Ο Αριστοτέλης ήτο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος – με τον διδάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί κορυφαίο διανοητή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου ελληνικού κόσμου και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητος.
Ο Αριστοτέλης ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα σε πολύ μικρή ηλικία και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του, ο Πρόξενος, που ήτο εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Αργότερα, ο Αριστοτέλης υιοθέτησε τον Νικάνορα, γιο του Πρόξενου. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν παιδί του, τόν έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367-347), και συνδέθηκε στενά με τον ίδιο τον Πλάτωνα, τον Εύδοξο, τον Ξενοκράτη και γενικά με τους κορυφαίους του φιλοσοφικού στοχασμού της εποχής. Τα συγγράμματα του Ισοκράτη βοήθησαν πολύ τον νεαρό φιλόσοφο να διαμορφώσει το προσωπικό του λεκτικό ύφος, εγκαταλείποντας την κοινή ιωνική διάλεκτο της Χαλκιδικής. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε «νουν της διατριβής» και το σπίτι του «οίκον αναγνώστου». Υπήρξε η φημολογία ότι ο Αριστοτέλης ερχόταν σε προστριβές με τον Πλάτωνα, όμως όλα αυτά φαίνονται απίθανα, αφενός γιατί ο ίδιος ο Πλάτων αρεσκόταν στην οξύτατη κριτική των ιδεών του, αφετέρου γιατί ο Αριστοτέλης μιλάει για το δάσκαλό του με βαθύ σεβασμό στα «Ηθικά Νικομάχεια». Από το 354 π.Χ. («Εύδημος») και έπειτα («Προτρεπτικός») ο Αριστοτέλης άρχισε να εμφανίζει αντιλήψεις που χαρακτηρίζονταν από νεωτεριστικό πνεύμα. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν μάλλον ασήμαντη. Ήτο «ισχνοσκελής» (με αδύναμα πόδια), «μικρόμματος» (με μικρά μάτια) και «τραυλός την φωνήν», αλλά πρόσεχε την εξωτερική του εμφάνιση.
Το 342 π.Χ. εκλήθη από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού, όπου φρόντισε να τού μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως διδασκαλία τα ομηρικά έπη που ο ίδιος είχε επανεπεξεργαστεί. Ο Αλέξανδρος διδάχτηκε τα έργα των 3 μεγάλων τραγικών, τους διθυράμβους του Τελέστου και του Φιλοξένου, καθώς και στοιχεία ιατρικής και άλλων επιστημών. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη που τα ερείπιά της έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Τελικά δεν δημιουργήθηκε στενή σχέση μεταξύ μαθητή και δασκάλου, ίσως γιατί ο Αριστοτέλης δεν συμφωνούσε με τον μοναρχικό τρόπο διακυβέρνησης και προτιμούσε την οργάνωση της πολιτικής ζωής κατά πόλεις.
Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί («εωθινός περίπατος») και για τους αρχάριους το απόγευμα («περί το δειλινόν», «δειλινός περίπατος»). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική («ακροαματική»). Η απογευματινή «ρητορική» και «εξωτερική».
Η σχολή είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα αποτέλεσε υπόδειγμα για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι, σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα 13 χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.
Ο Αριστοτέλης συμφωνούσε με την πανελλήνια πολιτική του Αλέξανδρου, αλλά διαφωνούσε με την πολιτική της ίσης μεταχείρισης Ελλήνων και βαρβάρων, που υποστήριζε ο Αλέξανδρος μετά την κατάλυση του περσικού κράτους. Η θανάτωση του ανιψιού του, Καλλισθένη, μετά από διαταγή του Αλέξανδρου (327 π.Χ.) πιθανόν αποξένωσε περισσότερο τον Αριστοτέλη από τον μαθητή του. Όμως, ο φιλόσοφος διατήρησε επαφές και τού έστειλε το σύγγραμμά του «Περί αποικιών», όταν ο Αλέξανδρος άρχισε να ιδρύει πόλεις στην Αίγυπτο και στην Ασία.
Το 323 π.Χ., με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου, οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος στην Αθήνα νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Πιο συγκεκριμένα, το ιερατείο, με εκπρόσωπο τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια («γραφή ασεβείας»), επειδή είχε συνθέσει παιάνα στον τύραννο Ερμία, είχε αναθέσει εικόνα του Ερμία στους Δελφούς και τού είχε συντάξει επίγραμμα. Επίσης τόν κατηγορούσαν ότι στο σύγγραμμά του «Περί ευχής» δίδασκε ότι η προσευχή δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Ο Αριστοτέλης, επειδή αντελήφθη τα κίνητρα και τις προθέσεις των μηνυτών του και φοβούμενος ότι θα είχε τη μοίρα του Σωκράτη, άφησε το Λύκειο στην εποπτεία του μαθητή του Θεόφραστου, που τόν έκρινε ως τον πιο κατάλληλο και απεσύρθη στη Χαλκίδα, πριν γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από χρόνιο στομαχικό νόσημα, μέσα σε μελαγχολία και θλίψη. Το σώμα του μετεφέρθη στα Στάγειρα και ετάφη με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τόν ανακήρυξαν «οικιστή» της πόλης και έχτισαν βωμό επί του τάφου του, προς τιμήν του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα «Αριστοτέλεια» και ονόμασαν έναν από τους μήνες «Αριστοτέλειο». Η πλατεία όπου ενεταφιάσθη ορίσθη ως τόπος των συνεδριάσεων της βουλής. Το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.
O Πλάτων (αριστερά) και ο Αριστοτέλης (δεξιά) |
Η πιο γνωστή από τις 14 προτομές του Αριστοτέλη, που έχουν διασωθεί, είναι εκείνη που βρίσκεται σε μουσείο της Βιέννης, αντίγραφο από άγαλμα που είχε στηθεί προς τιμή του Αριστοτέλη από τον Μ. Αλέξανδρο. Το αντίγραφο αυτό πιστεύεται ότι έγινε την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου.
Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ
Το έργο του Αριστοτέλη Ηθικά Νικομάχεια μεταφρασμένο στα Λατινικά |
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
• «Περί Ερμηνείας» (η λεκτική έκφραση των κρίσεων)
• «Κατηγορίαι» (οι γενικότατες έννοιες)
• «Αναλυτικά Πρότερα»[1] (οι συλλογισμοί, 2 βιβλία)
• «Αναλυτικά Ύστερα» (θεωρία περί αποδείξεως, 2 βιβλία)
• «Τοπικά» (πιθανολογικοί διαλεκτικοί συλλογισμοί, 8 βιβλία)
• «Σοφιστικοί Έλεγχοι» (έλεγχος των γνωστότερων σοφισμάτων)
Έργα Φυσικής και Κοσμολογίας (19 βιβλία που περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες)
• «Φυσική ακρόαση» (γενική φιλοσοφία της φύσης, βιβλία 8)
• «Περί ουρανού» (αστρονομικές θεωρίες, βιβλία 4)
• «Περί γενέσεως και φθοράς» (οι χημικές μεταβολές, βιβλία 3)
• «Μετεωρολογικά» (πλανήτες, κομήτες, μετέωρα κ.ά., βιβλία 4)
Έργα Βιολογίας και Φυσιολογίας (21 βιβλία. Με τα έργα του αυτά έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου)
• «Περί ζώων ιστορίας» (συγκριτική ανατομία και φυσιολογία, βιβλία 10)
• «Περί ζώων μορίων» (γενική εισαγωγή στη βιολογία, βιβλία 4)
• «Περί ζώων πορείας» (1 βιβλίο)
• «Περί ζώων κινήσεως» (μηχανισμός κινήσεως των ζώων)
• «Περί ζώων γενέσεως» (γένεση και κληρονομικότητα, βιβλία 5)
Έργα Ψυχολογίας (10 βιβλία. Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα «Μικρά φυσικά»)
• «Περί ψυχής» (οργανικός κόσμος και ψυχή, βιβλία 3)
• «Περί αισθήσεως και αισθητών»
• «Περί μνήμης και αναμνήσεως»
• «Περί ύπνου και εγρηγορήσεως»
• «Περί ενυπνίων»
• «Περί μαντικής της εν τοις ύπνοις»
• «Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος»
• «Περί ζωής και θανάτου»
Έργα Φιλοσοφίας (Από «Τα μετά τα Φυσικά» ή «πρώτη φιλοσοφία», όπως τα ονόμαζε ο Αριστοτέλης προήλθε ο όρος «μεταφυσική» των νεότερων χρόνων. Στα βιβλία των Μεταφυσικών προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή «Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους και Γοργίου» (πιθανώς ψευδεπίγραφο). Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των «κινουμένων» και των ακινήτων». Είναι βιβλία που τίμησαν ιδιαίτερα oι θεολόγοι)
• «Τα μετά τα Φυσικά» ή «πρώτη φιλοσοφία» (οντολογία, 12 βιβλία)
• «Ηθικά Ευδήμεια» (ηθική, βιβλία 7)[2]
• «Ηθικά μεγάλα» (βιβλία 2)
• «Ηθικά Νικομάχεια» (ηθική, βιβλία 10)
Έργα Πολιτικής (Αποτελούν, και σήμερα ακόμα, τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες)
• «Πολιτικά» (θεωρία πολιτευμάτων, βιβλία 8)
• «Αθηναίων Πολιτεία» (περιγραφή του αθηναϊκού πολιτεύματος)
Έργα Διδακτικά ή θεωρίας του έντεχνου λόγου
• «Ρητορική» (βιβλία 3)
• «Ποιητική» (βιβλίο 1, με πιθανή ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου που δεν διασώθηκε)
Εκτός από τα διασωθέντα έργα του Αριστοτέλη υπάρχουν και πολλά τα οποία δεν θεωρούνται γνήσια, όπως τα: «Περί κόσμου», «Περί φυτών», «Περί πνεύματος», «Οικονομικά» (βιβλία 2), «Φυσιογνωμικά», «Περί θαυμασίων ακουσμάτων», «Περί χρωμάτων», «Περί ατόμων γραμμών», «Μηχανικά, «Ρητορική εις Αλέξανδρον», «Περί Ξενοφάνους», «Περί ακουστών», «Προβλήματα» (περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης), «Περί αναπνοής» και «Ηθικά Μεγάλα».
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Το άγαλμα του Ερμή, επί παραδείγματι, είναι μάρμαρο (ύλη) με ορισμένη μορφή. Η μορφή δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη, όπως η πλατωνική ιδέα, ούτε είναι όμως το ίδιο με την ύλη: το μάρμαρο δεν ήταν από μόνο του άγαλμα, αλλά έγινε παίρνοντας μια συγκεκριμένη μορφή. Ανάμεσα στις δύο αυτές αιτίες παρεμβάλλονται και επενεργούν η «κινούσα αιτία» (τα όργανα του γλύπτη) και η τελική αιτία, ο σκοπός, όπως η επιδίωξη της ομορφιάς ή της χρηματικής αμοιβής από τον γλύπτη. Έτσι, πραγματοποιείται η μεταβολή της άμορφης ύλης σε μορφοποιημένη και από τη διαδικασία του «γίγνεσθαι» προκύπτει το συγκεκριμένο ον. Από την άλλη, στα φυσικά όντα (ζώα, φυτά), που δεν γίνονται από ανθρώπινη τέχνη, ο σκοπός ταυτίζεται με τη μορφή: κινούνται απλώς, για να φτάσουν στην πλήρη μορφή τους, στο «είδος» τους, προκαθορισμένο σε κάθε περίπτωση και αξεπέραστο. Ούτε χωριστή «κινούσα αιτία» υπάρχει εδώ. Μεταξύ ύλης και μορφής στα φυσικά όντα υπάρχει η έλξη, ο «έρως» της πρώτης προς τη δεύτερη. Κυρίαρχη λοιπόν αιτία που κινεί τα όντα είναι ο σκοπός και συγκεκριμένα η μορφοποίηση. Η μορφή ή το «είδος» αποτελεί και τον αριστοτελικό ορισμό της ψυχής: η ψυχή (φυτική, αισθητική, νοητική) αποτελεί τον χαρακτήρα κάθε όντος, τη φύση του, δηλαδή το ιδιαίτερο «είδος» που υποδύεται η ύλη. Η ψυχή είναι «ενδελέχεια πρώτη», πλήρης δηλαδή οντότητα που προδιαγράφεται μέσα στην ύλη ως έλλειψη και αίτημα και προδιαγράφει τη διάπλασή της σε καθορισμένη ατομική ύπαρξη. Αυτή η μορφοποιημένη ύπαρξη, ως ατομικό υποκείμενο, στο οποίο αναφέρονται όλοι οι μικρότεροι χαρακτηρισμοί, είναι και η «ουσία» σύμφωνα με την αριστοτελική ορολογία.
Σύμφωνα με την ιεραρχία μορφών ή «ειδών», τα όντα κατατείνουν προς το τέλειο ον, τον Θεό, ο οποίος δεν κινείται επειδή, ως καθαρή ενέργεια, δεν έχει να μεταβεί σε τελειότερη κατάσταση, αλλά αντίθετα κινεί και διαμορφώνει τα πάντα με την έλξη που ασκεί η τελειότητά του. Ο θεός του Αριστοτέλη δεν είναι «κινούσα αιτία», δημιουργός, και αυτό συμφωνεί με την αρχαία παράδοση που δεν δέχεται δημιουργία από το μηδέν ούτε σχετίζει τη θεότητα με την ύλη. Για την αρχαία σκέψη, η ύλη είναι απλό υλικό προς διαμόρφωση, κάτι δηλαδή αδιάφορο για τη θεότητα (μόνο στον Τίμαιο του Πλάτωνα γίνεται λόγος για θεό-δημιουργό).Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ
Ο νους όμως αυτός, στενά δεμένος με την ύλη που διαμορφώνει, δεν είναι ο αυθεντικός «ενεργεία» νους, δηλαδή ο θείος νους. Είναι μόνο ο ανθρώπινος, ο οποίος με το θάνατο χάνει την επαφή του με την ύλη και το σώμα (δεν λειτουργεί, άρα δεν επιζεί). Στον Αριστοτέλη δεν εμφανίζεται η ιδέα της επιβίωσης της ατομικής ψυχής.Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ
Με κριτήριο τη νοητική δραστηριότητα, ο Αριστοτέλης καθόρισε 3 θεμελιακές αρετές: φρόνηση, σοφία και νόηση. Η αρετή της μεσότητας, έργο του νοητικού ελέγχου που μετριάζει τις επιθυμίες, αποτελεί σταθερό ηθικό κριτήριο και χαρακτηρίζει ειδικότερες μορφές αρετής: την ευψυχία (ενδιάμεση ανάμεσα στο θράσος και στον φόβο), την εγκράτεια (απομακρυσμένη τόσο από τη λαιμαργία όσο και από τη νηστεία), την ελευθεριότητα (ισαπέχουσα από τη σπατάλη και τη φιλαργυρία). Η δικαιοσύνη συνοψίζει όλες τις αρετές της μεσότητας: σύμφωνα με αυτήν αποδίδεται στον καθένα εκείνο που τού ανήκει, χωρίς πλεόνασμα ή έλλειψη.Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Σύμφυτη στις πολιτικές θεωρίες του Αριστοτέλη υπήρξε και η συστηματική τάση, φανερή και στο πεδίο της ηθικής με την κατάταξη των αρετών, καθώς και στην έρευνα της ρητορικής με τη διάκριση των ειδών και των μεθόδων της ή στην ταξινόμηση των μορφών ποίησης, αλλά και στη διάταξη των φυσικών επιστημών. Ως αποτέλεσμά της, ο Αριστοτέλης εμφανίζεται σήμερα ως συστηματική ιδιοφυΐα, που συνοψίζει το ελληνικό πνεύμα.Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ
Ο Αριστοτέλης ξεκινούσε από μια αναζήτηση των στοιχείων του διαλόγου, του οποίου οι λέξεις ορίζουν είτε ουσίες – είτε ιδιότητες των ουσιών. Παρέχεται έτσι ένας πίνακας 10 κατηγοριών, που θεωρούνται εφάπαξ δεδομένες και εξαντλούν το λογικό λειτούργημα: ουσία (π.χ. ο άνθρωπος), ποσότητα (π.χ. δύο μέτρα), ποιότητα (π.χ. λευκός), σχέση (π.χ. μεγαλύτερος), τόπος (π.χ. Αθήνα), χρόνος (π.χ. χθες), θέση (π.χ. όρθιος), κατάσταση (π.χ. ένοπλος), δράση (π.χ. κόβει), πάθος (π.χ. κόβεται). Οι κατηγορίες αυτές αποτελούν συγχρόνως τους 10 ουσιώδεις τρόπους ύπαρξης και τα 10 ουσιώδη κατηγορούμενα της κρίσης, έργα της οποίας είναι ακριβώς η απονομή ή η απόρριψη κατηγορουμένου ως προς μια ουσία. Η κρίση είναι καταφατική ή αρνητική, αληθινή ή εσφαλμένη, γενική ή μερική. Οι κρίσεις συνδέονται μεταξύ τους με δύο τρόπους: είτε μεταβαίνοντας από το ειδικό στο γενικό ή αντίστροφα. Η πρώτη μορφή (επαγωγή) ξεκινάει από την εμπειρία και αποβλέπει να γενικεύσει τα εξαγόμενά της. Ο βαθμός βεβαιότητάς της είναι σχετικός (ποτέ απόλυτος) και εξαρτάται από την ευρύτητα του εμπειρικού πεδίου που συνοψίζει. Η δεύτερη μορφή, η μετάβαση από το γενικό στο μερικό, αποτελεί τον παραγωγικό συλλογισμό και είναι αποδεικτική. Σε κάθε περίπτωση συσχετισμού τους, δύο κρίσεις συνδέονται με έναν μέσο όρο, για παράδειγμα: (α) «οι άνθρωποι είναι θνητοί», (β) «ο Σωκράτης είναι άνθρωπος». Με τη διαμεσολάβηση του μέσου όρου «άνθρωπος», που είναι υποκείμενο στην πρώτη κρίση και κατηγορούμενο στη δεύτερη, εξάγεται και εξαγγέλλεται Τρίτη κρίση ως συμπέρασμα: «ο Σωκράτης είναι θνητός». Το συμπέρασμα μπορεί με τη σειρά του να εξελιχθεί σε αφετηρία (μείζων πρόταση) ενός νέου συλλογισμού. Έτσι προκύπτει μια αλυσίδα συλλογισμών, όπου το κύρος του καθενός στηρίζεται στο κύρος ενός προηγούμενου με τελική αναγωγή σε αξιώματα, δηλαδή σε αρχές με άμεση βεβαιότητα, αυταπόδεικτες.
Έτσι τα όντα και τα φαινόμενα κατανοούνται ότι εμπεριέχονται σε ευρύτερες τάξεις εννοιών με βαθμίδα τους κάθε φορά την «ειδοποιό διαφορά», δηλαδή το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διακρίνει ένα είδος όντων από ένα άλλο. Η κατάταξη γίνεται με κριτήρια μια ειδοποιό διαφορά και μόνο μία κάθε φορά, ώστε να πραγματοποιείται σταδιακά μετάβαση από το κάθε γένος στο αμέσως πλησιέστερο ή «προσεχές» γένος. Η μεθοδική αυτή αναγωγή βαίνει ιεραρχικά από το πιο γενικό στο πιο ειδικό ή αντίστροφα. Έτσι, η υπαγωγή των περισσότερο ειδικών στο γενικότατο είδος είναι ολοκληρωτική και ο κόσμος είναι ένας και ιεραρχημένος για πάντα. Μπορεί όμως κάποτε ο συλλογισμός να αναχωρεί από αρχές μη έγκυρες και να αποτελέσει καθαρή τεχνική απάτης. Αλλά και ο ψεύτης-σοφιστής, έστω και αν κακομεταχειρίζεται τις λογικές αρχές, προσφεύγει έτσι κι αλλιώς σ’ αυτές και έτσι αναγνωρίζει έμμεσα το κύρος τους. Οι πιο γενικές λογικές αρχές είναι η αρχή της ταυτότητας και της μη αντίφασης, κατά την οποία δεν μπορεί ένα πράγμα να είναι ταυτόχρονα το ίδιο και το αντίθετό του. Ο επιστημονικός στοχασμός βασίστηκε για αιώνες στην αρχή αυτή, και ιδιαίτερα τα μαθηματικά. Η αρχή αυτή εκφράζει με όρους της λογικής την εκδοχή του αμετάβλητου όντος του Παρμενίδη και είναι αντίθετη με τη διδασκαλία του Ηράκλειτου για τις αντιθέσεις και το γίγνεσθαι. Η διαλεκτική του Χέγκελ και των νεότερων χρόνων υπέβαλε σε κριτική ιδιαίτερα αυτή την αρχή της τυπικής λογικής του Αριστοτέλη, γιατί σύμφωνα με αυτήν είναι αδιανόητο το γίγνεσθαι. Αλλά το γίγνεσθαι είναι και η βασικότερη αλήθεια που δέχεται η σύγχρονη επιστήμη. Από εδώ πηγάζει η αντίθεση του νεότερου στοχασμού προς την αριστοτελική παράδοση, η οποία όμως δεν παύει (αν τηρηθεί σε συγκεκριμένα μέτρα) να είναι γόνιμη ακόμα και σήμερα.Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Η τραγωδία, αντίθετα, παρουσιάζει τον άνθρωπο ανώτερο από τον πραγματικό μέσο τύπο ως «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας», κατά τον κλασικό αριστοτελικό ορισμό. Η ανάλυση της δομής των μερών, των ενοτήτων, καθώς και η έρευνα της ιστορίας της τραγωδίας διαμέσου των μεγάλων εκπροσώπων της, αναδεικνύουν τον Αριστοτέλη ιδρυτή της επιστημονικής αισθητικής ως ειδικού κλάδου των θεωρητικών επιστημών. Για πολλούς αιώνες, οι αριστοτελικές θεωρίες αποτελούσαν τους κανόνες που είχαν θεωρηθεί αξεπέραστοι για τη θεατρική τέχνη, ιδιαίτερα κατά τον 17ο αιώνα, εποχή ακμής του γαλλικού κλασικισμού. Κυρίως η αριστοτελική έννοια της «καθάρσεως των παθημάτων δι’ ελέου και φόβου» έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις και ερμηνείες μέχρι τον 20ο αιώνα, συσχετίζοντας την «κάθαρση» άλλοτε με ομοιοπαθητική αγωγή σε αντιστοιχία με τις οργιαστικές τελετές κάθαρσης, η οποία και λυτρώνει από τα πάθη, ωθώντας τα σε ακραίες εκφράσεις τους μπροστά στα μάτια του θεατή, και άλλοτε με τη σύγχρονη ψυχαναλυτική αγωγή.ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
Στους νεότερους χρόνους, το φυσικό και αστρονομικό σύστημα του Αριστοτέλη θεωρείται τρόπον τινά εσφαλμένο, όμως η σύγχρονη μέθοδος και η φιλοσοφία δεν παύουν να κάνουν αναγωγές στην αριστοτελική παράδοση.
Ο Αριστοτέλης υπήρξε μάρτυρας της παρακμής της πόλης-κράτους και διέβλεψε μια νέα εποχή, το ξεκίνημα του εξελληνισμού του μεσογειακού κόσμου. Από την άλλη, ως παιδαγωγός μετέδωσε στον Αλέξανδρο την ουσία του «πολιτισμού του άστεως», δηλαδή την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πολίτες ενός κράτους αφού έχουν την ίδια φύση, ενώ η εξουσία από την πλευρά της οφείλει να εκφράζει όχι μια κάστα ή έναν λαό, αλλά έναν πολιτισμό. Ως ιδρυτής του Λυκείου, ο Αριστοτέλης κατέδειξε ότι η εξειδικευμένη έρευνα (φυσική, ιστορική, φυσιοδιφική), δηλαδή η εργασία του επιστήμονα, πρέπει να εδράζεται σταθερά στην καθολικότητα της ιδέας και της φιλοσοφίας, δηλαδή στην άποψη που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα στον οποίον ζει. Κάθε φιλόσοφος είναι άνθρωπος του καιρού του, αλλά ο Αριστοτέλης κατείχε αυτή τη σοφία της επίγνωσης και γι’ αυτό παρουσίασε συνειδητά το σύστημά του μέσα σε μια δεδομένη πολιτιστική εξέλιξη. Έτσι, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε ο μεσολαβητής μεταξύ του κλασικού ελληνικού κόσμου και του μεσαιωνικού-νεότερου στοχασμού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βαρδάκης, Μάρκος, «Οι συλλογιστικοί τρόποι κατά τα Αναλυτικά πρότερα [του Αριστοτέλη]. Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 135-153.
[2] Πανέρης, Ιωάννης, «Ο Εύδημος του Αριστοτέλη σε σχέση με το Φαίδωνα του Πλάτωνα. Συμβολή στο πρόβλημα ‘πρώιμος Αριστοτέλης και Πλάτων’». Φιλόλογος 30 (1982), 254-268.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Βαρδάκης, Μάρκος, «Οι συλλογιστικοί τρόποι κατά τα Αναλυτικά πρότερα [του Αριστοτέλη]», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 135-153
• Ν. Βολιώτης, «Θρησκευτικαί και μεταφυσικαί αναζητήσεις κατά τον Δ’ π.Χ. αιώνα. Η θεολογία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους σε συνδυασμό προς την του Ισοκράτους», Πλάτων 32/33 (1980-81), 356-365
• Ν. Γεωργόπουλος, «Η πλατωνική και αριστοτελική άποψη για την τραγωδία, τη μίμηση και την τέχνη», στο: Αφιέρωμα στον Παπανούτσο (1980), 211-212
• Γιανναράς, Χρήστος, «Ο ‘αποφατικός’ Αριστοτέλης», Διαβάζω 135 (1986), 14-16
• Δεσποτόπουλος, Κωνσταντίνος, «Το κοινωνικό πρόβλημα κατ’ Αριστοτέλη». Επιστημονική επετηρίδα Παντείου Α.Σ.Π.Ε., Αθ. 1981, 93-108
• Γρηγόριος Ζιάκας, «Ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση», Αριστοτελικά, Θεσσαλονίκη 1980, 217-387
• Γιώργος Ε. Καραμανώλης, «H σχέση ηθικής αρετής και φρόνησης στην αριστοτελική ηθική», Υπόμνημα 8 (2009) 51-79
• Κάσου, Μαίρη: «Η Αριστοτελική περιπέτεια. Μια ανάγνωση της Ποιητικής Ι1 1452a 22-29», Παρουσία 3 (1985), 49-59
• Κεσσίδης, Θεοχάρης, «Τα ηθικά έργα του Αριστοτέλη», Φιλοσοφία 17-18 (1987-1988), 325-355
• Κουλουμπαρίτσης, Λάμπρος, «Η φυσική στον Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 17-20
• Κουμάκης Γιώργος, «Όνομα και πράγμα στον Αριστοτέλη», στο Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία: Γλώσσα και πραγματικότητα στην ελληνική φιλοσοφία. Αθ. 1985, σελ.220-225
• Κουμάκης, Γεώργιος, «Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την ιστορία», Ευθύνη 104 (1980), 443-445
• Κύρκος, Βασίλειος, «Ο Αριστοτέλης και οι Μεγαρικοί. Γνωσιοθεωρητικές αντιθέσεις», Πρακτικά «Αριστοτέλης» Ι (1981), 253-256
• Κύρκος, Βασίλειος, «Ο ανθρωπολογικός χαρακτήρας της πολιτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη», Επιστημονική επετηρίδα Παντείου Α.Σ.Π.Ε., Αθ. 1981, 213-229
• Κύρκος Βασίλειος, «Η ρητορική τέχνη και η κοινωνική της λειτουργία κατά τον Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 42-47
• Λαούρδας Βασίλης, «Η ‘Κρητική Πολιτεία’ του Αριστοτέλους», Κρητικά Χρονικά, τομ. 2 (1948), σελ.387-415
• Ι. Μαντζαρίδης, «Αριστοτελική ηθική και Χριστιανισμός», Αριστοτελικά, Θεσσαλονίκη 1980, 159-174
• Μπενάκης Λίνος, «Ο Αριστοτέλης στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία. Η σύγχρονη έρευνα», Διαβάζω 135 (1986), 52-55
• Μποζώνης Γεώργιος, «Η κριτική των Πλατωνικών Ιδεών από τον Αριστοτέλη», Χρονικά Αισθητικής 25-26 (1986-1987), 181-188
• Παναγιώτου, Π. Π, «Ο Αριστοτέλης περί εμβρυϊκής διαπλάσεως και κληρονομικότητας», Παρνασσός 28 (1986), 404-413
• Παπαδημητρίου, Ευθύμης, «Οι ανθρωπολογικές απόψεις του Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 21-25
• Παπαδής Δημήτρης, «Ο κοινότατος λόγος της ψυχής κατά τον Αριστοτέλη», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 3-14
• Παπαδής Δημήτρης, «Η ενότητα και η πολλότητα της ψυχής κατά Αριστοτέλη, Αλέξανδρο Αφροδισιέα και Θωμά Ακινάτη», Φιλοσοφία 15-16 (1985-86), 298-315
• Παπαδής Δημήτρης, «Σκιαγράφημα της ηθικής του Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 36-41
• Παπανούτσος Ευάγγελος, «Η ‘κάθαρση των παθών’ κατά τον Αριστοτέλη», Εποπτεία 70 (1982), 685-703
• Σαραντοπούλου, Φωτεινή, «Ο Αριστοτέλης ως λογοτεχνικός κριτικός του αρχαϊκού έπους και της λυρικής ποίησης», Διδακτορική διατριβή-Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Φιλολογίας 2010
• Anton, John P., «Αριστοτελισμός και σύγχρονη αμερικανική φιλοσοφία», Φιλόλογος, 100 (2000), σ. 159-171
• Anton, John P., «Η επίδραση του Αριστοτέλους στην αμερικανική φιλοσοφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 61(1986), σ. 304-322
• Berti, Enrico, «Η επικαιρότητα της αριστοτελικής σκέψης», στο: Πρακτικά Συνεδρίου, Η επικαιρότητα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Ρέθυμνο, 1997, σ. 306-316
• Düring, Ingemar, «Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του», Τόμος Α’, μετάφρ. Κοτζιά Παρασκευή, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991
• Düring, Ingemar, «Η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη», Ελληνική Δημιουργία, 107 (1952), σ. 91-94
• Gadamer, Hans-Georg, «Το ερμηνευτικό πρόβλημα και η ηθική του Αριστοτέλους», Ίνδικτος, 5 (1996), σ. 222-239
• Ali, Hassanein Fouad, «Ο αραβικός πολιτισμός και ο Αριστοτέλης», Πλάτων (1955), σ. 317
• Kim, Johann, «Οι διανοητικές αρετές κατά τον Αριστοτέλη», Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, Τομέας Φιλοσοφίας, 1998
• Kullmann, Wolfgang, «Ο ρόλος της τελολογίας στην αριστοτελική επιστήμη», Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 26(1977-1978), σ. 135-156
• Kullmann, Wolfgang, «Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη», Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996
• Son, Byung-Seok, «Η έννοια της Δημοκρατίας κατά τον Αριστοτέλη», Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, 1997
• W.W. Windelband – H. Heimssoeth, «Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας», τομ. Α’, μετάφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1986, σελ.152-177
https://xyth.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου