Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Μισογεμάτο ή μισοάδειο ήταν το ποτήρι του τελευταίου Eurogroup; Εξαρτάται από το ποιος ερωτάται και με ποια κριτήρια απαντά.
Η κυβέρνηση μάλλον έχει τους περισσότερους λόγους να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και κάτι παραπάνω, αφού η βασική εκκρεμότητα της ολοκλήρωσης του τρίτου μνημονίου δεν αφορά την ίδια, αλλά τις ισορροπίες μεταξύ ευρωπαϊκής τρόικας και ΔΝΤ, και ιδιαίτερα μεταξύ ΔΝΤ και γερμανικής ηγεσίας. Και η εκκρεμότητα αυτή αφορά στον μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους, τον χρόνο και τον τρόπο ενεργοποίησής του. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, Κομισιόν, Γαλλία και Γερμανία εντός του Eurogroup έχουν λόγο να βλέπουν μισοάδειο το ποτήρι της τελευταίας συνεδρίασης που ενέκρινε την τεχνική συμφωνία. Έστω κι αν ρητορικά μεταδίδουν αισιοδοξία για συνολική συμφωνία σε ένα μήνα. Το μόνο σίγουρο ότι, μισογεμάτο ή μισοάδειο το ποτήρι, το περιεχόμενό του παραμένει πικρό για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Το βασικό πρόβλημα των δανειστών είναι η σιωπή του ΔΝΤ. Δεν είναι σαφές αν και σε ποιο βαθμό θεωρεί εαυτόν μέρος της απόφασης του Eurogroup σύμφωνα με την οποία όλα, αξιολόγηση και χρέος, κλείνουν στην επόμενη συνεδρίαση της 21/6. Πριν από μιαν εβδομάδα τόσο ο Τόμσεν όσο και ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις είχαν δηλώσει σαφώς ότι «ο χρόνος τελειώνει» και ότι μια συμφωνία για το χρέος στο προχθεσινό Eurogroup ήταν απαραίτητη για να προλάβει το ΔΝΤ να ενεργοποιήσει το εν αναμονή πρόγραμμα και να αποδεσμεύσει τη σχετική χρηματοδότηση. Η προθεσμία παρήλθε και η απόφαση μετατέθηκε ένα μήνα μετά. Σημαίνει αυτό διαζύγιο ή αποχώρηση του ΔΝΤ ή συνέχιση της παρουσίας σε άλλον ρόλο, αυτόν του τεχνικού συμβούλου; Άγνωστο.
Ωστόσο, ο επικεφαλής του Eurogroup Μάριο Σεντένο δήλωσε ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους «δόθηκε εντολή στους θεσμούς να προχωρήσουν στην τελική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) ώστε να προσαρμόσουμε τα μέτρα στα πλαίσια των αποφάσεων του περασμένου Ιουνίου». Ποιοι θα κάνουν την «τελική» ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μέχρι τις 21 Ιούνη; Προφανώς η Κομισιόν και η ΕΚΤ, όπως ορίζει η συνθήκη του ESM αλλά και το πρόσφατο Μνημόνιο Συνεργασίας Κομισιόν – ESM. Αλλά θα συμμετάσχει στην εκπόνησή της και το ΔΝΤ; Δηλαδή, θα κάνουν κοινή DSA Κομισιόν – ΕΚΤ- ΔΝΤ σε λιγότερο από ένα μήνα; Ή το ΔΝΤ θα επιμείνει στη δική του ανεξάρτητη ανάλυση; Μήπως, όμως, κάτι τέτοιο αφορά και την ΕΚΤ, όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει ο Ντράγκι και άλλα στελέχη της; Και πόσο σχετίζεται η «ανεξάρτητη» ανάλυση χρέους από την ΕΚΤ με την επιμονή των στελεχών της το τελευταίο διάστημα να εισηγούνται προληπτική πιστωτική γραμμή για τη μεταμνημονιακή περίοδο;
Οι δηλώσεις Σεντένο (Eurogroup), Μοσκοβισί (Κομισιόν) και Ρέγκλινγκ (ESM) φαίνεται να υπονοούν ότι υπάρχει μια κατ’ αρχήν συμφωνία για από κοινού εξέταση της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό απαίτησε έναν περιορισμό του χρονικού ορίζοντα αξιολόγησης του χρέους πιο κοντά στο ορατό 2030 και όχι στο απώτατο 2060, όπως ήθελε το ΔΝΤ. Δηλαδή, το κουαρτέτο των θεσμών θα περιοριστεί στη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Για να «εξαγοραστεί» η συναίνεση του ΔΝΤ σ’ αυτή τη «χαλαρή» προσέγγιση θα απαιτηθεί να προεξοφληθούν όσα έχει δανείσει στην Ελλάδα με τα δυο πρώτα Μνημόνια από τα υπόλοιπα του δανείου των 86 δισ. ευρώ από τον ESM.
Αλλά αυτή η «εξαγορά» δεν αρκεί. Ακόμη και για να θεωρήσει βιώσιμο το χρέος μεσοπρόθεσμα, το ΔΝΤ θα επιμείνει στην αυτόματη ενεργοποίηση της ελάφρυνσης του χρέους, περίπου κατά την γαλλική πρόταση αντίστροφης σύνδεσης με τον ρυθμό ανάπτυξης. Κι εκεί η υπόθεση πέφτει πάνω στο γνωστό γερμανικό βέτο, που απαιτεί αιρεσιμότητες και αυτόματο κόφτη ελάφρυνσης σε περίπτωση που δεν ικανοποιούνται.
Επομένως, η μόνη βεβαιότητα μέχρι της 21 Ιούνη είναι ότι η κυβέρνηση έχει να διεκπεραιώσει ένα μεγάλο όγκο προαπαιτουμένων που θα νομοθετηθούν και θα ψηφιστούν, συμπεριλαμβανομένου τόσο του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2019-2022 που θα αποτυπώνει τις βασικές δημοσιονομικές δεσμεύσεις, όσο και του επικαιροποιημένου Μνημονίου το οποίο δεν έχει απλώς τον χαρακτήρα «μπούσουλα» μέχρι την επόμενη αξιολόγηση, αλλά θα είναι το πλαίσιο της μεταμνημονιακής επιτήρησης. Με συγκεκριμένα ορόσημα, τόσο αριθμητικά- δημοσιονομικά, όσο και «μεταρρυθμιστικά». Οι βασικές δεσμεύσεις αφορούν την περίοδο μέχρι το 2022 και περιλαμβάνουν, εκτός από την υποχρέωση παραγωγής των αιματηρών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ, το «κούρεμα» του αφορολόγητου από το 2020 και την περικοπή των συντάξεων από το 2019. Το συμπληρωματικό Μνημόνιο, μάλιστα, αφήνει και ανοικτό το ενδεχόμενο επίσπευσης της κουράς του αφορολογήτου, αν δεν «βγαίνει» το πλεόνασμα.
Οι δυο πιο οδυνηρές δεσμεύσεις της μεταμνημονιακής εποχής αντιμετωπίζονται με απόλυτη ομοθυμία από ευρωπαίους και κυβερνητικούς αξιωματούχους με τη φράση «pacta sunt servanta» (= τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται) και με την υπόσχεση για εφαρμογή των γνωστών «αντιμέτρων». Έτσι, διαψεύδονται υπαινιγμοί ή και ρητές αναφορές κυβερνητικών στελεχών για «περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης» αυτών των μέτρων. Ακόμη κι αν το ΔΝΤ, το οποίο είχε επιβάλει αυτές τις περικοπές, βγει από την εικόνα ή περιοριστεί σε ρόλο τεχνικού συμβούλου.
Μη αναστρέψιμη είναι και η κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά και, φυσικά, οι ιδιωτικοποιήσεις, ενώ στα οφέλη που απέσπασε η κυβέρνηση συγκαταλέγεται η αναλογία 1:1 στις προσλήψεις από το 2019, η παράταση του νόμου Κατσέλη για τους οφειλέτες στεγαστικών δανείων, αλλά με αυστηρότερους ελέγχους στους υπαγόμενους και το πακέτο των εργασιακών (συλλογικές συμβάσεις, διαιτησία, κατώτατος μισθός), η πραγματική αξία του οποίου θα κριθεί στις λεπτομέρειες της νομοθετικής τους διατύπωσης.
Το μείζον ερώτημα για την πολιτική βιωσιμότητα του μίγματος λιτότητας και «μεταρρυθμίσεων» που επιφυλάσσει το επικαιροποιημένο μνημόνιο είναι αν αποτελεί την τελευταία λέξη των δανειστών. Τα οδυνηρά μέτρα που περιλαμβάνει έχουν λίγο πολύ προεξοφληθεί πολιτικά, έστω και με ισχυρές δόσεις μοιρολατρίας από τους πληττόμενους. Όμως, το ερώτημα είναι αν μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους στις 21 Ιούνη, με ή χωρίς το ΔΝΤ, με γαλλικό ή γερμανικό «κλειδί» , θα δημιουργήσει ανάγκες για πρόσθετες δεσμεύσεις. Ο γερμανικός τύπος γράφει με ισχυρή δόση χαιρεκακίας ότι η μεταμνημονιακή εποχή σημαίνει αυστηρή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας για δεκαετίες. Αυτό είναι γνωστό και δεδομένο, προβλέπεται από τον κανονισμό 472/2013 που ορίζει ότι η ενισχυμένη εποπτεία συνεχίζεται μέχρι αποπληρωμής του 75% του χρέους προς τους Ευρωπαίους δανειστές. Όμως, το κλειδί το κρατά η γερμανική κυβέρνηση που έχει ζητήσει τα κλιμακωτά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους να συνδέονται με όρους. Αυτοί οι όροι κρίνονται τελικά στο παζάρι που θα εκτυλιχθεί τις επόμενες μέρες μεταξύ Κομισιόν, Eurogroup, ESM, ΔΝΤ, EKT και γερμανικής κυβέρνησης.
Πηγή: e-dromos.gr
Από Eurogroup σε Eurogroup, άλλο ένα παζάρι της τελευταίας στιγμής μεταξύ των δανειστών για χρέος, μεταμνημονιακή επιτήρηση και ρόλο του ΔΝΤ
Μισογεμάτο ή μισοάδειο ήταν το ποτήρι του τελευταίου Eurogroup; Εξαρτάται από το ποιος ερωτάται και με ποια κριτήρια απαντά.
Η κυβέρνηση μάλλον έχει τους περισσότερους λόγους να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και κάτι παραπάνω, αφού η βασική εκκρεμότητα της ολοκλήρωσης του τρίτου μνημονίου δεν αφορά την ίδια, αλλά τις ισορροπίες μεταξύ ευρωπαϊκής τρόικας και ΔΝΤ, και ιδιαίτερα μεταξύ ΔΝΤ και γερμανικής ηγεσίας. Και η εκκρεμότητα αυτή αφορά στον μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους, τον χρόνο και τον τρόπο ενεργοποίησής του. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, Κομισιόν, Γαλλία και Γερμανία εντός του Eurogroup έχουν λόγο να βλέπουν μισοάδειο το ποτήρι της τελευταίας συνεδρίασης που ενέκρινε την τεχνική συμφωνία. Έστω κι αν ρητορικά μεταδίδουν αισιοδοξία για συνολική συμφωνία σε ένα μήνα. Το μόνο σίγουρο ότι, μισογεμάτο ή μισοάδειο το ποτήρι, το περιεχόμενό του παραμένει πικρό για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Το βασικό πρόβλημα των δανειστών είναι η σιωπή του ΔΝΤ. Δεν είναι σαφές αν και σε ποιο βαθμό θεωρεί εαυτόν μέρος της απόφασης του Eurogroup σύμφωνα με την οποία όλα, αξιολόγηση και χρέος, κλείνουν στην επόμενη συνεδρίαση της 21/6. Πριν από μιαν εβδομάδα τόσο ο Τόμσεν όσο και ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις είχαν δηλώσει σαφώς ότι «ο χρόνος τελειώνει» και ότι μια συμφωνία για το χρέος στο προχθεσινό Eurogroup ήταν απαραίτητη για να προλάβει το ΔΝΤ να ενεργοποιήσει το εν αναμονή πρόγραμμα και να αποδεσμεύσει τη σχετική χρηματοδότηση. Η προθεσμία παρήλθε και η απόφαση μετατέθηκε ένα μήνα μετά. Σημαίνει αυτό διαζύγιο ή αποχώρηση του ΔΝΤ ή συνέχιση της παρουσίας σε άλλον ρόλο, αυτόν του τεχνικού συμβούλου; Άγνωστο.
Η έκθεση βιωσιμότητας
Ωστόσο, ο επικεφαλής του Eurogroup Μάριο Σεντένο δήλωσε ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους «δόθηκε εντολή στους θεσμούς να προχωρήσουν στην τελική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA) ώστε να προσαρμόσουμε τα μέτρα στα πλαίσια των αποφάσεων του περασμένου Ιουνίου». Ποιοι θα κάνουν την «τελική» ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μέχρι τις 21 Ιούνη; Προφανώς η Κομισιόν και η ΕΚΤ, όπως ορίζει η συνθήκη του ESM αλλά και το πρόσφατο Μνημόνιο Συνεργασίας Κομισιόν – ESM. Αλλά θα συμμετάσχει στην εκπόνησή της και το ΔΝΤ; Δηλαδή, θα κάνουν κοινή DSA Κομισιόν – ΕΚΤ- ΔΝΤ σε λιγότερο από ένα μήνα; Ή το ΔΝΤ θα επιμείνει στη δική του ανεξάρτητη ανάλυση; Μήπως, όμως, κάτι τέτοιο αφορά και την ΕΚΤ, όπως επανειλημμένα έχει δηλώσει ο Ντράγκι και άλλα στελέχη της; Και πόσο σχετίζεται η «ανεξάρτητη» ανάλυση χρέους από την ΕΚΤ με την επιμονή των στελεχών της το τελευταίο διάστημα να εισηγούνται προληπτική πιστωτική γραμμή για τη μεταμνημονιακή περίοδο;
Οι δηλώσεις Σεντένο (Eurogroup), Μοσκοβισί (Κομισιόν) και Ρέγκλινγκ (ESM) φαίνεται να υπονοούν ότι υπάρχει μια κατ’ αρχήν συμφωνία για από κοινού εξέταση της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό απαίτησε έναν περιορισμό του χρονικού ορίζοντα αξιολόγησης του χρέους πιο κοντά στο ορατό 2030 και όχι στο απώτατο 2060, όπως ήθελε το ΔΝΤ. Δηλαδή, το κουαρτέτο των θεσμών θα περιοριστεί στη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Για να «εξαγοραστεί» η συναίνεση του ΔΝΤ σ’ αυτή τη «χαλαρή» προσέγγιση θα απαιτηθεί να προεξοφληθούν όσα έχει δανείσει στην Ελλάδα με τα δυο πρώτα Μνημόνια από τα υπόλοιπα του δανείου των 86 δισ. ευρώ από τον ESM.
Αλλά αυτή η «εξαγορά» δεν αρκεί. Ακόμη και για να θεωρήσει βιώσιμο το χρέος μεσοπρόθεσμα, το ΔΝΤ θα επιμείνει στην αυτόματη ενεργοποίηση της ελάφρυνσης του χρέους, περίπου κατά την γαλλική πρόταση αντίστροφης σύνδεσης με τον ρυθμό ανάπτυξης. Κι εκεί η υπόθεση πέφτει πάνω στο γνωστό γερμανικό βέτο, που απαιτεί αιρεσιμότητες και αυτόματο κόφτη ελάφρυνσης σε περίπτωση που δεν ικανοποιούνται.
Το συμπληρωματικό Μνημόνιο
Επομένως, η μόνη βεβαιότητα μέχρι της 21 Ιούνη είναι ότι η κυβέρνηση έχει να διεκπεραιώσει ένα μεγάλο όγκο προαπαιτουμένων που θα νομοθετηθούν και θα ψηφιστούν, συμπεριλαμβανομένου τόσο του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2019-2022 που θα αποτυπώνει τις βασικές δημοσιονομικές δεσμεύσεις, όσο και του επικαιροποιημένου Μνημονίου το οποίο δεν έχει απλώς τον χαρακτήρα «μπούσουλα» μέχρι την επόμενη αξιολόγηση, αλλά θα είναι το πλαίσιο της μεταμνημονιακής επιτήρησης. Με συγκεκριμένα ορόσημα, τόσο αριθμητικά- δημοσιονομικά, όσο και «μεταρρυθμιστικά». Οι βασικές δεσμεύσεις αφορούν την περίοδο μέχρι το 2022 και περιλαμβάνουν, εκτός από την υποχρέωση παραγωγής των αιματηρών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ, το «κούρεμα» του αφορολόγητου από το 2020 και την περικοπή των συντάξεων από το 2019. Το συμπληρωματικό Μνημόνιο, μάλιστα, αφήνει και ανοικτό το ενδεχόμενο επίσπευσης της κουράς του αφορολογήτου, αν δεν «βγαίνει» το πλεόνασμα.
Οι δυο πιο οδυνηρές δεσμεύσεις της μεταμνημονιακής εποχής αντιμετωπίζονται με απόλυτη ομοθυμία από ευρωπαίους και κυβερνητικούς αξιωματούχους με τη φράση «pacta sunt servanta» (= τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται) και με την υπόσχεση για εφαρμογή των γνωστών «αντιμέτρων». Έτσι, διαψεύδονται υπαινιγμοί ή και ρητές αναφορές κυβερνητικών στελεχών για «περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης» αυτών των μέτρων. Ακόμη κι αν το ΔΝΤ, το οποίο είχε επιβάλει αυτές τις περικοπές, βγει από την εικόνα ή περιοριστεί σε ρόλο τεχνικού συμβούλου.
Μη αναστρέψιμη είναι και η κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά και, φυσικά, οι ιδιωτικοποιήσεις, ενώ στα οφέλη που απέσπασε η κυβέρνηση συγκαταλέγεται η αναλογία 1:1 στις προσλήψεις από το 2019, η παράταση του νόμου Κατσέλη για τους οφειλέτες στεγαστικών δανείων, αλλά με αυστηρότερους ελέγχους στους υπαγόμενους και το πακέτο των εργασιακών (συλλογικές συμβάσεις, διαιτησία, κατώτατος μισθός), η πραγματική αξία του οποίου θα κριθεί στις λεπτομέρειες της νομοθετικής τους διατύπωσης.
Η τελευταία λέξη των δανειστών
Το μείζον ερώτημα για την πολιτική βιωσιμότητα του μίγματος λιτότητας και «μεταρρυθμίσεων» που επιφυλάσσει το επικαιροποιημένο μνημόνιο είναι αν αποτελεί την τελευταία λέξη των δανειστών. Τα οδυνηρά μέτρα που περιλαμβάνει έχουν λίγο πολύ προεξοφληθεί πολιτικά, έστω και με ισχυρές δόσεις μοιρολατρίας από τους πληττόμενους. Όμως, το ερώτημα είναι αν μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους στις 21 Ιούνη, με ή χωρίς το ΔΝΤ, με γαλλικό ή γερμανικό «κλειδί» , θα δημιουργήσει ανάγκες για πρόσθετες δεσμεύσεις. Ο γερμανικός τύπος γράφει με ισχυρή δόση χαιρεκακίας ότι η μεταμνημονιακή εποχή σημαίνει αυστηρή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας για δεκαετίες. Αυτό είναι γνωστό και δεδομένο, προβλέπεται από τον κανονισμό 472/2013 που ορίζει ότι η ενισχυμένη εποπτεία συνεχίζεται μέχρι αποπληρωμής του 75% του χρέους προς τους Ευρωπαίους δανειστές. Όμως, το κλειδί το κρατά η γερμανική κυβέρνηση που έχει ζητήσει τα κλιμακωτά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους να συνδέονται με όρους. Αυτοί οι όροι κρίνονται τελικά στο παζάρι που θα εκτυλιχθεί τις επόμενες μέρες μεταξύ Κομισιόν, Eurogroup, ESM, ΔΝΤ, EKT και γερμανικής κυβέρνησης.
Πηγή: e-dromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου