Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η ελίτ που δεν πιστεύει στην Ελλάδα – και το πολιτικό σύστημα που τελειώνει

 

    Τους τελευταίους μήνες, όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα φαινόμενο που μεγαλώνει σαν σκιά πάνω από το πολιτικό σύστημα: η λεγόμενη “γκρίζα ζώνη” διογκώνεται διαρκώς. Ένα τμήμα της κοινωνίας που δεν αποφασίζει, δεν πείθεται, δεν εμπιστεύεται, δεν εκπροσωπείται. Πολίτες που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν “κάτι άλλο”, που αναζητούν “νέα κόμματα”, που παραδέχονται πλέον ανοιχτά ότι δεν πρόκειται να πάνε στην κάλπη. Και το πραγματικά εντυπωσιακό: σύμφωνα με πρόσφατη μέτρηση, έξι στους δέκα ζητούν ρητά να εμφανιστούν νέοι πολιτικοί σχηματισμοί. Ακόμη κι όταν μειώνονται κάπως οι αναποφάσιστοι, αυξάνονται εκείνοι που δηλώνουν ότι θα απέχουν πλήρως – μια εξέλιξη πιο ανησυχητική από οποιαδήποτε μετακίνηση μεταξύ κομμάτων.

    Μέσα σε αυτές τις αναταράξεις, παρά τις μικρές αυξομειώσεις των ποσοστών στα κόμματα, ένα παράδοξο σταθεροποιείται: εκείνος που προηγείται πια είναι ο “Κανένας”. Μια ένδειξη όχι απλώς δυσαρέσκειας, αλλά βαθιάς απονομιμοποίησης του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του. Γιατί, όσο κι αν προσπαθούν να το κρύψουν οι καθιερωμένοι παίκτες, ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας αισθάνεται ότι δεν εκπροσωπείται από κανέναν. Όχι επειδή “έγιναν όλοι ίδιοι”, όπως συχνά λέγεται, αλλά επειδή ακολουθούν διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου μοντέλου – ενός μοντέλου που έχει προ πολλού εκπνεύσει.

    Τα τελευταία τριάντα χρόνια η Ελλάδα ζει ένα πολιτικό παράδοξο: κυβερνήσεις αλλάζουν, πρωθυπουργοί έρχονται και παρέρχονται, χρώματα και συνθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, όμως η ουσία της ασκούμενης πολιτικής παραμένει ίδια. Οι αποφάσεις αλλάζουν χέρια, αλλά όχι κατεύθυνση. Οι ιδεολογικές ταμπέλες ανανεώνονται, όμως το πλέγμα εξαρτήσεων, εμμονών και προτεραιοτήτων που καθορίζει την πορεία του κράτους παραμένει ακλόνητο. Από τον “εκσυγχρονισμό” του Κώστα Σημίτη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στην παγκοσμιοποιημένη διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, στη ρητορική της “Πρώτης φοράς Αριστερά” του Αλέξη Τσίπρα και τώρα στη “Σταθερότητα” του Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεδιπλώνεται μια αδιάλειπτη συνέχεια. Φαινομενικά αντίθετες προσωπικότητες, ουσιαστικά επεισόδια της ίδιας πολιτικής μήτρας.

    Μιας μήτρας που αντιμετωπίζει την Ελλάδα όχι ως χώρα με ιστορική υπόσταση, συλλογική βούληση και στρατηγική, αλλά ως “χώρο”, ως πεδίο εφαρμογής πολιτικών που σχεδιάζονται έξω από αυτήν. Που θεωρεί ότι η Ευρώπη έχει πάντα δίκιο, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε αντίθεση με τον εαυτό της ή όταν γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τα ελληνικά συμφέροντα. Που υπόσχεται ανάπτυξη χωρίς παραγωγή, ευημερία με δανεικά, επιδόματα αντί για επενδύσεις, μια κοινωνία αποδυναμωμένη, καθηλωμένη στην τελευταία θέση της Ευρώπης ως προς την αγοραστική δύναμη. Που θέλει πολίτες κουρασμένους, χωρίς προσδοκίες, ώστε να μην μπορούν να αντιδράσουν. Που βλέπει τη Δικαιοσύνη όχι ως πυλώνα του κράτους δικαίου, αλλά ως εργαλείο χειραγώγησης, συγκάλυψης ή σιωπής.

    Ο Σημίτης βάφτισε αυτή την πολιτική “εκσυγχρονισμό”, μα επρόκειτο για έναν εκσυγχρονισμό στηριγμένο στη δημιουργική λογιστική και στον δανεισμό. Ο Παπανδρέου τη συνέχισε, με ένα μίγμα ιδεολογικού δικαιωματισμού, ανοικτών συνόρων και φαντασιώσεων περί “παγκόσμιας διακυβέρνησης”. Έβαλε τη χώρα σε ένα Μνημόνιο που ούτε μπορούσε να εφαρμόσει ούτε είχε νόημα να επιβληθεί με τον τρόπο που έγινε. Ο Τσίπρας, εμφανιζόμενος ως αντισυστημικός ριζοσπάστης, αποδείχθηκε ο πιο πιστός συνεχιστής αυτής της πορείας: επιδόματα χωρίς παραγωγή, συμφωνίες που κατέρριπταν εθνικές κόκκινες γραμμές, υπερφορολόγηση, χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ. Και ο Μητσοτάκης, τέλος, ολοκληρώνει τον κύκλο με μια τεχνοκρατική, αποστειρωμένη εκδοχή του ίδιου μοντέλου: επιμονή σε υπερπλεονάσματα, ακριβή ενέργεια, υψηλή φορολογία, παραχωρήσεις στα εθνικά, εξάρτηση από ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων – ταυτόχρονα με μια επικοινωνιακή μηχανή που προσπαθεί να παρουσιάσει τη στασιμότητα ως πρόοδο.

    Η κοινή ρίζα αυτής της πορείας βρίσκεται σε μια ελίτ που, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, έχει πάψει να πιστεύει στις δυνατότητες της χώρας. Δεν βλέπει πλέον την Ελλάδα ως αυτόνομο γεωπολιτικό και οικονομικό υποκείμενο αλλά ως ενδιάμεσο διαχειριστή μεταξύ ισχυρότερων δυνάμεων και του ελληνικού λαού. Μια ελίτ που αντιμετωπίζει το εθνικό συμφέρον όχι ως αποστολή, αλλά ως παρεξήγηση.

    Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δύο μόνο ηγεσίες διάλεξαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα: ο Κώστας Καραμανλής την περίοδο 2004–2009 και ο Αντώνης Σαμαράς την περίοδο 2012–2015. Δύο κυβερνήσεις που επιχείρησαν να χαράξουν ενεργειακή στρατηγική, να στηρίξουν την παραγωγή, να προστατεύσουν τα σύνορα, να πουν “όχι” εκεί όπου οι άλλοι έλεγαν “ναι σε όλα”. Γι’ αυτό και πολεμήθηκαν με λύσσα. Και οι δύο ανατράπηκαν με τρόπους που δύσκολα χαρακτηρίζονται θεσμικά καθαροί. Και οι δύο διέλυσαν το αφήγημα ότι “όλοι είναι ίδιοι”. Γιατί δεν ήταν.

    Ο Σημίτης οικοδόμησε το ηγεμονικό αφήγημα μιας Ελλάδας που “δεν μπορεί μόνη της” και άρα πρέπει να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Την ίδια στιγμή, καλλιεργούσε την αυταπάτη ότι η ευημερία μπορεί να στηριχτεί σε δανεικά, επιδοτήσεις και φούσκες, σε μια παραγωγική βάση που συρρικνωνόταν. Αυτό το υπόδειγμα ο Παπανδρέου το παρέλαβε, το κατέρρευσε δημοσιονομικά και το ενίσχυσε ιδεολογικά, εισάγοντας μια κουλτούρα όπου το έθνος θεωρείται ξεπερασμένο και η παγκοσμιοποίηση αναπόφευκτη. Με αποτέλεσμα την εισβολή των ΜΚΟ στη θέση του κράτους και την αποδόμηση των συνόρων.

    Η σύγκρουση που ακολούθησε δεν ήταν κομματική αλλά αξιακή. Υπήρχαν πολιτικοί του ίδιου κόμματος με αντίθετες αντιλήψεις για το τι σημαίνει χώρα και τι σημαίνει παρακολούθημα. Εκείνοι που πίστευαν σε μια Ελλάδα που μπορεί να σταθεί στα πόδια της και εκείνοι που έβλεπαν τη χώρα ως τμήμα μιας διεθνούς γραφειοκρατίας. Η Ευρώπη, αποδυναμωμένη σήμερα και σε διαρκή σύγχυση, αποκαλύπτει τα όρια αυτού του προτύπου.

    Ο Τσίπρας εμφανίστηκε ως εξαιρέση, αλλά τελικά αποδείχθηκε η πιο συνεπής συνέχεια του μοντέλου που υποτίθεται ότι πολεμούσε. Από την πολιτική ανοικτών συνόρων μέχρι τα υπερπλεονάσματα, από τις συμφωνίες που εξυπηρετούσαν ξένα κέντρα μέχρι την εργαλειοποίηση των θεσμών, ακολούθησε κατά γράμμα την ίδια συνταγή. Σήμερα, πρώην συνεργάτες του παραδέχονται ανοιχτά ότι έκανε τα πάντα για να ικανοποιήσει τις ξένες απαιτήσεις, ακόμη και εκείνες που οι προηγούμενοι αρνούνταν.

    Ο Μητσοτάκης, αντί να ανατρέψει αυτή την πορεία, την εδραίωσε. Μεταμόρφωσε τη Νέα Δημοκρατία σε ένα υβρίδιο που έχει απορροφήσει την ιδεολογία ΓΑΠ, έχει υιοθετήσει την τεχνοκρατική αποξένωση του Σημίτη και τη νοοτροπία των γρήγορων παραχωρήσεων του Τσίπρα. Υπερηφανεύεται για την “προστασία των συνόρων”, την ίδια στιγμή που έχει χορηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες άδειες παραμονής σε ανθρώπους που εισήλθαν παράνομα. Μιλά για “μεταρρυθμίσεις”, την ώρα που διατηρεί τις ίδιες πολιτικές υψηλών φόρων και ακριβής ενέργειας. Ετοιμάζεται για συμφωνίες με την Τουρκία που αναιρούν θεμελιώδεις εθνικές κόκκινες γραμμές. Και όλα αυτά παρουσιάζονται ως “ρεαλισμός”.

    Αν κάτι αποδεικνύει το πολιτικό τοπίο των τελευταίων ετών, είναι ότι οι παλαιές ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές έχουν καταρρεύσει. Η Αριστερά ντρέπεται για τον Τσίπρα, η Κεντροαριστερά δεν θυμίζει ούτε κέντρο ούτε αριστερά, η Κεντροδεξιά έχει μετατραπεί σε χώρο άχρωμων τεχνοκρατών, ενώ ένα τμήμα της Δεξιάς αναζητά σωτήρες στο εξωτερικό. Η πραγματική σύγκρουση δεν διεξάγεται πια ανάμεσα σε “δεξιούς” και “αριστερούς”, αλλά ανάμεσα σε δύο οράματα για την Ελλάδα: από τη μια, μια χώρα-χώρος χωρίς όρια, χωρίς ταυτότητα, χωρίς θεσμούς και παραγωγή, κι από την άλλη μια Ελλάδα-χώρα, κυρίαρχη, παραγωγική, με ισχυρούς θεσμούς και κοινωνία που δεν εκβιάζεται.

    Το μοντέλο των Σημίτη, ΓΑΠ, Τσίπρα και Μητσοτάκη έχει εξαντλήσει τα καύσιμά του. Δεν πείθει, δεν αποδίδει, δεν εμπνέει. Η κοινωνία το βλέπει να καταρρέει και δεν δείχνει διατεθειμένη να συνεχίσει να αντιμετωπίζεται ως “πληθυσμός”, ως στατιστικό μέγεθος. Θέλει να μιλήσει ξανά ως λαός. Να αποκτήσει φωνή, να αποκτήσει πρόσωπο. Κι αυτή η φωνή, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, αποτυπώνεται σήμερα στο προβάδισμα εκείνου που δεν υπάρχει στα ψηφοδέλτια: του “Κανένα”.

    Γιατί ο “Κανένας” δεν είναι πρόσωπο, είναι κραυγή, είναι διαμαρτυρία απέναντι σε ένα σύστημα που αρνείται να αλλάξει. Είναι το κενό που δημιουργεί ένα πολιτικό σύστημα το οποίο επιμένει να μην βλέπει ότι το τέλος του μοντέλου που υπηρέτησε επί τρεις δεκαετίες δεν είναι προσεχές. Είναι ήδη εδώ.

    https://primenews.press/

    Αυτό είναι ένα από τα κύρια εργαλεία που χρησιμοποιεί η ελίτ για να μειώσει τα ποσοστά γονιμότητας σε όλο τον κόσμο

     


    Μάικλ Σνάιντερ

    Τα ποσοστά γονιμότητας μειώνονται ραγδαία σε όλο τον κόσμο. Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα μειωθεί δραματικά τα επόμενα χρόνια, ακόμη και αν δεν βιώσουμε μεγάλους πολέμους, παγκόσμιες πανδημίες, εφιαλτικούς λιμούς και ιστορικές φυσικές καταστροφές. Φυσικά, αυτό ακριβώς επιδιώκουν να επιτύχουν πολλοί από την παγκόσμια ελίτ εδώ και πολύ καιρό. Μας προειδοποιούσαν συνεχώς ότι η «πληθυσμιακή βόμβα» ήταν μια υπαρξιακή απειλή για την ανθρωπότητα και εργάζονταν πολύ σκληρά για να μειώσουν τα ποσοστά γεννήσεων.Δυστυχώς, οι προσπάθειές τους πέτυχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σε περισσότερο από το 50 τοις εκατό των εθνών σε ολόκληρο τον πλανήτη, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας είναι πλέον κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης...

    Το TFR εκφράζεται ως ενιαίος αριθμός για να αντικατοπτρίζει τον αριθμό των παιδιών ανά άτομο που γεννά σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό, συνηθέστερα σε μια χώρα.

    Κατά την αξιολόγηση της αύξησης ή της μείωσης του πληθυσμού, οι ειδικοί χρησιμοποιούν ένα TFR «αντικατάστασης» ή «συντήρησης» του 2.1. Αυτό δείχνει ότι κάθε άτομο «αντικαθίσταται» από κάποιον άλλο, επομένως δεν υπάρχει αύξηση ή μείωση του πληθυσμού, εκτός από άλλους παράγοντες όπως η μετανάστευση.

    Από τη δεκαετία του 1950, ωστόσο, τα παγκόσμια TFR μειώνονται δραστικά. Η έρευνα δείχνει ότι περισσότερο από το 50% των χωρών παγκοσμίως βρίσκονται κάτω από το 2.1 συντήρησης TFR και μέχρι το έτος 2100, οι ειδικοί προβλέπουν ότι το 93% των χωρών θα είναι κάτω από αυτό το ποσοστό.

    Αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καν ότι συμβαίνει.

    Εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ποσοστό γονιμότητας έπεσε σε ένα ολοκαίνουργιο χαμηλό ρεκόρ πέρυσι...

    Το ποσοστό γονιμότητας στις ΗΠΑ έπεσε σε ιστορικό χαμηλό το 2024 με λιγότερα από 1,6 παιδιά να γεννιούνται ανά γυναίκα, σύμφωνα με ομοσπονδιακά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την Πέμπτη.

    Οι ΗΠΑ ήταν κάποτε μεταξύ των λίγων ανεπτυγμένων χωρών με ποσοστό που εξασφάλιζε ότι κάθε γενιά είχε αρκετά παιδιά για να αντικαταστήσει τον εαυτό της - περίπου 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Αλλά ολισθαίνει στην Αμερική για σχεδόν δύο δεκαετίες, καθώς περισσότερες γυναίκες περιμένουν περισσότερο για να κάνουν παιδιά ή δεν κάνουν ποτέ αυτό το βήμα.

    Δεν πλησιάζουμε καν στο να αντικαταστήσουμε τους εαυτούς μας.

    Αυτό έχει κάθε είδους σοβαρές επιπτώσεις για το μέλλον ομοσπονδιακών προγραμμάτων όπως η Κοινωνική Ασφάλιση.

    Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα...

    Η εγγενής γονιμότητα σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο έχει καταρρεύσει κάτω από την αντικατάσταση και δεν δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Η Ιταλία έχει 1,24 παιδιά ανά γυναίκα, η Ισπανία 1,23, η Γερμανία 1,36, η Πολωνία 1,26, ο Καναδάς 1,33, η Αυστραλία 1,58.

    Ο μόνος λόγος για τον οποίο οι δυτικοί πληθυσμοί εξακολουθούν να αυξάνονται είναι λόγω της μετανάστευσης.

    Χωρίς τη μετανάστευση, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν στα περισσότερα δυτικά έθνη θα μειωνόταν κατακόρυφα.

    Το ίδιο ισχύει και στην Κίνα. Παρόλο που η πολιτική του ενός παιδιού έληξε πριν από σχεδόν μια δεκαετία, το ποσοστό γονιμότητας στην Κίνα συνέχισε να πέφτει κατακόρυφα.

    Στην πραγματικότητα, σε αυτό το σημείο έχει πέσει μέχρι το ένα...

    Τα τελευταία χρόνια, παρά το τέλος της πολιτικής του ενός παιδιού το 2016 και την κυβέρνηση που ενθαρρύνει τις μεγαλύτερες οικογένειες, τα ποσοστά γονιμότητας έχουν μειωθεί στο ένα.

    Γιατί λοιπόν συμβαίνει αυτό;

    Χωρίς αμφιβολία, δεκαετίες προπαγάνδας έχουν πείσει με επιτυχία τις γυναίκες σε όλο τον πλανήτη να κάνουν λιγότερα παιδιά.

    Δεν θα είναι εύκολο να αναιρέσεις αυτόν τον προγραμματισμό.

    Επιπλέον, η παγκόσμια ελίτ έχει δηλητηριάσει τον αέρα, το νερό, το έδαφος και τα τρόφιμά μας και μας βομβαρδίζει συνεχώς με επικίνδυνα επίπεδα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.

    Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των ανδρικών σπερματοζωαρίων έχει μειωθεί κατακόρυφα από τη δεκαετία του 1970...

    Μια μετα-ανάλυση του 2017, για παράδειγμα, βασισμένη σε δεδομένα από τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, διαπίστωσε ότι ο αριθμός των σπερματοζωαρίων είχε μειωθεί κατά 52 τοις εκατό μεταξύ 1973 και 2011. Μια παρακολούθηση το 2022 από ορισμένους από τους ίδιους συγγραφείς έδειξε παρόμοια μείωση σε ένα ακόμη ευρύτερο φάσμα χωρών.

    Ένας από τους τρόπους με τους οποίους δηλητηριαζόμαστε είναι μέσω της χρήσης φθαλικών ενώσεων.

    Η ελίτ γνώριζε πριν από περισσότερα από 40 χρόνια ότι η κατάποση φθαλικών ενώσεων μπορεί να βλάψει σοβαρά το αναπαραγωγικό σύστημα...

    Ο Earl Gray έμεινε έκπληκτος από αυτό που βρήκε όταν έκοψε τους αρουραίους του εργαστηρίου. Μερικοί είχαν όρχεις που ήταν παραμορφωμένοι, γεμάτοι με υγρό, έλειπαν ή βρίσκονταν σε λάθος μέρος. Άλλοι είχαν συρρικνωμένους σωλήνες που εμπόδιζαν τη ροή του σπέρματος, ενώ σε άλλους έλειπαν αδένες που βοηθούν στην παραγωγή σπέρματος.

    Για μήνες, ο Γκρέι και η ομάδα του τάιζαν αρουραίους με καλαμποκέλαιο με φθαλικές ενώσεις, μια κατηγορία χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται ευρέως για να κάνουν τα πλαστικά μαλακά και εύκαμπτα. Εργαζόμενος για την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Γκρέι αξιολογούσε πώς οι τοξικές ουσίες βλάπτουν το αναπαραγωγικό σύστημα και δοκίμασε τον φθαλικό διβουτυλεστέρα αφού διάβασε μερικές πρώτες εργασίες που υποδηλώνουν ότι αποτελούσε κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

    Καθισμένος σε μια βεράντα μια υγρή καλοκαιρινή μέρα περισσότερα από 40 χρόνια αργότερα, ο Γκρέι θυμήθηκε τη μελέτη και τις φρικιαστικές γενετικές ανωμαλίες. «Ήταν σε αρκετά ζώα, οπότε ξέραμε ότι δεν ήταν τυχαίες δυσπλασίες», είπε ο Γκρέι, 80 ετών, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε μετά από σχεδόν 50 χρόνια στην υπηρεσία.

    Παρόλο που ο κίνδυνος ήταν πολύ σαφής, η ευρεία χρήση φθαλικών ενώσεων συνεχίστηκε.

    Υπολογίζεται ότι η βλάβη στην ανθρώπινη υγεία από τις φθαλικές ενώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες μας κοστίζει τώρα περισσότερα από 66 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως...

    Το κόστος για την κοινωνία είναι τεράστιο. Μια μελέτη του 2024 υπό την ηγεσία του NYU που κατέγραψε τις επιπτώσεις στην υγεία από την έκθεση σε φθαλικές ενώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες - συμπεριλαμβανομένης της συμβολής στα επίπεδα διαβήτη και τη στειρότητα - υπολόγισε ότι η αντιμετώπιση ασθενειών που σχετίζονται με φθαλικές ενώσεις κόστισε 66.7 δισεκατομμύρια δολάρια σε ένα μόνο έτος. Αυτό είναι τριπλάσιο από τον οικονομικό αντίκτυπο των επιπτώσεων στην υγεία από τα «για πάντα χημικά», μια άλλη κατηγορία χημικών ουσιών που εμπλέκονται ευρέως σε ασθένειες. Η θεραπεία όλων των καρκίνων, συγκριτικά, κοστίζει στις ΗΠΑ 209 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, σύμφωνα με μια εκτίμηση του κρατικού Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου.

    Αυτό είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

    Και όμως μέχρι σήμερα οι φθαλικές ενώσεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις παραγωγής τροφίμων σε όλη την Αμερική...

    «Έχετε εύκαμπτους σωλήνες που είναι φορτωμένοι με φθαλικές ενώσεις, έχετε πλαστικές δεξαμενές στις οποίες αποθηκεύονται πράγματα, έχετε αντλίες που είναι πλαστικές — εκεί παίρνετε πολλές φθαλικές ενώσεις», είπε ο Tom Neltner, ένας μακροχρόνιος χημικός ακτιβιστής και χημικός μηχανικός που εργάστηκε στην παραγωγή τροφίμων.

    Το Αμερικανικό Συμβούλιο Χημείας δήλωσε ότι η FDA ενέκρινε τη χρήση ορισμένων φθαλικών ενώσεων σε εφαρμογές που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα, όπως σωλήνες, μεταφορικούς ιμάντες και γάντια βινυλίου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι διατροφικές εκθέσεις δεν υπερβαίνουν τα ασφαλή επίπεδα.

    «Η ηγεσία του FDA, τόσο η πολιτική όσο και η ανώτερη ηγεσία σταδιοδρομίας, για δεκαετίες στον χώρο της ασφάλειας των τροφίμων, δεν πίστευε ότι τα χημικά άξιζαν ιδιαίτερης προσοχής», δήλωσε ο Τζιμ Τζόουνς, ο οποίος προσλήφθηκε ως αναπληρωτής επίτροπος για να αναθεωρήσει την ασφάλεια των τροφίμων στον οργανισμό το 2023 μετά από μια καριέρα στην EPA.

    Επιτρέποντάς τους να μας το κάνουν αυτό, κυριολεκτικά αυτοκτονούμε κοινωνικά.

    Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι που θα διαβάσουν αυτό το άρθρο θα το ξεχάσουν μέχρι την επόμενη εβδομάδα.

    Φυσικά μας δηλητηριάζουν και μας σκοτώνουν και με δεκάδες άλλους τρόπους.

    Τι θα χρειαστεί για να ξυπνήσει επιτέλους ο γενικός πληθυσμός;

    Καταστρέφουν την ανθρωπότητα και τα πάντα γύρω μας και κάποια μέρα θα λογοδοτήσουν.

    Αλλά προς το παρόν, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συνεχίζει να προσποιείται ότι όλα είναι καλά.

    Εν τω μεταξύ, η ατζέντα της παγκόσμιας ελίτ συνεχίζει να βαδίζει προς τα εμπρός και είναι απολύτως ενθουσιασμένοι που τα ποσοστά γεννήσεων συνεχίζουν να πέφτουν σε όλο τον κόσμο.

    ΑΣΤΕΡΑΚΙ.....

    ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΥΛΙΑΣ.

     Sandra Bajic

    Η απάντησή μου στην Εξεταστική Επιτροπή ΟΠΕΚΕΠΕ
    Δεν είμαι τρελή.
    Και ποτέ δεν κινήθηκα από ζήλια.
    Αυτό που με τρώει — αυτό που με σηκώνει να μιλήσω — είναι κάτι πολύ πιο δυνατό: η αδικία και η οργή απέναντι στο άδικο.
    Ποτέ δεν έκανα τίποτα για προσωπικό όφελος.
    Μίλησα γιατί αυτό που βλέπω καθημερινά είναι ένα σύστημα που πνίγει τους τίμιους και προστατεύει τους ισχυρούς.
    Όταν κάποιοι προσπαθούν να μετατρέψουν ένα θέμα ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ σε προσωπικό καβγά, κάτι φοβούνται.
    Δεν είναι προσωπικό. Είναι κοινωνικό.
    Είναι πολιτικό. Είναι ηθικό.
    Ο κόσμος στενάζει και κάποιοι ζουν σε πολυτέλειες που δεν εξηγούνται με κανέναν τρόπο.
    Και αντί να απαντήσουν, πετάνε λάσπη.

    Στο ΟΠΕΚΕΠΕ, χτες, προσπάθησαν να με παρουσιάσουν σαν «ζηλιάρα» και ότι με έβαλαν άλλοι να μιλήσω.
    Δεν είναι αλήθεια. Δεν υπήρξε χειραγώγηση. Ό,τι είπα ήταν από οργή και αίσθηση αδικίας.
    Και κάτι ακόμα:
    Το βρώμικο σύστημα συνεχίζει να συγκαλύπτει, να προστατεύει τους δικούς του και να θυσιάζει τους πολίτες.
    Αλλά όσο κι αν παλεύουν να κρύψουν την αλήθεια, στο τέλος θα βγει στην επιφάνεια.
    Δεν θα σωθεί κανείς πίσω από τη λάσπη που ρίχνει.
    Η κοινωνία ρωτάει:
    Πού βρέθηκαν τόσα λεφτά; Ποιος τα πλήρωσε; Ποιος τα κάλυψε;
    Δεν φοβάμαι να μιλήσω.
    Φοβούνται μόνο όσοι έχουν κάτι να κρύψουν.
    Και ένα ξέρω καλά: η αλήθεια μου δεν θα θαφτεί — γιατί δεν έχω τίποτα να κρύψω.