Γράφει ο Βαγγέλης Κωνσταντίνου
Πολλές φορές με βασανίζει η σκέψη γιατί οι Έλληνες, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται συνεχώς στον αστερισμό της διχόνοιας, του απολιτίκ Πολιτισμού της, του ετεροκαθορισμού και της δουλοπρεπής συμπεριφοράς προς ξένες δυνάμεις φίλων ή εχθρών της.
Αν γυρίσουμε το βλέμμα πίσω στον χρόνο, όταν η Ελλάδα ορκιζόταν στην απελευθέρωση του γένους, δεν είχε προλάβει να ξημερώσει και τους Έλληνες τους έβρισκε η ανατολή του ήλιου στα χαρακώματα, οι Έλληνες να πολεμούν τους Έλληνες.
Άμα μικρύνουμε το χρόνο των γεγονότων, όταν και πάλι οι Έλληνες ορκίζονταν να πολεμήσουν τις δυνάμεις του άξονα, το Γ’ Ράιχ, το ξημέρωμα τους έβρισκε και πάλι στα ίδια χαρακώματα, οι Έλληνες εναντίων των Ελλήνων, για την εξουσία των Ελλήνων πάνω στους Έλληνες ή για την εξουσία των ξένων που χρησιμοποιούσαν τους μισούς Έλληνες εναντίον των άλλων μισών.
Όσοι νομίζουμε πως είμαστε Έλληνες ή μπορούμε να το αποδείξουμε επιστημονικά και αδιαμφισβήτητα πως έχουμε κοινή αιματοσυγγενική καταγωγή με τους αρχαίους προγόνους μας, ξεχνάμε ότι ποτέ οι Έλληνες δεν ήταν μία φυλή. Δεν ήμασταν ποτέ η φυλή η Ελληνική, αλλά οι φυλές των Ελλήνων.
Η σοφία των αρχαίων προγόνων μας τους υπόδειξε πως όσες φυλές και όσοι συγγενικοί πρόσφυλοι των φυλών συγκροτούσαν πόλεις και οργανωμένες κοινωνίες, θα ζούσαν αρμονικά ως κάθε φυλή – κράτος ή κάθε Πόλης – Κράτος.
Αυτό ποτέ δεν αμφισβήτησε την αιματοσυγγενική του καταγωγή ως Έλληνες και ποτέ δεν τους εμπόδισε να συστρατευθούν ενάντια σε κάθε εξωτερικό κίνδυνο ή σε κάθε κατακτητικό πόλεμο.
Βεβαίως δεν απέκλεισε και ποτέ τις μεταξύ τους έριδες και εμπόλεμες συγκρούσεις κατ την περίοδο ωρίμανσης του ή σε περιόδους άσκησης οικονομοκρατίας της μιας πόλης – κράτος στην άλλη την ποιο αδύναμη ή και ποιο ή εξ’ ίσου ισοδύναμη.
Σήμερα, ή Ελλάδα, κόρη εμφυλιακών συγκρούσεων, μαιτρέσα ξένων κατοχικών δυνάμεων, μόνο να μας ντροπιάζει μπορεί και πολύ σπάνια ή σχεδόν ποτέ , να μας κάνει υπερήφανους. Γιατί κάθε φορά που πάμε να ανασάνουμε, να φουσκώσουν τα στήθη μας από υπερηφάνεια θυμόμαστε πως πατροπαράδοτα ήμαστε παιδιά καταραμένου τόπου και οι Έλληνες χωριζόμαστε σε υποτακτικούς ξένων δυνάμεων και πατριώτες … άλλων ξένων δυνάμεων.
Βλέποντας όμως πως κατάφεραν λαοί της Κεντρική και Δυτικής Ευρώπης, χωρίς την δική μας ιστορία, χωρίς τον δικό μας πολιτισμό, αλλά μελετώντας τον δικό μας πολιτισμό να συγκροτήσουν ένα ενιαίο κράτος ως ομοσπονδιακό αυτόνομων κρατών, παράδειγμα η Ομοσπονδιακή Γερμανία, η Ομοσπονδιακή Ελβετία, μου δημιουργεί τον θετικό προβληματισμό για μια ομόφωνη συναπόφαση αυτόνομων πολιτειών και ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, πριν και με δικούς τους όρους οι ξένες κατοχικές δυνάμεις το επιβάλλουν ως διέξοδο μια παρατεταμένης οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής κρίσης. .
Η Γιουγκοσλαβία που αποτελούσε ένα ομόσπονδο κράτος φυλών, διαλύθηκε όταν οι ξένες δυνάμεις κατάφεραν να «γιγαντώσουν» τις ενδό-φυλετικές αντιθέσεις που είχαν αποκοιμηθεί με την ηγεσία του Τίτο, κάτι που αριστοτεχνικά επιχειρείται και στην Ελλάδα σήμερα ως αποτέλεσμα της δουλικότητας των Κυβερνήσεων είτε στον φόβο της Τουρκικής δύναμης είτε στον φόβο που προκαλεί ο Γερμανικός Ιμπεριαλισμός.
Αποτελεί σχεδιασμό του ΝΑΤΟ η διάλυση της Βαλκανικής σε αντιμαχόμενα οικονομικά – πολιτικά προτεκτοράτα των ξένων δυνάμεων με αναβίωση και ενίσχυση παλαιών ενδό-φυλετικών ή ετερό-φυλετικών αντιθέσεων, αμφισβητήσεων και επεκτατικών διεκδικήσεων.
Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά όλες οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, το έχουν αποδεχθεί, το έχουν ψηφίσει και ποτέ δεν αντιστάθηκαν προς αυτόν το σχεδιασμό. Τι πιο αποδεικτικό η παραχώρηση της Ελληνικής γης στους Γερμανό-αμερικάνους εναντίων της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας.
Μην βιαστούν κάποιοι να το διαψεύσουν γιατί υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις επ’ αυτού.
Η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και η διάλυση του ΝΑΤΟ, αποτελεί την υπέρτατη πράξη πατριωτισμού και Εθνικής Άμυνας.
Κλείνοντας, επανέρχομαι στην διατύπωση του θετικού κατ’ εμε, προβληματισμού, της ανάγκης δηλαδή για οικονομία πόλης και αυτονομία των πόλεων ή των Περιφερειών και ενός ομοσπονδιακού Κράτους με τοπικές Κυβερνήσεις και ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Με μικρούς Δήμους και Κοινότητες όπου οι τοπικές κοινωνίες θα έχουν και την ευθύνη και το δικαίωμα των αποφάσεων.
Σήμερα την ευθύνη οι κυβερνήσεις την μετακυλούν στον λαό και τις αποφάσεις τις παίρνουν εκείνες.
Συνήθως ισχυρίζονται πως αν ο λαός διαφωνεί με τις αποφάσεις τους, έχει την ευθύνη όταν του το επιτρέψουν, δηλαδή σε κάθε εκλογική διαδικασία, να ψηφίσει άλλους χωρίς όμως να εκχωρούν το δικαίωμα, του ποιος παίρνει τις αποφάσεις.
Αν όμως προσέξουμε αυτό που διαδραματίζεται, είτε στην Βόρεια Ελλάδα με τον Φούχτελ είτε το αντίστοιχο που επιδιώκει ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου, ο κ. Τατούλης, την δημιουργία αυτόνομων περιοχών οικονομικής εκμετάλλευσης ειδικών ζωνών, είναι επι της ουσίας ένα εκπεσμένο καντόνι, όπου θα λειτουργούν οι ζώνες αυτές ως αυτόνομα προκεχωρημένα Δοβλέτια του Ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου της Γερμανίας.
Άλλωστε η πρεμούρα της υιοθέτησης από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, του ΓΑΠ, της εφαρμογής της συμφωνίας της Λισσαβόνας, την οποία χλευαστικά ονόμασαν «Καλλικράτης» στοχεύει στην δημιουργία Οικονομικών Καντονιών με την εκχώρηση της οικονομικής τους υπόστασης σε κεφάλαια – εγγυητές.
Το αντίθετο όμως θα αποτελούσε την επανάσταση των τοπικών Κοινωνιών προς μια Οικονομία Δημοκρατίας ή αλλιώς, Οικονομία Πόλης.
Αλλά για την Οικονομία Δημοκρατίας ή Οικονομία Πόλης, το υποκείμενο είναι οι μικρές κοινωνικές συγκροτήσεις ως Δήμοι και ως Κοινότητες μέσα σε μια αυτοδιοικούμενη αυτόνομη Επαρχία.
Μέχρι σήμερα έχουμε παραγνωρίσει, ότι το κόστος διαβίωσης δεν είναι κοινό για όλες τις τοπικές κοινωνίες συγκριτικά είτε με τα μεγάλα Αστικά Κέντρα είτε και με τα Επαρχιακά.
Επομένως δεν μπορούν να συντρέχουν οι ίδιοι κανόνες, οι ίδιες συνθήκες, τα ίδια εμπόδια, οι ίδιες πολιτικές. Είναι επόμενο λοιπόν, μια ισόρροπη ανάπτυξη να αφήνει στην μιζέρια ότι βρίσκεται έξω από το κύκλο ενός Αστικού ή μεγαλοαστικού κέντρου.
Άλλωστε οι μέχρι σήμερα πολιτικές σχεδιάστηκαν πάνω σε ότι προκαλούσε ένταση των εμποδίων και των ανισορροπιών.
Η μεγέθυνση των Αστικών κέντρων με δραστηριότητες και διόγκωση του πληθυσμού είχε και στόχο το μαρασμό της επαρχίας, που θα αποτελούσε μια διαρκή δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού, αναγκαίου για να λειτουργήσουν οι «μηχανές», δηλαδή τα Αστικά Κέντρα.
Δεν θα συνεχίσω στο άρθρο αυτό περισσότερο από την πρώτη γνωριμία με μια διαφορετική τέτοια θεώρηση, αλλά θα το εκτιμούσα αν άρχιζε ένας διάλογος που θα αντιπαραθετόταν στον σχεδιασμό του Νεοφιλελευθερισμού και του Γερμανικού επεκτατισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου