Αυτη η φράση από το παλιό τραγούδι τριγυρίζει στο μυαλό μου αυτές τις μέρες....
Δεν μου αρέσει να λέω οι παλιοί καλοί καιροί γιατί είναι πολύ γενικόλογο. Προτιμώ να λέω απλά "εκείνοι οι άλλοι καιροί" Κουβαλάω ενοχές για εκείνους τους καιρούς. Όχι μόνο για όσα πράγματα θα μπορούσα να είχα κάνει κι εγώ κι η γενιά μου για να μη φτάσουμε στο σημείο που φτάσαμε σήμερα, αλλά για όσα τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, δεν θα έχουν καν την ευκαιρία να γνωρίσουν έστω κι αν τα απορρίψουν μετά.
Αυτό που με πληγώνει περισσότερο όταν κοιτάζω τους νέους είναι πως δεν μπορούν να νοιώσουν συγκεκριμένες και πολύ απλές χαρές της ζωής, όχι γιατί είναι ανίκανοι αλλά γιατί δεν υπάρχουν πια. Κι όχι μόνο δεν υπάρχουν πια, δεν τις γνώρισαν ποτέ. Γεννήθηκαν χωρίς να γευτούν πραγματικές γεύσεις από το φαγητό. Ανασαίνουν αέρα ήδη μολυσμένο από τη κοιλιά της μάνας τους. Βομβαρδίζονται από κάθε είδους τοξικά, ακτινοβολίες, δηλητήρια από τη κοιλιά της μάνας τους.
Στα παιδιά τους, στα εγγόνια τους, δεν θα κουβαλάνε τις δικές μας ενοχές, γιατί ότι και χειρότερο να ζήσουν οι απόγονοί τους, θα έχουν κάτι κοινό με τους ίδιους. Θα έχουν ξεκινήσει και οι δυο από ένα μεταλλαγμένο, άσχημο κόσμο. Σε αντίθεση μ΄εμένα και όλους τους ομοίους μου, που ζούμε σήμερα την Νέμεση της αδιαφορίας μας, του καθησυχασμού μας , της απληστίας μας, μέσα από τα μάτια των παιδιών μας γιατί....
ξέρουμε και θυμόμαστε πως ζήσαμε καλύτερα. Δεν έχει σημασία το φτωχότερα, πλουσιότερα, τυχεροί ή άτυχοι στις μικρές μας ιστορίες. Ζήσαμε. Η Νέμεση πάνω μας δεν είναι η σημερινή μας πτώση, αλλά η μηδενική πιθανότητα ανόδου των παιδιών μας. Η Νέμεση των ανθρώπων που έχουμε απομείνει με αναμνήσεις ακόμα μέσα μας των καιρών που ήμασταν επαναστάτες άγγελοι κι όχι υποχείρια οποιονδήποτε παρανοϊκών θεών, είναι πως ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ.
Ντρεπόμαστε να περιγράψουμε το καιρό που οι άνθρωποι γεννιόντουσαν υγιείς κι ήξεραν απλά πως με το πρόγραμμα είναι ίσως ν΄αρρωστήσεις κάποτε. Ντρεπόμαστε να το πούμε αυτό στα παιδιά που γεννιούνται άρρωστα. Ντρεπόμαστε να πούμε πως το φαΐ είχε μια απίθανη γεύση στα παιδιά που πεινάνε ή στα παιδιά που τρώνε σκουπίδια που ονομάζονται τρόφιμα. Ντρεπόμαστε να πούμε πως μέναμε ώρες ψημένοι με το αλάτι κάτω από έναν ήλιο που ήταν μια ένεση δυναμίτης για τους χειμώνες που θα ακολουθούσαν, και μια θάλασσα που ήθελες να τη πιεις όλη με μια γουλιά, σαν κρύσταλλο, στα παιδιά που βάζουν +30 αντηλιακό για να μη πάθουν καρκίνο, που φοβούνται μη κολλήσουν αρρώστιες από τη θάλασσα, που κατεβαίνουν στη παραλία με τη θυροξίνη στο τσεπάκι και μια κορτιζόνη... καλού κακού...
Μένουν κάπου στην άκρη του μυαλού καλά φυλαγμένα τα πάρτυ μέχρι το πρωί με μεγάλους και μικρούς να διασκεδάζουν μέχρι αηδίας, τα σκασιαρχεία από τα σχολεία με το φλερτάρισμα στη καφετέρια της γειτονιάς και το πρώτο τσιγάρο στη ζούλα, τον ύπνο στρωματσάδα στα μπαλκόνια και τις αυλές που ήταν ορθάνοιχτες για όλους, τη πέτρα στο κουτσό, τους βόλους, το ξενύχτι στη παραλία με το νυχτερινό μπάνιο και το ξημέρωμα να κοιμάσαι κάτω από τη σκιά μιας βάρκας, το κυριακάτικο φαΐ που μοσχοβόλαγε, το τετράδιο καλλιγραφίας, τη θεία Λένα στο ραδιόφωνο, το καραγκιόζη στις γειτονιές, τη βάρκα ποιος θα τη φτάσει πιο ψηλά στο λουναπάρκ της πλατείας, τις φωτιές του Αι Γιάννη, τα μασκαρέματα με το κουστούμι του πατέρα και τα τακούνια της μάνας, το ξεμάτιασμα της γιαγιάς, τα μονίμως σκισμένα γόνατα από το κυνηγητό, το κρυφτό, τα στρατιωτάκια τ΄ακούνητα κι αμίλητα...
Ναι δίπλα σ΄ολα αυτά υπήρχε αλλού πλούτος κι αλλού φτώχεια. Υπήρχε χαρά και δυστυχία μαζί. Υπήρχε κι έρωτας και θάνατος. Αλλά όλα τα ζούσες με μια ιερότητα που δεν σ΄αφηνε στιγμή να νοιώσεις αυτό το απαίσιο κενό που αντικρίζεις στα ματιά των παιδιών των καλωδίων... τον εν δυνάμει αρρώστων που πρέπει να κάνουν τσεκ απ από τα είκοσι, που πρέπει να εμβολιάζονται ακόμα και για μια γρίπη, που πρέπει να προσέχουν τι τρώνε γιατί έχουν αλλοιωμένες εξετάσεις στο αίμα από το δημοτικό. Αυτά τα παιδιά που όλοι τα ΦΟΒΙΖΟΥΝ με κάτι. Αυτά τα παιδιά που όλοι τα ΑΠΕΙΛΟΥΝ με κάτι.
Κάτι που πλανιέται στη ζωή τους συνέχεια και τους υπενθυμίζει πως έτσι είναι τα πράγματα. Πως όλη αυτή η ανωμαλία που υπάρχει γύρω τους είναι φυσική τάξη των πραγμάτων. Είναι τα ελληνόπουλα που απειλούνται με πείνα σε ένα τόπο που και στις πέτρες φυτρώνει καρπός. Είναι τα ελληνόπουλα που αγωνιούν να μοιάσουν σε κάποιον άλλον. Σε μια χαζογκόμενα της αμερικάνικης τηλεόρασης, σε κάποιο cyborg τηλεαστέρα που πλασάρει τις ανωμαλίες του για μόδα, σε ινδάλματα κούφια, γεμάτα σιλικόνες, αναβολικά και κόκα, που ενώ είναι νεκροί ήδη από τη γέννα τους... δε λιώνουν, γιατί πως να λιώσει η πλαστικούρα....
Η δική μου γενιά του 60 κι αυτή πριν του 50 και η μετά από μένα του 70 ζούμε στο Καθαρτήριο. Παρακολουθώντας το χαμένο παράδεισο της νιότης μας και τη κόλαση που ψήνονται τα βλαστάρια μας. Είμαστε εκεί στη μέση από τα δύο σύμπαντα, αιωρούμενοι, να παρακολουθούμε το έργο να παίζεται έχοντας ξεπουλήσει ο καθένας σε διάφορους δανειστές, τα όπλα μας. Οι επαναστάτες έφηβοι που έκαναν μόνιμα σκασιαρχείο από τη ζωή των παππούδων και ανέτρεπαν με άνεση την αραχνιασμένη τάξη, με την ενηλικίωση ασχοληθήκαμε μόνο με το πως να ρουφήξουμε τις τελευταίες ανάσες ζωής από ένα κόσμο που πνέει τα λοίσθια, τις περισσότερες φορές βάζοντας σαν δικαιολογία τα ίδια τα παιδιά μας μπροστά....
Κοιτάζω τους παλιούς φίλους , εκείνους που ήθελαν ν΄αλλάξουν το κόσμο κι απλά άλλαξαν οι ίδιοι, τους κοιτάζω να κλαίγονται σαν θλιμμένες παρθένες, κι αναρωτιέμαι αν ντρέπονται καθόλου... Όχι μόνο γι΄αυτά που δεν έκαναν (δεν κάναμε) αλλά για το γεγονός πως αντιμετωπίζουμε τη σημερινή πραγματικότητα σαν γερασμένες πουτάνες που όλα τα ζήσανε κι είναι καιρός να αράξουν στις ενοχές τους και τη στεναχώρια τους. Πουτάνες μ΄ενοχές . Το χειρότερο είδος...
Ακόμα και μέχρι πριν λίγο καιρό όταν παιδιά κάνανε ίσως τη πρώτη τους και τελευταία αντίδραση, ακόμα και τότε οι νυν σοβαρές κυρίες πρώην πουτάνες στο κουρμπέτι, διαμαρτυρόντουσαν για τους αλήτες που τους καίνε τα μαγαζιά, τους κάνανε ζημιά στα αυτοκίνητα, τους εμπόδισαν τη κυκλοφορία για να πάνε στις δουλειές τους, τους χαλάσαν τις νεκροζώντανες ημέρες τους....
Μου τη δίνει αφάνταστα να ακούω συνέχεια εμάς τους απαισιότατους να λέμε πως οι νέοι πρέπει να κάνουν κάτι. Σαν τα γερόντια που γραπώνονται πάνω από εκείνον που πρέπει να τους ξεσκατίσει και να τους αλλάξει τ΄οξυγόνο στη μούρη. Δώσαμε στα παιδιά μας μπιχλιμπίδια να παίζουν, μια τηλεόραση να μας αντικαταστήσει, γιατί είχαμε δουλειές να κάνουμε για ν΄αγοράσουμε σπίτι, εξοχικό, αυτοκίνητο, βάρκα, μίξερ, καπότες, σερβιέτες, και τώρα τα κοιτάμε μήπως και μας βάλουν το οξυγόνο στη μούρη. Και πονάμε. Σίγουρα. Γιατί δεν είναι κι ωραίο να βλέπεις τα παιδιά σου να μην έχουν αύριο... δεν είναι ωραίο να ακούς κάθε τόσο κάποιο αγγελούδι να είναι νεκροζώντανο σε κάποιο νοσοκομείο, δεν είναι ωραίο να ακούς κάθε τόσο το παιδί του τάδε φίλου πως είναι μέσα στη πρέζα.. Δεν είναι καν φυσιολογικό να βλέπεις το παιδί σου να παθαίνει καούρες από τα είκοσι, να ψάχνεται μήπως έχει καρκίνο, να κυκλοφορεί με τις εισπνοές του για το άσθμα, να φοβάται συνέχεια κάτι, να τρώει συνέχεια μαλακίες και να δουλεύει και σαν σκλαβάκι για τρία κατοστάρια (κυνηγημένο...)
Κι όμως φίλε μου είδα το Γιώργο να στήνεται στο συσσίτιο σαν φουκαριάρικο ανθρωπάκι... Ναι το Γιώργο που το χε σκάσει από το σπίτι του στα 14 γιατί του είπε μια κουβέντα ο πατέρας του και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Το Γιώργο το μεταλά με το σταυρό τατουάζ στο μπράτσο...
Κι όμως φίλε μου είδα τη Κατερίνα, να παρακαλάει να μείνει στη δουλειά με πέντε κατοστάρικα.. Ναι ρε, τη γνωστή Κατερίνα λέω, εκείνη που όργωνε τα φεστιβάλ και τις πορείες πρώτη μούρη, κι είχε φτάσει , έφηβη τότε, μέχρι το Παρίσι μ΄ενα σακίδιο στη πλάτη για να ζήσει το Μάη της επανάστασης, με τη μάνα της να ρίχνει κατάρες από πίσω....
Κι όμως φίλε μου είδα το Μιχάλη, να δουλεύει σε μια εισπρακτική εταιρεία και να απειλεί το κοσμάκη για να πάρει τέσσερα κατοστάρικα... Ναι το γνωστό Μιχάλη που βρόντηξε το πτυχίο του κάτω γιατί ήταν ντροπή να πάρει πτυχίο από ένα λοβοτομημένο σύστημα παιδείας όπως έλεγε.....
Είδα κι άλλους πολλούς...
Να μαζεύουν τα απομεινάρια από τα καλογυαλισμένα τους παλιοσίδερα, τα τούβλα που τα φτιάξανε λες και ήταν ναοί, το άδειο μπουκάλι από το ουίσκι 20 ετών old , και να κλαίγονται στην εφορία, στη ΔΕΗ, στη τράπεζα, στο ταμείο... για λίγο έλεος....
Αναρωτιόμαστε συνέχεια γιατί δεν κάνουμε τίποτα. Είναι απλό γιατί οι μεν - οι γονείς - ξεχάσαμε πως είναι να ζεις ελεύθερος κι οι δε - τα παιδιά - δεν το μάθανε ποτέ....
Γι΄αυτό όταν βλέπω σήμερα νέους να ξεφεύγουν από τη συνολική αποχαύνωση, όταν βλέπω παιδιά να φτιάχνουν από μόνα τους τα αμμουδένια κάστρα τους μέσα στη τσιμεντούπολη, όταν βλέπω παιδιά να αψηφούν αυτή τη σαπίλα, να τη προσπερνάνε και να σε κοιτάζουν με μάτια ολοκάθαρα, με δύναμη , με αίμα μέσα τους, δεν ξέρω τι να κάνω για να δείξω τη χαρά μου. Ισως γιατί αυτά τα παιδιά είναι ένα νέο είδος που κάποια στιγμή θα παίξει σπουδαίο ρόλο σε όλη την ιστορία...
Είναι οι αυτοδημιούργητοι επαναστάτες μέσα στη γενική αποχαύνωση. Κι αν γεννιούνται τέτοια παιδιά, υπάρχει ακόμα ελπίδα.. Δεν με νοιάζει αν είναι δέκα, πενήντα , εκατό ή εκατό χιλιάδες... Απλά όταν θα αποφασισουν να πάρουν τη τύχη στα χέρια τους σας παρακαλώ όλες εσείς οι παλιές πουτάνες.. μη τους γ@μίσετε το όνειρο.
vasiliskos
Δεν μου αρέσει να λέω οι παλιοί καλοί καιροί γιατί είναι πολύ γενικόλογο. Προτιμώ να λέω απλά "εκείνοι οι άλλοι καιροί" Κουβαλάω ενοχές για εκείνους τους καιρούς. Όχι μόνο για όσα πράγματα θα μπορούσα να είχα κάνει κι εγώ κι η γενιά μου για να μη φτάσουμε στο σημείο που φτάσαμε σήμερα, αλλά για όσα τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, δεν θα έχουν καν την ευκαιρία να γνωρίσουν έστω κι αν τα απορρίψουν μετά.
Αυτό που με πληγώνει περισσότερο όταν κοιτάζω τους νέους είναι πως δεν μπορούν να νοιώσουν συγκεκριμένες και πολύ απλές χαρές της ζωής, όχι γιατί είναι ανίκανοι αλλά γιατί δεν υπάρχουν πια. Κι όχι μόνο δεν υπάρχουν πια, δεν τις γνώρισαν ποτέ. Γεννήθηκαν χωρίς να γευτούν πραγματικές γεύσεις από το φαγητό. Ανασαίνουν αέρα ήδη μολυσμένο από τη κοιλιά της μάνας τους. Βομβαρδίζονται από κάθε είδους τοξικά, ακτινοβολίες, δηλητήρια από τη κοιλιά της μάνας τους.
Στα παιδιά τους, στα εγγόνια τους, δεν θα κουβαλάνε τις δικές μας ενοχές, γιατί ότι και χειρότερο να ζήσουν οι απόγονοί τους, θα έχουν κάτι κοινό με τους ίδιους. Θα έχουν ξεκινήσει και οι δυο από ένα μεταλλαγμένο, άσχημο κόσμο. Σε αντίθεση μ΄εμένα και όλους τους ομοίους μου, που ζούμε σήμερα την Νέμεση της αδιαφορίας μας, του καθησυχασμού μας , της απληστίας μας, μέσα από τα μάτια των παιδιών μας γιατί....
ξέρουμε και θυμόμαστε πως ζήσαμε καλύτερα. Δεν έχει σημασία το φτωχότερα, πλουσιότερα, τυχεροί ή άτυχοι στις μικρές μας ιστορίες. Ζήσαμε. Η Νέμεση πάνω μας δεν είναι η σημερινή μας πτώση, αλλά η μηδενική πιθανότητα ανόδου των παιδιών μας. Η Νέμεση των ανθρώπων που έχουμε απομείνει με αναμνήσεις ακόμα μέσα μας των καιρών που ήμασταν επαναστάτες άγγελοι κι όχι υποχείρια οποιονδήποτε παρανοϊκών θεών, είναι πως ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ.
Ντρεπόμαστε να περιγράψουμε το καιρό που οι άνθρωποι γεννιόντουσαν υγιείς κι ήξεραν απλά πως με το πρόγραμμα είναι ίσως ν΄αρρωστήσεις κάποτε. Ντρεπόμαστε να το πούμε αυτό στα παιδιά που γεννιούνται άρρωστα. Ντρεπόμαστε να πούμε πως το φαΐ είχε μια απίθανη γεύση στα παιδιά που πεινάνε ή στα παιδιά που τρώνε σκουπίδια που ονομάζονται τρόφιμα. Ντρεπόμαστε να πούμε πως μέναμε ώρες ψημένοι με το αλάτι κάτω από έναν ήλιο που ήταν μια ένεση δυναμίτης για τους χειμώνες που θα ακολουθούσαν, και μια θάλασσα που ήθελες να τη πιεις όλη με μια γουλιά, σαν κρύσταλλο, στα παιδιά που βάζουν +30 αντηλιακό για να μη πάθουν καρκίνο, που φοβούνται μη κολλήσουν αρρώστιες από τη θάλασσα, που κατεβαίνουν στη παραλία με τη θυροξίνη στο τσεπάκι και μια κορτιζόνη... καλού κακού...
Μένουν κάπου στην άκρη του μυαλού καλά φυλαγμένα τα πάρτυ μέχρι το πρωί με μεγάλους και μικρούς να διασκεδάζουν μέχρι αηδίας, τα σκασιαρχεία από τα σχολεία με το φλερτάρισμα στη καφετέρια της γειτονιάς και το πρώτο τσιγάρο στη ζούλα, τον ύπνο στρωματσάδα στα μπαλκόνια και τις αυλές που ήταν ορθάνοιχτες για όλους, τη πέτρα στο κουτσό, τους βόλους, το ξενύχτι στη παραλία με το νυχτερινό μπάνιο και το ξημέρωμα να κοιμάσαι κάτω από τη σκιά μιας βάρκας, το κυριακάτικο φαΐ που μοσχοβόλαγε, το τετράδιο καλλιγραφίας, τη θεία Λένα στο ραδιόφωνο, το καραγκιόζη στις γειτονιές, τη βάρκα ποιος θα τη φτάσει πιο ψηλά στο λουναπάρκ της πλατείας, τις φωτιές του Αι Γιάννη, τα μασκαρέματα με το κουστούμι του πατέρα και τα τακούνια της μάνας, το ξεμάτιασμα της γιαγιάς, τα μονίμως σκισμένα γόνατα από το κυνηγητό, το κρυφτό, τα στρατιωτάκια τ΄ακούνητα κι αμίλητα...
Ναι δίπλα σ΄ολα αυτά υπήρχε αλλού πλούτος κι αλλού φτώχεια. Υπήρχε χαρά και δυστυχία μαζί. Υπήρχε κι έρωτας και θάνατος. Αλλά όλα τα ζούσες με μια ιερότητα που δεν σ΄αφηνε στιγμή να νοιώσεις αυτό το απαίσιο κενό που αντικρίζεις στα ματιά των παιδιών των καλωδίων... τον εν δυνάμει αρρώστων που πρέπει να κάνουν τσεκ απ από τα είκοσι, που πρέπει να εμβολιάζονται ακόμα και για μια γρίπη, που πρέπει να προσέχουν τι τρώνε γιατί έχουν αλλοιωμένες εξετάσεις στο αίμα από το δημοτικό. Αυτά τα παιδιά που όλοι τα ΦΟΒΙΖΟΥΝ με κάτι. Αυτά τα παιδιά που όλοι τα ΑΠΕΙΛΟΥΝ με κάτι.
Κάτι που πλανιέται στη ζωή τους συνέχεια και τους υπενθυμίζει πως έτσι είναι τα πράγματα. Πως όλη αυτή η ανωμαλία που υπάρχει γύρω τους είναι φυσική τάξη των πραγμάτων. Είναι τα ελληνόπουλα που απειλούνται με πείνα σε ένα τόπο που και στις πέτρες φυτρώνει καρπός. Είναι τα ελληνόπουλα που αγωνιούν να μοιάσουν σε κάποιον άλλον. Σε μια χαζογκόμενα της αμερικάνικης τηλεόρασης, σε κάποιο cyborg τηλεαστέρα που πλασάρει τις ανωμαλίες του για μόδα, σε ινδάλματα κούφια, γεμάτα σιλικόνες, αναβολικά και κόκα, που ενώ είναι νεκροί ήδη από τη γέννα τους... δε λιώνουν, γιατί πως να λιώσει η πλαστικούρα....
Η δική μου γενιά του 60 κι αυτή πριν του 50 και η μετά από μένα του 70 ζούμε στο Καθαρτήριο. Παρακολουθώντας το χαμένο παράδεισο της νιότης μας και τη κόλαση που ψήνονται τα βλαστάρια μας. Είμαστε εκεί στη μέση από τα δύο σύμπαντα, αιωρούμενοι, να παρακολουθούμε το έργο να παίζεται έχοντας ξεπουλήσει ο καθένας σε διάφορους δανειστές, τα όπλα μας. Οι επαναστάτες έφηβοι που έκαναν μόνιμα σκασιαρχείο από τη ζωή των παππούδων και ανέτρεπαν με άνεση την αραχνιασμένη τάξη, με την ενηλικίωση ασχοληθήκαμε μόνο με το πως να ρουφήξουμε τις τελευταίες ανάσες ζωής από ένα κόσμο που πνέει τα λοίσθια, τις περισσότερες φορές βάζοντας σαν δικαιολογία τα ίδια τα παιδιά μας μπροστά....
Κοιτάζω τους παλιούς φίλους , εκείνους που ήθελαν ν΄αλλάξουν το κόσμο κι απλά άλλαξαν οι ίδιοι, τους κοιτάζω να κλαίγονται σαν θλιμμένες παρθένες, κι αναρωτιέμαι αν ντρέπονται καθόλου... Όχι μόνο γι΄αυτά που δεν έκαναν (δεν κάναμε) αλλά για το γεγονός πως αντιμετωπίζουμε τη σημερινή πραγματικότητα σαν γερασμένες πουτάνες που όλα τα ζήσανε κι είναι καιρός να αράξουν στις ενοχές τους και τη στεναχώρια τους. Πουτάνες μ΄ενοχές . Το χειρότερο είδος...
Ακόμα και μέχρι πριν λίγο καιρό όταν παιδιά κάνανε ίσως τη πρώτη τους και τελευταία αντίδραση, ακόμα και τότε οι νυν σοβαρές κυρίες πρώην πουτάνες στο κουρμπέτι, διαμαρτυρόντουσαν για τους αλήτες που τους καίνε τα μαγαζιά, τους κάνανε ζημιά στα αυτοκίνητα, τους εμπόδισαν τη κυκλοφορία για να πάνε στις δουλειές τους, τους χαλάσαν τις νεκροζώντανες ημέρες τους....
Μου τη δίνει αφάνταστα να ακούω συνέχεια εμάς τους απαισιότατους να λέμε πως οι νέοι πρέπει να κάνουν κάτι. Σαν τα γερόντια που γραπώνονται πάνω από εκείνον που πρέπει να τους ξεσκατίσει και να τους αλλάξει τ΄οξυγόνο στη μούρη. Δώσαμε στα παιδιά μας μπιχλιμπίδια να παίζουν, μια τηλεόραση να μας αντικαταστήσει, γιατί είχαμε δουλειές να κάνουμε για ν΄αγοράσουμε σπίτι, εξοχικό, αυτοκίνητο, βάρκα, μίξερ, καπότες, σερβιέτες, και τώρα τα κοιτάμε μήπως και μας βάλουν το οξυγόνο στη μούρη. Και πονάμε. Σίγουρα. Γιατί δεν είναι κι ωραίο να βλέπεις τα παιδιά σου να μην έχουν αύριο... δεν είναι ωραίο να ακούς κάθε τόσο κάποιο αγγελούδι να είναι νεκροζώντανο σε κάποιο νοσοκομείο, δεν είναι ωραίο να ακούς κάθε τόσο το παιδί του τάδε φίλου πως είναι μέσα στη πρέζα.. Δεν είναι καν φυσιολογικό να βλέπεις το παιδί σου να παθαίνει καούρες από τα είκοσι, να ψάχνεται μήπως έχει καρκίνο, να κυκλοφορεί με τις εισπνοές του για το άσθμα, να φοβάται συνέχεια κάτι, να τρώει συνέχεια μαλακίες και να δουλεύει και σαν σκλαβάκι για τρία κατοστάρια (κυνηγημένο...)
Κι όμως φίλε μου είδα το Γιώργο να στήνεται στο συσσίτιο σαν φουκαριάρικο ανθρωπάκι... Ναι το Γιώργο που το χε σκάσει από το σπίτι του στα 14 γιατί του είπε μια κουβέντα ο πατέρας του και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Το Γιώργο το μεταλά με το σταυρό τατουάζ στο μπράτσο...
Κι όμως φίλε μου είδα τη Κατερίνα, να παρακαλάει να μείνει στη δουλειά με πέντε κατοστάρικα.. Ναι ρε, τη γνωστή Κατερίνα λέω, εκείνη που όργωνε τα φεστιβάλ και τις πορείες πρώτη μούρη, κι είχε φτάσει , έφηβη τότε, μέχρι το Παρίσι μ΄ενα σακίδιο στη πλάτη για να ζήσει το Μάη της επανάστασης, με τη μάνα της να ρίχνει κατάρες από πίσω....
Κι όμως φίλε μου είδα το Μιχάλη, να δουλεύει σε μια εισπρακτική εταιρεία και να απειλεί το κοσμάκη για να πάρει τέσσερα κατοστάρικα... Ναι το γνωστό Μιχάλη που βρόντηξε το πτυχίο του κάτω γιατί ήταν ντροπή να πάρει πτυχίο από ένα λοβοτομημένο σύστημα παιδείας όπως έλεγε.....
Είδα κι άλλους πολλούς...
Να μαζεύουν τα απομεινάρια από τα καλογυαλισμένα τους παλιοσίδερα, τα τούβλα που τα φτιάξανε λες και ήταν ναοί, το άδειο μπουκάλι από το ουίσκι 20 ετών old , και να κλαίγονται στην εφορία, στη ΔΕΗ, στη τράπεζα, στο ταμείο... για λίγο έλεος....
Αναρωτιόμαστε συνέχεια γιατί δεν κάνουμε τίποτα. Είναι απλό γιατί οι μεν - οι γονείς - ξεχάσαμε πως είναι να ζεις ελεύθερος κι οι δε - τα παιδιά - δεν το μάθανε ποτέ....
Γι΄αυτό όταν βλέπω σήμερα νέους να ξεφεύγουν από τη συνολική αποχαύνωση, όταν βλέπω παιδιά να φτιάχνουν από μόνα τους τα αμμουδένια κάστρα τους μέσα στη τσιμεντούπολη, όταν βλέπω παιδιά να αψηφούν αυτή τη σαπίλα, να τη προσπερνάνε και να σε κοιτάζουν με μάτια ολοκάθαρα, με δύναμη , με αίμα μέσα τους, δεν ξέρω τι να κάνω για να δείξω τη χαρά μου. Ισως γιατί αυτά τα παιδιά είναι ένα νέο είδος που κάποια στιγμή θα παίξει σπουδαίο ρόλο σε όλη την ιστορία...
Είναι οι αυτοδημιούργητοι επαναστάτες μέσα στη γενική αποχαύνωση. Κι αν γεννιούνται τέτοια παιδιά, υπάρχει ακόμα ελπίδα.. Δεν με νοιάζει αν είναι δέκα, πενήντα , εκατό ή εκατό χιλιάδες... Απλά όταν θα αποφασισουν να πάρουν τη τύχη στα χέρια τους σας παρακαλώ όλες εσείς οι παλιές πουτάνες.. μη τους γ@μίσετε το όνειρο.
vasiliskos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου