Καϊμάκη Βάλια (μετάφραση)
Η Γερμανία, στηριζόμενη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν δέχεται την εγκατάσταση στην Αθήνα μιας αριστερής κυβέρνησης που επιθυμεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Χρησιμοποιεί την οικονομική και χρηματοπιστωτική της κυριαρχία, για να υποχρεώσει την Ελλάδα να συνεχίσει την πορεία μιας πολιτικής λιτότητας, η οποία την έχει ήδη καταστρέψει.
Οι Έλληνες δεν έχουν ανάγκη από εξήγηση της λέξης «δημοκρατία». Κι όμως, τα μαθήματα πέφτουν βροχή στο κεφάλι τους από τότε που έφεραν στην εξουσία μια δύναμη της αριστεράς, η οποία αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη στις πολιτικές λιτότητας που τους βασανίζουν εδώ και έξι χρόνια. Οι «δάσκαλοι», που ξέρουν το θέμα, δεν φείδονται παραινέσεων. Αυτοί δεν είναι, άλλωστε, που επέβαλαν συνθήκες τις οποίες απέρριψε η λαϊκή ετυμηγορία; Αυτοί δεν είναι που αρνήθηκαν τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους μόλις κέρδισαν τις εκλογές; Από εδώ και πέρα αναμετρούνται μ’ εκείνους που προσπαθούν να κρατήσουν τις υποσχέσεις τους, υποσχέσεις στις οποίες πιστεύουν. Η αναμέτρηση θα είναι ακόμα πιο σκληρή, αφού οι αντίπαλοι πιθανόν να μεταλαμπαδεύσουν και σε άλλους, εκείνους που μέχρι σήμερα είχαν υποταχθεί στην ανικανότητά τους, ιδέες αντίστασης. Πέρα από την τύχη της Ελλάδας, η αντιπαράθεση αυτή είναι φορέας της μοίρας της ευρωπαϊκής δημοκρατίας (1).
Μόλις έγινε γνωστή η νίκη του Σύριζα στη Γηραιά Ήπειρο, δόθηκε το σύνθημα. Με υπεροπτικό τόνο, το Βερολίνο αλλά και η Μαδρίτη, η Χάγη, η Λισαβόνα και το Ελσίνκι εξήγησαν ότι η αλλαγή στην Αθήνα δεν θα είχε καμία απολύτως επίπτωση, αφού η πολιτική την οποία οι Έλληνες απέρριψαν θα έπρεπε να συνεχιστεί χωρίς καμία διαφοροποίηση. Με ύφος πιο γλυκερό, το ίδιο ψιθύρισαν και στη Ρώμη, τις Βρυξέλλες και το Παρίσι. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Λωράν Φαμπύς, εκτιμούσε, για παράδειγμα, ότι «πρέπει να συμφιλιώσουμε το σεβασμό στη λαϊκή ψήφο με τον σεβασμό των μεταρρυθμιστικών υποχρεώσεων της Ελλάδας». Όλες, όμως, οι κυβερνήσεις των Ευρωπαίων εταίρων μοιάζουν να γνωρίζουν μόνο το δεύτερο παράγοντα της εξίσωσης αυτής. Και εξανίστανται όταν ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει να τους θυμίζει και τον πρώτο.
Παρά την απομόνωσή του στην Ε.Ε. και την παρενόχλησή του από τους πιστωτές, αλλά και αντιμέτωπος με μια δημοσιονομική κατάσταση που βαίνει προς το χειρότερο, ο Σύριζα προσπαθεί να αποκαταστήσει λέξεις ασυνήθιστες στη δημοκρατική ζωή: εθνική κυριαρχία, αξιοπρέπεια, περηφάνια, ελπίδα. Αλλά πώς μπορεί να τα καταφέρει, όταν βρίσκεται σε συνθήκες μόνιμης οικονομικής δυσφορίας, όταν από διαπραγμάτευση σε διαπραγμάτευση είναι υποχρεωμένος να υποχωρήσει; Και αυτό γίνεται ακόμα πιο επίπονο, αφού τα εργαλεία στραγγαλισμού της θέλησης ενός ανυπότακτου λαού εκτίθενται στα μάτια όλων και αφού οι βασανιστές του απολαμβάνουν κάθε φορά να διηγούνται τα τελευταία τους κατορθώματα.
Ο Αλέξης Τσίπρας το έχει καταλάβει: περιμένουν από αυτόν να συνθηκολογήσει πλήρως. Γιατί, στην περίπτωση που τα καταφέρει, αν κινητοποιήσει τον ενθουσιασμό του λαού του, θα προκαλέσει την οικονομική τάξη και τον ζουρλομανδύα που αυτή επιβάλλει, θα ανακατέψει τις πιο εδραιωμένες πολιτικές πρακτικές. Άλλωστε, ο Φρανσουά Ολάντ χρειάστηκε μόνο 24 ώρες για να πάει στο Βερολίνο και να ποδοπατήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις –την αναδιαπραγμάτευση του Συμφώνου Σταθερότητας, τη μάχη ενάντια στον «πραγματικό αντίπαλο», τον χρηματοπιστωτικό τομέα- υιοθετώντας, έτσι, χωρίς αιδώ, την πολιτική του προκατόχου του.
Λιγότερο από δέκα μέρες μετά τη νίκη του Σύριζα, οι κεντρικοί τραπεζίτες της ζώνης του ευρώ έριχναν τις πρώτες βολές της τιμωρίας, στερώντας, ξαφνικά, τις ελληνικές τράπεζες από την κύρια πηγή χρηματοδότησής τους. Ήταν ένας τρόπος να υποχρεώσουν την Αθήνα να διαπραγματευτεί μια επείγουσα συμφωνία με τους πιστωτές της, κυρίως τις ευρωπαϊκές χώρες και το ΔΝΤ, και να πιάσει το νήμα της λιτότητας από εκεί που το είχε αφήσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο Φρανσουά Ολάντ έκρινε αμέσως «νόμιμο» το πραξικόπημα της ΕΚΤ. Το ίδιο και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι. Παρ’ όλο που ποτέ δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκεται ο Γάλλος πρόεδρος, τουλάχιστον ξέρουμε τώρα πού δεν βρίσκεται: στο πλευρό του ελληνικού λαού.
Την ώρα που σφίγγει η ευρωπαϊκή μέγγενη και που οι αγορές εντείνουν την πίεσή τους στην κυβέρνηση της Αθήνας, οι όροι του παιχνιδιού γίνονται πια ξεκάθαροι. Η Ελλάδα δέχεται αυστηρές εντολές. Σε αντάλλαγμα της χρηματοδότησης, την οποία έχει ανάγκη, απαιτείται να επικυρώσει άμεσα έναν καταιγισμό από δογματικές και αναποτελεσματικές απαιτήσεις, όλες αντίθετες με το πρόγραμμα της κυβέρνησής της: τη μείωση μισθών και συντάξεων για μια ακόμη φορά, την αύξηση του ΦΠΑ, την ιδιωτικοποίηση 14 αεροδρομίων, την αποδυνάμωση του δικαιώματος διαπραγμάτευσης των συνδικάτων, την εξόφληση των δανείων με τα όλο και μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα, την ίδια στιγμή που η δυστυχία του λαού είναι απέραντη. «Οι υπουργοί του Eurogroup συμφώνησαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στο αίτημα για την επέκταση του παρόντος προγράμματος», τόνισε ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πιέρ Μοσκοβισί. Πριν να επαναλάβει το διάσημο σλόγκαν της Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Π. Μοσκοβισί, ενθυμούμενος ίσως ότι ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αισθάνθηκε υποχρεωμένος να διευκρινίσει: «Αυτό που επιθυμούμε, είναι να βοηθήσουμε τον ελληνικό λαό» (2). Να τον βοηθήσουν, απαγορεύοντάς του να αποκλίνει από την πολιτική λιτότητας που τον κατέστρεψε.
Όπως δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών της, η Ελλάδα είναι «αποφασισμένη να μην αφήσει να της συμπεριφερθούν σαν να ήταν αποικία χρέους που μοίρα της είναι να υποφέρει» (3). Το διακύβευμα ξεπερνάει το δικαίωμα ενός λαού να καθορίσει τη μοίρα του, ακόμα κι όταν ένας τόσο λεπτός χειριστής των δημοκρατικών κομψοτήτων, όπως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκτιμά ότι «εξέλεξε μια κυβέρνηση που δρα με τρόπο κάπως ανεύθυνο» (4). Γιατί το θέμα είναι επίσης η δυνατότητα που έχει μια χώρα να αποφεύγει καταστροφικές στρατηγικές, αντί να πρέπει να τις σκληραίνει κάθε φορά που αυτές αποτυγχάνουν.
Από τότε που ευρωπαϊκοί θεσμοί στοχοποίησαν την Ελλάδα και επέβαλαν στην πιο φτωχή οικονομία της Ένωσης την πιο δρακόντεια πολιτική λιτότητας, για ποια αποτελέσματα μπορούν να περηφανεύονται; Αυτά που περιμέναμε και τα οποία, άλλωστε, ανακοινώθηκαν: χρέος που δεν σταματά να μεγαλώνει, αγοραστική δύναμη που καταρρέει, άτονη ανάπτυξη, κατεστραμμένο σύστημα υγείας. Αλλά δεν έχει σημασία, το ευρωπαϊκό γραμμόφωνο συνεχίζει: «Η Ελλάδα πρέπει να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της!». Η αρτηριοσκληρωτική αγία συμμαχία αρνείται ν’ ακούσει ακόμα και τον πρόεδρο των ΗΠΑ, όταν αυτός εξηγεί –ενθαρρυμένος από μια πλειάδα οικονομολόγων και ιστορικών- ότι «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να πιέζουμε χώρες που είναι σε ύφεση. Από ένα σημείο και μετά, χρειάζεται στρατηγική ανάπτυξης για να μπορέσουν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους»(5).
Η οικονομική κατάρρευση που υφίσταται η Ελλάδα εδώ και έξι χρόνια μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη που είχαν επιφέρει στη Γαλλία τέσσερα χρόνια στρατιωτικών καταστροφών και ξένης κατοχής, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (6). Κατανοούμε, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα χαίρει στη χώρα, ακόμα και στα δεξιά, μια τεράστια λαϊκή στήριξη κάθε φορά που αρνείται να συνεχίσει μια τόσο καταστροφική πολιτική. Και που αρνείται να επιβιώσει «σαν πρεζόνι που περιμένει την επόμενη δόση» (7). Δυστυχώς, ο Σύριζα έχει λιγότερη στήριξη αλλού. Θυμίζει κάπως το μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές»: για να προσπαθήσει κάποιος να βρει το δολοφόνο της ελπίδας των Ελλήνων, οφείλει να ανακρίνει το σύνολο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Με πρώτη τη Γερμανία: είναι αυτή που επέβαλε τους πειθαρχικούς κανόνες που απέτυχαν. Στόχος της είναι να συντρίψει τους λαούς που αρνούνται να τους υφίστανται επ’ αόριστον, κυρίως όταν πρόκειται για λαούς της Μεσογείου (8). Όσον αφορά στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, το κίνητρο του φόνου είναι ακόμα πιο άθλιο. Εκεί το σιδερένιο χέρι της λιτότητας θα έπρεπε επιτέλους να σταματήσει να τους συνθλίβει. Αλλά οι κυβερνήσεις τους φοβούνται, κυρίως όταν στο εσωτερικό τους μια αριστερή δύναμη τις απειλεί, να δείξουν ότι μπορείς να αρνηθείς να διαβείς «ένα μονοπάτι σημαδεμένο, ένα μονοπάτι γνωστό στις αγορές αλλά και στο σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών και αρχών». Το ίδιο μονοπάτι που ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, υποστηρίζει ότι πρέπει «να εξερευνήσουμε μέχρι το τέλος» (9). Εάν η Αθήνα ξεφύγει, αυτό θα δείξει ότι όλες οι κυβερνήσεις παραπλανήθηκαν και έκαναν το λαό τους να υποφέρει ανώφελα.
Πράγματι, είναι κατανοητό ότι εάν δεν καταφέρει να «βγάλει από τη μύγα ξύγκι», το ελληνικό χρέος δεν θα αποπληρωθεί ποτέ. Θα πρέπει, επίσης, να γίνει κατανοητό ότι η οικονομική στρατηγική του Σύριζα (η οποία συνίσταται στη χρηματοδότηση των επειγουσών κοινωνικών δαπανών χάρη μια αποφασιστική μάχη ενάντια στη φοροδιαφυγή) μπορεί να στηριχθεί σε μια νέα πολιτική δύναμη, λαϊκή, αποφασιστική, βγαλμένη από τα κοινωνικά κινήματα, χωρίς τις δεσμεύσεις του παρελθόντος. Αντί, λοιπόν, να ακολουθεί το «σημαδεμένο» μονοπάτι, χαράζει το δικό της. Και το μέλλον, αβέβαιο όντως, μας κάνει να θυμόμαστε τα γραπτά της φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ για τις εργατικές απεργίες του Ιουνίου του ’36 στη Γαλλία. «Κανείς δεν ξέρει πώς θα καταλήξουν. Πιθανόν να συμβούν καταστροφές (…) Αλλά καμία από αυτές δεν σβήνει τη χαρά να βλέπεις να σηκώνουν το κεφάλι εκείνοι που από πάντα και εξ ορισμού το είχαν σκυφτό (…). Ό,τι και να γίνει στη συνέχεια, πρώτα θα είναι αυτό. Τέλος, για πρώτη φορά και για πάντα, γύρω από τις βαριές μηχανές θα υπάρχουν και άλλες μνήμες από τη σιωπή, την πίεση, την υποταγή» (10). Η μάχη των Ελλήνων είναι καθολική. Οι ευχές μας μόνο δεν φτάνουν για να τη συνοδεύσουν. Η αλληλεγγύη που της αξίζει πρέπει να μεταφραστεί σε πράξεις. Ο χρόνος πιέζει.
(1) Βλ. «De Paris à Athènes, choisir ses combats», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2015.
(2) Αναφέρεται από την εφημερίδα «Les Echos», Παρίσι, 17-2-15, συνέντευξη στο ραδιόφωνο Europe 1, 12-2-15.
(3) «The New York Times», 17-2-15.
(4) Συνέντευξη στο δημόσιο γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό Deutschlandfunk, 16-2-15.
(5) Μπαράκ Ομπάμα, συνέντευξη στο Cable News Network (CNN) την 1η Φεβρουαρίου 2015.
(6) Στη βάση των 100, το 1913, το ΑΕΠ της Γαλλίας έπεσε στο 75,3 το 1919 (Jean-Paul Barrière, «La France au XXe siècle», Hachette, Παρίσι, 2000). Από την πλευρά του, ο Αμερικανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν αποκάλυψε στους «New York Times» της 17ης Φεβρουαρίου 2015, ότι η Ελλάδα έχασε το 26% του ΑΕΠ της την περίοδο 2007-2013, ενώ το γερμανικό είχε μειωθεί κατά 29% την περίοδο 1913 -1919.
(7) Συνέντευξη με τον Γ. Βαρουφάκη στη «Le Monde», 3 Φεβρουαρίου 2015.
(8) Από το 1997, η Γερμανία έχει ξεπεράσει το επιτρεπόμενο έλλειμμα οκτώ φορές και η Γαλλία έντεκα.
(9) «Συνάντηση του Eurogroup για την Ελλάδα (Βρυξέλλες, 16 Φεβρουαρίου 2015)», Μόνιμη αντιπροσωπεία της Γαλλίας στην Ε.Ε., www.rpfrance.eu
(10) Simone Weil, «La vie et la grève des ouvrières métallos», «OEuvres complètes. Ecrits historiques et politiques», τομ. II, Gallimard, Παρίσι, 1991.
Για το γαλλικό πρωτότυπο
Η Γερμανία, στηριζόμενη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν δέχεται την εγκατάσταση στην Αθήνα μιας αριστερής κυβέρνησης που επιθυμεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Χρησιμοποιεί την οικονομική και χρηματοπιστωτική της κυριαρχία, για να υποχρεώσει την Ελλάδα να συνεχίσει την πορεία μιας πολιτικής λιτότητας, η οποία την έχει ήδη καταστρέψει.
Οι Έλληνες δεν έχουν ανάγκη από εξήγηση της λέξης «δημοκρατία». Κι όμως, τα μαθήματα πέφτουν βροχή στο κεφάλι τους από τότε που έφεραν στην εξουσία μια δύναμη της αριστεράς, η οποία αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη στις πολιτικές λιτότητας που τους βασανίζουν εδώ και έξι χρόνια. Οι «δάσκαλοι», που ξέρουν το θέμα, δεν φείδονται παραινέσεων. Αυτοί δεν είναι, άλλωστε, που επέβαλαν συνθήκες τις οποίες απέρριψε η λαϊκή ετυμηγορία; Αυτοί δεν είναι που αρνήθηκαν τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους μόλις κέρδισαν τις εκλογές; Από εδώ και πέρα αναμετρούνται μ’ εκείνους που προσπαθούν να κρατήσουν τις υποσχέσεις τους, υποσχέσεις στις οποίες πιστεύουν. Η αναμέτρηση θα είναι ακόμα πιο σκληρή, αφού οι αντίπαλοι πιθανόν να μεταλαμπαδεύσουν και σε άλλους, εκείνους που μέχρι σήμερα είχαν υποταχθεί στην ανικανότητά τους, ιδέες αντίστασης. Πέρα από την τύχη της Ελλάδας, η αντιπαράθεση αυτή είναι φορέας της μοίρας της ευρωπαϊκής δημοκρατίας (1).
Μόλις έγινε γνωστή η νίκη του Σύριζα στη Γηραιά Ήπειρο, δόθηκε το σύνθημα. Με υπεροπτικό τόνο, το Βερολίνο αλλά και η Μαδρίτη, η Χάγη, η Λισαβόνα και το Ελσίνκι εξήγησαν ότι η αλλαγή στην Αθήνα δεν θα είχε καμία απολύτως επίπτωση, αφού η πολιτική την οποία οι Έλληνες απέρριψαν θα έπρεπε να συνεχιστεί χωρίς καμία διαφοροποίηση. Με ύφος πιο γλυκερό, το ίδιο ψιθύρισαν και στη Ρώμη, τις Βρυξέλλες και το Παρίσι. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Λωράν Φαμπύς, εκτιμούσε, για παράδειγμα, ότι «πρέπει να συμφιλιώσουμε το σεβασμό στη λαϊκή ψήφο με τον σεβασμό των μεταρρυθμιστικών υποχρεώσεων της Ελλάδας». Όλες, όμως, οι κυβερνήσεις των Ευρωπαίων εταίρων μοιάζουν να γνωρίζουν μόνο το δεύτερο παράγοντα της εξίσωσης αυτής. Και εξανίστανται όταν ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει να τους θυμίζει και τον πρώτο.
Παρά την απομόνωσή του στην Ε.Ε. και την παρενόχλησή του από τους πιστωτές, αλλά και αντιμέτωπος με μια δημοσιονομική κατάσταση που βαίνει προς το χειρότερο, ο Σύριζα προσπαθεί να αποκαταστήσει λέξεις ασυνήθιστες στη δημοκρατική ζωή: εθνική κυριαρχία, αξιοπρέπεια, περηφάνια, ελπίδα. Αλλά πώς μπορεί να τα καταφέρει, όταν βρίσκεται σε συνθήκες μόνιμης οικονομικής δυσφορίας, όταν από διαπραγμάτευση σε διαπραγμάτευση είναι υποχρεωμένος να υποχωρήσει; Και αυτό γίνεται ακόμα πιο επίπονο, αφού τα εργαλεία στραγγαλισμού της θέλησης ενός ανυπότακτου λαού εκτίθενται στα μάτια όλων και αφού οι βασανιστές του απολαμβάνουν κάθε φορά να διηγούνται τα τελευταία τους κατορθώματα.
Ο Αλέξης Τσίπρας το έχει καταλάβει: περιμένουν από αυτόν να συνθηκολογήσει πλήρως. Γιατί, στην περίπτωση που τα καταφέρει, αν κινητοποιήσει τον ενθουσιασμό του λαού του, θα προκαλέσει την οικονομική τάξη και τον ζουρλομανδύα που αυτή επιβάλλει, θα ανακατέψει τις πιο εδραιωμένες πολιτικές πρακτικές. Άλλωστε, ο Φρανσουά Ολάντ χρειάστηκε μόνο 24 ώρες για να πάει στο Βερολίνο και να ποδοπατήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις –την αναδιαπραγμάτευση του Συμφώνου Σταθερότητας, τη μάχη ενάντια στον «πραγματικό αντίπαλο», τον χρηματοπιστωτικό τομέα- υιοθετώντας, έτσι, χωρίς αιδώ, την πολιτική του προκατόχου του.
Λιγότερο από δέκα μέρες μετά τη νίκη του Σύριζα, οι κεντρικοί τραπεζίτες της ζώνης του ευρώ έριχναν τις πρώτες βολές της τιμωρίας, στερώντας, ξαφνικά, τις ελληνικές τράπεζες από την κύρια πηγή χρηματοδότησής τους. Ήταν ένας τρόπος να υποχρεώσουν την Αθήνα να διαπραγματευτεί μια επείγουσα συμφωνία με τους πιστωτές της, κυρίως τις ευρωπαϊκές χώρες και το ΔΝΤ, και να πιάσει το νήμα της λιτότητας από εκεί που το είχε αφήσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο Φρανσουά Ολάντ έκρινε αμέσως «νόμιμο» το πραξικόπημα της ΕΚΤ. Το ίδιο και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι. Παρ’ όλο που ποτέ δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκεται ο Γάλλος πρόεδρος, τουλάχιστον ξέρουμε τώρα πού δεν βρίσκεται: στο πλευρό του ελληνικού λαού.
Την ώρα που σφίγγει η ευρωπαϊκή μέγγενη και που οι αγορές εντείνουν την πίεσή τους στην κυβέρνηση της Αθήνας, οι όροι του παιχνιδιού γίνονται πια ξεκάθαροι. Η Ελλάδα δέχεται αυστηρές εντολές. Σε αντάλλαγμα της χρηματοδότησης, την οποία έχει ανάγκη, απαιτείται να επικυρώσει άμεσα έναν καταιγισμό από δογματικές και αναποτελεσματικές απαιτήσεις, όλες αντίθετες με το πρόγραμμα της κυβέρνησής της: τη μείωση μισθών και συντάξεων για μια ακόμη φορά, την αύξηση του ΦΠΑ, την ιδιωτικοποίηση 14 αεροδρομίων, την αποδυνάμωση του δικαιώματος διαπραγμάτευσης των συνδικάτων, την εξόφληση των δανείων με τα όλο και μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα, την ίδια στιγμή που η δυστυχία του λαού είναι απέραντη. «Οι υπουργοί του Eurogroup συμφώνησαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στο αίτημα για την επέκταση του παρόντος προγράμματος», τόνισε ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πιέρ Μοσκοβισί. Πριν να επαναλάβει το διάσημο σλόγκαν της Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Π. Μοσκοβισί, ενθυμούμενος ίσως ότι ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αισθάνθηκε υποχρεωμένος να διευκρινίσει: «Αυτό που επιθυμούμε, είναι να βοηθήσουμε τον ελληνικό λαό» (2). Να τον βοηθήσουν, απαγορεύοντάς του να αποκλίνει από την πολιτική λιτότητας που τον κατέστρεψε.
Όπως δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών της, η Ελλάδα είναι «αποφασισμένη να μην αφήσει να της συμπεριφερθούν σαν να ήταν αποικία χρέους που μοίρα της είναι να υποφέρει» (3). Το διακύβευμα ξεπερνάει το δικαίωμα ενός λαού να καθορίσει τη μοίρα του, ακόμα κι όταν ένας τόσο λεπτός χειριστής των δημοκρατικών κομψοτήτων, όπως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκτιμά ότι «εξέλεξε μια κυβέρνηση που δρα με τρόπο κάπως ανεύθυνο» (4). Γιατί το θέμα είναι επίσης η δυνατότητα που έχει μια χώρα να αποφεύγει καταστροφικές στρατηγικές, αντί να πρέπει να τις σκληραίνει κάθε φορά που αυτές αποτυγχάνουν.
Από τότε που ευρωπαϊκοί θεσμοί στοχοποίησαν την Ελλάδα και επέβαλαν στην πιο φτωχή οικονομία της Ένωσης την πιο δρακόντεια πολιτική λιτότητας, για ποια αποτελέσματα μπορούν να περηφανεύονται; Αυτά που περιμέναμε και τα οποία, άλλωστε, ανακοινώθηκαν: χρέος που δεν σταματά να μεγαλώνει, αγοραστική δύναμη που καταρρέει, άτονη ανάπτυξη, κατεστραμμένο σύστημα υγείας. Αλλά δεν έχει σημασία, το ευρωπαϊκό γραμμόφωνο συνεχίζει: «Η Ελλάδα πρέπει να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της!». Η αρτηριοσκληρωτική αγία συμμαχία αρνείται ν’ ακούσει ακόμα και τον πρόεδρο των ΗΠΑ, όταν αυτός εξηγεί –ενθαρρυμένος από μια πλειάδα οικονομολόγων και ιστορικών- ότι «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να πιέζουμε χώρες που είναι σε ύφεση. Από ένα σημείο και μετά, χρειάζεται στρατηγική ανάπτυξης για να μπορέσουν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους»(5).
Η οικονομική κατάρρευση που υφίσταται η Ελλάδα εδώ και έξι χρόνια μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη που είχαν επιφέρει στη Γαλλία τέσσερα χρόνια στρατιωτικών καταστροφών και ξένης κατοχής, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (6). Κατανοούμε, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα χαίρει στη χώρα, ακόμα και στα δεξιά, μια τεράστια λαϊκή στήριξη κάθε φορά που αρνείται να συνεχίσει μια τόσο καταστροφική πολιτική. Και που αρνείται να επιβιώσει «σαν πρεζόνι που περιμένει την επόμενη δόση» (7). Δυστυχώς, ο Σύριζα έχει λιγότερη στήριξη αλλού. Θυμίζει κάπως το μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές»: για να προσπαθήσει κάποιος να βρει το δολοφόνο της ελπίδας των Ελλήνων, οφείλει να ανακρίνει το σύνολο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Με πρώτη τη Γερμανία: είναι αυτή που επέβαλε τους πειθαρχικούς κανόνες που απέτυχαν. Στόχος της είναι να συντρίψει τους λαούς που αρνούνται να τους υφίστανται επ’ αόριστον, κυρίως όταν πρόκειται για λαούς της Μεσογείου (8). Όσον αφορά στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, το κίνητρο του φόνου είναι ακόμα πιο άθλιο. Εκεί το σιδερένιο χέρι της λιτότητας θα έπρεπε επιτέλους να σταματήσει να τους συνθλίβει. Αλλά οι κυβερνήσεις τους φοβούνται, κυρίως όταν στο εσωτερικό τους μια αριστερή δύναμη τις απειλεί, να δείξουν ότι μπορείς να αρνηθείς να διαβείς «ένα μονοπάτι σημαδεμένο, ένα μονοπάτι γνωστό στις αγορές αλλά και στο σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών και αρχών». Το ίδιο μονοπάτι που ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, υποστηρίζει ότι πρέπει «να εξερευνήσουμε μέχρι το τέλος» (9). Εάν η Αθήνα ξεφύγει, αυτό θα δείξει ότι όλες οι κυβερνήσεις παραπλανήθηκαν και έκαναν το λαό τους να υποφέρει ανώφελα.
Πράγματι, είναι κατανοητό ότι εάν δεν καταφέρει να «βγάλει από τη μύγα ξύγκι», το ελληνικό χρέος δεν θα αποπληρωθεί ποτέ. Θα πρέπει, επίσης, να γίνει κατανοητό ότι η οικονομική στρατηγική του Σύριζα (η οποία συνίσταται στη χρηματοδότηση των επειγουσών κοινωνικών δαπανών χάρη μια αποφασιστική μάχη ενάντια στη φοροδιαφυγή) μπορεί να στηριχθεί σε μια νέα πολιτική δύναμη, λαϊκή, αποφασιστική, βγαλμένη από τα κοινωνικά κινήματα, χωρίς τις δεσμεύσεις του παρελθόντος. Αντί, λοιπόν, να ακολουθεί το «σημαδεμένο» μονοπάτι, χαράζει το δικό της. Και το μέλλον, αβέβαιο όντως, μας κάνει να θυμόμαστε τα γραπτά της φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ για τις εργατικές απεργίες του Ιουνίου του ’36 στη Γαλλία. «Κανείς δεν ξέρει πώς θα καταλήξουν. Πιθανόν να συμβούν καταστροφές (…) Αλλά καμία από αυτές δεν σβήνει τη χαρά να βλέπεις να σηκώνουν το κεφάλι εκείνοι που από πάντα και εξ ορισμού το είχαν σκυφτό (…). Ό,τι και να γίνει στη συνέχεια, πρώτα θα είναι αυτό. Τέλος, για πρώτη φορά και για πάντα, γύρω από τις βαριές μηχανές θα υπάρχουν και άλλες μνήμες από τη σιωπή, την πίεση, την υποταγή» (10). Η μάχη των Ελλήνων είναι καθολική. Οι ευχές μας μόνο δεν φτάνουν για να τη συνοδεύσουν. Η αλληλεγγύη που της αξίζει πρέπει να μεταφραστεί σε πράξεις. Ο χρόνος πιέζει.
(1) Βλ. «De Paris à Athènes, choisir ses combats», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2015.
(2) Αναφέρεται από την εφημερίδα «Les Echos», Παρίσι, 17-2-15, συνέντευξη στο ραδιόφωνο Europe 1, 12-2-15.
(3) «The New York Times», 17-2-15.
(4) Συνέντευξη στο δημόσιο γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό Deutschlandfunk, 16-2-15.
(5) Μπαράκ Ομπάμα, συνέντευξη στο Cable News Network (CNN) την 1η Φεβρουαρίου 2015.
(6) Στη βάση των 100, το 1913, το ΑΕΠ της Γαλλίας έπεσε στο 75,3 το 1919 (Jean-Paul Barrière, «La France au XXe siècle», Hachette, Παρίσι, 2000). Από την πλευρά του, ο Αμερικανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν αποκάλυψε στους «New York Times» της 17ης Φεβρουαρίου 2015, ότι η Ελλάδα έχασε το 26% του ΑΕΠ της την περίοδο 2007-2013, ενώ το γερμανικό είχε μειωθεί κατά 29% την περίοδο 1913 -1919.
(7) Συνέντευξη με τον Γ. Βαρουφάκη στη «Le Monde», 3 Φεβρουαρίου 2015.
(8) Από το 1997, η Γερμανία έχει ξεπεράσει το επιτρεπόμενο έλλειμμα οκτώ φορές και η Γαλλία έντεκα.
(9) «Συνάντηση του Eurogroup για την Ελλάδα (Βρυξέλλες, 16 Φεβρουαρίου 2015)», Μόνιμη αντιπροσωπεία της Γαλλίας στην Ε.Ε., www.rpfrance.eu
(10) Simone Weil, «La vie et la grève des ouvrières métallos», «OEuvres complètes. Ecrits historiques et politiques», τομ. II, Gallimard, Παρίσι, 1991.
Για το γαλλικό πρωτότυπο
Le Monde diplomatique
sioualtec
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου