Το ξενοδοχείο βρίσκεται σε μια βραχώδη προεξοχή, μισή ώρα ανατολικά της Μάλαγας. Έχει σχεδιαστεί για οικογένειες, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτει ακούσια, ιδιαίτερα τις ώρες των γευμάτων, τις προ- κλήσεις που δημιουργεί η ύπαρξή τους. Ο Ραμπί Καν είναι δεκαπέντε ετών και παραθερίζει με τον πατέρα του και τη μητριά του. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους είναι κατηφής και η συζήτηση άνευρη.
Έχουν περάσει τρία χρόνια από τον θάνατο της μητέρας του Ραμπί. Καθημερινά στρώνεται ένας μπουφές στη βεράντα πάνω από την πισίνα. Περιστασιακά η μητριά του σχολιάζει την παέλια ή τον άνεμο που φυσάει έντονα από τον νότο. Κατάγεται από το Γκλόστεσιρ και της αρέσει η κηπουρική.
Ο γάμος δεν έχει ως αφετηρία την πρόταση, ούτε καν την πρώτη συνάντηση. Ξεκινάει πολύ νωρίτερα, όταν γεννιέται η ιδέα της αγάπης και, ειδικότερα, το όνειρο της ανεύρεσης μιας αδελφής ψυχής.
Ο Ραμπί βλέπει αρχικά την κοπέλα δίπλα στη νερο- τσουλήθρα. Είναι περίπου ένα χρόνο μικρότερή του, με καστανά μαλλιά κομμένα αγορίστικα, μελαχρινό δέρμα και λεπτοκαμωμένα άκρα. Φοράει ριγέ ναυτικό τοπ, μπλε σορτσάκι κι ένα ζευγάρι κίτρινες σαγιονάρες. Στον δεξιό της καρπό έχει ένα λεπτό δερμάτινο λουράκι. Τον κοιτάζει φευγαλέα, του χαρίζει ένα χαμόγελο με μισή καρδιά και αλλάζει ελαφρά θέση στην ξαπλώστρα. Για τις επόμενες ώρες η κοπέλα κοιτάζει στοχαστικά προς τη θάλασσα, φοράει τα ακουστικά του γουόκμαν της και, κατά διαστήματα, τρώει τα νύχια της. Οι γονείς της κάθονται εκατέρωθέν της, με τη μητέρα της να ξεφυλλίζει ένα αντίτυπο του Elle και τον πατέρα της να διαβάζει ένα μυθιστόρημα του Λεν Ντάιτον στα γαλλικά. Όπως θα μάθει αργότερα ο Ραμπί από το βιβλίο επισκεπτών, η κοπέλα είναι από το Κλερμόν-Φερράν και ονομάζεται Άλις Σορέ.
Δεν έχει αισθανθεί οτιδήποτε παρόμοιο μέχρι τότε, ούτε κατά διάνοια. Από την πρώτη στιγμή, η αίσθηση τον κατακλύζει. Δεν βασίζεται στις λέξεις – τις οποίες δεν θα ανταλλάξουν ποτέ. Με κάποιον τρόπο νιώθει σαν να την ξέρει μια ζωή, σαν να του προτείνει μια απάντηση για την ίδια του την ύπαρξη και, ειδικότερα, για ένα τμήμα συγκεχυμένου πόνου μέσα του. Τις επόμενες μέρες την παρατηρεί από μακριά στους χώρους του ξενοδοχείου: στο πρόγευμα, με ένα λευκό φόρεμα με λουλουδάτο ποδόγυρο, να παίρνει ένα γιαούρτι κι ένα ροδάκινο από τον μπουφέ· στο γήπεδο του τένις, να ζητάει συγγνώμη από τον προπονητή για το ρεβέρ της, με συγκινητική ευγένεια και αγγλικά με έντονη προφορά· και σε έναν (υποτίθεται) μοναχικό περίπατο περιμετρικά του γηπέδου του γκολφ, όπου κάνει στάσεις για να παρατηρήσει τους κάκτους και τους ιβίσκους.
Ίσως εμφανιστεί πολύ γρήγορα η βεβαιότητα ότι ένας άλλος άνθρωπος αποτελεί την αδελφή ψυχή. Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε μαζί του· ίσως να μην ξέρουμε καν το όνομά του. Η αντικειμενική γνώση δεν παίζει κανέναν ρόλο. Αντίθετα, σημασία έχει η διαίσθηση: ένα αυθόρμητο συναίσθημα που μοιάζει απολύτως ακριβές και άξιο σεβασμού επειδή παρακάμπτει τις φυσιολογικές διαδικασίες της λογικής.
Το ξεμυάλισμα αποκτά υπόσταση μέσα από μια σειρά στοιχείων: μια κίτρινη σαγιονάρα που κρέμεται ανέμελα στην πατούσα· ένα αντίτυπο του Σιντάρτα του Έρμαν Έσσε στην πετσέτα δίπλα στην αντηλιακή κρέμα· ένα ζευγάρι τονισμένα φρύδια· το αφηρημένο ύφος της όταν απαντάει στους γονείς της και ο τρόπος που ακουμπά το μάγουλο στην παλάμη ενώ καταναλώνει με μικρές μπουκιές μια σοκολατένια μους, στον βραδινό μπουφέ. Ενστικτωδώς, ο Ραμπί δημιουργεί μια ολόκληρη προσωπικότητα από αυτές τις λεπτομέρειες. Κοιτώντας τα περιστρεφόμενα ξύλινα πτερύγια του ανεμιστήρα στο ταβάνι του δωματίου του, στο μυαλό του γράφει την ιστορία της ζωής του μαζί της. Εκείνη θα είναι μελαγχολική και ψαγμένη. Θα του εξομολογείται διάφορα και θα κοροϊδεύει την υποκρισία των άλλων.
Κάποιες φορές θα αγχώνεται για τα πάρτι, καθώς και για τις στιγμές που βρίσκεται με τα άλλα κορίτσια στο σχολείο, συμπτώματα μιας ευαίσθητης και περίπλοκης προσωπικότητας. Θα είναι υπέροχη, ενώ για πρώτη φορά θα εμπιστεύεται κάποιον απόλυτα. Θα κάθονται στο κρεβάτι, μπλέκοντας παιχνιδιάρικα τα δάχτυλά τους. Ούτε η ίδια μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να υπάρξει ένας τόσο ισχυρός δεσμός μεταξύ δύο ανθρώπων. Κι έπειτα, ένα πρωί, φεύγει εντελώς απροειδοποίητα, και ένα ζευγάρι Ολλανδών με δυο μικρά αγόρια κάθονται στο τραπέζι της. Ο διευθυντής εξηγεί ότι έφυγε από το ξενοδοχείο τα ξημερώματα, μαζί με τους γονείς της, προκειμένου να πάρουν την πτήση της Air France για την πατρίδα τους. Το περιστατικό αυτό είναι ασήμαντο. Δεν θα συναντηθούν ποτέ ξανά. Ο Ραμπί δεν το λέει σε κανέναν. Εκείνη παραμένει εντελώς ανεπηρέαστη από τις σκέψεις του.
Ωστόσο, η ιστορία μας ξεκινάει από εδώ επειδή –αν και σε πολλά πράγματα ο Ραμπί θα αλλάξει και θα ωριμάσει με τα χρόνια– ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί τον έρωτα θα διατηρήσει για δεκαετίες την ίδια δομή που απέκτησε αρχικά στο ξενοδοχείο Κάσα Αλ Σουρ, εκείνο το καλοκαίρι, στα δεκαέξι του χρόνια. Θα συνεχίσει να πιστεύει στη δυνατότητα ύπαρξης μιας άμεσης, ολόψυχης κατανόησης και συναίσθησης μεταξύ δύο ανθρώπων και στην πιθανότητα ενός κατηγορηματικού τέλους της μοναξιάς. Θα βιώσει παρόμοιους γλυκόπικρους πόθους και για άλλες χαμένες αδελφές ψυχές, που θα τις εντοπίζει σε λεωφορεία, διαδρόμους σουπερμάρκετ και αναγνωστήρια βιβλιοθηκών.
Θα έχει ακριβώς την ίδια αίσθηση στην ηλικία των είκοσι, στη διάρκεια ενός εξαμήνου σπουδών στο Μανχάτταν, για μια γυναίκα που θα κάθεται στα αριστερά του στο τρένο της γραμμής C με κατεύθυνση τον βορρά, και στα είκοσι πέντε του, στο αρχιτεκτονικό γραφείο στο Βερολίνο όπου θα κάνει την πρακτική του, και στα είκοσι εννιά του, σε μια πτήση από το Παρίσι για το Λονδίνο, μετά από μια σύντομη συζήτηση πάνω από το Κανάλι της Μάγχης με μια γυναίκα ονόματι Κλόι: την αίσθηση ότι συνάντησε τυχαία ένα από καιρό χαμένο κομμάτι του εαυτού του.
Για τον Ρομαντικό, ελάχιστα είναι τα βήματα που μεσολαβούν από τη φευγαλέα ματιά σε έναν άγνωστο ως τη διαμόρφωση ενός μεγαλειώδους και σημαντικού συμπεράσματος: ότι ίσως αποτελεί τη διεξοδική απάντηση στα άρρητα ερωτήματα της ύπαρξης. Η ένταση μπορεί να φαντάζει επουσιώδης, ως και κωμική, ωστόσο αυτή η λατρεία για το ένστικτο δεν συνιστά κάποιον ασήμαντο πλανήτη στην κοσμολογία των σχέσεων. Είναι ο καθοριστικός ήλιος γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα σύγχρονα ιδεώδη για τον έρωτα.Λογικά, το ρομαντικό δόγμα υπήρχε ανέκαθεν, όμως μόνο τους τελευταίους αιώνες έπαψε να θεωρείται απλώς μια ασθένεια· μόλις πρόσφατα η αναζήτηση της αδελφής ψυχής αφέθηκε να αποκτήσει ένα κύρος που προσεγγίζει το νόημα της ζωής. Ένας ιδεαλισμός που παλιότερα αφορούσε τους θεούς και τα πνεύματα έχει αλλάξει πορεία, στρεφόμενος προς τα ανθρώπινα πλάσματα – μια φαινομενικά γενναιόδωρη κίνηση, η οποία ωστόσο βαρύνεται με απαγορευτικές και εύθραυστες συνέπειες, από τη στιγμή που δεν είναι καθόλου απλό για έναν άνθρωπο να τιμήσει για μια ολόκληρη ζωή την τελειότητα που ίσως αφήνει να εννοηθεί ότι διαθέτει στα μάτια ενός ευφάνταστου παρατηρητή στον δρόμο, στο γραφείο ή στο διπλανό κάθισμα του αεροπλάνου.
Ο Ραμπί θα χρειαστεί πολλά χρόνια και συχνές απόπειρες να αγαπήσει προκειμένου να καταλήξει σε μερικά διαφορετικά συμπεράσματα, να αναγνωρίσει ότι εκείνα ακριβώς τα πράγματα που θεωρούσε ρομαντικά –οι χωρίς λέξεις διαισθήσεις, οι ακαριαίοι πόθοι, η πίστη στις αδελφές ψυχές– είναι όσα μας εμποδίζουν να μάθουμε πώς να διατηρούμε τις σχέσεις μας. Θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο έρωτας μπορεί να έχει διάρκεια μόνο όταν δεν παραμένεις πιστός στις σαγηνευτικές, αρχικές φιλοδοξίες του· και πως, για να λειτουργήσουν οι σχέσεις του, θα χρειαστεί να εγκαταλείψει τα συναισθήματα που τον οδήγησαν αρχικά στη δημιουργία τους. Θα χρειαστεί να μάθει ότι ο έρωτας αποτελεί περισσότερο δεξιότητα παρά ενθουσιασμό
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αλαίν Ντε Μποττόν, Το χρονικό του έρωτα Εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου