Το δημοκρατικό πολίτευμα του Κλεισθένη (508/07 π.Χ.) παρέλαβε την οικογενειακή πολιτική, που είχε επιδιώξει ο Σόλων, και με συνέπεια την εξέλιξε περισσότερο. Ο κρατικός σχεδιασμός, που ανύψωσε σε λειτουργική αρχή της πόλεως την αυτονομία και την ατομική υπευθυνότητα της καθεμιάς οικογένειας, οδήγησε αναγκαστικά σε ενίσχυση της κρατικής επίδρασης επάνω στην περιοχή της οικογένειας και του γάμου, ο οποίος θεμελίωνε την οικογένεια.
Ένας προοδευτικός κανονισμός μέσω κρατικών προδιαγραφών αποιδιωτικοποίησε αυτή την υπόθεση, που αρχικά ήταν οικογενειακή και προσωπική. Εάν κάποτε ο γάμος ήταν ατομική δύναμη της αριστοκρατίας, τώρα απέκτησε μια θέση μέσα στα εργαλεία της δημοκρατίας, έγινε ο άξονας του αθηναϊκού αστικού δικαίου.
Αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή έπαιξε ο νομικός καθορισμός για τη σύναψη γάμου ενός τύπου, που είχε γενική νομική ισχύ. Πιθανώς ο Σόλων να είχε ρυθμίσει τη διάταξη, σύμφωνα με την οποία κάθε γάμος, για να είναι τελείως έγκυρος, έπρεπε να έχει συναφθεί με εγγύη, δηλ. με αρραβώνα, που βασιζόταν σε ένα συμβόλαιο, και με έκδοσιν, δηλ. με παράδοση της νύφης στην οικογενειακή εξουσία του γαμβρού. Μόνον για τους γιους, που προέρχονταν από τέτοιους γάμους, υπήρχε εγγύηση για την οικογενειακή τους νομιμότητα, ώστε να αναγνωρίζονται σ’ αυτούς κληρονομικά και προπάντων πλήρη αστικά δικαιώματα.
Η ρύθμιση αυτή έπρεπε να συντελέσει φανερά, ώστε όλοι οι πολίτες να είναι ριζωμένοι καλά σε έναν οίκον κι έτσι να είναι δεμένοι με τα συμφέροντα της κοινότητας. Μ’ αυτό τον τρόπο ήταν δυνατόν να ελέγχονται και να περιορίζονται οι ξενικές επιδράσεις. Παρά τους νόμους αυτούς στη μετασολώνεια εποχή του 6ου αιώνα φαίνεται να ήταν νομικά αναγνωρισμένοι και ελεύθεροι γάμοι των πολιτών, που δεν είχαν συναφθεί σύμφωνα με τον προδιαγεγραμμένο τύπο, αλλά πληρούσαν την κοινωνική πραγματικότητα ενός γάμου, δηλ. το συνοικείν (τη συμβίωση). Τα παιδιά τέτοιων ενώσεων κατά τα φαινόμενα είχαν πολιτικά δικαιώματα και υστερούσαν από τους νόμιμους γιους μόνο ως προς το κληρονομικό δικαίωμα.
Σ’ όλα αυτά έθεσε τέρμα η δημοκρατία. Η ανεκτικότητα για τους ελεύθερους γάμους και η αντίληψη που είχε ο νόμος για τα παράνομα παιδιά, δεν ήταν δυνατόν να βρίσκονται σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του δημοκρατικού συστήματος.
Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη κάθε τέλειος Αθηναίος πολίτης, ο οποίος ως τέτοιος είχε το δικαίωμα και ήταν ικανός να λάβει μέρος στη διακυβέρνηση της πόλεως, γινόταν μέλος ενός δήμου, ο οποίος ήταν μια διοικητική μονάδα της πόλεως-κράτους. Αυτό το δικαίωμά του, να είναι μέλος ενός δήμου, εξαρτιόταν φυσικά από τη νομιμότητα της γέννησης του. Νόμιμη καταγωγή σήμαινε εκείνη την εποχή του 1ου ημίσεος του 5ου αιώνα ότι: ο πατέρας έπρεπε να είναι Αθηναίος πολίτης, δηλ. να έχει πολιτικά δικαιώματα, η μητέρα έπρεπε να είναι τουλάχιστον μια γυναίκα που είχε γεννηθεί ελεύθερη, και ο γάμος των δύο έπρεπε να έχει συναφθεί σύμφωνα με τον τύπο, που είχε καθιερώσει το κράτος. Μόνο ένας τέτοιος νόμιμος γάμος έκανε τα παιδιά, που προέρχονταν απ’ αυτόν, κανονικά μέλη του οίκον. Το να ανήκει κανείς σε έναν οίκο, την πιο μικρή μονάδα της πόλεως, αυτό εξασφάλιζε για τον πολίτη σταθερή θέση μέσα στην κοινωνία, για την οποίαν εκείνος έπρεπε να δίνει εγγυήσεις και να την συνδιοικεί. Αυτή τη σίγουρη κατάσταση μέσα στο δημοκρατικό σύνολο δεν την είχαν η γυναίκα και τα παιδιά ενός ελεύθερου γάμου, δηλ. της παράνομης συζυγικής ένωσης, επειδή αυτοί δεν ανήκαν στον οίκον ούτε του πατέρα ούτε της μητέρας. Ως στερούμενοι οίκου δεν εύρισκαν μέσα στην κοινωνία, που ήταν δομημένη με διαφάνεια, καμιά θέση αντάξια γι’ αυτούς και δε μπορούσαν να είναι πλήρη μέλη της.
Οι σχετικοί με το γάμο νόμοι έγιναν πιο αυστηροί από το έτος 451/50 μέ το περί πολιτικών δικαιωμάτων διάταγμα του Περικλή. Παράλληλα προς τους μέχρι τότε ισχύοντες όρους για ένα νόμιμο γάμο ο Περικλής απαίτησε ότι όχι μόνο ο πατέρας έπρεπε να είναι Αθηναίος πολίτης, αλλά και η μητέρα έπρεπε να είναι Αθηναία, για να εγγυώνται για τα παιδιά νόμιμη γέννηση και είσοδο στην τάξη των πολιτών. Αυτός ο νόμος τους μεικτούς γάμους, οι οποίοι μέχρι τότε θεωρούνταν νόμιμοι, εφόσον ο σύζυγος ήταν Αθηναίος πολίτης και η σύναψη του γάμου είχε γίνει σύμφωνα με τον προδιαγεγραμμένο τύπο, τους μετέβαλε σε ελεύθερες, παράνομες ενώσεις. Τα παιδιά από τέτοιους μεικτούς γάμους θεωρούνταν εξώγαμα και αποκλείονταν από τα προνόμια του αστικού δικαίου. Και ο ίδιος ο Περικλής είχε θιγεί από τη νέα ρύθμιση. Παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με τη Μιλησία Ασπασία, είχε ένα γιο, ο οποίος αρχικά παρέμενε χωρίς πολιτικά δικαιώματα, ώσπου ο πατέρας του πέτυχε γι’ αυτόν άδεια εξαιρέσεως (Πλουτ. Περ. 37).
Ακριβώς ο νόμος του Περικλή για τα πολιτικά δικαιώματα κάνει σαφές, πόσο σπουδαίος κρατικός θεσμός είχε γίνει ο γάμος ως τρόπος ζωής και πώς λειτουργούσε στα χέρια της δημοκρατίας ως πολιτικό εργαλείο. Με τους περί γάμου νόμους – αρχικά για τον καθορισμό ενός μοναδικά έγκυρου τύπου για τη σύναψη γάμου ο νόμος ανεγνώριζε δικαίωμα νόμιμου γάμου αποκλειστικά μόνο στους πολίτες και τις πολίτισσες της Αθήνας- επιδιώχθηκαν πολιτικοί σκοποί και επιβλήθηκαν κοινωνικές αλλαγές, που εξυπηρετούσαν την προστασία της κοινότητας της πόλεως και την στερέωναν. Και στις δυο περιπτώσεις η νομοθεσία αποσκοπούσε στον περιορισμό του κύκλου εκείνων οι οποίοι είχαν αξίωση για πολιτικά δικαιώματα, και στην εξασφάλιση των κοινωνικών δομών ανάμεσα σ’ αυτούς τους πολίτες. Στα πλαίσια της καθιερωμένης τάξης ήταν εγγυημένα τα δικαιώματα των παιδιών, τα οποία παρελάμβαναν τα πολιτικά καθήκοντα των πατέρων τους και παρείχαν τη συνέχεια στην πολιτεία. Με τον ίδιο τρόπο οι νόμοι εγγυόνταν τα δικαιώματα των γυναικών, οι οποίες ως μητέρες μελλοντικών πολιτών, οικονόμοι των νοικοκυριών και διαχειρίστριες της αγροτικής περιουσίας εξασφάλιζαν την οικονομική υπόσταση και τη λειτουργική ικανότητα της κοινωνίας.
Με την έννοια της απόκτησης προνομίων εκ μέρους των Αθηναίων γυναικών πρέπει να νοηθεί και ο νόμος του Περικλή για τα πολιτικά δικαιώματα: Ο νόμος αυτός βελτίωνε τις πιθανότητες γάμου των θυγατέρων των Αθηναίων πολιτών, φρόντιζε για την εξασφάλισή τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο και αποσοβούσε την ανάφλεξη της κοινωνίας, η οποία θα προέκυπτε αίφνης με την εξαθλίωση λιγότερο ευκατάστατων Ατθίδων, για τις οποίες δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να δώσει εγγυήσεις κανένας πατέρας, σύζυγος ή αδερφός. Το διάταγμα του Περικλή, ακόμα και τις θυγατέρες φτωχότερων Αθηναίων γονέων, για τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να λάχει μεγάλη προίκα και η οποία συνεπώς δεν μπορούσε να φέρει για τον ενδεχόμενο γαμβρό καμιά αξιόλογη αύξηση της περιουσίας του, τις εφοδίαζε με το προτέρημα, να μπορούν να γεννήσουν νόμιμα παιδιά, τα οποία να έχουν το δικαίωμα του πολίτη.
Σε ποιο βαθμό ο γάμος βρισκόταν στην υπηρεσία του κράτους και θεράπευε τις ανάγκες του, αυτό το δείχνει το γεγονός ότι ο νόμος του Περικλή χαλαρώθηκε, όταν το απαίτησαν οι πολιτικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, μεταξύ 414 και 411, ο ελεύθερος γάμος των πολιτών, που είχε γίνει χωρίς τις νομικές διατυπώσεις και ενδεχομένως μάλιστα και με μια οπωσδήποτε ελεύθερη αλλοδαπή, προσλάβαινε το βαθμό ενός νομίμου γάμου, καθ’ όσον τούτο αφορούσε στα πολιτικά δικαιώματα των ενήλικων παιδιών, τα οποία προέρχονταν απ’ αυτό το γάμο. Εκείνα ωστόσο, παρά τη φιλελευθεροποίηση, παρέμεναν εξώγαμα, δηλ. αδικημένα κυρίως από άποψη κληρονομίας. Ο λόγος για τη χαλάρωση των δημοκρατικών νόμων υποτίθεται ότι βρισκόταν στην ανάγκη να αποκαταστήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα τις πολεμικές απώλειες στις τάξεις των πολιτών. Αυτή η διάταξη έγινε αναδρομικά το έτος 403/2 επί άρχοντος Ευκλείδη. Και η απονομή του δικαιώματος της επιγαμίας- δηλ. του αμοιβαίου δικαιώματος για σύναψη γάμου, που θα ήταν έγκυρος από κάθε άποψη, -σε ορισμένες πόλεις και κύκλους προσώπων προερχόταν από πολιτικό υπολογισμό.
Οι μέχρι τούδε σκέψεις ίσχυαν για την πολιτική λειτουργία του γάμου, τον οποίον αναγνώρισαν ως ένα παράγοντα κοινωνικής αλλαγής και σταθερότητας. Η σημασία τους βασίζεται στο γεγονός, ότι η κοινωνία γάμου ήταν η θεσμική βάση των επί μέρους οίκων, δηλ. των αστικών οικογενειών της Αθήνας, από τις οποίες οικοδομήθηκε το δημοκρατικό οικοδόμημα της πόλεως-κράτους.
Carola Reinsberg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου