Του Ρούντι Ρινάλντι
Η Αριστερά εν γένει, δεν μπορεί να είναι ευτυχής με τη στάση της απέναντι στο Μακεδονικό. Η ελληνική Αριστερά «φορτώθηκε» από πολύ νωρίς μια λανθασμένη θέση. Μιλάμε για τη δεκαετία του 20, όταν το κομμουνιστικό κίνημα έκανε τα πρώτα του βήματα. Το πρόβλημα θέριεψε αργότερα, όταν τα Κ.Κ. έγιναν εξουσία στις γειτονικές χώρες, στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, οπότε εκφράστηκαν και πάλι απαράδεκτες θέσεις σε βάρος της Ελλάδας σχετικά με τη Μακεδονία.
Η ελληνική Αριστερά, αγωνιζόμενη ενάντια στην τριπλή κατοχή (γερμανική, ιταλική και βουλγάρικη) είχε δείξει τον πατριωτισμό της. Κατάφερε έτσι να ξεπεράσει τις επιπτώσεις που κουβαλούσε από την προηγούμενη λανθασμένη θέση της για το Μακεδονικό. Ακριβώς εκείνη την εποχή, δοκίμασε και τις βασικά εθνικιστικές παρεμβάσεις των Γιουγκοσλάβων και Βούλγαρων κομμουνιστών.
Η περιπέτεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, με την άμεση επέμβαση των Άγγλων αρχικά και των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών στη συνέχεια, οδήγησε το ΚΚΕ να υιοθετήσει το 1949 και πάλι λανθασμένες θέσεις γύρω από το θέμα. Επιχειρούσε τότε απεγνωσμένα να βρει εφεδρείες και να δημιουργήσει κάποιον θετικό συσχετισμό. Ήδη βέβαια, ο Τίτο είχε έρθει σε ρήξη με την ΕΣΣΔ, πλησιάζοντας γρήγορα το δυτικό στρατόπεδο. Είχε για δικούς του λόγους ονομάσει μια περιοχή της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας «Μακεδονία», χωρίς να αντιμετωπίσει καμία διαμαρτυρία από τις τότε ελληνικές αρχές που έβρισκαν έναν ανέλπιστο σύμμαχο στη Βαλκανική.
Η περιπέτεια της ελληνικής Αριστεράς, έδειχνε από τότε ότι τα εθνικά ζητήματα δεν μπορούσαν και δεν έπρεπε να αντιμετωπίζονται σαν ζητήματα «τακτικής». Οι θέσεις σε τέτοια ζητήματα, ήταν απαράδεκτο να αντιμετωπίζονται σαν «αντιπερισπασμοί» για τις ανάγκες ενός διεθνούς συσχετισμού, ο οποίος επί της ουσίας δεν ξέκοψε από κρατικιστικά και στενά εθνικά συμφέροντα, ασχέτως αν καλυπτόταν πίσω από «διεθνιστικές» ταμπέλες.
Δεκαετίες μετά, ενώ φαίνονταν «λυμένα» τέτοια προβλήματα, η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού παγκοσμίως και των ποικιλιών του στην περιοχή μας, οδήγησε σε ένα μεγάλο κενό στα Βαλκάνια. Αυτό, έτρεξαν να το καλύψουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Εκμεταλλευόμενες εθνικά και εθνικιστικά ρεύματα και διεκδικήσεις, στήνοντας παραστρατιωτικές ομάδες, και κυρίως διαλύοντας τη Γιουγκοσλαβία σε δύο χρόνους. Πρώτα, με έναν «εμφύλιο» και την ανάδειξη 5 νέων κρατών, και στη συνέχεια με τον πόλεμο που κήρυξαν στη Σερβία 19 χώρες και τους βομβαρδισμούς που ακολούθησαν. Η ΝΑΤΟποίηση της Βαλκανικής, δεν έγινε ακριβώς μέσα από «βελούδινες επαναστάσεις» και δημοκρατικό δρόμο…
Από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, ξαναπρόβαλλε το μακεδονικό ζήτημα με την ΠΓΔΜ, και μέχρι τώρα συνεχίζει να υφίσταται ως πρόβλημα παρά την αναγνώριση που αυτή είχε από 140 χώρες. Η Ελλάδα βρέθηκε σε μια μέγγενη: Να πρέπει μεν να υποστηρίζει όσα ήθελε ο δυτικός παράγοντας, αλλά και να βλέπει τους σχεδιασμούς του στην περιοχή να θίγουν δικά της βασικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Ο τωρινός γύρος προώθησης των αμερικάνικων και γερμανικών συμφερόντων στη Βαλκανική, και ειδικά ο ανταγωνισμός με τη Ρωσία, βρίσκει τη χερσόνησο ανάμεσα σε δύο μεγάλες και διεθνοποιημένες αντιπαραθέσεις. Από τη μια η Ουκρανία, και από την άλλη ο πόλεμος στη Συρία. Η Συμφωνία των Πρεσπών και όσα συμβαίνουν γύρω από αυτήν, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Δεν έρχεται να επιλύσει κάποια ζητήματα, αλλά ανοίγει τον ασκό του Αιόλου στα Βαλκάνια. Και φυσικά, οι μεθοδεύσεις και οι όροι της ενέχουν σοβαρές επιπτώσεις σε βάρος της Ελλάδας. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο ο ελληνικός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία, είναι ενάντιος στον σφετερισμό και την παραχάραξη που γίνεται με τη χρήση του όρου «Μακεδονία» στην ονομασία ενός γειτονικού κράτους. Γιατί κατά βάση –κι ας ειρωνεύονται τόσοι τη ρηχότητα του «ετερόκλητου όχλου»– εκείνος νοιώθει τους κινδύνους και τις θύελλες που έρχονται.
Η σύγχρονη ελληνική Αριστερά χρεώνεται ξανά μια απαράδεκτη στάση. Σύρεται στην άποψη της σύνθετης ονομασίας, υποτιμά το ζήτημα, καταγγέλλει τον λαό και τις κινητοποιήσεις που γίνονται, Η αντιπολιτευόμενη εκδοχή της, μιλά γενικά και αφηρημένα για το ΝΑΤΟ, αποφεύγοντας την ουσία και χωρίς να κάνει το παραμικρό για όσα ετοιμάζονται. Υποτιμά παράλληλα τις απειλές από τον τούρκικο επεκτατισμό σε Αιγαίο και Κύπρο, αλλά και τους κινδύνους περιπετειών και διαμελισμού, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα.
Η Αριστερά όλων των αποχρώσεων και ρόλων, έχει μπολιαστεί από τη θέση ότι η Ελλάδα είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα. Το στοιχείο της εξάρτησης και ο ρόλος του ξένου παράγοντα σε όσα γίνονται, παρασιωπείται. Έτσι, διαστρέφεται κατάφορα η πραγματικότητα. Φούχτελ, Χίλτον, τρόικες, χρεομηχανή, μνημόνια, δεν υπολογίζονται καθόλου ως ποιοτικά στοιχεία για το τι είδους χώρα είναι η Ελλάδα και ποια η σχέση της με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η κατεδάφιση δεν έχει πάτο. Το ΕΑΜ και ο αντιστασιακός του χαρακτήρας μειώνεται σε σημασία από το ΚΚΕ γιατί είχε τάχα λανθασμένο στρατηγικό προσανατολισμό και δεν έβαλε στο στόχαστρο την καπιταλιστική ιδιοκτησία…
Η αντίληψη αυτή επηρεάζει και τη στάση στο Μακεδονικό. Η Ελλάδα αντιμετωπίζεται σαν χώρα που γενικώς συμμετέχει στον «ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό» και αυτό θολώνει την πραγματικότητα. Προβάλλεται έτσι η λύση της σύνθετης ονομασίας χωρίς αλυτρωτισμούς, αλλά ξεχνιέται όλο το γενικό περιβάλλον. Να που έχουμε σύνθετη ονομασία, αλλά και θύελλες μαζί. Αυτά είναι αδιαχώριστα. Για τον Περισσό βέβαια, στην πραγματικότητα η προτεραιότητα είναι η ψήφος στις επόμενες εκλογές…
Η κεντροαριστερή κυβέρνηση, από την άλλη, προβάλλει σλόγκαν για μια Ελλάδα «χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση και τις ΗΠΑ» ή «ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια». Όλα αυτά, τη στιγμή που η Ελλάδα ναρκοθετείται και η κυριαρχία της γκριζοποιείται σε μεγάλο βαθμό. Τη στιγμή που έχει υποστεί πλήγματα τα οποία ισοδυναμούν με αυτά ενός πολέμου (μείον 27% του ΑΕΠ) και αφαίμαξη από τη μετανάστευση των νέων (500.000). Σε τέτοιες συνθήκες, η παρέα του Μαξίμου, όπως και οι Έλληνες ολιγάρχες, ονειρεύονται τον «ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια».
Στην πραγματικότητα, ένα τμήμα του πολιτικού κόσμο της Ελλάδας παίζει ξανά τον ρόλο του «ανιχνευτή» για τις επόμενες εφορμήσεις των βασικών δυνάμεων. Και επί Σημίτη είχε ανακαλυφθεί το «Ελντοράντο των Βαλκανίων». Είδαμε που βρέθηκε η χώρα λίγα χρόνια μετά. Σε σχέση με τότε, οι βαλκανικοί γείτονες δεν βρίσκονται σε διάλυση. Έχουν ανασυγκροτηθεί και ορισμένοι εκφράζουν επιθετικές διαθέσεις προς την Ελλάδα. Τι θα πει λοιπόν «ηγέτιδα δύναμη» σήμερα και σε ποιους απευθύνεται;
Το πιο βασικό είναι πως σήμερα μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» υπογράφει σχεδόν μόνη της μια διακρατική συμφωνία που είναι κατάφορα εχθρική προς την εθνική υπόσταση και κυριαρχία της Ελλάδας. Αυτή τη φορά, η Αριστερά θα χρεωθεί όχι μια θέση αντίθετη με τις απόψεις της που επιβάλλεται από τις εξαρτήσεις της από διεθνή κέντρα και συσχετισμούς στο όνομα του σοσιαλισμού, αλλά μια θέση που προωθεί παραπέρα την υποδούλωση και διάλυση της Ελλάδας με τις ευλογίες του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αυτό το στίγμα θα το χρεωθεί η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της. Γιατί δεν διαχωρίστηκε, δεν έδειξε μια άλλη ταυτότητα και στάση, δεν επέδειξε τον δημοκρατικό πατριωτισμό που είναι αναγκαίος στις σημερινές συνθήκες, δεν διαχωρίστηκε από τον αστισμό και τον ιμπεριαλισμό, πήγε κόντρα στον λαό και τα αισθήματά του.
sioualtec
Η Αριστερά εν γένει, δεν μπορεί να είναι ευτυχής με τη στάση της απέναντι στο Μακεδονικό. Η ελληνική Αριστερά «φορτώθηκε» από πολύ νωρίς μια λανθασμένη θέση. Μιλάμε για τη δεκαετία του 20, όταν το κομμουνιστικό κίνημα έκανε τα πρώτα του βήματα. Το πρόβλημα θέριεψε αργότερα, όταν τα Κ.Κ. έγιναν εξουσία στις γειτονικές χώρες, στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, οπότε εκφράστηκαν και πάλι απαράδεκτες θέσεις σε βάρος της Ελλάδας σχετικά με τη Μακεδονία.
Η ελληνική Αριστερά, αγωνιζόμενη ενάντια στην τριπλή κατοχή (γερμανική, ιταλική και βουλγάρικη) είχε δείξει τον πατριωτισμό της. Κατάφερε έτσι να ξεπεράσει τις επιπτώσεις που κουβαλούσε από την προηγούμενη λανθασμένη θέση της για το Μακεδονικό. Ακριβώς εκείνη την εποχή, δοκίμασε και τις βασικά εθνικιστικές παρεμβάσεις των Γιουγκοσλάβων και Βούλγαρων κομμουνιστών.
Η περιπέτεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, με την άμεση επέμβαση των Άγγλων αρχικά και των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών στη συνέχεια, οδήγησε το ΚΚΕ να υιοθετήσει το 1949 και πάλι λανθασμένες θέσεις γύρω από το θέμα. Επιχειρούσε τότε απεγνωσμένα να βρει εφεδρείες και να δημιουργήσει κάποιον θετικό συσχετισμό. Ήδη βέβαια, ο Τίτο είχε έρθει σε ρήξη με την ΕΣΣΔ, πλησιάζοντας γρήγορα το δυτικό στρατόπεδο. Είχε για δικούς του λόγους ονομάσει μια περιοχή της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας «Μακεδονία», χωρίς να αντιμετωπίσει καμία διαμαρτυρία από τις τότε ελληνικές αρχές που έβρισκαν έναν ανέλπιστο σύμμαχο στη Βαλκανική.
Η περιπέτεια της ελληνικής Αριστεράς, έδειχνε από τότε ότι τα εθνικά ζητήματα δεν μπορούσαν και δεν έπρεπε να αντιμετωπίζονται σαν ζητήματα «τακτικής». Οι θέσεις σε τέτοια ζητήματα, ήταν απαράδεκτο να αντιμετωπίζονται σαν «αντιπερισπασμοί» για τις ανάγκες ενός διεθνούς συσχετισμού, ο οποίος επί της ουσίας δεν ξέκοψε από κρατικιστικά και στενά εθνικά συμφέροντα, ασχέτως αν καλυπτόταν πίσω από «διεθνιστικές» ταμπέλες.
Ο νέος γύρος
Δεκαετίες μετά, ενώ φαίνονταν «λυμένα» τέτοια προβλήματα, η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού παγκοσμίως και των ποικιλιών του στην περιοχή μας, οδήγησε σε ένα μεγάλο κενό στα Βαλκάνια. Αυτό, έτρεξαν να το καλύψουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Εκμεταλλευόμενες εθνικά και εθνικιστικά ρεύματα και διεκδικήσεις, στήνοντας παραστρατιωτικές ομάδες, και κυρίως διαλύοντας τη Γιουγκοσλαβία σε δύο χρόνους. Πρώτα, με έναν «εμφύλιο» και την ανάδειξη 5 νέων κρατών, και στη συνέχεια με τον πόλεμο που κήρυξαν στη Σερβία 19 χώρες και τους βομβαρδισμούς που ακολούθησαν. Η ΝΑΤΟποίηση της Βαλκανικής, δεν έγινε ακριβώς μέσα από «βελούδινες επαναστάσεις» και δημοκρατικό δρόμο…
Από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, ξαναπρόβαλλε το μακεδονικό ζήτημα με την ΠΓΔΜ, και μέχρι τώρα συνεχίζει να υφίσταται ως πρόβλημα παρά την αναγνώριση που αυτή είχε από 140 χώρες. Η Ελλάδα βρέθηκε σε μια μέγγενη: Να πρέπει μεν να υποστηρίζει όσα ήθελε ο δυτικός παράγοντας, αλλά και να βλέπει τους σχεδιασμούς του στην περιοχή να θίγουν δικά της βασικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Ο τωρινός γύρος προώθησης των αμερικάνικων και γερμανικών συμφερόντων στη Βαλκανική, και ειδικά ο ανταγωνισμός με τη Ρωσία, βρίσκει τη χερσόνησο ανάμεσα σε δύο μεγάλες και διεθνοποιημένες αντιπαραθέσεις. Από τη μια η Ουκρανία, και από την άλλη ο πόλεμος στη Συρία. Η Συμφωνία των Πρεσπών και όσα συμβαίνουν γύρω από αυτήν, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Δεν έρχεται να επιλύσει κάποια ζητήματα, αλλά ανοίγει τον ασκό του Αιόλου στα Βαλκάνια. Και φυσικά, οι μεθοδεύσεις και οι όροι της ενέχουν σοβαρές επιπτώσεις σε βάρος της Ελλάδας. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο ο ελληνικός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία, είναι ενάντιος στον σφετερισμό και την παραχάραξη που γίνεται με τη χρήση του όρου «Μακεδονία» στην ονομασία ενός γειτονικού κράτους. Γιατί κατά βάση –κι ας ειρωνεύονται τόσοι τη ρηχότητα του «ετερόκλητου όχλου»– εκείνος νοιώθει τους κινδύνους και τις θύελλες που έρχονται.
Η Αριστερά
Η σύγχρονη ελληνική Αριστερά χρεώνεται ξανά μια απαράδεκτη στάση. Σύρεται στην άποψη της σύνθετης ονομασίας, υποτιμά το ζήτημα, καταγγέλλει τον λαό και τις κινητοποιήσεις που γίνονται, Η αντιπολιτευόμενη εκδοχή της, μιλά γενικά και αφηρημένα για το ΝΑΤΟ, αποφεύγοντας την ουσία και χωρίς να κάνει το παραμικρό για όσα ετοιμάζονται. Υποτιμά παράλληλα τις απειλές από τον τούρκικο επεκτατισμό σε Αιγαίο και Κύπρο, αλλά και τους κινδύνους περιπετειών και διαμελισμού, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα.
Η Αριστερά όλων των αποχρώσεων και ρόλων, έχει μπολιαστεί από τη θέση ότι η Ελλάδα είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα. Το στοιχείο της εξάρτησης και ο ρόλος του ξένου παράγοντα σε όσα γίνονται, παρασιωπείται. Έτσι, διαστρέφεται κατάφορα η πραγματικότητα. Φούχτελ, Χίλτον, τρόικες, χρεομηχανή, μνημόνια, δεν υπολογίζονται καθόλου ως ποιοτικά στοιχεία για το τι είδους χώρα είναι η Ελλάδα και ποια η σχέση της με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η κατεδάφιση δεν έχει πάτο. Το ΕΑΜ και ο αντιστασιακός του χαρακτήρας μειώνεται σε σημασία από το ΚΚΕ γιατί είχε τάχα λανθασμένο στρατηγικό προσανατολισμό και δεν έβαλε στο στόχαστρο την καπιταλιστική ιδιοκτησία…
Η αντίληψη αυτή επηρεάζει και τη στάση στο Μακεδονικό. Η Ελλάδα αντιμετωπίζεται σαν χώρα που γενικώς συμμετέχει στον «ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό» και αυτό θολώνει την πραγματικότητα. Προβάλλεται έτσι η λύση της σύνθετης ονομασίας χωρίς αλυτρωτισμούς, αλλά ξεχνιέται όλο το γενικό περιβάλλον. Να που έχουμε σύνθετη ονομασία, αλλά και θύελλες μαζί. Αυτά είναι αδιαχώριστα. Για τον Περισσό βέβαια, στην πραγματικότητα η προτεραιότητα είναι η ψήφος στις επόμενες εκλογές…
Η κεντροαριστερή κυβέρνηση, από την άλλη, προβάλλει σλόγκαν για μια Ελλάδα «χώρα πρώτης γραμμής για τη Δύση και τις ΗΠΑ» ή «ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια». Όλα αυτά, τη στιγμή που η Ελλάδα ναρκοθετείται και η κυριαρχία της γκριζοποιείται σε μεγάλο βαθμό. Τη στιγμή που έχει υποστεί πλήγματα τα οποία ισοδυναμούν με αυτά ενός πολέμου (μείον 27% του ΑΕΠ) και αφαίμαξη από τη μετανάστευση των νέων (500.000). Σε τέτοιες συνθήκες, η παρέα του Μαξίμου, όπως και οι Έλληνες ολιγάρχες, ονειρεύονται τον «ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια».
Στην πραγματικότητα, ένα τμήμα του πολιτικού κόσμο της Ελλάδας παίζει ξανά τον ρόλο του «ανιχνευτή» για τις επόμενες εφορμήσεις των βασικών δυνάμεων. Και επί Σημίτη είχε ανακαλυφθεί το «Ελντοράντο των Βαλκανίων». Είδαμε που βρέθηκε η χώρα λίγα χρόνια μετά. Σε σχέση με τότε, οι βαλκανικοί γείτονες δεν βρίσκονται σε διάλυση. Έχουν ανασυγκροτηθεί και ορισμένοι εκφράζουν επιθετικές διαθέσεις προς την Ελλάδα. Τι θα πει λοιπόν «ηγέτιδα δύναμη» σήμερα και σε ποιους απευθύνεται;
Το πιο βασικό είναι πως σήμερα μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» υπογράφει σχεδόν μόνη της μια διακρατική συμφωνία που είναι κατάφορα εχθρική προς την εθνική υπόσταση και κυριαρχία της Ελλάδας. Αυτή τη φορά, η Αριστερά θα χρεωθεί όχι μια θέση αντίθετη με τις απόψεις της που επιβάλλεται από τις εξαρτήσεις της από διεθνή κέντρα και συσχετισμούς στο όνομα του σοσιαλισμού, αλλά μια θέση που προωθεί παραπέρα την υποδούλωση και διάλυση της Ελλάδας με τις ευλογίες του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αυτό το στίγμα θα το χρεωθεί η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της. Γιατί δεν διαχωρίστηκε, δεν έδειξε μια άλλη ταυτότητα και στάση, δεν επέδειξε τον δημοκρατικό πατριωτισμό που είναι αναγκαίος στις σημερινές συνθήκες, δεν διαχωρίστηκε από τον αστισμό και τον ιμπεριαλισμό, πήγε κόντρα στον λαό και τα αισθήματά του.
sioualtec
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου