Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Η μεταμοντέρνα επιστροφή του Μεσαίωνα

 

Άρθρο του Eugene Vodolazkin για το αμερικανικό περιοδικό First Things, υπό τον τίτλο «The New Middle Ages»

Απόδοση στα ελληνικά: Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος

Σημείωμα του Μεταφραστή
Ο Eugene Vodolazkin είναι Ρώσος φιλόλογος και πολυβραβευμένος συγγραφέας, γνωστός στην Δύση κυρίως για το επιτυχημένο μυθιστόρημα του “Laurus” (μεταφράστηκε σε 15 γλώσσες), με θέμα τις παράδοξες περιπέτειες ενός σαλού μοναχού του 15ου αιώνος.  Στο βιβλίο αυτό ο Vodolazkin δίνει μεγάλη προσοχή στην ανασύσταση του κοσμοειδώλου και του τρόπου σκέψεως ενός προνεωτερικού Ρώσου και (κατ’ επέκτασιν) μεσαιωνικού ανθρώπου, με όλες τις διαφορές που παρουσιάζει σε σχέση με τον σημερινό Δυτικό ή Ευρωπαίο.  Στο κείμενο που ακολουθεί (αρχικά γραμμένο στα ρωσικά, στη συνέχεια μεταφρασθέν στα αγγλικά από την Lisa C. Hayden και δημοσιευθέν στο σημαίνον αμερικανικό χριστιανικό περιοδικό First Things), ο Vodolazkin ανιχνεύει πως μέσα από κάποιες τάσεις του σήμερα, συγκεκριμένα στην λογοτεχνία και την γραμματεία, επανακάμπτει μία μεσαιωνικού τύπου αντίληψη των πραγμάτων.  Σε επόμενα κείμενα, τα οποία θα παρουσιάσει προσεχώς αυτή η στήλη, ο συγγραφέας μιλά για μία γενικότερη είσοδο μας σε μία νεομεσαιωνική εποχή.
M.N.
*****
Το παρελθόν επιστρέφει.  Κάθε επιστροφή προϋποθέτει μία αναχώρηση.  Ίσως, όμως, το παρελθόν να μην έφυγε ποτέ, και η απουσία του να αποδειχθεί μία παραίσθηση.  Ορισμένα χαρακτηριστικά ενσωματωμένα στα γονίδια μας δεν εκδηλώνονται μέχρι κάποιο χρονικό σημείο.  Αυτό δε σημαίνει πως εξαφανίστηκαν: απλά περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να αναδυθούν.  Η στιγμή αυτή – η στιγμή που βιώνουμε τώρα – θα μπορούσε να αποκληθεί επιστροφή.

Φυσικά η ιδέα της επιστροφής του παρελθόντος δεν είναι νέα.  Η αρχαιότητα τόνιζε την κυκλική φύση του χρόνου.  Ο χριστιανικός πολιτισμός απέρριπτε αυτόν τον κύκλο, προσφέροντας το πρότυπο της σπείρας.  Ναι, όντως τα γεγονότα επαναλαμβάνονται, αλλά σε ένα άλλο επίπεδο, υπό άλλες προϋποθέσεις.  Αυτή η κατανόηση του κόσμου εκφράστηκε από πρωίμους χριστιανούς στοχαστές που είδαν τον Χριστό ως το νέο Αδάμ και την Θεοτόκο ως τη νέα Εύα.  Υπάρχουν πολλά τέτοια ζεύγη:  ο Μελχισεδέκ και ο Χριστός, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ και οι δώδεκα μαθητές, το Ισραήλ και η Εκκλησία.

Ακριβώς την στιγμή που η αναχώρηση του παρελθόντος μοιάζει αμετάκλητη, η σπείρα περιστρέφεται και η επιστροφή ξεκινά.  Αναγνωρίζουμε παλιές ιδιότητες σε νέα συμβάντα.  Η σπείρα μπορεί να παρομοιασθεί με τον έλικα του DNA.  Σήμερα ο έλικας στρέφεται για άλλη μία φορά, και αναδυόμαστε από τη νεωτερικότητα σε ένα νέο Μεσαίωνα.
Ο Νικολάι Μπερντιάεφ (ΣτΜ: Ρώσος φιλόσοφος της θρησκείας και εξόριστος από την ΕΣΣΔ, 1874-1948) προέβλεψε την επιστροφή αυτή το έργο του «Το τέλος της εποχής μας», που γράφτηκε το 1923.  Περιέγραψε την σύγχρονη εποχή, η οποία είναι «πολύχρωμη και ατομοκεντρική», να πλησιάζει στο τέλος της, αντικαθιστούμενη από μία εποχή πιο κοντά στoν «βαθύ και συλλογικό» Μεσαίωνα.  Είδε πως μία επανάσταση ξεκινούσε. («Η επανάσταση ξεκινά εσωτερικά, προτού εκτεθεί στον έξω κόσμο.»)  Το ίδιο είδε και ο Ουμπέρτο Έκο, και ανήγγειλε πως «η εποχή μας θα μπορούσε να καθοριστεί ως ένας νέος Μεσαίωνας».  Τι λοιπόν σημαίνει πραγματικά ο «Μεσαίωνας» για εμάς σήμερα;
Οι ιδιατερότητες της μεσαιωνικής συγγραφής
Σήμερα, ο «μεσαιωνικός» είναι μία υβριστική λέξη που εκσφενδονίζεται κατά οποιουδήποτε θέλουμε να κατηγορήσουμε για σκληρότητα και άγνοια, συνεπώς η επιστροφή του μεσαιωνικού είναι μία πιθανότητα που μας γεμίζει με τρόμο.  Αυτή η στάση εμπλέκει μία σοβαρή παρανόηση, αλλά εγώ δεν θα προσπαθήσω να την διορθώσω εδώ.  Απεναντίας, θα προσκαλέσω τον αναγνώστη στον μεσαιωνικό κόσμο, ο οποίος είναι, θα έλεγα, αρκετά ιδιόρρυθμος.  Θα το κάνω υπό τους όρους του γραπτού λόγου, καθώς ως φιλόλογος αλλά και συγγραφέας (ιχθυολόγος και ψάρι συγχρόνως), η εξερεύνηση του μεσαιωνικού και του συγχρόνου πρέπει να προχωρήσει μέσα από την εξέταση των κειμένων.  Δεν είμαι ένας φιλόσοφος με την ικανότητα να ασχοληθεί με το όλον, αλλά ένας φιλόλογος που ενδιαφέρεται με τα επί μέρους  Ακόμη και από αυτήν την περιορισμένη προοπτική, μπορούμε να δούμε πως η μεσαιωνική κουλτούρα αποτελούσε ένα σύστημα καλά δομημένο και λογικό με τον δικό του τρόπο.  Αν δεν ήταν, δεν θα είχε λειτουργήσει επιτυχημένα με την πάροδο τόσων αιώνων.  Η διάρκεια της υπάρξεως του συστήματος μαρτυρεί την υψηλή σταθερότητα και καρποφορία του.
Τα μεσαιωνικά γραπτά είναι αποσπασματικά στην δομή τους, μία γραμματεία «αντιγραφής και επικόλλησης».  Για να δανειστώ την ζωηρή έκφραση του Νικολάι Λεσκώφ (ΣτΜ: Ρώσος λογοτέχνης του 19ου αιώνος), είναι σαν «τα μπαλωμένα παπλώματα των γυναικών του Ορέλ», ραμμένα από αποσπάσματα υλικών που κάποτε δούλευε μία ράφτρα.  Τι σημαίνει όμως αυτό;
Κατά τον Μεσαίωνα τα κείμενα δεν συντίθεντο εκ του μηδενός όσο εκ των ενόντων.  Τα νέα κείμενα περιείχαν, σχεδόν αποτελούντο από σπαράγματα προηγουμένων.  Αντί να αφηγηθεί εκ νέου ένα γεγονός, ο συγγραφέας που έκανε τη συγκέντρωση των πηγών απλώς θα ξαναχρησιμοποιούσε το κείμενο από μία προηγούμενη μαρτυρία.  Το «Πρωτεύον Χρονικό», η πρώτη Ρωσική χρονογραφία, αφηγείται επί παραδείγματι τον θάνατο του «κατηραμένου» πρίγκηπος Σβιατοπόλκ.  Περιγράφοντας τον πρίγκηπα, ο χρονογράφος συνδυάζει δύο αποσπάσματα από το βυζαντινό χρονικό του Γεωργίου του Αμαρτωλού (ΣτΜ: συνέγραψε στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο αιώνα): το ένα αφορά τον Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχο Δ’ Επιφανή και το άλλο τον Ηρώδη.  Γιατί ο χρονογράφος δανείστηκε αυτά τα συγκεκριμένα αποσπάσματα;  Η απάντηση είναι απλή.  Η διαφυγή του πρίγκηπος και ο θάνατος του στα ξένα έδωσε στο συγγραφέα την ιδέα να χρησιμοποιήσει το κείμενο για τον Αντίοχο, του οποίου ο θάνατος ήταν παρόμοιος.  Το απόσπασμα για τον Ηρώδη επελέγη γιατί ο Ηρώδης αποκαλείτο «κατηραμένος», όπως και ο πρίγκηπας Σβιατοπόλκ.
Κατά παρόμοιο τρόπο, οι συγγραφείς βίων αγίων συμπεριελάμβαναν στα κείμενα τους αποσπάσματα που αφορούσαν άλλους αγίους, συνήθως με το ίδιο όνομα.  Ορισμένα τμήματα του βίου του Αγίου Κυρίλλου του Νοβοεζέρσκ συνεπώς χρησιμοποιούν το κείμενο από το βίο του Αγίου Κυρίλλου του Μπελόζερο.  Τέτοιοι «δανεισμοί» ίσως μοιάζουν εγκληματικοί για τον σύγχρονο νου.  Πως θα μπορούσε η βιογραφία ενός ατόμου να συμπληρωθεί με αποσπάσματα κάποιας άλλης;  Ένας μεσαιωνικός άνθρωπος έβλεπε το ζήτημα διαφορετικά.  Αν δύο άγιοι έφεραν το ίδιο όνομα – και τα ονόματα δεν είναι τυχαία! – τότε γιατί να μην μοιάζει η μοίρα τους;  Και γιατί να μην αντλήσουμε από τον ένα για να φωτίσουμε τον βίο του άλλου;
Τα μεσαιωνικά κείμενα είναι σαν σετ από τουβλάκια Lego.  Μπορούν να αποσυναρμολογηθούν, να ανακατασκευαστούν και να συνδυαστούν.  Τούτη η ευελιξία μοιάζει να εγκυμονεί πολλούς κινδύνους.  Τι θα απογίνει η αιτιότητα;  Οι εξωγενείς προσθήκες δε θα μπορούσαν παρά να διαλύσουν την λογική αλληλουχία των γεγονότων, θα σκεφθεί κανείς.  Το Πρωτεύον Χρονικό παρουσιάζει τον πρίγκηπα Ιζιασλάβο σαν τον κακό της ιστορίας το 1067 και το 1069, χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα εκφραστικά μέσα.  Το 1073, ο ίδιος ο Ιζιασλάβος περιγράφεται ως το θύμα, τούτη τη φορά σε ένα κείμενο με αγιογραφικό ύφος.  Κατά πως φαίνεται, μία ιδιότητα των μεσαιωνικών κειμένων αποτελεί η σχεδόν πλήρης απουσία αυτού που θα θεωρούσαμε αίτιο και αποτέλεσμα.  Σε τούτες τις μαρτυρίες, αντίθετα με τα σημερινά ιστορικά έργα, το ένα γεγονός δεν οδηγεί στο επόμενο.  Κάθε νέο γεγονός συνιστά, υπό κάποιαν έννοια, μία νέα αρχή.  Ενώ η σύγχρονη ιστορική αφήγηση λαμβάνει ως βασική δομική μονάδα το γεγονός, η μεσαιωνική έχει την χρονολογική περίοδο: ένα έτος στα ρωσικά χρονικά ή μία βασιλεία στα βυζαντινά.  Το ένα γεγονός δεν γεννά το επόμενο – ο ένας χρόνος διαδέχεται τον άλλον και η μία βασιλεία την επόμενη.
Μία ιστορία τέτοιου είδους δεν χρειάζεται αίτιο και αποτέλεσμα.  Δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεση ακόμη και στους βίους αγίων, όπου τα γεγονότα είναι η κύρια δομική μονάδα.  Οι βίοι των αγίων αποτελούνται από μικρές αφηγήσεις τοποθετημένες η μία μετά την άλλη πάνω σε έναν χρονολογικό άξονα.  Με σπάνιες εξαιρέσεις, δεν προκαλούν η μία την άλλην.  Η χρονολογία είναι και εδώ το θεμέλιο της συνθέσεως.  Σε αμφότερα τα γραμματειακά είδη, η αιτία των γεγονότων εναπόκειται στην Θεία Πρόνοια.  Για παράδειγμα: Ο Ιβάν επιπλήττει τον Πέτρο.  Προσβεβλημένος, ο Πέτρος χτυπά τον Ιβάν.  Όλα τα δεδομένα μοιάζουν ξεκάθαρα από την σκοπιά των συγχρόνων εννοιών περί συνδέσεως αιτίου και αποτελέσματος.  Ένας μεσαιωνικός άνθρωπος όμως θα έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά: ο Ιβάν προσέβαλε τον Θεό με το να επιτεθεί στον Πέτρο, συνεπώς ο Θεός τιμωρεί τον Ιβάν μέσω του χεριού του Πέτρου.  Στην σύγχρονη ερμηνεία του συμβάντος, οι συνδέσεις είναι πραγματιστικές και οριζόντιες, αλλά στην μεσαιωνική είναι προνοιακές και κάθετες.  Ούτε το αίτιο, ούτε το αποτέλεσμα ούτε καν η ακριβής έννοια της χρονολογήσεως δεν εμπόδιζαν τον μεσαιωνικό γραφέα όταν ξεκινούσε την κατασκευή ενός νέου κειμένου.
Μπορεί λοιπόν να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως ένα χάος τυχαιότητος βασιλεύει στον κόσμο των μεσαιωνικών κειμένων, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση.  Υπάρχουν συγκεκριμένα τακτικά υποδείγματα.  Ποια έργα διατηρήθηκαν αναλλοίωτα όταν το κείμενο ξαναγράφτηκε; (στην φιλολογία αυτό ονομάζεται σταθερότητα κειμένου)  Η απάντηση έχει να κάνει με την θρησκεία.  Η σταθερότητα του μεσαιωνικού κειμένου βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό από την εγγύτητα του στην Αγία Γραφή, το σημαντικότερο βιβλίο της Μεσαιωνικής εποχής.  Η Αγία Γραφή – το κείμενο των κειμένων, ιστάμενο στο κέντρο της πνευματικής ζωής – είχε μία ξεχωριστή μοίρα.  Κάθε νέο χειρόγραφο αντίτυπο  της Αγίας Γραφής δημιουργείτο αντλώντας όχι από ένα, αλλά από δύο ή παραπάνω προϋπάρχοντα.  Ο γραφέας φρόντιζε για την ακεραιότητα του ιερού κειμένου συγκρίνοντας τα χειρόγραφα και διορθώνοντας πιθανά λάθη και αποκλίσεις από το κείμενο.  Στο άλλο άκρον του φάσματος – το άκρον με την μέγιστη απόσταση από το ιερό – μπορεί να δει κανείς τα κείμενα να αλλάζουν σημαντικά σε κάθε αναπαραγωγή τους.  Χειρόγραφα του Διγενή Ακρίτα, ενός κοσμικούς βυζαντινού έπους που μεταφράστηκε στα ρωσικά, επιδεικνύουν έναν πολύ υψηλό βαθμό διαφοροποιήσεως.
Ως έναν βαθμό, η Αγία Γραφή δίνει τον τόνο για την πλειοψηφία των μεσαιωνικών συλλογών.  Όλα τα κατακερματισμένα κείμενα έβρισκαν την ενότητα τους στην Γραφή.  Η χρήση βιβλικών αποφθεγμάτων ήταν φυσική σε κάθε πλαίσιο.  Η Βίβλος είναι σχεδόν μόνιμα παρούσα, καθώς όλα τα μεσαιωνικά κείμενα ήταν, ανεξαρτήτως του τύπου, τους, ως ένα σημείο συνέχειες ή εφαρμογές της Αγίας Γραφής.  Χαρακτηριστική είναι η προτεραιότητα που δίδεται στο ιερό σε ένα απόσπασμα του Πρωτεύοντος Χρονικού που περιγράφει την Ρωσική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, η οποία έλαβε χώρα πριν τον εκχριστιανισμό του Μεγάλου Ρως.  Δανειζόμενο από το βυζαντινό χρονικό του Γεωργίου του αμαρτωλού, το απόσπασμα περιγράφει την επίθεση αποδοκιμάζοντας την πλήρως.  Το χωρίο (και είναι σημαντικό αυτό) συγκρίνει το συμβάν με τις επιθέσεις των εθνικών εναντίον του Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης.  Αναμεταδίδοντας το κείμενο του Βυζαντινού χρονογράφου, ο Ρώσος ομόλογος του δεν κάνει ούτε την παραμικρή προσπάθεια να «μοντάρει» ένα αφήγημα τόσο αρνητικό για τους Ρώσους: Ένας Ρώσος χριστιανός βλέπει τους Ρώσους πολυθεϊστές με τον ίδιο αποτροπιασμό που τους βλέπει ένας Βυζαντινός χριστιανός.  Η ιερή ιστορία είναι πάνω από την εθνική ταυτότητα.
Αυτό που είχε πρωτίστως σημασία σε αυτά τα κείμενα δεν ήταν τόσο το ποιος είπε κάτι, αλλά τι ειπώθηκε.  Αυτός ήταν ο λόγος για την άνοδο των «παραδόξων ομιλιών» στα μεσαιωνικά κείμενα.  Οι κακοί αποκαλούν τους εαυτούς τους κακούς, οι άπιστοι αποκαλούν τους εαυτούς τους απίστους, ενώ πολυθεϊστές μάγοι απαγγέλλουν μακρά αποσπάσματα των Ψαλμών από μνήμης.  Επειδή αυτά τα πρόσωπα λένε ακριβή πράγματα, κανείς δεν αμφισβητεί την φυσικότητα του εκφερομένου λόγου.
Το ποιος είναι ο δημιουργός  ενός κειμένου ήταν αδιάφορο.  Λίγη σημασία είχε το όνομα του γραφέως.  Αυτό που είχε σημασία ήταν το ίδιο το κείμενο και η ανταπόκριση του ή μη στην αλήθεια.  Ο μεσαιωνικός συγγραφέας ένιωθε περισσότερο σαν αναμεταδότης, παρά σαν δημιουργός.  Αυτός είναι ο λόγος που, κατά κύριο λόγο, τα μεσαιωνικά κείμενα είναι ανώνυμα.  Η απουσία διεκδικήσεων «πνευματικής ιδιοκτησίας» σήμαινε πως στο Μεσαίωνα η λογοκλοπή ήταν κάτι το φυσικό.  Υπήρχαν, βεβαίως, εξαιρέσεις.  Οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν σίγουρα σημαντικοί.  Άλλοι, έχοντας κάποιο πνευματικό ή κοινωνικό δικαίωμα να το κάνουν, υπέγραφαν το έργο τους: ο Κύριλλος Turovsky, ο αρχιερεύς Αββακούμ ή, φερ’ ειπείν, ο Ιβάν ο Τρομερός.
Παρά τη διαθεσιμότητα πολλών προσχεδίων και εκδοχών, κατά κανόνα το κείμενο της σύγχρονης εποχής έχει μία επίσημη έκδοση την οποία ορίζει ο δημιουργός.  Στο μεσαιωνικό κείμενο, απεναντίας, κάθε αντίγραφο συνιστούσε ως ένα βαθμό την δική του παραλλαγή, καθώς κάθε αντιγραφές λειτουργούσε και ως συνδημιουργός.  Τούτες οι μεσαιωνικές εκδοχές δεν κατέχουν δικαιώματα αποκλειστικότητος, και μία νέα δεν ακυρώνει την παλαιά.  Συνεχίζουν να υφίστανται παραλλήλως.  Αυτό γίνεται επειδή το μεσαιωνικό κείμενο είναι θεμελιωδώς ημιτελές.  Τα χρονικά, τα οποία συνεχίζοντο από πολλές γενιές χρονογράφων, είναι ένα ζωντανό παράδειγμα αυτής της ιδιότητος.  Για τον Μεσαίωνα, τα κείμενα ήταν δυναμικά συστήματα με θολά όρια και δομή.
Ένας διαφορετικός τύπο αναγνώστη
Τώρα, ας ρίξουμε μια ματιά στα πράγματα από την σκοπιά των μεσαιωνικών αναγνωστών.  Δεν «βαριόντουσαν» τα κείμενα τους όπως εμείς με τα δικά μας, τα οποία γρήγορα βγαίνουν εκτός μόδας.  Τα μεσαιωνικά έργα κατείχαν μία μακροβιότητα ασύλληπτη για τη δική μας εποχή όπου οι ιδέες συνδέονται με την καινοτομία και την διαδοχή διαφορετικών στυλ.  Αφού τίθεντο στην κυκλοφορία, τα μεσαιωνικά έργα συνήθως παρέμεναν εκεί και συνέχιζαν να αντιγράφονται.  Έργα με διαφορά ηλικίας χιλιετιών μπορούσαν να συνυπάρχουν ειρηνικά μέσα στην ίδια συλλογή.  Η απουσία της ιδέας της προόδου και η επικέντρωση του μεσαιωνικού νοός στην ενδοσκόπηση στερούσε τα «φρέσκα» κείμενα από κάποιο πλεονέκτημα.  Αντιθέτως, πλεονεκτούσε οτιδήποτε έφερε την λαμπρότητα του αρχεγόνου.  Ο μεσαιωνικός αναγνώστης ευφραινόταν όταν συναντούσε οικεία αποσπάσματα σε νέα κείμενα.  Το Déjà vu ήταν αρετή, όχι σφάλμα.  Ήταν η επανάληψη του αδιαμφισβήτητου.
Ο μεσαιωνικός αναγνώστης διάβαζε όλα τα κείμενα ως αληθινά (μη-λογοτεχνικά), ως «κάτι που συνέβη στην πραγματικότητα».  Η πραγματικότητα δεν ήταν απλά τι είχε συμβεί αλλά επίσης τι θα έπρεπε να συμβεί.  Η αρχαία ρωσική αγιογραφία προσφέρει παραδείγματα της μεσαιωνικής συνήθειας να εξισώνεται το δέον με το υπαρκτό.  Ο βίος του Νικοδήμου Κοζεοζέρκσυ, που έζησε στην ερημιά του ρωσικού βορρά, λέει το πως αυτός ο άγιος, ως είθισται για τους ερημίτες, έτρωγε μόνο άγρια φυτά, μία δήλωση που δεν κλονίζεται ούτε όταν ο αγιογράφος συμπληρώνει στην επόμενη πρόταση πως επιπλέον καλλιεργούσε γογγύλια.  Έτσι, αφ’ ενός, ένα μεγάλο μέρος του τι θα θεωρείτο τότε «αληθές» σήμερα θα κατατασσόταν στο φανταστικό.  Αφ’ ετέρου, οτιδήποτε παρουσίαζε τον εαυτό του ως επινοημένο αποκλειόταν πλήρως.  Η μεσαιωνική γραμματεία δεν ανεγνώριζε την επινόηση (ήταν αμαρτία) σε οιαδήποτε μορφή.
Όλες αυτές οι ιδιότητες ανακλούν μία μη-καλλιτεχνική πρόσληψη του γραπτού λόγου.  Η έννοια της δεξιοτεχνίας στην πληρέστερη μορφή της είναι χαρακτηριστική μόνο του συγχρόνου τρόπου σκέψεως.  Είναι αδιαχώριστη με τη σύγχρονη ιδέα της προόδου, υπό την οποία κάποια καλλιτεχνικά κατορθώματα αντικαθιστούν άλλα.  Ένας ιδιοφυής συγγραφέας μεταφέρει τον πολιτισμό προς τα εμπρός, σε νέες αλήθειας, αντίθετα με τον ταπεινό γραφέα που ανακαλεί τις παλιές.  Παρά την παρουσία στοιχείων δεξιοτεχνίας – η επανάληψη, τα λεξιλογικά παίγνια και τα συναφή – δε δινόταν έμφαση στην αισθητική ποιότητα των μεσαιωνικών γραπτών.
Το μεταμοντέρνο επιστρέφει… στον Μεσαίωνα
Μιλώντας για την λογοτεχνία σήμερα, είναι συνήθης  η επίκληση της φιλοσοφίας και της ποιητικής του μεταμοντερνισμού.  Ότι περιεχόμενο και να δοθεί σε αυτόν τον όρο, η ποιητική του μεταμοντερνισμού και η ποιητική του Μεσαίωνος έχουν πολλά κοινά.  Αυτό μπορεί πρώτα να ιδωθεί στον κατακερματισμένο χαρακτήρα του συγχρόνου κειμένου.  Στην μεταμοντέρνα έκδοση, αυτό συνήθως δεν περιλαμβάνει κατά κυριολεξίαν την εκ νέου χρήση χωρίων από προηγούμενα έργα, όπως στα μεσαιωνικά κείμενα.  Συνηθέστερα, η μνεία, η παραπομπή και η αναδιατύπωση χρησιμοποιούνται σε μία νέα μορφή συλλογών.  Ένας ιδιαίτερος τύπος είναι η στυλιστική αναφορά σε άλλους συγγραφείς.  Βρίσκουμε ζωντανά παραδείγματα τούτου στο έργο του συμπατριώτη μου Βλαντιμίρ Σορόκιν.  Τα κείμενα του περικλείουν το σύνολο σχεδόν της ρωσικής λογοτεχνίας, από τον Μεσαίωνα στους κλασσικούς του 19ου και 20ου αιώνος.  Αναδημιουργεί μεσαιωνικά κείμενα, σε μία φανταστική μορφή, στην «Ημέρα του Oprichnik» (ΣτΜ: μέλος της σωματοφυλακής του Ιβάν του Τρομερού).  Το ύφος του Ιβάν Γκοντσάρωφ στη «Νουβέλλα».  Και στο ύφος του Φιόντορ Ντοστογιέφκσυ, του Λέο Τολστόι, του Άντων Τσέχωφ, του Αντρέι Πλατόνωφ, του Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ και του Μπόρις Πάστερνακ στο «Μπλε Λαρδί».
Τίποτα στο πλαίσιο λειτουργίας του μεταμοντερνισμού εμποδίζει τον δανεισμό μεταξύ κειμένων.  Υπό κάποιαν έννοια ο μεταμοντέρνος τρόπος σκέψης ελευθερώνει το κείμενο από το βάρος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, επιστρέφοντας το στην κατάσταση που ο Γερμανός βυζαντινολόγος Καρλ Κρουμπάχερ αποκαλούσε «λογοτεχνικό κομμουνισμό» του Μεσαίωνος.  Σύμφωνα με την πιο κλασσικά νεωτερική προοπτική, ο δανεισμός κειμένου άνευ παραπομπής συνιστά λογοκλοπή.  Αυτή η λογική παρακώλυσε την ευνοϊκή πρόσληψη του έργου του Μιχαήλ Σίσκιν, ενός δημοφιλούς συγχρόνου Ρώσου πεζογράφου.  Οι κριτικοί λογοτεχνίας που ακολουθούσαν την παραδοσιακή αντίληψη αρνήθηκαν να δεχθούν τους δανεισμούς και τις διασκευές του Σίσκιν.  Η πιο αρνητική κατάκριση προέκυψε από την χρήση εκ μέρους του ενός αποσπάσματος από τα απομνημονεύματα της Βέρα Πάνοβα στο μυθιστόρημα του «Πολύτριχο», κάτι εσφαλμένα εξελήφθη ως λογοκλοπή.
Τον Μεσαίωνα, οι παραθέσεις ρητών κατέληγαν πίσω στην Αγία Γραφή, άμεσα ή έμμεσα.  Σήμερα, τον ρόλο ενός τέτοιου «υπερ-βιβλίου» καλύπτει ως ένα σημείο το σύνολο του κανόνος της γραμματείας.  Η παράθεση γίνεται κάποιου είδους σύμβολο, μία ένδειξη του ανήκειν σε μία παράδοση.  Οι σύγχρονοι συγγραφείς δημιουργούν τα κείμενα τους από παραθέσεις παρμένες από την σχετική γραμματεία, με τον ίδιο τρόπο που ο μεσαιωνικός αγιογράφος Επιφάνιος ο Σοφός πλέκει βιβλικά ρητά μέσα στους βίους των αγίων.
Πάρα τη μάλλον θλιβερή χροιά της, η δήλωση του Ρολάν Μπαρτ (ΣτΜ: Γάλλος κριτικός της λογοτεχνίας) για τον «θάνατο του συγγραφέως» αποτελεί άλλον έναν κήρυκα της επιστροφής του μεσαιωνικού.  Αν και ο μεταμοντέρνος συγγραφέας, αντίθετα με τον μεσαιωνικό ομόλογο του, δεν αρνείται να υπογράψει το κείμενο του (και λαμβάνει συνεπώς τα αντίστοιχα δικαιώματα), υπάρχει μία αποδυνάμωση του στοιχείου του συγγραφέως που επιβλήθηκε επί μακρόν στην νεωτερικότητα.  Μέσα από τους δανεισμούς, ο συγγραφέας είναι ως ένα βαθμό επιμελητής και διασκευαστής των προηγουμένων, αναμένοντας το δικό του κείμενο να γίνει δέκτης της ιδίας αντιμετωπίσεως από τον επόμενο.  Χάρη στο διαδίκτυο, η μεσαιωνική ανοικτότητα και διαρκής δυνατότητα αναθεωρήσεως – κάτι που η εφεύρεση της τυπογραφίας απέκλεισε κατά τη νεώτερη εποχή – επέστρεψε στα κείμενα.
Με την αυστηρή έννοια του όρου, αυτού που επινοήθηκε στη σύγχρονη λογοτεχνία δεν επινοήθηκε πραγματικά.  Ως επί το πλείστον, και αυτό ήταν μία εκδοχή της πραγματικότητος.  Τα συμβάντα που έπλασαν οι συγγραφείς ήταν, συγχρόνως, αληθινά.  Ούτως ή άλλως, η εμπειρία του δημιουργού κάπου θα έπρεπε να βασίζεται.  Ας το θέσουμε έτσι: Υπάρχουν γεγονότα που έλαβαν χώρα σε έναν άλλο τόπο και σε έναν άλλο χρόνο, τα οποία ύστερα μεταφέρθηκαν στις σελίδες ενός λογοτεχνικού έργου.  Αυτή ήταν η πραγματικότητα, δομημένη διαφορετικά.  Η πραγματικότητα, έχοντας αποσυναρμολογηθεί στα στοιχεία της και στη συνέχεια ανασυντεθεί – με άλλα λόγια, μία πραγματικότητα υπό όρους, ή αυτό που ορίζεται για να θεωρηθεί πραγματικότητα.
Για την ακρίβεια, πολλά σημερινά κείμενα επιδιώκουν να αντανακλούν την πραγματικότητα άνευ όρων.  Η απόφαση να δοθεί  το Νόμπελ λογοτεχνίας 2015 στην Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, μία ρωσόφωνη συγγραφέα από την Λευκορωσία, είναι ενδεικτική.  Τα βιβλία της Αλεξίεβιτς έχουν θεωρηθεί από πολλούς ως έργα δημοσιογραφικής καταγραφής και αναλύσεως, όχι ως έργα τέχνης και λογοτεχνίας.  Αυτό είναι ένα ακόμη σημείο ομοιότητος με την Μεσαίωνα, όπου όλα τα κείμενα ενσωματώνοντο ομαλά στην κατηγορία του μη φανταστικού.  Αφ’ ενός βλέπουμε μία ώθηση προς το μη φανταστικό και έναν «νέο ρεαλισμό», από την άλλη, το υπερρεαλιστικό στοιχείο του μεταμοντερνισμού.  Και τα δύο αντανακλούν την υποτίμηση της ευφάνταστης αλλά ρεαλιστικής «πραγματικότητας» που προσφέρει η νεωτερική λογοτεχνία.  Για άλλη μία φορά η λογοτεχνία γίνεται ετερογενής και, υπό μίαν έννοια, άνευ ορίων, όπως το Μεσαίωνα.  Το σύνορο μεταξύ του φανταστικού και του μη φανταστικού, της λογοτεχνίας και της λοιπής γραμματείας, φθίνει και παίζει όλο και μικρότερο ρόλο στο μυαλό μας.
Όπως στο Μεσαίωνα, ο ίδιος ο κόσμος γίνεται ένα κείμενο, αν και τα είδη του κειμένου μπορούν να διαφέρουν στις δύο αυτές περιπτώσεις.  Ο μεσαιωνικός κόσμος ήταν ένα κείμενο γραμμένο από τον Θεό που απέκλειε το απερίσκεπτο και το τυχαίο.  Η Αγία Γραφή, η οποία έδινε νόημα στα σημάδια που γενναιόδωρα σκορπίζονταν στην καθημερινότητα, ήταν το κλειδί αυτού του κόσμου.  Τώρα ο κόσμος είναι ένα κείμενο που έχει έναν άπειρο αριθμό ατομικών νοημάτων που μπορούν να καταγραφούν.  Σκεφθείτε τον blogger που περιγράφει, λεπτό προς λεπτό, τα τεκταινόμενα της προηγούμενης ημέρας.
Η νεώτερη εποχή απαιτούσε, ως ένα σημείο τουλάχιστον, την αποκήρυξη των παλαιοτέρων έργων και της παλαιοτέρας ποιητικής.  Η αυτοεικόνα της σύγχρονης λογοτεχνίας βασιζόταν στην ιδέα της προόδου που εκφραζόταν από την εναλλαγή του ενός συγγραφικού ύφους με το άλλο.  Τον Μεσαίωνα, όπου δεν ήταν γνωστή η ιδέα της προόδου, είτε στη δημόσια ζωή είτε στην αισθητική, το παλαιό και το νέο δεν βρίσκονταν σε αντίθεση: τα νέα κείμενα ενσωματώνονταν στα παλαιά.  Βλέπουμε τον ίδιο τύπο συμβιώσεως στην μεταμοντέρνα λογοτεχνία, η οποία ενσωματώνει τα παλαιότερα κείμενα αντί να τα απορρίπτει.
Ο προοδευτικός τρόπος σκέψης που υπερίσχυσε ανά την σύγχρονη εποχή δεν μοιάζει πλέον να είναι ο μόνος δυνατός τρόπος σκέψης.  Η αίσθηση του τέλους της ιστορίας έχει εκφραστεί, τόσο με την εξαιρετική δημοφιλία των δυστοπικών έργων, όσο και, παραδόξως, στην (ουτοπικών χαρακτηριστικών) φιλελεύθερη φιλοσοφία του Φράνσις Φουκουγιάμα.  Είναι ασύμβατη με την προοδευτική πρόσληψη του κόσμου.  Αυτό είναι το πλέον προφανές χαρακτηριστικό που η νέα μας εποχή μοιράζεται με τον Μεσαίωνα.  Κάθε εποχή του Μεσαίωνα οι άνθρωποι την φαντάζονταν ως δυνητικά την τελευταία.  Ακόμη και όταν οι περιοδικές προσδοκίες για το τέλος του κόσμου παραμερίσουν, γενικά δεν ήταν αποδεκτό το Μεσαίωνα να συζητείται το μέλλον, σίγουρα όχι ένα λαμπρό μέλλον.  Σήμερα, για άλλη μία φορά, μας περικυκλώνει μία αίσθηση τέλους.
Τα παιδιά συχνά καταλήγουν να μοιάζουν στις γιαγιάδες και τους παππούδες τους παρά στους γονείς τους.  Η νεωτερική εποχή ανέπτυξε ένα ατομικιστικό στοιχείο στην λογοτεχνία.  Έκανε διακρίσεις και απομόνωνε κείμενα, συγγραφείς και αναγνώστες.  Τα κείμενα απέκτησα όρια, οι συγγραφείς απέκτησαν προσωπικό ύφος, ενώ οι αναγνώστες αποκτούσαν βιβλία από τους κλάδους της αγοράς που κάλυπταν τα ενδιαφέροντα τους.  Η σημερινή φάση της πολιτιστικής ανάπτυξης αποδεικνύει, παρ’ όλα αυτά, ότι αυτό το καθεστώς δεν έχει τον τελευταίο λόγο.  Σε κανένα χρονικό σημείο μετά τον Μεσαίωνα η λογοτεχνία δεν έμοιαζε τόσο με την μεσαιωνική συγγραφή.  Φαίνεται πως εισερχόμαστε σε μία εποχή που σε μεγάλο βαθμό συμπλέει με τον Μεσαίωνα, σαν τον ακολουθεί στο ύφος.
Η ανατολή μίας νέας εποχής
Για να εξετάσω την ομοιότητα ανάμεσα στη σημερινή ζωή και τον Μεσαίωνα, απευθύνθηκα στο φιλολογικό υλικό, καθώς αυτό είναι το πιο κοντινό στις γνώσεις και τον τομέα μου.  Όμως η λογοτεχνία είναι μόνο μία μερική εκδήλωση της πνευματικής καταστάσεως ενός έθνος ή μίας κουλτούρας.  Ο Nikolai Berdyaev χωρίζει τις εποχές σε ημέρες και νύχτες.  Οι μέρες περιλαμβάνουν την αρχαιότητα και την νεωτερικότητα.  Είναι πολύχρωμες και μεγαλοπρεπείς, και καταγράφονται στην ιστορία ως στιγμές εκρηκτικότητος.  Οι εποχές της νύκτας – όπως ο Μεσαίωνας – είναι εξωτερικά σιγασμένες αλλά βαθύτερες από εκείνες της ημέρας.  Είναι κατά τον ύπνο της νύκτας που ό,τι έχει προσληφθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας μπορεί να αφομοιωθεί.  Η εποχή της νύκτας επιτρέπει την παρατήρηση μέσα στην ουσία των πραγμάτων, επιτρέπει την συγκέντρωση δύναμης.  Τώρα εισερχόμαστε σε μία τέτοια εποχή.
Όσον αφορά το πως θα ονομάσουμε αυτήν την επερχόμενη περίοδο, μπορεί να αποκληθεί, με μία δόση χιούμορ, ως Εποχή της Αναγεννήσεως, αφού αναβιώνει ορισμένες ιδιότητες του Μεσαίωνος.  Αλίμονο, φαίνεται πως το όνομα είναι ήδη πιασμένο.  Κατά την δική μου οπτική, η εμφατική προσοχή της ερχομένης εποχής στην μεταφυσική, όχι απλά στην επιφανειακή πραγματικότητα αλλά στο τι βρίσκεται πέρα από εκείνην, μας δίνει αφορμή να την ονομάσουμε Εποχή της Συγκεντρώσεως.
Κάθε εποχή επιλύει συγκεκριμένα προβλήματα.  Τι ζητήματα ίστανται ενώπιον της Εποχής της Συγκεντρώσεως;  Θα κατονομάσω δύο, αν και επί της ουσίας πρόκειται για ένα θέμα με δύο όψεις.  Υπέρμετρη εξατομίκευση και εκκοσμίκευση της ζωής.  Κατά τη νεώτερη εποχή, το άτομο απαιτούσε αναγνώριση.  Η πίστη προϋπέθετε την απουσία πίστεως ώστε ο πιστός να έχει την επιλογή και ώστε η πίστη να μην είναι απλώς μία καθημερινή συνήθεια.  Αυτό το τρένο επιτάχυνε αλλά δε σταμάτησε.  Συνέχισε να κινείται και αφού έφθασε στον σταθμό.  Τώρα μοιάζει να έχει πάει πολύ πέρα από τον προορισμό του.  Η λατρεία του ατόμου τώρα μας τοποθετεί έξω από την θεία και την ανθρώπινη κοινότητα.  Η αρμονία την οποία ο άνθρωπος έβρισκε στον Θεό κατά τον Μεσαίωνα έχει καταστραφεί, και ο Θεός δεν ίσταται πλέον στο κέντρο της ανθρώπινης συνείδησης.
Ο ανθρωπισμός της νεωτερικότητος θέτει ως βασική αρχή το γεγονός πως το ανθρώπινο ον είναι το μέτρο των πάντων.  Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Μεσαίωνα, με μία διόρθωση: Το άτομο είναι το μέτρο των πάντων, εάν γίνει κατανοητό πως το μέτρο δόθηκε από τον Θεό.  Ο ανθρωπισμός γίνεται απάνθρωπος.  Καθώς τα δικαιώματα που σχεδιάζονται για το άτομο πολλαπλασιάζονται, αναπόφευκτα έρχεται η στιγμή για το δικαίωμα να περάσει κανείς το δρόμο με κόκκινο.  Καθώς η έννοια των δικαιωμάτων είναι απάνθρωπη στον πυρήνα της, ενεργοποιεί τον μηχανισμό της αυτοκαταστροφής.  Το δικαίωμα στην αυτοκτονία φαίνεται τελικά πως αποτελεί την πλέον παραδειγματική ελευθερία μας.
Εάν η Δύση μπορέσει να κινηθεί πέρα από τις γεωπολιτικές διαφωνίες της με την Ρωσία και εξετάσει προσεκτικά το συντηρητικό εγχείρημα που σχηματίζεται αυτήν την στιγμή στην Ρωσία, θα δει ένα πιθανό μέλλον για τον κοινό μας Ευρωπαϊκό πολιτισμό.  Σήμερα όπως πάντοτε – αντίθετα με ότι κηρύσσει η προοδευτική έπαρση – είναι δυνατόν για μία κοινωνία να αναγνωρίσει την θέση της θρησκείας και να διατηρήσει τις παραδοσιακές έννοιες του γάμου και της οικογενείας.  Κι όμως η απόπειρα της Ρωσίας θα αποτύχει εάν ανακύψει μία σκληρή δικτατορία της πλειοψηφίας.  Αυτό θα αποσταθεροποιούσε την κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που η Δύση αποσταθεροποιείται από την παρατηρούμενη δικτατορία της μειοψηφίας.  Εάν γίνει πρόδηλο πως μιλάμε για ένα δυναμικό, αυτορυθμιζόμενο σύστημα ικανό να αντιδρά στις αλλαγές όποτε εμφανίζονται, τότε το εγχείρημα μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο.
Ούτως ή άλλως, οι κοινωνικές αλλαγές στην Ρωσία πάνε χέρι με χέρι με λογοτεχνικές αλλαγές, κάτι που μπορούμε να θεωρήσουμε ως μία ενιαία διαδικασία.  Από αυτήν την πλευρά, με χαρά παρατηρώ πως η ανάγνωση έχει κάπως αλλάξει στην Ρωσία τα τελευταία χρόνια.  Οι άνθρωποι δεν άρχισαν να διαβάζουν περισσότερο αλλά άρχισαν να διαβάζουν, θα μπορούσε να πει κανείς, καλύτερα: οι πωλήσεις των θρίλερ, των ρομάντζων και των έργων φαντασίας έχουν πέσει καθώς η ζήτηση για σοβαρή λογοτεχνία αυξάνεται.
Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου να αναφέρω την δική μου δουλειά.  Έχω κατά νου το μυθιστόρημα μου «Laurus», που περιγράφει την ζωή ενός αγίου και είναι γραμμένο κατά τους κανόνες της μεσαιωνικής ποιητικής.  Μεταφρασμένο και διαθέσιμο σε περίπου 20 χώρες, το βιβλίο μου είναι πιο ευπώλητο στην Ρωσία και… τις ΗΠΑ.  Πιστώνω αυτήν την επιτυχία κατά το ήμισυ στην εξαιρετική μετάφραση της Lisa Hayden.  Το άλλο ήμισυ μπορεί να εξηγηθεί – ναι ναι! – στο πόσο πολύ μοιάζουν η Ρωσία και οι ΗΠΑ.
Αγάπησα τις ΗΠΑ πέρυσι όταν τις επισκέφθηκα για πρώτη φορά:  ξαφνικά κατάλαβα πόσο μοιάζουμε.  Ίσως αυτός να είναι ο λόγος για το πόσες παρανοήσεις υπάρχουν ανάμεσα μας, καθώς οι πιο σκληρές συγκρούσεις συνήθως αφορούν τα παρόμοια.  Κι όμως, αυτά τα πράγματα – και εδώ μπορούμε να θυμηθούμε την μάλλον περίπλοκη ιστορία των σχέσεων μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών – έχουν συνήθως καταλήξει σε αμοιβαία κατανόηση, και πάλι χάρη στις ομοιότητες.  Οι θεμελιώδεις αξίες της κοινής χριστιανικής ιστορίας μας που ανεπτύχθη ανά τους αιώνες μας συνδέουν, αν και κάποιες από αυτές έχουν ξεχαστεί.  Θα καταφέρουμε να επιστρέψουμε σε αυτές σε μία (αυτονοήτως) νέα φάση; Ίσως η Εποχή της Συγκεντρώσεως να δώσει μία απάντηση στην ερώτηση.  Τα πάντα εξαρτώνται από τον βαθμό της συγκεντρώσεως.


enaasteri

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου