Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα απειλή: τουρκικές συμμορίες που γεννήθηκαν από τη θεσμική κατάρρευση της Άγκυρας.
Μια νέα γενιά τουρκικών μαφιόζικων ομάδων, οι οποίες εξαπλώνονται κυρίως ανάμεσα σε εφήβους και νεαρούς άνδρες, συχνά παίρνει τα ονόματά της από χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. Οι συμμορίες αυτές προέρχονται κατά κύριο λόγο από φτωχές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης και καθοδηγούνται σε μεγάλο βαθμό από Τούρκους κουρδικής καταγωγής.
Abdullah Bozkurt / Στοκχόλμη
Ησυστηματική αποδόμηση των τουρκικών σωμάτων ασφαλείας, των υπηρεσιών πληροφοριών και της Δικαιοσύνης την τελευταία δεκαετία —μέσω μαζικών εκκαθαρίσεων, διορισμών κομματικών πιστών χωρίς κανένα κριτήριο αξιοκρατίας και εκτεταμένης διαφθοράς που φτάνει έως τα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας υπό τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τους ακροδεξιούς συμμάχους του στο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP)— σε συνδυασμό με την κακή διαχείριση μιας οικονομίας σε παρακμή, δημιούργησε το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη μιας νέας γενιάς μαφιόζικων δικτύων.
Αυτές οι εγκληματικές δομές, οι οποίες ευνοήθηκαν και ενισχύθηκαν από το ίδιο το κράτος, συνιστούν πλέον αυξανόμενη απειλή για την ασφάλεια πολύ πέρα από τα σύνορα της Τουρκίας, ιδίως στην Ευρώπη. Εκεί, μια νέα γενιά τουρκικών συμμοριών που δραστηριοποιείται σε ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων —από τη διακίνηση ναρκωτικών και το ξέπλυμα χρήματος έως εκβιασμούς και λαθρεμπόριο όπλων— έχει εξαγάγει τους πολέμους επικράτειας μαζί με τις διευρυνόμενες εγκληματικές της επιχειρήσεις, όπως κατέδειξαν ξεκάθαρα πρόσφατες δολοφονίες και αστυνομικές επιχειρήσεις εναντίον μελών τουρκικών συμμοριών σε όλη την Ευρώπη.Οι ομάδες αυτές, τροφοδοτούμενες από την εκτόξευση της ανεργίας των νέων, τη διάβρωση του κράτους δικαίου και ένα ολοένα πιο αυταρχικό κλίμα, στο οποίο η κυβέρνηση Ερντογάν επικεντρώνεται στην καταστολή της νόμιμης αντιπολίτευσης αντί στην καταπολέμηση του εγκλήματος, ευδοκίμησαν μέσα στην κατάρρευση των επαγγελματικών προοπτικών για εκατομμύρια νέους ανθρώπους, παγιδευμένους σε ένα σύστημα διακυβέρνησης που χαρακτηρίζεται από βαθιά εδραιωμένο νεποτισμό και μια οικονομία αποδυναμωμένη από αυτο
Ως αποτέλεσμα, οι δραστηριότητές τους έχουν επεκταθεί στην Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, η Ισπανία έχει αναδειχθεί σε άνευ προηγουμένου πεδίο δράσης για αυτές τις τουρκικές συμμορίες, οι οποίες πλέον εξάγουν στο ισπανικό έδαφος τις εσωτερικές τους βεντέτες, τις στοχευμένες δολοφονίες και τις επιχειρήσεις οργανωμένου εγκλήματος.
Η ισπανική αστυνομία, ήδη εξοικειωμένη με την αντιμετώπιση βρετανικών, ρωσικών, βαλκανικών και βορειοαφρικανικών εγκληματικών οργανώσεων, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με κάτι νέο: διακρατικές τουρκικές συμμορίες που δρουν σαν ένοπλες παραστρατιωτικές φατρίες.
Οι ομάδες αυτές, με επικεφαλής νεαρά πρόσωπα που έχτισαν τη φήμη τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το TikTok, το Instagram και το Telegram, κινούνται ταχύτατα πέρα από τα σύνορα, φέρουν όπλα στρατιωτικών προδιαγραφών και μεταφέρουν μαζί τους βίαιες αντιπαλότητες που έχουν τις ρίζες τους στη θεσμική αποσύνθεση του ίδιου του περιβάλλοντος ασφάλειας της Τουρκίας.
Ο μετασχηματισμός του τουρκικού εγκληματικού υποκόσμου ξεκίνησε μετά το 2013, όταν η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) επιβίωσε από μεγάλες έρευνες διαφθοράς που ενέπλεκαν μέλη της οικογένειας και του στενού κύκλου του τότε πρωθυπουργού Ερντογάν, συμπεριλαμβανομένων προσώπων συνδεδεμένων με παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν και με πρώην Σαουδάραβα χρηματοδότη της Αλ Κάιντα. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο παρουσιάστηκε ως προβοκάτσια, όταν μια εκτεταμένη πολιτική εκκαθάριση αποδόμησε μεγάλα τμήματα της αστυνομίας, των υπηρεσιών πληροφοριών και της Δικαιοσύνης, απομακρύνοντας πολλούς έμπειρους αξιωματούχους με σημαντική τεχνογνωσία στην αντιμετώπιση εγκληματικών και τρομοκρατικών δικτύων στην Τουρκία.
Δεκάδες χιλιάδες αστυνομικοί, εισαγγελείς, δικαστές και αναλυτές απολύθηκαν ή φυλακίστηκαν και, σε πολλές περιπτώσεις, αντικαταστάθηκαν από πιστούς του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίοι συχνά στερούνταν εκπαίδευσης, εμπειρίας ή ανεξαρτησίας. Παράλληλα, άτομα που είχαν στο παρελθόν απομακρυνθεί από τα σώματα ασφαλείας και τη Δικαιοσύνη λόγω δεσμών με το οργανωμένο έγκλημα επανήλθαν αργότερα και τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις εποπτείας της αστυνομίας και των δικαστηρίων.
Αυτή η αποψίλωση των κρατικών θεσμών δημιούργησε ένα κενό ασφάλειας, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν ταχύτατα εγκληματικοί «επιχειρηματίες». Η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, ολοένα και περισσότερο βυθισμένη σε σκάνδαλα διαφθοράς και δίκτυα πελατειακών σχέσεων, βασίστηκε σε άτυπες ομάδες επιβολής και ανέχθηκε ένοπλες συμμορίες, εφόσον ευθυγραμμίζονταν με τα συμφέροντα του κυβερνώντος κόμματος. Ορισμένοι, όπως οι καταδικασμένοι και διαβόητοι μαφιόζοι Αλααντίν Τσακίτζι και Σεντάτ Πεκέρ, επιστρατεύθηκαν μάλιστα ως σύμμαχοι από την κυβέρνηση Ερντογάν, προκειμένου να ενισχυθεί το κλίμα φόβου απέναντι στην αντιπολίτευση, να παγιωθεί η πολιτική εξουσία και να κατασταλούν οι επικριτικές και ανεξάρτητες φωνές.
Την ίδια στιγμή, εκατομμύρια άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι νέοι άνδρες, με δραστικά περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα, βρήκαν σε αυτές τις συμμορίες ένα υποκατάστατο οικονομικής ασφάλειας, κοινωνικής ταυτότητας και ισχύος. Η σιωπηρή συμμαχία της κυβέρνησης με παραδοσιακά συνδικάτα του οργανωμένου εγκλήματος, σε συνδυασμό με τον ανοιχτό έπαινο διαβόητων εγκληματιών από Τούρκους αξιωματούχους και τη βάθυνση της οικονομικής κρίσης, δημιούργησαν το ιδανικό περιβάλλον για την άνθηση μιας νέας γενιάς εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίες αναδείχθηκαν σε επιδραστικούς νέους «παίκτες», ιδίως μεταξύ περιθωριοποιημένων Κούρδων νέων.
Το αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία άνοδος χαλαρά οργανωμένων αλλά εξαιρετικά βίαιων φατριών. Με ονομασίες εμπνευσμένες από χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων —όπως οι Daltonlar (Ντάλτονς), οι Casperlar (Κάσπερ), ο Lucky Luke (Red Kits) και οι Smurfettes (Çirkinler)— αυτές οι ευέλικτες αλλά αμείλικτες ομάδες έχουν καταστεί κεντρικοί δρώντες σε ένα κύμα πληρωμένων δολοφονιών, εκβιασμών, ένοπλων συγκρούσεων και διακίνησης ναρκωτικών, με πολλούς από τους ηγέτες τους να διευθύνουν τις επιχειρήσεις από το εξωτερικό. Επιδεικνύουν συστηματικά όπλα στο διαδίκτυο, στρατολογούν ανήλικους εκτελεστές και μεταδίδουν απειλές κατά αντίπαλων φατριών σε ακροατήρια εκατομμυρίων.
Η παλαιότερη και πιο διαβόητη από αυτή τη νέα γενιά είναι η Ομάδα Μπαρίς Μπογιούν, η οποία συγκροτήθηκε στην περιοχή Μπεϊόγλου–Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Ο Μπογιούν, που σήμερα κρατείται σε φυλακή της Ιταλίας, ηγείται ενός από τα μεγαλύτερα και πιο βίαια δίκτυα, γνωστού για την εκτέλεση δολοφονιών κατ’ εντολή άλλων διεθνών εγκληματικών συνδικάτων.
Για παράδειγμα, η ομάδα βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία του Σέρβου αρχιμαφιόζου Γιόβαν Βούκοτιτς, ηγέτη του διαβόητου καρτέλ Škaljari, ο οποίος εκτελέστηκε από ομάδα δολοφόνων με μοτοσικλέτα στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 2022. Σύμφωνα με το τουρκικό κατηγορητήριο, το συμβόλαιο για τη δολοφονία του φέρεται να ανερχόταν στο ποσό του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ. Ο Μπογιούν, ο οποίος δηλώνει Κούρδος και Αλεβίτης, δίνει σήμερα δικαστική μάχη στην Ιταλία κατά του αιτήματος έκδοσής του που έχει υποβάλει η Τουρκία, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει ξεχωριστές κατηγορίες από Ιταλούς εισαγγελείς για τη εγκληματική του δράση στη χώρα.
Πρόσφατο κατηγορητήριο που κατατέθηκε νωρίτερα αυτόν τον μήνα κατά της εγκληματικής ομάδας στην Κωνσταντινούπολη αποκάλυψε ότι χρησιμοποιούσε 40 ανηλίκους ηλικίας 15 έως 18 ετών ως εκτελεστές σε απόπειρες εκβιασμού. Αρκετοί από αυτούς ήταν έφηβοι από τη Συρία και το Αζερμπαϊτζάν, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ωθήθηκαν σε ένοπλες επιθέσεις μέσω υποσχέσεων για χρήματα ή απειλών θανάτου. Κορίτσια χρησιμοποιούνταν επίσης για την καταγραφή των επιθέσεων και για την παγίδευση των θυμάτων. Οι εισαγγελείς αναφέρουν ότι η συμμορία στοχοποιεί ευάλωτους νέους που αντιμετωπίζουν φτώχεια ή οικογενειακά προβλήματα, παγιδεύοντάς τους με απειλές, σεξ και ναρκωτικά, δημιουργώντας έτσι ένα συνεχώς διευρυνόμενο δίκτυο ανήλικων ένοπλων εκτελεστών σε ολόκληρη την πόλη.

Μια ακόμη εμβληματική ομάδα είναι οι Daltons, που πήραν το όνομά τους από τους ληστές των αμερικανικών κινουμένων σχεδίων της Άγριας Δύσης. Η συμμορία εμφανίστηκε στη συνοικία Γενιμπόσνα της Κωνσταντινούπολης και καθοδηγείται από τον Μπεράτ Τζαν Γκιοκντεμίρ, Κούρδο από την επαρχία Μπατμάν, ο οποίος δραστηριοποιείται κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Το κατηγορητήριό του περιλαμβάνει κατηγορίες όπως ηγεσία εγκληματικής οργάνωσης, ένοπλες απειλές, εκβιασμούς, ανθρωποκτονία και ηθική αυτουργία. Ο Γκιοκντεμίρ είχε αρχικά συνεργαστεί με τον Μπογιούν, όμως οι δύο αρχηγοί αργότερα χώρισαν τους δρόμους τους έπειτα από διαφωνία. Πιστεύεται ότι σήμερα βρίσκεται στη Ρωσία.
Η ομάδα ενεπλάκη σε ένοπλη επίθεση κατά του Ιρακινού Προξενείου στη συνοικία Σισλί της Κωνσταντινούπολης τον Μάρτιο του 2025, η οποία πραγματοποιήθηκε ως αντίποινα για τη σύλληψη του ανώτερου στελέχους της συμμορίας Αχμέτ Μουσταφά Τίμο, γνωστού ως «Τιμοτζάν», στο Ιράκ και τη μετέπειτα μεταγωγή του στην Τουρκία.
Μέλος της ομάδας, ο Σινάν Μέμι, συνελήφθη στη Βαρσοβία στις 20 Σεπτεμβρίου 2024 και εκδόθηκε στην Τουρκία για τη συμμετοχή του σε πολλαπλά βίαια εγκλήματα. Άλλο μέλος, ο Ατακάν Αβτζί, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε 30 χρόνια κάθειρξης για διακίνηση ναρκωτικών, εντοπίστηκε στη Σόφια και επαναπροωθήθηκε στην Τουρκία στις 2 Νοεμβρίου 2024. Τον Μάιο του 2025, οι Daltons φέρονται επίσης να ευθύνονται για ένοπλη επίθεση κατά στελεχών της ελληνικής υπηρεσίας πληροφοριών στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια επιχείρησης παρακολούθησης. Οι ελληνικές αρχές συνέλαβαν στη συνέχεια έξι Τούρκους υπηκόους και κατέσχεσαν οπλισμό που συνδεόταν με την ομάδα.
Τον Σεπτέμβριο του 2023, έξι μέλη του εγκληματικού δικτύου Μπογιούν εκτελέστηκαν με τρόπο «στυλ εκτέλεσης» στο προάστιο Αρτέμιδα της Αθήνας, σε επίθεση που θεωρείται ευρέως ότι πραγματοποιήθηκε είτε από τους Daltons είτε από τη συμμορία Red Kits.
Ο Φερχάτ Ντελέν, επίσης Κούρδος από την επαρχία Μαρντίν, ηγείται των Red Kits και ενεπλάκη σε έναν βίαιο αγώνα για τον έλεγχο των ισχυρών οργανωμένων συνδέσμων οπαδών της Φενερμπαχτσέ. Αυτό που ξεκίνησε ως δίκτυο ποδοσφαιρικών φιλάθλων εξελίχθηκε σε συμμορία, διαβόητη για τις σφοδρές αντιπαλότητες και τις βίαιες συγκρούσεις με άλλες φατρίες της ίδιας ομάδας, επεκτείνοντας τελικά την επιρροή της στους δρόμους πολύ πέρα από τις εξέδρες των γηπέδων. Η ομάδα του Ντελέν κατηγορείται ότι οργάνωσε ένοπλες επιθέσεις εναντίον των ηγετών των οπαδών Τζεμ Γκολμπασί και Ιμπραήμ Γκιουμούς, οι οποίοι επέζησαν από απόπειρες δολοφονίας. Ο Ντελέν καταζητείται σήμερα από τις αρχές και εκτιμάται ότι κρύβεται στην Ελλάδα.

Οι Caspers, μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες ομάδες, προσέλκυσαν πανεθνική προσοχή έπειτα από μια δραματική νυχτερινή επίθεση πέρυσι έξω από νοσοκομείο στη συνοικία Μπαχτσελιεβλέρ. Τα μέλη τους άνοιξαν πυρ κατά του κτιρίου αναζητώντας έναν τραυματισμένο αντίπαλο, τραυματίζοντας έναν αστυνομικό, δύο χωροφύλακες, έναν φύλακα ασφαλείας και έναν πολίτη. Η επίθεση σημειώθηκε λίγο μετά από φονική σύγκρουση με τους Daltons, κατά την οποία σκοτώθηκαν δύο μέλη των Caspers. Επικεφαλής της ομάδας είναι ο Ισμαήλ Ατίζ, γνωστός ως «Χαμούς», επίσης Κούρδος από την επαρχία Μαρντίν. Συνελήφθη στη Γερμανία τον Ιούλιο, αφέθηκε αργότερα ελεύθερος και στη συνέχεια κρατήθηκε εκ νέου στην Ιταλία.
Η ομάδα Ayverdi, ένα ακόμη μαφιόζικο δίκτυο νέας γενιάς με επικεφαλής τον Εμράχ Αϊβερντί, βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια αμείλικτη βεντέτα με την οργάνωση Barış Boyun. Η φατρία Μπογιούν φέρεται να έχει επιχειρήσει επανειλημμένες δολοφονίες, μεταξύ των οποίων και επίθεση με χειροβομβίδα σε αίθουσα γάμων στη συνοικία Εγιούπ της Κωνσταντινούπολης πέρυσι. Ο Αϊβερντί έχει μέχρι στιγμής επιβιώσει από κάθε απόπειρα κατά της ζωής του.
Ορισμένες ομάδες δεν συγκροτούνται γύρω από «ταυτότητες» εμπνευσμένες από κινούμενα σχέδια, αλλά βασίζονται σε δεσμούς αίματος. Η φατρία Bayrolar διοικείται από τέσσερα αδέλφια, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονται πλέον στο εξωτερικό. Η δράση τους ήρθε στο προσκήνιο μετά από πυροβολισμούς σε πολιτική εκδήλωση στο Κιουτσούκτσεκμετζε. Κατηγορητήριο ασκήθηκε κατά δύο εκ των αδελφών, του Μπαϊράμ και του Φεϊζί Εμινάντς, σε σχέση με το περιστατικό.
Οι Bayğaralar, με επικεφαλής τον φυγόδικο Ραμαζάν Μπαϊγκαρά, έχουν συνδεθεί με δύο υποθέσεις δολοφονιών υψηλού προφίλ, μεταξύ των οποίων και η δολοφονία υποδιευθυντή λυκείου στην Τούζλα, η οποία φέρεται να διαπράχθηκε ως πράξη εκδίκησης για ανθρωποκτονία δεκαετιών που αφορούσε την οικογένειά τους. Η ομάδα κατηγορείται για σειρά αδικημάτων, όπως σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, ανθρωποκτονία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, διακίνηση ναρκωτικών, ένοπλες απειλές, φθορές ξένης περιουσίας και διακεκριμένο εκβιασμό. Ο Μπαϊγκαρά εκτιμάται ότι τελεί υπό κράτηση στην Ελλάδα.

Σε αντίθεση με τις παλαιότερες δομές της τουρκικής μαφίας, οι ομάδες αυτές αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από εφήβους ηλικίας 14 έως 17 ετών και νεαρούς άνδρες στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους, οι περισσότεροι εκ των οποίων προέρχονται από τις φτωχότερες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης και είναι κατά κύριο λόγο κουρδικής καταγωγής. Η στρατολόγησή τους στο έγκλημα γίνεται μέσω της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της επιθετικής διαδικτυακής προσέγγισης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου εξιδανικεύονται τα όπλα, το χρήμα και η βία.
Παρότι πολλοί από τους αρχηγούς έχουν διαφύγει στο εξωτερικό, συνεχίζουν να κατευθύνουν τις επιχειρήσεις τους από μακριά, με αρκετές δολοφονίες στην Ευρώπη και στη γειτονική Γεωργία να αποδίδονται ήδη σε αυτά τα δίκτυα.
Η Ισπανία έχει αναδειχθεί σε ιδιαίτερα σημαντικό στόχο για αυτές τις νεαρές τουρκικές μαφιόζικες ομάδες. Η μεταφορά των εσωτερικών τους συγκρούσεων στο ισπανικό έδαφος επιταχύνθηκε το 2024 και το 2025, καθώς μέλη των συμμοριών εγκατέλειπαν την Τουρκία για να αποφύγουν απόπειρες δολοφονίας ή καταδίωκαν αντιπάλους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με τον συνδυασμό υψηλής κινητικότητας, πυκνής τουριστικής κίνησης και μακροχρόνιων εγκληματικών διαδρόμων, η Ισπανία εξελίχθηκε ταχύτατα σε προνομιακό πεδίο δράσης για αυτά τα δίκτυα.
Το πρώτο σοβαρό περιστατικό που αποκάλυψε το βάθος της τουρκικής παρουσίας στην Ισπανία σημειώθηκε στις 3 Αυγούστου 2025, στην Τορεβιέχα της επαρχίας Αλικάντε, όταν ο Τζανέρ Κοτσέρ, ηγετικό στέλεχος της φατρίας Dalton, δολοφονήθηκε με πυροβολισμούς. Η επίθεση αποδίδεται φερόμενα στη rival συμμορία Caspers, στο πλαίσιο προσπάθειας αποσταθεροποίησης της ηγεσίας των Daltons και υπονόμευσης των επιχειρήσεών τους στην Ευρώπη. Η ισπανική αστυνομία συνέλαβε τρεις υπόπτους, μεταξύ των οποίων και τον Μπουράκ Μπουλούτ, ανώτερο στέλεχος των Caspers, ο οποίος φέρεται να εισήλθε στην Ισπανία λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία χρησιμοποιώντας κλεμμένο όχημα από τη Γαλλία.
Οι επακόλουθες έρευνες αποκάλυψαν ότι και οι δύο φατρίες είχαν εγκαθιδρύσει αθόρυβα λογιστικά και επιχειρησιακά ερείσματα κατά μήκος της μεσογειακής ακτής της Ισπανίας, από το Αλικάντε έως τη Μάλαγα, αξιοποιώντας βραχυχρόνιες μισθώσεις, οχήματα με ξένες πινακίδες και διαδρομές διέλευσης μέσω Γαλλίας και Ολλανδίας για τη μετακίνηση προσωπικού και οπλισμού.
Η σύγκρουση κλιμακώθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν Ισπανοί αστυνομικοί αναχαίτισαν στις 31 Οκτωβρίου 2025, κοντά στην Τορεβιέχα, κλεμμένο όχημα με γαλλικές πινακίδες που μετέφερε τυφέκια εφόδου τύπου Καλάσνικοφ. Τα όπλα ανήκαν στον Μενσούρ Γκιουμούς, ηγέτη της φατρίας Çirkinler. Ακολούθησε έφοδος σε κοντινή κατοικία, η οποία οδήγησε στη σύλληψη του Γκιουμούς και δύο ένοπλων συνεργών του.
Η ομάδα φέρεται να είχε εισέλθει στην Ισπανία για να συντονίσει αντίποινα για τη δολοφονία του Κοτσέρ, γεγονός που ανέδειξε τον βαθμό στον οποίο το ισπανικό έδαφος είχε πλέον ενσωματωθεί στον τουρκικό εγκληματικό πόλεμο. Η κατάσχεση του οπλοστασίου, σε συνδυασμό με πληροφορίες για σχεδιαζόμενες επιθέσεις, κατέδειξε ότι η Ισπανία δεν λειτουργούσε πλέον απλώς ως καταφύγιο· είχε μετατραπεί σε προκεχωρημένη επιχειρησιακή βάση για διακρατικό πόλεμο τουρκικών συμμοριών.
Μια σειρά διαρθρωτικών παραγόντων έχει καταστήσει την Ισπανία ελκυστικό πεδίο ανάπτυξης για τα τουρκικά μαφιόζικα δίκτυα, επιτρέποντάς τους να επεκτείνουν τη δράση τους με περιορισμένο έλεγχο. Η προσοχή των ισπανικών διωκτικών αρχών εστιάζει συχνά σε παγιωμένες βρετανικές, ιρλανδικές, βαλκανικές και ρωσικές εγκληματικές οργανώσεις, γεγονός που προσφέρει στις τουρκικές συμμορίες συγκριτικά χαμηλό προφίλ καθώς διεισδύουν στο εγκληματικό τοπίο.

Η ελεύθερη μετακίνηση στο πλαίσιο της Σένγκεν, οι πυκνές τουριστικές ζώνες και η αφθονία βραχυχρόνιων μισθώσεων προσφέρουν ανωνυμία και γρήγορη εναλλαγή για τα επιχειρησιακά στελέχη, ενώ περιοχές όπως η Costa del Sol και το Αλικάντε διαθέτουν ένα έτοιμο εγκληματικό οικοσύστημα, βασισμένο στο λαθρεμπόριο, το ξέπλυμα χρήματος και τη διακίνηση παράνομων πυροβόλων όπλων.
Οι απευθείας αεροπορικές συνδέσεις με την Κωνσταντινούπολη και η απρόσκοπτη οδική μετακίνηση εντός του χώρου Σένγκεν διευκολύνουν περαιτέρω την ταχεία μεταφορά προσωπικού και οπλισμού. Συνολικά, αυτές οι συνθήκες επιτρέπουν στις τουρκικές φατρίες να εκτελούν στοχευμένες δολοφονίες, να συντονίζουν τη δράση συμμοριών, να διεξάγουν εκστρατείες εκφοβισμού και να διακινούν όπλα με ελάχιστη διατάραξη.
Η παρουσία τουρκικών συμμοριών νέου τύπου στην Ευρώπη αποτυπώνει μια ευρύτερη τάση: την «εξαγωγή» της εσωτερικής κρατικής παρακμής της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφάλειας. Με τους μηχανισμούς επιβολής του νόμου στην Τουρκία αποδυναμωμένους και τις εγκληματικές φατρίες αποθρασυμένες, η βία που άλλοτε εκδηλωνόταν στην Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα εκτυλίσσεται πλέον στους δρόμους της Ευρώπης.
Οι ευρωπαϊκές διωκτικές αρχές καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερα ευέλικτες, βαριά οπλισμένες και ψηφιακά συντονισμένες τουρκικές συμμορίες, οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσα από μια δεκαετία θεσμικής αποσύνθεσης στη χώρα προέλευσής τους. Οι ομάδες αυτές δεν συνιστούν μόνο μια νέα εγκληματική απειλή, αλλά και σύμπτωμα του τρόπου με τον οποίο η κατάρρευση της κρατικής ικανότητας στην Τουρκία έχει δημιουργήσει σοβαρές παρενέργειες ασφάλειας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
https://www.anixneuseis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου