγησης, η Wedel συνεχίζει: «Το αποτέλεσμα κατέστησε την ιδιωτικοποίηση ‘’de facto απάτη”, όπως είπε ένας οικονομολόγος. Αυτό επιβεβαίωσε και η κοινοβουλευτική επιτροπή που διαπίστωσε ότι το σχέδιο της Chubais “δημιουργούσε ευνοϊκό πεδίο για εγκληματικές δραστηριότητες”».
Αν ο Fischer, ένας άνδρας που συνέβαλε στη δημιουργία αισχοκέρδειας με την εγκληματική ιδιωτικοποίηση στη μετα-αυτοκρατορική Ρωσία, λέει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε επικίνδυνο δρόμο, ήρθε η ώρα οι Αμερικανοί της μετα-αυτοκρατορίας να αναρωτηθούν τι ρόλο έπαιξε για να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτή τον επικίνδυνο δρόμο. Το βίαιο τραύμα που επέβαλε ο Fischer και το “διάσημο” Σχέδιο του Χάρβαρντ στη Ρωσία υπό την ηγεσία του Μπόρις Γέλτσιν τη δεκαετία του 1990 είναι ελάχιστα γνωστό στους Αμερικανούς. Σύμφωνα με τον James Carden του περιοδικού Αmerican Conservative, «Όπως επεσήμανε το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας το 2011 …” Η παρέμβαση του ΔΝΤ στη Ρωσία κατά τη διάρκεια της θητείας του Fischer οδήγησε σε μία από τις χειρότερες απώλειες παραγωγικότητας στον κόσμο, χωρίς να μεσολαβήσει πόλεμος ή φυσική καταστροφή”. Πράγματι, ένας Ρώσος παρατηρητής συνέκρινε τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της παρέμβασης του ΔΝΤ με το αποτέλεσμα πυρηνικής επίθεσης μεσαίου μεγέθους.»
Stanley Fischer
Αν ο Fischer, ένας άνδρας που συνέβαλε στη δημιουργία αισχοκέρδειας με την εγκληματική ιδιωτικοποίηση στη μετα-αυτοκρατορική Ρωσία, λέει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε επικίνδυνο δρόμο, ήρθε η ώρα οι Αμερικανοί της μετα-αυτοκρατορίας να αναρωτηθούν τι ρόλο έπαιξε για να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτή τον επικίνδυνο δρόμο. Το βίαιο τραύμα που επέβαλε ο Fischer και το “διάσημο” Σχέδιο του Χάρβαρντ στη Ρωσία υπό την ηγεσία του Μπόρις Γέλτσιν τη δεκαετία του 1990 είναι ελάχιστα γνωστό στους Αμερικανούς. Σύμφωνα με τον James Carden του περιοδικού Αmerican Conservative, «Όπως επεσήμανε το Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας το 2011 …” Η παρέμβαση του ΔΝΤ στη Ρωσία κατά τη διάρκεια της θητείας του Fischer οδήγησε σε μία από τις χειρότερες απώλειες παραγωγικότητας στον κόσμο, χωρίς να μεσολαβήσει πόλεμος ή φυσική καταστροφή”. Πράγματι, ένας Ρώσος παρατηρητής συνέκρινε τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της παρέμβασης του ΔΝΤ με το αποτέλεσμα πυρηνικής επίθεσης μεσαίου μεγέθους.»
Ο ρόλος του Brzezinski
Οι περισσότεροι Αμερικανοί επίσης δεν γνωρίζουν ότι ήταν ο Zbigniew Brzezinski, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Jimmy Carter, αυτός που κατά τη δεκαετία του 1970 ανέπτυξε το μεγάλο σχέδιο για την κατάκτηση της καρδιάς της Ευρασίας που κατέληξε σε μπούμερανγκ για να τρομοκρατήσει την Ευρώπη και την Αμερική τον 21ο αιώνα. Ο Brzezinski πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του υπονομεύοντας την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση και το υπόλοιπο της ζωής του ανησυχώντας για την επανεμφάνισή της ως τσαρική αυτοκρατορία υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ίσως είναι άδικο να πούμε ότι το μίσος κατά της Ρωσίας ήταν η μόνη εμμονή του. Αλλά ένα διαδεδομένο αστείο κατά τη διάρκεια της θητείας του ως ανώτερου αξιωματούχου της εθνικής ασφάλειας του προέδρου έλεγε ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει τη Νικαράγουα σε χάρτη.
Brzezinski : πατέρας της ιδέας της αμερικανικής μονοκρατορίας.
Και βέβαια είναι ο Brzezinski αυτός που εκπόνησε το σχέδιο για την διακυβέρνηση ενός μονοπολικού κόσμου από τις ΗΠΑ, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Και αν μπορούμε να πούμε ότι κάποιος αντιπροσωπεύει το οικονομικό σύστημα το θεμελιωμένο στο χρέος το οποίο τροφοδότησε τον μεταβιετναμικό ιμπεριαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτός είναι ο Φίσερ. Η αποχώρησή του θα έπρεπε να κάνει όλους τους νεοσυντηρητικούς να τρέμουν. Το όνειρό τους για μια νέα παγκόσμια τάξη σταμάτησε και πάλι στις πύλες της Μόσχας.
Κάθε φορά που θα γράφεται ο σύντομος επιτάφιος του Αμερικανικού Αιώνα [φράση για να χαρακτηρίσει την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα], είναι σίγουρο ότι θα προβάλλει τον εμβληματικό ρόλο που έπαιξαν οι νεοσυντηρητικοί στην επιτάχυνση του τέλους του. Από το χάος που δημιούργησε το Βιετνάμ, αναγκάστηκαν να αναδιαρθρώσουν την αμερικανική πολιτική, τα οικονομικά και την εξωτερική πολιτική για δικούς τους σκοπούς. Καθοριζόμενος αρχικά από τους Σιωνιστές και τους τροτσκιστές, αλλά κατευθυνόμενος από το αγγλο-αμερικανικό κατεστημένο και τις ελίτ τους των Μέσων Ενημέρωσης, ο στόχος των νεοσυντηρητικών, σε συνεργασία με τους νεοφιλελεύθερους εταίρους τους της Σχολής του Σικάγου, ήταν να αποδομήσει το κράτος – Εθνος μέσω της πολιτιστικής επιβολής και της οικονομικής ανατροπής και να σχεδιάζει την αμερικανική κυριαρχία στο εξωτερικό. Μέχρι στιγμής, είχαν μεγάλη επιτυχία εις βάρος ενός μεγάλου μέρους του κόσμου.
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έως τη δεκαετία του 1980, στόχος ήταν η Σοβιετική Ένωση, αλλά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η κατάργηση κάθε αντίστασης στην παγκόσμια κυριαρχία τους.
Καπιταλισμός του Πενταγώνου
Η ύποπτη χρηματοδότηση, οι αυτοκρατορικές περιπέτειες και ο νεοσυντηρητισμός πάνε χέρι-χέρι. Οι ιδρυτές της CIA είδαν τους εαυτούς τους ως εταίρους σε αυτό το εγχείρημα και η αμυντική βιομηχανία τους υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες. Ο R. T. Naylor, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο McGill, συγγραφέας του Hot Money and the Politics of debt [Κερδοσκοπικά κεφάλαια και πολιτική του χρέους] το 1987, περιέγραψε πώς ο «Καπιταλισμός του Πενταγώνου» κατέστησε εφικτό τον πόλεμο του Βιετνάμ με την πώληση του χρέους του Πενταγώνου στον υπόλοιπο κόσμο.
«Πράγματι, Αμερικανοί πεζοναύτες αντικατέστησαν τα ‘’βαποράκια’’ του Meyer Lansky [Ο Meyer Lansky, ο οποίος πέθανε το 1983, ήταν Αμερικανός μαφιόζος, συνεργάτης της οικογένειας Luciano σ.τ.μ.] και ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες τακτοποίησαν το ‘’ξέπλυμα’’, γράφει ο Naylor . «Όταν ο μηχανισμός εξηγήθηκε στον μετανιωμένο [νεοσυντηρητικό] Herman Kahn – αυτός που διέσωσε τον επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης της εποχής και αυτός που διέδωσε την ιδέα ότι ήταν δυνατό να χαμογελούν μετά από μια παγκόσμια σύρραξη – αντέδρασε με έκδηλη ευχαρίστηση. Ο Kahn αναφώνησε με ενθουσιασμό: ’’Φέραμε εις πέρας τη μεγαλύτερη απάτη στην ιστορία! Βραχυκυκλώσαμε τη Βρετανική Αυτοκρατορία.” Στους πρώτους νεοσυντηρητικούς, εκτός από τον πυρήνα των πρώην τροτσκιστών διανοούμενων, ανήκαν και προσωπικότητες όπως ο James Burnham, ο πατέρας του Ψυχρού Πολέμου Paul Nitze, ο γερουσιαστής Daniel Patric Moynihan, ο γερουσιαστής Henry «Scoop» Jackson, η Jeane Kirkpatrick και ο ίδιος ο Brzezinski.
Από την εμφάνισή τους στην αμερικανική πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1970, ήταν γνωστό ότι θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημοκρατία στην Αμερική, ωστόσο οι πιο μετριοπαθείς θεματοφύλακες της Ουάσιγκτον επέτρεψαν την ανάμειξή τους χωρίς να προβάλουν αντίσταση.
Jackson : Ιδρυτής των Νεοσυντηρητικών.
Το κλασικό πλέον βιβλίο του Peter Steinfels του 1979, Les Néoconservateurs : Les hommes qui changent la politique américaine (Οι νεοσυντηρητικοί: Οι άνθρωποι που αλλάζουν τηναμερικανική πολιτική) αρχίζει με αυτά τα μοιραία λόγια. “ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ είναι απλά. Πρώτον, ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσφατα εμφανίστηκε μια ιδιαίτερη και ισχυρή πολιτική τάση. Δεύτερον, ότι η τάση αυτή, που ασχολείται με ορισμένες πτυχές της αμερικανικής ζωής, είναι τυφλή ή εφησυχαστική προς τους άλλους, πρεσβεύει μια πολιτική η οποία, αν επικρατήσει, απειλεί να μετριάσει και να μειώσει τις προσδοκίες από την αμερικανική δημοκρατία».
1973: Η επιβολή του σιωνιστικού λόμπι
Όμως, πολύ πριν από τις εκτιμήσεις του Steinfels το 1979, το νεοσυντηρητικό πρόγραμμα να θέσουν τα δικά τους συμφέροντα μπροστά από τα αμερικανικά ήταν σε καλό δρόμο, περιορίζοντας την αμερικανική δημοκρατία, υπονομεύοντας την ανάσχεση και εκνευρίζοντας τους αμερικανούς εταίρους του ΝΑΤΟ που την υποστήριζαν. Σύμφωνα με τον διακεκριμένο μελετητή της ΕΣΣΔ Raymond Garthoff του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, από την έναρξή της πολεμήθηκε από τις δεξιές δυνάμεις και τις στρατιωτικο-βιομηχανικές δυνάμεις (υπό την ηγεσία του γερουσιαστή “Scoop” Jackson). Αλλά η επιδοκιμασία αυτής της πολιτικής από τις Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξε ως αποτέλεσμα της παρέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών εξ ονόματος του Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Οκτωβρίου 1973. Ο Garthoff γράφει στον λεπτομερή του τόμο για τις αμερικανο-σοβιετικές σχέσεις και Détente et Confrontation (Ανάσχεση και Σύγκρουση): “Για τους συμμάχους, η απειλή [προς το Ισραήλ] δεν προερχόταν από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά από απερίσκεπτες ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών, που λαμβάνονταν μονομερώς και χωρίς διαβούλευση. Η αερομεταφορά [όπλων] ήταν πολύ κακή. Το επιθετικό δυναμικό των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη ήταν υπερβολικά υψηλό.”
Εκτός από το παραλυτικό αραβικό εμπάργκο πετρελαίου που ακολούθησε, η κρίση εμπιστοσύνης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των ΗΠΑ προκάλεσε σχεδόν ανταρσία στο ΝΑΤΟ. “Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν χρησιμοποιήσει την κρίση για να μετατρέψουν μια αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν βυθιστεί, σε αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν αυτήν την ένταση ως δικαιολογία για να ζητήσουν από την Ευρώπη να υποτάξει τις δικές της πολιτικές σε ένα κατευθυνόμενο αμερικανικό διπλωματικό στοίχημα στο οποίο αυτή δεν είχε κανένα έλεγχο και για το οποίο δεν είχε καν ενημερωθεί, και όλα αυτά στο όνομα της ενότητας της συμμαχίας”.
Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρήκαν κοινό τόπο με τον σοβιετικό εχθρό τους του ψυχρού πολέμου επιβάλλοντας μια κατάπαυση του πυρός που έγινε δεκτή τόσο από την Αίγυπτο όσο και από το Ισραήλ, επιβεβαιώνοντας έτσι τη χρησιμότητα της ανάσχεσης. Αλλά όπως είπε ο Garthoff, αυτή η επιτυχία είχε ως αποτέλεσμα να εξαπολυθεί μια ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια από τους «πολλούς υποστηρικτές της ισραηλινής πολιτικής» στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αρχίσουν να αντιτίθενται σε οποιαδήποτε συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Garthoff γράφει: “Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ωθήσει το Ισραήλ να κάνει ακριβώς αυτό που ήθελε η Σοβιετική Ένωση (και οι Ηνωμένες Πολιτείες): να σταματήσει την προώθησή του λίγο πριν την πλήρη περικύκλωση της Τρίτης Αιγυπτιακής Στρατιάς ανατολικά του Suez … Σε αυτό το γεγονός [οι πολλοί υποστηρικτές της ισραηλινής πολιτικής] είδαν τη σύγκλιση των αμερικανικών συμφερόντων και την αποτελεσματική συνεργασία στην επιβολή μιας κατάπαυσης του πυρός ως προάγγελο μιας μεγαλύτερης μελλοντικής συνεργασίας των δύο υπερδυνάμεων για την επίλυση του Ισραηλινο-Αραβο-Παλαιστινιακού προβλήματος “.
Κατά τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν τον ισραηλινο-αραβικό πόλεμο του Οκτωβρίου 1973, το ζήτημα του Ισραήλ και της ασφάλειας του συνδέθηκε τόσο στενά με την αμερικανική πολιτική που ταυτίστηκε με αυτή. Το παράδειγμα του Οκτώβρη του 1973, δηλαδή η επιτυχία της ανάσχεσης να εξασφαλίσει τα αμερικανικά και τα σοβιετικά συμφέροντα, ήταν ανάθεμα για ολόκληρο το νεοσυντηρητικό πρόγραμμα και αποκάλυπτε τον πραγματικό του έλεγχο.
Εκείνη την εποχή, η πλειοψηφία των Αμερικανών Εβραίων δεν ήταν απαραίτητα ενάντια στις καλύτερες σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά με την επίθεση δεξιών νεοσυντηρητικών ειδικών με επιρροή, όπως ο Ben Wattenberg και Irving Kristol και την εκρηκτική επίδειξη του σιωνιστικού κινήματος των Ευαγγελικών, πολλοί φιλελεύθεροι Αμερικανοί υποστηρικτές του Ισραήλ πείστηκαν για πρώτη φορά να γυρίσουν την πλάτη τους στην ανάσχεση.
Σύμφωνα με το βιβλίο Détente and Confrontation του Raymond Garthoff, εξέχοντα ειδικού της Σοβιετικής Ενωσης του Υπουργείου Εξωτερικών, “η αμερικανο-σοβιετική συνεργασία για την εκτόνωση τόσο της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης όσο και της εμπλοκής τους σε μια επικίνδυνη σύγκρουση μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένη εφαρμογή της διαχείρισης κρίσεων κατά την περίοδο της ανάσχεσης”. Αλλά όπως αναγνωρίζει ο Garthoff, αυτή η επιτυχία απείλησε την «με ζήλο φυλασσόμενη ελευθερία δράσης του Ισραήλ για να καθορίζει μονομερώς τις δικές του απαιτήσεις ασφαλείας» και ήχησε των κώδωνα συναγερμού στο Τελ Αβίβ και στην Ουάσινγκτον.
Με τον Ρίτσαρντ Νίξον σε δυσχερή θέση λόγω Watergate και Βιετνάμ, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήταν ανοιχτή σε εξωτερικές πιέσεις και το επόμενο έτος θα έπεφτε σίγουρα στα χέρια ενός συνασπισμού ομάδων του φιλοϊσραηλινού λόμπι, νεοσυντηρητικών και της δεξιάς αμυντικής βιομηχανίας.
Αυτές οι ομάδες, όπως η American Israel Public Affairs Committee (AIPAC), το Jewish Institute for National Security Affairs (JINSA), το American Security Council και η Committee on the Present Danger, θα αναλάμβαναν να υποκαταστήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και προσωπική σταυροφορία για τον έλεγχο της μεγάλης Μέσης Ανατολής.
Ο Theodor Herzl στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου Οι Τρεις Βασιλείς στη Βασιλεία, το 1897.
Το ζήτημα της αμερικανικής υποστήριξης προς το Ισραήλ, των νεοσυντηρητικών φίλων του και της αντιρωσικής προκατάληψης έχει μια μακρά και περίπλοκη ιστορία που χρονολογείται πολύ πριν από το Σιωνιστικό σχέδιο του 19ου αιώνα του Theodor Herzl. Ο σιωνισμός δεν ενσταλάχθηκε στην αμερικανική σκέψη από τους Εβραίους, αλλά από τους Βρετανούς Πουριτανούς του 16ου και 17ου αιώνα, των οποίων ιερή αποστολή ήταν να αποκαταστήσουν ένα αρχαίο βασίλειο του Ισραήλ και να ολοκληρώσουν αυτό που πίστευαν ότι ήταν προφητεία της Βίβλου με βάση όσα αυτή γράφει για τον πατριάρχη Ιακώβ.
Το αγγλο-ισραηλινό κίνημα βρήκε κοινό τόπο με τους πολιτικούς στόχους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής μέσω της εβραϊκής μετεγκατάστασης στην Παλαιστίνη, η οποία κορυφώθηκε με τη Διακήρυξη Balfour του 1917. Αυτό το μακροπρόθεσμο σχέδιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας συνεχίζεται σήμερα μέσω της αμερικανικής πολιτικής και αυτό είναι που έχει ονομαστεί Σιωνιστικό Σχέδιο ή Σχέδιο Γινόν.
Προσθέστε σε αυτό τα 700 εκατομμύρια μέλη του παγκόσμιου ευαγγελικού κινήματος και των 70 εκατομμυρίων χριστιανών σιωνιστών στις Ηνωμένες Πολιτείες και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ προς τη Μέση Ανατολή γίνεται μια αποκαλυπτικού χαρακτήρα συρροή από κρυφές ατζέντες, εθνοτικά παράπονα και θρησκευτικές έριδες σε μια μόνιμη κρίση.
Έχει υποστηριχθεί ότι η δουλική προσκόλληση των νεοσυντηρητικών στο Ισραήλ καθιστά τον νεοσυντηρητισμό αποκλειστικά εβραϊκή δημιουργία. Πολλοί νεοσυντηρητικοί συγγραφείς, όπως ο David Brooks των New York Times, κατηγορούν τους επικριτές του Ισραήλ για αντισημιτισμό, προσάπτοντάς τους ότι αντικαθιστούν τον όρο «νεοσυντηρητικός» με τον όρο «Εβραίος». Άλλοι υποστηρίζουν ότι «ο νεοσυντηρητισμός είναι πράγματι ένα εβραϊκό πνευματικό και πολιτικό κίνημα» με «στενούς δεσμούς με τα πιο ακραία εθνικιστικά, επιθετικά, ρατσιστικά και φανατικά στοιχεία μέσα στο Ισραήλ».
Αν και δρα σαφώς ως πολιτικό μέτωπο για τα συμφέροντα του Ισραήλ και ως κινητήριος μοχλός για μόνιμο πόλεμο, ο νεοσυντηρητισμός δεν θα είχε πετύχει ποτέ ως πολιτικό κίνημα χωρίς την υποστήριξη και συνεργασία ισχυρών μη εβραϊκών ελίτ.
Ο Michael Lind, συνιδρυτής του New America Foundation, έγραψε στο The Nation το 2004: «Μαζί με άλλες παραδόσεις της αντισταλινικής αριστεράς, ο νεοσυντηρητισμός γοήτευσε πολλούς Εβραίους διανοούμενους και ακτιβιστές, αλλά δεν είναι, για αυτόν τον λόγο, εβραϊκό κίνημα. Όπως και άλλες αριστερές σχολές, ο νεοσυντηρητισμός στρατολόγησε από διάφορα «φυτώρια», συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων καθολικών … των λαϊκιστών, των σοσιαλιστών και των φιλελεύθερων του Νew Deal στις νότιες και νοτιοδυτικές Πολιτείες … Με εξαίρεση τη στρατηγική στη Μέση Ανατολή … δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα «εβραϊκό» στις νεοσυντηρητικές απόψεις για την εξωτερική πολιτική. Ενώ το παράδειγμα του Ισραήλ ενέπνευσε τους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς … η παγκόσμια στρατηγική των σημερινών νεοσυντηρητικών διαμορφώνεται πρωτίστως από την αντικομουνιστική κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου ».
Προσθέστε σε αυτό τη συνεχή επιρροή των πολιτικών ιθυνόντων της αυτοκρατορικής Βρετανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – τη δημιουργία του Πακιστάν το 1947 και του Ισραήλ το 1948 – και αποκαλύπτεται το κρυμμένο χέρι μιας παγκόσμιας αυτοκρατορικής στρατηγικής. Το Πακιστάν υπάρχει για να κρατά τους Ρώσους εκτός της Κεντρικής Ασίας και το Ισραήλ για να κρατά τους Ρώσους εκτός της Μέσης Ανατολής.
Το ζήτημα του κατά πόσον η αμερικανική δημοκρατία κατόρθωσε να επιβιώσει στις πιέσεις που ασκήθηκαν πάνω της από τη Μεγάλη Ύφεση, τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Ψυχρό Πόλεμο και τις συνεχείς απάτες του νεοσυντηρητισμού είναι ένα ερώτημα που σήμερα μπορεί να απαντηθεί. Δεν ήταν δυνατόν. Ο Michael Glennon, καθηγητής διεθνούς δικαίου στο Fletcher School, υποστηρίζει ότι η θέσπιση Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας το 1947 ως δεύτερη δίδυμη κυβέρνηση κάνει το ερώτημα βουβό. Γράφει: «Το κοινό πιστεύει ότι τα θεσμικά όργανα που θεσπίζονται από το Σύνταγμα ελέγχουν την πολιτική εθνικής ασφάλειας, αλλά αυτή η άποψη είναι εσφαλμένη. Ο δικαστικός έλεγχος είναι αμελητέος, ο έλεγχος του Κογκρέσου είναι δυσλειτουργικός και ο προεδρικός έλεγχος είναι συμβολικός. Ελλείψει ενός καλύτερα ενημερωμένου και περισσότερο στρατευμένου εκλογικού σώματος, υπάρχουν ελάχιστες δυνατότητες για την αποκατάσταση της υπευθυνότητας στη διαμόρφωση και εφαρμογή της εθνικής πολιτικής ασφαλείας.”
Η εμβέλεια της πρότασης Jackson–Vanik
Αμέσως μετά τον πόλεμο του 1973 ακολούθησε η κίνηση για την κατάρρευση της ανάσχεσης και προβολής εμποδίων στην ισορροπία δυνάμεων ή τη «ρεαλιστική» εξωτερική πολιτική του Κίσιντζερ με τη μορφή της αντισοβιετικής τροπολογίας στην Trade Act, γνωστή με το όνομα Jackson-Vanik. Προωθούμενη από τον γερουσιαστή Henry “Scoop” Jackson της πολιτείας της Ουάσινγκτον και τον βουλευτή Charles A. Vanik του Οχάιο, αλλά σχεδιασμένο από το τσιράκι του Albert Wohlstetter τον Richard Perle, οι εμπορικές παραχωρήσεις και ουσιαστικά όλες οι σχέσεις με τη Μόσχα θα συνδέονταν για πάντα με το σιωνιστικό σχέδιο της εβραϊκής μετανάστευσης από τη Σοβιετική Ένωση στο Ισραήλ.
Henry Jackson και Charles Vanik.
Υποστηριζόμενη από συνδικάτα, τους παραδοσιακούς συντηρητικούς, τους φιλελεύθερους και τους νεοσυντηρητικούς, η τροπολογία Jackson-Vanik παρακώλυσε τις προσπάθειες της κυβέρνησης Nixon / Ford να επιβραδύνει τον αγώνα των εξοπλισμών και να κινηθεί προς μια μόνιμη χαλάρωση των εντάσεων με τη Σοβιετική Ένωση . Αφαίρεσε τον έλεγχο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τον Πρόεδρο και τον Υπουργό Εξωτερικών, ενώ την παρέδωσε μόνιμα στα χέρια πρώην αντισταλινικών και τροτσκιστών νεοσυντηρητικών.
Η τροπολογία αυτή εκμηδένισε την φιλελεύθερη στήριξη στην ανάσχεση λόγω της πνευματικής ανεντιμότητας στους κόλπους της μη κομμουνιστικής αριστεράς η οποία είχε συνταράξει την αμερικανική διανόηση από τη δεκαετία του 1930. Αυτή η ανεντιμότητα έκανε τους τροτσκιστές της αριστεράς, αντισοβιετικούς πολιτιστικούς μαχητές της CIA κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, και τους ευθυγράμμισε με τους στόχους της δεξιάς πτέρυγας της Δύσης. Στη δεκαετία του 1950, η υπόθεσή τους δεν απασχολούσε την αριστερά ή τη δεξιά, ούτε καν τον φιλελεύθερο αντι-κομμουνισμό εναντίον του σταλινισμού. Θεωρούνταν ότι εκπροσωπούσαν ένα σύστημα αξιών, νόμων και ελέγχων και αντίμετρων κατά ενός συστήματος ξένου προς την Αμερική.
Όπως περιγράφει ο Frances Stoner Saunder στο βιβλίο του The Cultural Cold War(Πολιτιστικός Ψυχρός Πόλεμος), αυτό που τους ενδιέφερε ήταν απλώς η κατάληψη της εξουσίας και η διατήρησή της. “Είναι τόσο σάπιος που ούτε το γνωρίζει”, έλεγε ο Jason Epstein[ Ο θρυλικός εκδότης του Random House] με αδιαλλαξία. «Όταν αυτοί οι άνθρωποι μιλούν για αντι-κατασκοπεία, αυτό που εννοούν είναι ένα σύστημα ψεύτικων και διεφθαρμένων αξιών για να στηρίξουν την ιδεολογία στην οποία στρατεύτηκαν. Το μόνο για το οποίο όντως δεσμεύονται είναι η εξουσία και η εισαγωγή τσαρικών-σταλινικών στρατηγικών στην αμερικανική πολιτική. Είναι τόσο διεφθαρμένοι που πιθανώς δεν το γνωρίζουν καν. Είναι μικροί απαράτσνικ ψεύτες. Οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε τίποτα, οι οποίοι είναι μόνο ενάντια σε κάτι, δεν είναι για σταυροφορίες ή επαναστάσεις. ”
Μια καινούρια Νομενκλατούρα
Αλλά οι νεοσυντηρητικοί έκαναν σταυροφορίες, προκάλεσαν επαναστάσεις και συνέχισαν να καταστρέφουν την αμερικανική πολιτική διαδικασία σε βαθμό που να μην αναγνωρίζεται. Το 1973, οι νεοσυντηρητικοί δεν ήθελαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν καλύτερες σχέσεις με τη Μόσχα και δημιούργησαν την τροπολογία Jackson-Vanik για να κωλυσιεργήσουν. Αλλά ο απώτερος στόχος τους, όπως εξηγεί η Janine Wedel στη μελέτη Shadow Elite του 2009, ήταν η πλήρης μεταφορά της εξουσίας από μια εκλεγμένη κυβέρνηση που εκπροσωπεί τον Αμερικανικό λαό σε αυτό που αποκάλεσε «νέα νομενκλατούρα» ή ‘’θεματοφύλακες του εθνικού συμφέροντος “, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι νόμοι του έθνους.
Η Wedel γράφει, «Ο Daniel Patrick Moynihan, ο μέχρι πρόσφατα γερουσιαστής της Νέας Υόρκης και πρώην νεοσυντηρητικός, υπέδειξε ότι αυτού του είδους η αναστολή των κανόνων και των διαδικασιών τον ώθησε να αποχωρήσει από το κίνημα τη δεκαετία του 1980: “Ήθελαν ο στρατός να βρίσκεται στα όρια της κινητοποίησης · δημιουργούσαν ή επινοούσαν όλες τις κρίσεις που ήταν απαραίτητες για την επίτευξη αυτού του στόχου’’».
Η σύνθεση της δεοντολογίας του Ψυχρού Πολέμου του James Burnham (που θεσπίστηκε επίσημα από τον Paul Nitze στο NSC-68 του 1950) [Η αναφορά υπ’ αρ. 68 του Συμβουλίου εθνικής ασφαλείας, είναι ένα από τα σημαντικότερα έγγραφα της αμερικανικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τα επόμενα 20 χρόνια, στμ] και του τροτσκισμού (που υιοθετήθηκε από τους κορυφαίους νεοσυντηρητικούς) σε συνδυασμό με αυτή τη νέα επιθετική στήριξη προς το Ισραήλ έδωσε στους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς μια δογματική πολιτική επιρροή στην αμερικανική διαδικασία λήψης αποφάσεων που θα γίνει ισχυρότερη με την πάροδο του χρόνου.
Όπως οραματιζόταν ο Burnham, ο ψυχρός πόλεμος ήταν ένας αγώνας για την κοινωνία και θα διεξαγόταν με το είδος της πολιτικής ανατροπής που είχε μάθει να ελέγχει ως ηγετικό μέλος της Τέταρτης Διεθνούς του Τρότσκι. Αλλά συνδεδεμένος με το Ισραήλ μέσω των τροτσκιστών του Burnham και της υπολανθάνουσας επιρροής του βρετανικού φιλοεβραϊσμού, θα εισερχόταν σε μια αποκαλυπτικής μορφής μυθολογία και θα αντιστεκόταν σε όλες τις προσπάθειες για τον τερματισμό του.
Trotsky
Ο John B. Judis, πρώην αρχισυντάκτης της New Republic, γράφει σε μια ανασκόπηση του 1995 για τo περιοδικό Foreign Affairs σχετικά με το βιβλίο του John Ehrman, Rise ofNeoconservatism [Η άνοδος του νεοσυντηρητισμού]: «Στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνισμού, οι τροτσκιστές ήταν μανιώδεις διεθνιστές παρά ρεαλιστές ή εθνικιστές … Οι νεοσυντηρητικοί που πέρασαν από τροτσκιστικά και σοσιαλιστικά κινήματα κατέληξαν να θεωρούν την εξωτερική πολιτική ως σταυροφορία, στόχος της οποίας ήταν ο παγκόσμιος σοσιαλισμός, μετά η σοσιαλδημοκρατία και τέλος, ο δημοκρατικός καπιταλισμός. Δεν έχουν δει ποτέ την εξωτερική πολιτική από την πλευρά του εθνικού συμφέροντος ή της εξισορρόπησης των δυνάμεων. Ο νεοσυντηρητισμός ήταν ένα είδος ανεστραμμένου τροτσκισμού, που επιδίωκε να «εξάγει τη δημοκρατία» σύμφωνα με τα λόγια του [Joshua] Muravchik, με τον ίδιο τρόπο που ο Τρότσκι σκόπευε αρχικά να εξάγει τον σοσιαλισμό.»
Κατά τον Raymond Garthoff του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τα μέτρα που ελήφθησαν κατά της ανάσχεσης το 1973 εξετάστηκαν από τη στενή οπτική γωνία ενός επαγγελματία Αμερικανού διπλωμάτη. Αλλά σύμφωνα με τον Judis στο άρθρο του με τίτλο Trotskyism to Anachronism : The Neoconservative Revolution (Από τον Τροτσκισμό στον Αναχρονισμό: Η Νεοσυντηρητική Επανάσταση), η κληρονομιά της έκθεσης CNS-68 και του τροτσκισμού συνέβαλαν σε μια αποκαλυπτικής μορφής σκέψη που θα εκτόπιζε σιγά-σιγά τη διαδικασία επεξεργασίας των επαγγελματικών πολιτικών από τη σφαίρα της εμπειρικής παρατήρησης και θα την αντικαθιστούσε με έναν πολιτικοποιημένο μηχανισμό για να δημιουργήσει μια ατελείωτη σύγκρουση. “Η συνεχής επανάληψη και η διόγκωση της σοβιετικής απειλής είχε ως στόχο να δραματοποιήσει και να κερδίσει τους προσήλυτους, αλλά αντανακλούσε επίσης την αποκαλυπτικής μορφής επαναστατική νοοτροπία που χαρακτήριζε την παλιά αριστερά”, έγραψε ο Judis.
Συμπερασματικά, υποστηρίζει ότι η νεοσυντηρητική επιτυχία στη χρήση αυτοεκπληρούμενων προφητιών για την κατάργηση της ανάσχεσης κατέστησε τον Ψυχρό Πόλεμο πολύ πιο επικίνδυνο, καθώς ώθησε τη Σοβιετική Ένωση να ενισχύσει το στρατιωτικό της δυναμικό και να επεκτείνει την επιρροή της, κάτι που οι νεοσυντηρητικοί στη συνέχεια χρησιμοποίησαν ως απόδειξη ότι οι θεωρίες τους ήταν σωστές. Πράγματι, «ο νεοσυντηρητισμός ήταν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Συνέβαλε στην επιτάχυνση της κρίσης στις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, την οποία αργότερα ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε και στην οποία απάντησε».
Το καλοκαίρι του 1995, όταν τελείωσε ο ψυχρός πόλεμος και πέρασε η καταιγίδα, ο Judis είδε τον νεοσυντηρητισμό ως κάτι το γελοίο, περιγράφοντας τους κυριότερους νεο-συντηρητικούς ως απλούς πολιτικούς αναχρονισμούς και όχι ως τον αναπτυσσόμενο πολιτικό μηχανισμό που περιγράφεται από τον John Ehrman στο βιβλίο του. Αλλά στο τέλος, ο Ehrman είχε δίκιο: η νεοσυντηρητική σταυροφορία δεν τερματίστηκε με το τέλος του ψυχρού πολέμου, αλλά απλώς εισήλθε σε μια καινούρια, πιο επικίνδυνη φάση.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος
Πηγή: https://www.les-crises.fr/sen-prendre-a-la-russie-par-paul-fitzgerald-et-elizabeth-gould
Ανιχνεύσεις
infognomonpolitics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου