Ο όρος «προθεσιακότητα» συνάπτεται άμεσα με τον οντολογικό όρο «συνείδηση» – και όχι με τη συνείδηση τινός, που είναι όρος της φαινομενολογίας. Αυτό σημαίνει πως και οι όροι «αίσθηση/ψευδαίσθηση» δεν εμπίπτουν στην επικράτεια της ψυχολογίας αλλά της λογικής.
Έτσι, η κοινή λογική, που είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ψυχολογική κυρίως θέαση του κόσμου, συγχέει και αναμειγνύει τον υποκειμενικό (ψυχολογικό) ιδεαλισμό με τον αφελή ρεαλισμό. Για αυτό, δεν μπορεί να ανεχθεί την ανεξαρτησία της συνείδησης ως πληροφορίας από τη συνειδητή ροή της, που είναι η εντροπία της.
Κοντολογίς, αδυνατεί να διακρίνει την τάξη/βεβαιότητα της συμμετρικής πληροφορίας από την αταξία/αβεβαιότητα της θρυμματισμένης πληροφορίας – δηλαδή του περιεχομένου της που ρέει στον χωροχρόνο. Η επέκταση αυτής της σύγχυσης επιφέρει αναγκαστικά την ταύτιση της άυλης πληροφορίας με τον υλικό της φορέα, με το μέσον της, που κατ’ ανάγκη είναι υλοενεργειακό πύκνωμα-μάζα.
Η πραγματικότητα της συμμετρικής πληροφορίας είναι αντικειμενική, με την έννοια πως αυτή «κείται» καταρχήν στην υλική της εγγραφή σε χωροχρονικό υλικό. Κατά συνέπεια, η πληροφορία ως περιεχόμενο προϋπάρχει της πληροφορίας ως περιέχοντος. Με άλλα λόγια, η πληροφορία, ως καθολική συνείδηση, προϋπάρχει της πληροφορίας ως συνείδησης τινός.
Τώρα μπορούμε να πούμε ότι η ολιστική πληροφορία της συνείδησης αναφέρεται στον χώρο, ενώ η θρυμματισμένη πληροφορία της επιμέρους συνείδησης τινός ανήκει στον χρόνο. Βέβαια, στο ψυχολογικό κομμάτι του «εγώ» μας, όπου κυριαρχεί η κίνηση, ο χωροχρόνος είναι αδιάσπαστος και ενιαίος. Άρα, και η ίδια η πληροφορία φαίνεται αδιάσπαστη και ενιαία.
Το αποτέλεσμα είναι το εξής: αυτό το περίεργο αμάλγαμα ιδεαλιστικού ρεαλισμού ή ρεαλιστικού ιδεαλισμού δεν είναι άλλη παρά η ίδια η σύσταση της περιβόητης ιδεολογίας του θετικισμού. Ο θετικισμός αποτελεί όντως ιδεολογία. Τούτο σημαίνει πως κατά βάση ψυχολογικοποιεί τις έννοιες της ύπαρξης και της αίσθησης. Μια πέτρα θεωρούμε ότι έχει ύπαρξη. Ενώ ένα υποκειμενικό αίσθημα φοβίας θεωρούμε πως διαθέτει «ύπαρξη». Τα εισαγωγικά στη δεύτερη περίπτωση αμφισβητούν την αντικειμενική ύπαρξη της φοβίας, σε αντίθεση με την ύπαρξη της πέτρας που δεν αμφισβητείται. Εδώ, έχουμε την επιλεκτική εκδοχή ότι η μια ύπαρξη είναι πιο «αντικειμενική» από την άλλη.
Γιατί όμως η ύπαρξη της πέτρας είναι πιο αποδεκτή από την «ύπαρξη» της φοβίας; Πρώτα απ’ όλα επειδή η πέτρα είναι υλικό σώμα, ενώ η φοβία αποτελεί έτσι απλά μια «ιδέα». Έπειτα, η φοβία λέμε μεν πως δεν μπορεί να είναι αντικειμενική (αλλά όμως αποδεχόμαστε πως είναι υπαρκτή), διότι δεν αντιστοιχείται (στην πραγματικότητα) – δεν υπάρχει δηλαδή αλήθεια στην εκδήλωσή της, άρα δεν υπακούει στην αρχή της αιτιότητας.
Τώρα όσον αφορά στην πρώτη ένσταση, στο αν δηλαδή μια υλική πληροφορία είναι πιο πραγματική από μια άυλη, τότε πραγματικά δεν σκαμπάζουμε γρυ από θεωρία της πληροφορίας. Διότι όπως γράψαμε, κάθε ολιστική πληροφορία έχει ανάγκη από ένα υλικό φορέα για να μεταδοθεί. Έτσι η πέτρα πληροφορεί με την «πετρότητά» της, ενώ η φοβία μου/σου/του πληροφορεί μέσω του σώματός μου/σου/του. Άρα η ύπαρξη της καθαυτό πληροφορίας «πέτρα» και της καθαυτό πληροφορίας «φοβία» είναι της ίδιας τάξης (ισοδυναμεί) ως προς την αντικειμενικότητά τους.
Όμως αλλάζει κάτι πολύ σημαντικό. Και αυτό είναι η αίσθηση. Στην περίπτωση της πέτρας, η ίδια δεν αισθάνεται την ύπαρξή της (ουσιαστικά, εμείς «ονομάζουμε»-προβάλλουμε την πέτρα ως ένα αντικείμενο αν-αίσθητο). Αυτό σημαίνει πως ναι μεν υπάρχει αλλά εμείς δεν γνωρίζουμε γιατί για παράδειγμα βρέθηκε εκεί και όχι αλλού ή γιατί έχει αυτό το μέγεθος, το χρώμα, το υλικό και οτιδήποτε άλλο. Ενώ στην περίπτωση της φοβίας μας ίσως μπορέσουμε να εντοπίσουμε και να αξιολογήσουμε την αλήθεια ή το ψεύδος της. Αν δηλαδή η φοβία μας είναι αίσθηση ή ψευδαίσθηση. Πάντως σημειώνουμε εδώ πως όταν λέμε ψευδαίσθηση, δεν εννοούμε κάτι τελείως ανύπαρκτο αλλά πιο πολύ κάτι που υπάρχει που όμως εμείς το αντιλαμβανόμαστε τελείως αλλοιωμένο ή παραποιημένο απ’ ό,τι πραγματικά αυτό είναι.
Επομένως, αυτό που μας μπερδεύει στην εννοιολόγηση της έννοιας «ύπαρξη» είναι το γεγονός πως στην πληροφορία «πέτρα» ο φορέας της είναι αντί-στοιχος, ενώ στην περίπτωση της πληροφορίας «φοβία» ο φορέας είναι σύν-στοιχος. Ή, για να το πούμε πιο απλά, στη δεύτερη περίπτωση ο φορέας είμαστε εμείς οι ίδιοι, ενώ στην πρώτη ο φορέας είναι έξω από εμάς, απέναντί μας.
Μπορούμε όμως να αποκλείσουμε ότι και μια πέτρα μπορεί να έχει εσώτερες αντηχήσεις πληροφορίας; Ίσως πείτε βιαστικά ότι αποκλείεται κάτι τέτοιο, διότι σε αυτήν την περίπτωση κάτι θα φαινόταν. Ο αντίλογος είναι πως και στην περίπτωση τόσο του ανύπαρκτου όσο και του υπαρκτού κινδύνου, οι αντιδράσεις σας συνήθως δεν διαφέρουν. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο στην αίσθηση όσο και στη ψευδαίσθηση η φαινομενολογική εποπτεία τους είναι ισοδύναμη.
Έτσι και με την πέτρα. Μπορεί να μην κινείται, να μην αναπνέει, να μην μιλάει αλλά όλα αυτά σε τίποτε δεν μπορούν να μας διαβεβαιώσουν πως δεν θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει την ανυπαρξία της ως ύπαρξη. Έτσι ακριβώς όπως κι εσείς με τη φοβία σας. Μπορείτε κάλλιστα να περάσετε ολόκληρη τη ζωή σας μες στη ψευδαίσθησή σας, ανυποψίαστος και αθώος, αν δεν σας υποψιάσει κάποιος άλλος.
Εντέλει, αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως η ύπαρξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η προθετικότητα της ανυπαρξίας να ξεπεράσει τον εαυτό της. Όμως, η προθετικότητα της ύπαρξης δεν αρκεί ως πληροφορία, αν δεν μετασχηματιστεί σε προθεσιακότητα. Τούτη μεταφράζεται ως μετάλλαξη συνείδησης: πέρασμα από την ψευδαίσθηση της «ύπαρξης» στην αίσθηση της ύπαρξης. Μέχρι τότε, η απλή ύπαρξη κρίνεται οντολογικώς ανύπαρκτη και επιστημολογικώς ψευδαίσθηση, λίαν επιεικώς…
Έτσι, η κοινή λογική, που είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ψυχολογική κυρίως θέαση του κόσμου, συγχέει και αναμειγνύει τον υποκειμενικό (ψυχολογικό) ιδεαλισμό με τον αφελή ρεαλισμό. Για αυτό, δεν μπορεί να ανεχθεί την ανεξαρτησία της συνείδησης ως πληροφορίας από τη συνειδητή ροή της, που είναι η εντροπία της.
Κοντολογίς, αδυνατεί να διακρίνει την τάξη/βεβαιότητα της συμμετρικής πληροφορίας από την αταξία/αβεβαιότητα της θρυμματισμένης πληροφορίας – δηλαδή του περιεχομένου της που ρέει στον χωροχρόνο. Η επέκταση αυτής της σύγχυσης επιφέρει αναγκαστικά την ταύτιση της άυλης πληροφορίας με τον υλικό της φορέα, με το μέσον της, που κατ’ ανάγκη είναι υλοενεργειακό πύκνωμα-μάζα.
Η πραγματικότητα της συμμετρικής πληροφορίας είναι αντικειμενική, με την έννοια πως αυτή «κείται» καταρχήν στην υλική της εγγραφή σε χωροχρονικό υλικό. Κατά συνέπεια, η πληροφορία ως περιεχόμενο προϋπάρχει της πληροφορίας ως περιέχοντος. Με άλλα λόγια, η πληροφορία, ως καθολική συνείδηση, προϋπάρχει της πληροφορίας ως συνείδησης τινός.
Τώρα μπορούμε να πούμε ότι η ολιστική πληροφορία της συνείδησης αναφέρεται στον χώρο, ενώ η θρυμματισμένη πληροφορία της επιμέρους συνείδησης τινός ανήκει στον χρόνο. Βέβαια, στο ψυχολογικό κομμάτι του «εγώ» μας, όπου κυριαρχεί η κίνηση, ο χωροχρόνος είναι αδιάσπαστος και ενιαίος. Άρα, και η ίδια η πληροφορία φαίνεται αδιάσπαστη και ενιαία.
Το αποτέλεσμα είναι το εξής: αυτό το περίεργο αμάλγαμα ιδεαλιστικού ρεαλισμού ή ρεαλιστικού ιδεαλισμού δεν είναι άλλη παρά η ίδια η σύσταση της περιβόητης ιδεολογίας του θετικισμού. Ο θετικισμός αποτελεί όντως ιδεολογία. Τούτο σημαίνει πως κατά βάση ψυχολογικοποιεί τις έννοιες της ύπαρξης και της αίσθησης. Μια πέτρα θεωρούμε ότι έχει ύπαρξη. Ενώ ένα υποκειμενικό αίσθημα φοβίας θεωρούμε πως διαθέτει «ύπαρξη». Τα εισαγωγικά στη δεύτερη περίπτωση αμφισβητούν την αντικειμενική ύπαρξη της φοβίας, σε αντίθεση με την ύπαρξη της πέτρας που δεν αμφισβητείται. Εδώ, έχουμε την επιλεκτική εκδοχή ότι η μια ύπαρξη είναι πιο «αντικειμενική» από την άλλη.
Γιατί όμως η ύπαρξη της πέτρας είναι πιο αποδεκτή από την «ύπαρξη» της φοβίας; Πρώτα απ’ όλα επειδή η πέτρα είναι υλικό σώμα, ενώ η φοβία αποτελεί έτσι απλά μια «ιδέα». Έπειτα, η φοβία λέμε μεν πως δεν μπορεί να είναι αντικειμενική (αλλά όμως αποδεχόμαστε πως είναι υπαρκτή), διότι δεν αντιστοιχείται (στην πραγματικότητα) – δεν υπάρχει δηλαδή αλήθεια στην εκδήλωσή της, άρα δεν υπακούει στην αρχή της αιτιότητας.
Τώρα όσον αφορά στην πρώτη ένσταση, στο αν δηλαδή μια υλική πληροφορία είναι πιο πραγματική από μια άυλη, τότε πραγματικά δεν σκαμπάζουμε γρυ από θεωρία της πληροφορίας. Διότι όπως γράψαμε, κάθε ολιστική πληροφορία έχει ανάγκη από ένα υλικό φορέα για να μεταδοθεί. Έτσι η πέτρα πληροφορεί με την «πετρότητά» της, ενώ η φοβία μου/σου/του πληροφορεί μέσω του σώματός μου/σου/του. Άρα η ύπαρξη της καθαυτό πληροφορίας «πέτρα» και της καθαυτό πληροφορίας «φοβία» είναι της ίδιας τάξης (ισοδυναμεί) ως προς την αντικειμενικότητά τους.
Όμως αλλάζει κάτι πολύ σημαντικό. Και αυτό είναι η αίσθηση. Στην περίπτωση της πέτρας, η ίδια δεν αισθάνεται την ύπαρξή της (ουσιαστικά, εμείς «ονομάζουμε»-προβάλλουμε την πέτρα ως ένα αντικείμενο αν-αίσθητο). Αυτό σημαίνει πως ναι μεν υπάρχει αλλά εμείς δεν γνωρίζουμε γιατί για παράδειγμα βρέθηκε εκεί και όχι αλλού ή γιατί έχει αυτό το μέγεθος, το χρώμα, το υλικό και οτιδήποτε άλλο. Ενώ στην περίπτωση της φοβίας μας ίσως μπορέσουμε να εντοπίσουμε και να αξιολογήσουμε την αλήθεια ή το ψεύδος της. Αν δηλαδή η φοβία μας είναι αίσθηση ή ψευδαίσθηση. Πάντως σημειώνουμε εδώ πως όταν λέμε ψευδαίσθηση, δεν εννοούμε κάτι τελείως ανύπαρκτο αλλά πιο πολύ κάτι που υπάρχει που όμως εμείς το αντιλαμβανόμαστε τελείως αλλοιωμένο ή παραποιημένο απ’ ό,τι πραγματικά αυτό είναι.
Επομένως, αυτό που μας μπερδεύει στην εννοιολόγηση της έννοιας «ύπαρξη» είναι το γεγονός πως στην πληροφορία «πέτρα» ο φορέας της είναι αντί-στοιχος, ενώ στην περίπτωση της πληροφορίας «φοβία» ο φορέας είναι σύν-στοιχος. Ή, για να το πούμε πιο απλά, στη δεύτερη περίπτωση ο φορέας είμαστε εμείς οι ίδιοι, ενώ στην πρώτη ο φορέας είναι έξω από εμάς, απέναντί μας.
Μπορούμε όμως να αποκλείσουμε ότι και μια πέτρα μπορεί να έχει εσώτερες αντηχήσεις πληροφορίας; Ίσως πείτε βιαστικά ότι αποκλείεται κάτι τέτοιο, διότι σε αυτήν την περίπτωση κάτι θα φαινόταν. Ο αντίλογος είναι πως και στην περίπτωση τόσο του ανύπαρκτου όσο και του υπαρκτού κινδύνου, οι αντιδράσεις σας συνήθως δεν διαφέρουν. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο στην αίσθηση όσο και στη ψευδαίσθηση η φαινομενολογική εποπτεία τους είναι ισοδύναμη.
Έτσι και με την πέτρα. Μπορεί να μην κινείται, να μην αναπνέει, να μην μιλάει αλλά όλα αυτά σε τίποτε δεν μπορούν να μας διαβεβαιώσουν πως δεν θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει την ανυπαρξία της ως ύπαρξη. Έτσι ακριβώς όπως κι εσείς με τη φοβία σας. Μπορείτε κάλλιστα να περάσετε ολόκληρη τη ζωή σας μες στη ψευδαίσθησή σας, ανυποψίαστος και αθώος, αν δεν σας υποψιάσει κάποιος άλλος.
Εντέλει, αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως η ύπαρξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η προθετικότητα της ανυπαρξίας να ξεπεράσει τον εαυτό της. Όμως, η προθετικότητα της ύπαρξης δεν αρκεί ως πληροφορία, αν δεν μετασχηματιστεί σε προθεσιακότητα. Τούτη μεταφράζεται ως μετάλλαξη συνείδησης: πέρασμα από την ψευδαίσθηση της «ύπαρξης» στην αίσθηση της ύπαρξης. Μέχρι τότε, η απλή ύπαρξη κρίνεται οντολογικώς ανύπαρκτη και επιστημολογικώς ψευδαίσθηση, λίαν επιεικώς…
Από τον Νώντα Κούκα
RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου