Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΕΙ (ΕΝΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΟΝΕΙΡΟ..)



Στη ζωή μου μέχρι τώρα σε οικονομικό επίπεδο έχω περάσει τρία στάδια. Γεννήθηκα σε μια φτωχή οικογένεια εργατών. Και σαν φτωχό κορίτσι πέρασα τα χρόνια μου μέχρι να φτάσω στο Πανεπιστήμιο. Τότε από διάφορες συγκυρίες βρήκα μια πολύ καλή δουλειά και υπήρξε μια περίοδος περίπου 15 χρόνων όπου τη πέρασα πραγματικά κοτσάνι. Δεν είχα να ανησυχώ για τίποτα. Επειδή όμως όπως λένε όταν εμείς κάνουμε σχέδια, οι θεοί μπορεί να ξελιγώνονται στα γέλια, ήρθε το πάνω κάτω και βρέθηκα να είμαι σε χειρότερη θέση (οικονομικά πάντα μιλώντας) από ότι ήμουν στο πρώτο μου σπίτι το πατρικό.

Άσχετα όμως με αυτές τις αλλαγές αυτό που είχε μείνει αναλλοίωτο επάνω μου (κι αυτό φυσικά το όφειλα και το οφείλω σε δυο υπέροχους ανθρώπους που με μεγάλωσαν με ιδανικά, που μου έμαθαν πως πρώτα πάει ο σεβασμός, το φιλότιμο, η καλοσύνη, η αγάπη και μετά όλα τα υπόλοιπα) ήταν πως δεν πωρώθηκα σαν άνθρωπος. Δεν ξέχασα ποτέ τι στ΄αληθεια ήταν σημαντικό για μένα. Δεν παραμυθιάστηκα πως τα παλιοσίδερα, οι πλαστικούρες, και τα παλιόχαρτα ήταν ο σκοπός τη ζωής μου. Ακόμα κι όταν υπήρχαν λεφτά σε βιβλία μετατρεπόντουσαν. Σε εκδρομές στη φύση. Σε τάισμα στ΄αδέσποτα. Σε μεζεδάκια και κρασάκι για να τα πούμε με τους κολλητούς μέχρι το ξημέρωμα. Η μόρφωση, η φύση, η αγάπη για τους κοντινούς και τους μακρινούς ανθρώπους, ήταν το ζητούμενο. Τα λεφτά ούτε τ΄αγάπησα ποτέ ούτε τα ονειρεύτηκα.

Τη καλή δουλειά την είχα βρει από τύχη (και προσόντα ίσως) κι όταν χρειάστηκε να κάνω το πρώτο συμβιβασμό που θα με μεταμόρφωνε σε κάτι άλλο από τη Βασιλική που είχαν μεγαλώσει οι γονείς μου, εκείνη που εκτιμούσαν οι φίλοι μου,  τα βρόντηξα όλα και πέρασα στην άλλη όχθη. Δεν ήθελα να ανταλλάξω ούτε ένα εκατοστό του εαυτού μου για να εξασφαλίσω φράγκα. Δεν ήθελα να παρακαλέσω ούτε ένα κερατά για να κρατήσω μια θεσούλα.

Η ουσία μέσα σε όλα αυτά είναι πως όταν ήμουν με πολύ λίγα μικρή, δεν ένοιωσα ποτέ καμιά έλλειψη γιατί έκανα πλούσια όνειρα.  Δεν είχα ποτέ σκεφτεί αν μου λείπουν πράγματα γιατί έχτιζα μόνη μου ότι η ψυχή μου επιθυμούσε, δημιουργούσα τους παραδείσους μου και δεν έπερνα χαμπάρι αν ζούσα σε ερείπιο ή σε παλάτι. Όταν απέκτησα περισσότερα απλά βρήκα μια ευκαιρία να κάνω μερικά από τα όνειρα πράξη.  Κι όταν τα έχασα πάλι δεν μου έλειψαν καθόλου γιατί τα πράγματα που μου ήταν απαραίτητα για να ζήσω υπήρχαν μέσα μου. Και σήμερα ακόμα μ΄ακουλουθούν πιστά. Όμως δεν αρκούσε. Το όνειρό μου ήταν να μπορούν όλοι οι άνθρωποι να γίνουν ευτυχισμένοι. Το να ήμουν εγώ δίπλα σε κάποιον που πόναγε δεν μου έλεγε τίποτα. Δεν το άντεχα. Κι έτσι συνέχισα να αγωνίζομαι όχι για μένα, αλλά για όσους δεν μπορούσαν να αντέξουν το βάρος. Για όσους νόμιζαν πως χάνονται. Πως η ζωή τους είναι μαύρη. Ήθελα να δείξω σε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσα το τρόπο να μην εκβιάζονται πια, να μην είναι εκμεταλλεύσιμοι από κανέναν. Το τρόπο να δουν ποιος είναι ο αληθινός πλούτος στη ζωή.Το τρόπο να νικήσουν το σκοτάδι.

Ποιο είναι το συμπέρασμα αυτής της εξομολόγησης? Κάτι πολύ απλό. Όλα αυτά τα ζωντόβολα όπως αποκαλούν οι καρχαρίες (τους υπηκόους τους) πέρασαν ακριβώς από τα ίδια στάδια. Λαοί φτωχοί στη πλειοψηφία, που ξαφνικά τους γέμισαν άχρηστα μπιχλιμπίδια να παίζουν και νόμιζαν ότι έγιναν πλούσιοι και τώρα τους πήραν το χαλί από τα πόδια και τους ξαναγυρνάνε στη φτώχεια τους. Το δύσκολο κομμάτι είναι πως σε αντίθεση με μένα και αρκετούς άλλους, το πέρασμα στη καλοπέραση παρέσυρε συνειδήσεις, ιδανικά και αξίες στο σκουπιδοτενεκέ. Οι άνθρωποι δεν πέρασαν έτσι ανάλαφρα μέσα από τη καπιταλιστική κρεατομηχανή. Θυσίασαν το καλύτερο μέρος τους εαυτού τους για να μετατραπούν από φτωχοί πλην τίμιοι , σε πλούσιοι μεν αλλά κούφιες μαριονέτες. Ξεπούλησαν ψυχές στο διάολο για τριάντα αργύρια. Έχασαν τον ύπνο τους για να έχουν λεφτά στο ξύπνιο τους. Κι αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι. Κι αν ο καπιταλισμός συνέχιζε να δίνει απλόχερα τα ψίχουλά του από τα παγκόσμια υπερ-κέρδη στους δούλους, αν συνέχιζε να τους τραβάει από τη μουσούδα μ΄ενα κόκαλο, εκείνοι θα κατάνταγαν ακόμα χειρότερα.

Όμως τα ψίχουλα σταμάτησαν. Το ψεύτικο προσωπείο πέφτει κι αρχίζει το ξεκαθάρισμα πληθυσμών. Σαν πολλοί γίναμε και πολλές απαιτήσεις έχουμε. Το τοπίο πρέπει να καθαρίσει όπως καθαρίζουν οι μαφιόζικες συμμορίες. Τα γερόντια να πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα,  οι εργαζόμενοι να μετατραπούν σε υπηρέτες, οι νέοι να έχουν τόσες λίγες δυνατότητες ώστε να μπορούν να γίνουν όργανα πειθήνια σε ότι τους διατάξουν. Κι η φτώχεια να απλώνεται. Η Δραπετσώνα με το γλαστράκι στη γωνιά επανέρχεται στη παλιά της μορφή. Οι εργάτες επανέρχονται στη δουλεία. Το κοινωνικό κράτος (το ψεύτικο) εξαφανίζεται και τη θέση του παίρνει η «κοινωνία για λίγους και εκλεκτούς». Όλοι αυτοί λοιπόν οι νεόπτωχοι εκείνοι που μόλις συνειδητοποιούν ότι έχασαν τη ζωή τους σ΄ενα ψεύτικο παιχνίδι, εκείνοι που συνειδητοποιούν πως σκότωσαν ότι αγαπούσαν  και υπέκυψαν σε ότι μισούσαν,  θα επιστρέψουν αναγκαστικά στα παλιά τους στέκια. Θα επιστρέψουν στις συνήθειες που είχαν ξεχάσει. Στις φωλίτσες που γέμιζαν παραπονιάρικα τραγούδια και αναστεναγμούς. Και σε πολλούς από αυτούς θα επανέλθει η συνείδηση. Γιατί θα βιώσουν ξανά καταστάσεις που είχαν ξεχάσει. Θα δουν τον εαυτό τους πόσο γυμνός έχει μείνει και πόσο χαμηλά είχε πέσει.

Στη δυστυχία μέσα γεννιέται πόνος αλλά γεννιέται κι αγάπη. Ο μεμονωμένος δυστυχισμένος  είναι αβοήθητος έναντι των ασυνείδητων και αδιάφορων που τον περιβάλλουν. Οι πολλοί δυστυχισμένοι όμως  μπορούν να γίνουν σύντροφοι. Ο ελληνάρας με τη μπέμπα και το χείμαρρο από γαρδένιες στο σκυλάδικο αν του πάρουν τις γαρδένιες το σκυλάδικο και τη μπέμπα, ίσως αναγκαστεί να μείνει με τα παιδιά του στο σπίτι και μπορεί να μάθει από την αρχή να τ΄αγαπάει. Ο υπάλληλος που γινόταν ο κατάπτυστος λακές για να έχει μια μονιμότητα και τις άκρες του στο κάθε βλαχοδήμαρχο έχοντας προδώσει φίλους και αγαπημένους, μπορεί τώρα να τους βρει ξανά να τον περιμένουν στη γωνία και να είναι μετανιωμένος.

Δεν ξέρω πόση ψυχή έχει μείνει ακόμα μέσα στους ανθρώπους. Ξέρω όμως σίγουρα πως σύντομα θα το ανακαλύψουμε και εμείς και «εκείνοι». Και θέλω να πιστεύω πως αν όχι όλοι αρκετοί από εμάς θα βρούμε ξανά το χαμένο νήμα. Και τότε ναι στ΄αλήθεια θα τους φτύσουμε πατόκορφα. Κι αυτούς και τα προϊόντα τους, και τις ψευτο υποσχέσεις τους κι ίσως απαιτήσουμε για πρώτη φορά αντί να παλέψουμε για τα παλιοσίδερα και τις χάντρες να παλέψουμε για να έχουν τα παιδιά μας καλύτερη μόρφωση, καλύτερη υγεία, να παλέψουμε για να ξεβρομίσει η ατμόσφαιρα, να παλέψουμε για να τρώμε λίγο αλλά καθαρό φαί, να έχουμε λίγα αλλά εκλεκτά πράγματα στη ζωή μας. Ίσως παλέψουμε ξανά να γίνουμε άνθρωποι και συνάνθρωποι.

Ίσως να δούμε επί τέλους πως η σαβούρα τους δεν μας ενδιαφέρει. Και τότε θα ήθελα να δω σε ποιον θα βρουν να πουλήσουν τη σαβούρα τους. Γιατί το αστείο της υπόθεσης είναι πως πάντα από εμάς εξαρτιόντουσαν. Το χρήμα τους εμείς τους το δίναμε. Καπιτάλες εμείς κάναμε τους καπιτάλες. Το καπιταλισμό η παράδοσή μας άνευ όρων στον ατομισμό μας τον γέννησε. Το σύστημα όλο αυτό που ζούμε υπάρχει, ανασαίνει και επιβιώνει γιατί εμείς του φυσάμε συνέχεια μέσα του οξυγόνο. Αν του γυρίσουμε τη πλάτη έληξε. Πέθανε. Δεν υπάρχει προϊόν χωρίς αγοραστή.
Κι όμως αντί να επιβάλλει η μάζα τις ανάγκες της, η μάζα υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των λίγων. Ο καπιταλισμός δοκιμάστηκε, δυστυχώς όμως και ο πρώην υπαρκτός σοσιαλισμός δοκιμάστηκε, οι βασιλιάδες πεθάνανε προ πολλού, τα φέουδα άλλαξαν μορφή, η εκκλησία παλεύει με σκάνδαλα και παιδεραστές. Όλα δείχνουν με το δάχτυλο σ΄ενα κενό που κανείς ακόμα δεν έχει καλύψει. Και σ΄αυτό το νέο όλοι θα πέσουν με τα μούτρα να ξεδιψάσουν, να αρπάξουν ένα κομμάτι του, να γίνουν συμμέτοχοι. Η μάζα έχει ανάγκη να γίνει πάλι , για άλλη μια φορά στην ιστορία να γκρεμίσει και να χτίσει από την αρχή. Γιατί υπάρχει χρόνια ξηρασία πια στο πολιτικό σκηνικό. Όλοι οι πολιτικάντηδες είναι  ξεφτισμένοι και κατάπτυστοι. Όσο και να μας τους πασάρουν ξανά και ξανά μέσα μπροστά στη μούρη πεθάνανε. Όλοι περιμένουν για τους δικούς του σκοπούς ο καθένας κάτι νέο. Αυτό το ελπίζω κι εγώ αλλά και το τρέμω. Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ αν ο επόμενος ξεσηκωμός θα είναι μια αιματοβαμμένη εκδίκηση, μια αλλαγή συνολικής αφύπνισης, μια επανάσταση όπου θα λάμψει το δίκιο  ή μια συνολική παράνοια που θα μας ρίξει στην άβυσσο όλους μαζί. 

Ας σκεφτώ λοιπόν πως όλο αυτό το κείμενο είναι  απλά ένα όνειρο φθινοπωρινής νύχτας. Ένα από αυτά που συνηθίζω να κάνω όταν έξω έχει λίγη βροχούλα και το γκρι μ΄αφήνει να ρίχνω όποια πινελιά θέλω. Αλλά δεν είναι κακό να ονειρευόμαστε έτσι?
vasiliskos2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου