Αθήνα ή Ιερουσαλήμ;
Η Χριστιανική Αγάπη και ο Ελληνικός Έρωτας
Ας αφήσουμε τα οικονομικά και ας θεολογήσουμε για λίγο, μέρες που είναι, πηγαίνοντας προς τι ρίζες μας, γιατί πολύ φοβάμαι ότι ότι μας συμβαίνει, έχει να κάνει με την αποκοπή μας από αυτές.
Οι δυο αυτές έννοιες, της αγάπης και του έρωτα, επίκαιρες όσο ποτέ, θα μας βοηθήσουν προς αυτό τον σκοπό.
Ο Ελληνισμός αποκορυφώνεται μέσω του Έρωτα και ο Χριστιανισμός μέσω της Αγάπης. Βλέποντας λοιπόν τους δρόμους του Έρωτα και της Αγάπης ουσιαστικά θα κατανοήσουμε το πώς σηματοδοτούνται δυο πορείες σωτηρίας του ανθρωπινού γένους.
Η Χριστιανική Αγάπη κατ αρχήν, θα πρέπει να σημειωθεί, δεν έχει καμία σχέση με τις αισθήσεις γενικά, και ειδικότερα με το σωματικό κάλλος. Η Αγάπη επιβάλει ευθύς εξ αρχής να αγνοήσουμε το σωματικό κάλλος γιατί κάθε προσήλωση προς αυτό, συνιστά παραστράτημα στην πορεία μας προς τον ουρανό.
Έτσι κάθε αισθητική αξία πρέπει από την αρχή να παραμερίζεται.
Η προϋπόθεση που στηρίζεται η Χριστιανική Αγάπη ανάγεται σε ένα Ον που είναι πέραν αυτού του κόσμου, τον Θεό. Αυτός αγαπά πρωταρχικά τον άνθρωπο. Η αγάπη του είναι τόσο μεγάλη ώστε να φθάνει στα όρια της έσχατης ταπείνωσης και της έσχατης αυταπάρνησης.
Ο Θεός ως τέλειο Ον αγαπά τον άνθρωπο και συνεπώς η αγάπη του δεν έχει κάποια προσωπική σκοπιμότητα. Έτσι η αγάπη του έχει τεράστια αξία, γιατί δεν έχει κανένα λόγο πέραν της σωτηρίας του ανθρώπου που είναι κατώτερο ον.
Κατά συνέπεια τον Θεό ως αντίληψη, δεν μπορούμε παρά να τον συλλάβουμε μέσω της αγάπης και ποτέ χωρίς αυτή.
Η αγάπη είναι θεμελιώδης ιδιότης του Θεού.
Η επίγνωση της αγάπης του Θεού από τους ανθρώπους γίνεται μέσω της πίστεως και ποτέ μέσω της λογικής. Λόγω του προπατορικού αμαρτήματος η λογική του ανθρώπου είναι αδύνατον να κατανοήσει. Και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, γιατί δεν είναι δυνατόν η ενέργεια του Θεού που είναι κυρίως αγάπη, να τεθεί στην κρίση της λογικής ενός κατωτέρου όντος, που είναι ο άνθρωπος.
Αποδεχόμενος ο άνθρωπος την πίστη στην αγάπη του Θεού ουσιαστικά και αυτός ταπεινώνεται και αναγνωρίζει την μηδαμινή του φύση, που για να σωθεί ταπεινώνεται και ο ίδιος ο Θεός και φθάνει στην σταύρωση. Δηλαδή και η πίστη στο Θεό μετά από αυτό το γεγονός δεν είναι τίποτα άλλο παρά δωρεά του Θεού στον άνθρωπο.
Πιστή λοιπόν και αγάπη αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Επειδή ο Θεός κατήλθε προς ημάς, η αγάπη μας προς τον Θεό αποτελεί και αυτή ενέργεια του Θεού και όχι αυτόνομη δράση της ανθρώπινης ψυχής. Είναι απόδειξη ότι ο Θεός μας γνώρισε και έτσι η σωτηρία μας έχει χαρακτήρα ετεροσωτηριακό.
Η Αγάπη προς τον πλησίον με την σειρά της είναι μίμηση της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Όσο η ανθρωπινή αγάπη προς τον πλησίον είναι μεγάλη, τόσο πιο πολύ είναι μίμηση της αγάπης του Θεού. Όπως η αγάπη του Θεού είναι για τον κάθε εκπεσόντα άνθρωπο μεγάλη, τόσο μεγάλη και χωρίς νόημα θα πρέπει να είναι η αγάπη του ανθρώπου προς τον πλησίον. Θα έχει μεγαλύτερη σημασία όταν στρέφεται στους δυστυχείς στους αμαρτωλούς, στις πόρνες, στους ασθενείς, στους ελεεινούς, στα μικρά παιδιά, στους αβοήθητους. Είναι κένωση αγάπης για την δική τους σωτηρία.
Το αγαπώ να αγαπώ του Αγίου Αυγουστίνου συνιστά την πεμπτουσία αυτής της αγάπης που φυσικά δεν έχει τέλος. Αφού η αγάπη του Θεού είναι ανεξάντλητη είναι δυνατόν η αγάπη του ανθρώπου να έχει τέλος; Ποτέ!!!
Η χριστιανική Αγάπη είναι μια οδός εκ των άνω προς τα κάτω, και όχι το αντίθετο. Μόνο ταπεινωμένος ο άνθρωπος και αγαπόντας οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από αυτόν, πρόσωπο πάντα, μπορεί να ελπίζει στην σωτηρία του.
Άλλη βέβαια είναι η αντίληψη των Ελλήνων. Κατ αρχήν προς άρση πολλών παρεξηγήσεων η λέξη Έρως (εράν) σημαίνει ένδεια, φτώχεια, αναζήτηση αυτού που μου λείπει. Αγαπώ, σημαίνει στους Έλληνες, αρέσκομαι και είμαι ευτυχής με ότι κατέχω. Δηλαδή με το αγαπώ δηλώνεται μια στατική κατάσταση ενώ με τον Έρωτα δηλώνεται ένα δυναμικό φαινόμενο.
Για τους Έλληνες το αισθητό κάλλος αποτελεί την κατώτερη βαθμίδα από όπου αρχίζει μια πορεία προς το ιδεώδες. Οπωσδήποτε ο Έρως σχετίζεται με την γενετήσια έλξη στην αρχή. Στην αγάπη το στοιχείο αυτό λείπει παντελώς.
Βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη των Ιδεών (στατική μορφή του Θείου), στις οποίες εκφράζεται με τον καθαρό τρόπο το Ον (η έσχατη πραγματικότης). Τις ιδέες τις γνωρίζουμε, ή ερχόμαστε σε πρώτη επαφή μαζί τους, μέσα από τα αισθητά πράγματα (από την φύση) και η δύναμη που δίνει η ψυχή στην νόηση να δει αυτές τις Ιδέες, στην καθαρότερη τους μορφή, ονομάζεται Έρως.
Δηλαδή Έρως είναι η δύναμη της ψυχής να ανέλθει από το ορατό για να ενατενίσει το αόρατο που είναι μέρος αυτού του κόσμου. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος νοιώθει την ατέλεια του, αλλά καίτοι ατελές ον μέσα του υπάρχει η δύναμη να εξέλθει από αυτή.
Ο Έρωτας είναι φυσικό φαινόμενο και έχει την αναγκαιότητα του φαινομένου. Εφ όσον ο άνθρωπος δει το ωραίο στο φυσικό κόσμο, είναι υποχρεωμένος από την φύση του, το ωραίο να το ποθήσει. Από εκεί αρχίζει μια διαδικασία κατάκτησης του αγαθού από τον άνθρωπο που αποκορυφώνεται με το τέλος του Έρωτα και την ενόραση του αγαθού (δικαιοσύνη, ωραίο, επιστήμη).
Όλη αυτή η διαδικασία είναι αποκλειστικά ανθρώπινη προσπάθεια, γιατί στους Έλληνες η υπόθεση περί αδυναμίας της λογικής του ανθρώπου να προσεγγίσει το Θείο, λόγω προπατορικού αμαρτήματος, δεν ισχύει. Βαθειά πεποίθηση των Ελλήνων ήταν ότι στην ψυχή των ανθρώπων δεν κατοικεί το κακό, όπως στους Χριστιανούς, αλλά το καλό, και κατά συνέπεια αρκεί η διαδικασία της γνώσης για την σύλληψη του απόλυτου.
Στους Χριστιανούς η γνώση είναι περιττή, αφού η αγάπη αίρει την αδυναμία της σοφίας των ανθρώπων. Αυτό βέβαια για τους Έλληνες ήταν μωρία.
Η σωτηρία του ανθρώπου στο Χριστιανισμό είναι μια οδός καθόδου με σαφώς ετεροσωτηρικό χαρακτήρα, ο Θεός σώζει τον άνθρωπο. ‘Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωη’ ισχυρίστηκε ο ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας. Οι Έλληνες εκλήθησαν να το ερμηνεύσουν άπαξ δια παντώς, διατυπώνοντας με τις φιλοσοφικές τους έννοιες και κατηγορίες το Δόγμα της Πίστεως, που οι χριστιανοί όλου του κόσμου το προφέρουν χωρίς να γνωρίζουν, ότι είναι κομμάτι της Ελληνικής Φιλοσοφίας, που για να το διατυπώσει, δογμάτισε μια και τελευταία φορά, και έτσι πάντα ζει.
Στον Ελληνισμό η σωτηρία είναι ένα ανέβασμα από την ομορφιά του κόσμου, περνώντας από ένα όμορφο κορμί σε δυο, και μετά σε πολλά, έπειτα από εκεί στις όμορφες πράξεις, κατόπιν από την πράξη στην γνώση της επιστήμης, και από εκεί στην ομορφιά την καθαυτή, για να γεννά πράγματα αληθινά. Εδώ ο αγώνας είναι μοναχικός, αριστοκρατικός, είναι πραγματική αυτοσωτηρία.
Ο Αριστοτέλης, με πλατωνική έξαρση, θαυμάσια περιγράφει την έλξη της ψυχής από το Θειο, λέγοντας ότι ο Θεός ακίνητος μέσα στην ευδαιμονία του έλκει τον κόσμο ως ερώμενον. Έτσι και το αγαθό, θεϊκή ιδέα αμετάβλητη και ηρεμούσα έλκει την ψυχή ως ερώμενον από την ένδεια (φτώχεια) που αυτή αισθάνεται.
Τα παραπάνω διετυπώθησαν, και οι δυο απόψεις, από ένα κοσμοϊστορικό λαό, με την έννοια ότι ολόκληρη η οικούμενη δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς αυτόν τον λαό, όταν το δούναι αυτού του λαού είναι μείζον σε σχέση με το λαβείν από την οικούμενη. Πολλοί θα πουν ότι αυτό είναι σοβινιστικό. Δεν με πειράζει γιατί η ιστορία είναι αδέκαστος.
Στο κάτω εδώ ακούστηκε πρώτη φορά το έν αρχή ην ο λόγος, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες, οι πνευματικές συναλλαγές μέχρι σήμερα γίνονται, που ξεχώρισε για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας το ορισμένο από το αόριστο, το ασαφές από το σαφές, την γνώση από την αγνωσία. Μετά όλα απελευθερώθηκαν και το πνεύμα εκφράστηκε με το κάλλος της τέχνης, με την πολιτική, με την ελευθερία, με την επιστήμης, το σώμα του ανθρώπου και το πνεύμα του έγιναν το κέντρο του κόσμου.
Τα γραφώ αυτά σήμερα, γιατί έχουμε χάσει τις πήγες μας, απ όπου θα πρέπει ξανά να εμπνευστούμε για πορευτούμε στο μέλλον, όχι ως δούλοι, όπως μας θέλουν οι Ευρωπαίοι και μερικές φύσεις πονηρές αμόρφωτων Ελλήνων αλλά ως χαρίεντες Έλληνες. Τελικά είναι πολύ ζόρικο να είσαι Έλληνας!
https://enaasteri.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου