Η αξία της παγκόσμιας οικονομίας υπολογίζεται σε 101 τρισ. δολάρια. Και το χρέος με το οποίο βαρύνονται οι κυβερνήσεις (και κατά συνέπεια οι φορολογούμενοι πολίτες) παγκοσμίως ανέρχεται σε 91 τρισ. δολάρια. Πρόκειται για ένα δυσβάσταχτο φορτίο, το οποίο θα επηρεάσει και τις επόμενες γενιές. Και αυτό που πυροδοτεί την μεγαλύτερη ανησυχία είναι πως πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο δεν έχει ανώδυνες λύσεις.

Με τον μισό πληθυσμού του πλανήτη να οδηγείται φέτος σε κάλπες, οι ηγέτες και οι διεκδικητές της εξουσίας έχουν εν πολλοίς επιλέξει να αγνοήσουν το θέμα του δημοσίου χρέους. Δεν θα ακούσει κανείς για αυτό στις αντιπαραθέσεις Μπάιντεν – Τραμπ στις ΗΠΑ. Δεν άκουσε για αυτό στην γαλλική προεκλογική εκστρατεία, ούτε σε αυτή της Βρετανίας, όπου ανοίγουν αύριο το πρωί οι κάλπες. Δεν ήταν θέμα στην ατζέντα της Ινδίας ή οποιασδήποτε άλλη μεγάλη και μικρή χώρα διενήργησε φέτος εκλογές. Μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε να κερδίζουν έδαφος όσοι υπόσχονται φοροελαφρύνσεις και αυξήσεις δαπανών, που θα μπορούσαν (εφόσον γίνουν πράξη) να πυροδοτήσουν ακόμη και νέα χρηματοπιστωτική κρίση.

Ο δωρεάν δανεισμός τελείωσε

Το ΔΝΤ μόλις την περασμένη εβδομάδα προειδοποίησε ότι τα «χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα» στις ΗΠΑ πρέπει «να αντιμετωπιστούν επειγόντως». Οι επενδυτές μοιράζονται εδώ και καιρό αυτήν την ανησυχία σχετικά με τη μακροπρόθεσμη πορεία του χρέους της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη. Και τούτο γιατί είναι σαφές πως η εποχή του «δωρεάν» δανεισμού, δηλαδή των μηδενικών επιτοκίων, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Οι επενδυτές, που πριν από λίγα χρόνια...πλήρωναν χώρες όπως τη Γερμανία για να τη δανείσουν (αγόραζαν τα κρατικά της ομόλογα με αρνητικό επιτόκιο), σήμερα απαιτούν υψηλότερο επιτόκιο για να δανείσουν τις κυβερνήσεις. Και όσο τις βλέπουν να αφήνουν ελλείμματα και χρέη να φουσκώνουν, τόσα περισσότερα θα απαιτούν.

Επιπτώσεις στην τσέπη μας

Οι αποδόσεις έχουν ανέβει τόσο για τα ομόλογα των ΗΠΑ όσο και για εκείνα των χωρών της Ευρωζώνης, με τις πιέσεις να είναι ισχυρότερες σε όσες χώρες δείχνουν δείγματα απειθαρχίας. Το ακριβό κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων επηρεάζει άμεσα την τσέπη μας. Γιατί η απάντηση σε αυτό μπορεί κάποια στιγμή να είναι αναγκαστικά η αύξηση των φόρων, η μείωση των δημοσίων δαπανών ή το «κόψιμο» σχεδιαζόμενων μέτρων στήριξης.

Στα δάνειά μας και στην ανάπτυξη

Και ο αντίκτυπος δεν σταματά εκεί. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων χρησιμοποιούνται ως «οδηγός» και για το υπόλοιπο χρέος. Οι υψηλότερες αποδόσεις σημαίνουν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και όταν τα βάρη των χρεών αυξάνονται, το πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη δεν αργεί. Όσο τα επιτόκια ανεβαίνουν, τόσο οι ιδιωτικές επενδύσεις και η κατανάλωση υποχωρούν.

Επώδυνη προσαρμογή

Ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σε δηλώσεις του στο CNN προειδοποιεί ότι οι ΗΠΑ και άλλες χώρες θα χρειαστεί να προβούν σε επώδυνες κινήσεις προσαρμογής. «Στη δεκαετία του 2010 πολλοί ακαδημαϊκοί, πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες είχαν την πεποίθηση ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν κοντά στο μηδέν για πάντα και άρχιζαν επομένως να σκέφτονται πως το χρέος είναι ένα δωρεάν γεύμα», παρατηρεί. «Αυτό ήταν πάντα μία λάθος σκέψη. Πρέπει να σκεφτόμαστε και το δημόσιο χρέος ως ένα δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου και να αντιλαμβανόμαστε πως εάν ξαφνικά το επιτόκιο ανέβει πολύ, οι πληρωμές των τόκων εκτινάσσονται. Αυτό ακριβώς συνέβη σε ολόκληρο τον κόσμο», εξηγεί.

Η συνωμοσία της σιωπής

Στις ΗΠΑ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα δαπανήσει 892 δισ. δολάρια το τρέχον δημοσιονομικό έτος σε τόκους – περισσότερα από ότι υπολογίζει να δώσει για άμυνα και περίπου το ποσό, που κατευθύνεται στο Medicare, την ιατροφαρμακευτική κάλυψη για συνταξιούχους και άτομα με αναπηρία. Την επόμενη χρονιά οι πληρωμές των τόκων θα ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολάρια επί χρέους άνω των 30 τρισ. δολαρίων. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα σκαρφαλώσει στο 122% του ΑΕΠ σε 10 χρόνια από τώρα, ενώ θα έχει εκτιναχθεί στο 166% του ΑΕΠ το 2054, λειτουργώντας ως βαρίδι στην οικονομική ανάπτυξη. Στην προεκλογική εκστρατεία κανείς δεν λέει τι θα κάνει αυτό. Οι υποψήφιοι αρκούνται σε αλληλοκατηγορίες για το ποιος το προκάλεσε.

Κοινωνική αναταραχή και επιθέσεις των αγορών

Όσο κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι τόσο αυτό λειτουργεί ως φιτίλι, που ανάβει φωτιές και προκαλεί εκρήξεις. Οι πρώτες έρχονται σε κοινωνικό επίπεδο. Η Κένυα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι προτεινόμενες φοροαυξήσεις με στόχο τη μείωση του χρέους πυροδότησαν μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, οι οποίες πνίγηκαν στο αίμα. Τουλάχιστον 39 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο πρόεδρος της χώρας, Γουίλιαμ Ρόυτο, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι δεν θα υπογράψει το σχέδιο σε νόμο.

Σε άλλες περιπτώσεις έχουμε έκρηξη στις αγορές. Ενδεικτική ήταν η περίπτωση της Βρετανίας το 2022, όταν το δημοσιονομικά ακατανόητο πρόγραμμα της Λιζ Τρας, πυροδότησε μία άμεση επίθεση από τις αγορές που παρολίγο να οδηγήσει σε κατάρρευση συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας. Στη Γαλλία οι αποδόσεις εκτινάχθηκαν προς στιγμήν όταν ο Εμανουέλ Μακρόν κήρυξε πρόωρες εκλογές, για να σταθεροποιηθούν ωστόσο στη συνέχεια, εν μέσω εκτιμήσεων ότι ακόμη και εάν ο Ζορντάν Μπαρντελά της Εθνικής Συσπείρωσης είναι ο νέος πρωθυπουργός, δεν θα θελήσει να εκτροχιάσει δημοσιονομικά τη χώρα. Και τούτο γιατί θα υπονόμευε τις πιθανότητες εκλογής της Μαρίν Λε Πεν στην προεδρία το 2027.

Τα πάντα θα κριθούν την ερχόμενη Κυριακή, στον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπου όλα τα αποτελέσματα μοιάζουν ανοιχτά. Κανείς δεν μπορεί να πει ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση της Γαλλίας. Σίγουρα όμως θα πρέπει μεταξύ άλλων να φροντίσει να μαζέψει το διευρυνόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα.