Η Αριστερά διαμόρφωσε και εξακολουθεί να διατηρεί μία προβληματική σχέση με το έθνος, ως κοινωνική συλλογικότητα που αντιτείνει τον δικό της λόγο στην πολιτική κυριαρχία της εξουσίας. Με το επιχειρείν, που αξιώνει μια μη παρασιτική κανονιστική πλαισίωση της λειτουργίας του. Με την ελληνική κοσμοσυστημική ιστορία, στο μέρος της που διδάσκει την
πρόοδο, τόσο το οικονομικό (η εταιρική οικονομία) όσο και στο πολιτικό (η αντιπροσώπευση και η δημοκρατία) πεδίο. Προβληματική σχέση έχει με την ίδια την έννοια της ταξικής πάλης, στο μέτρο που εξάρτησε την οικονομική διαδικασία από το κράτος.
Με την εταιρική πολιτειότητα, στο μέτρο που προσεγγίζει τον πολίτη ως προσάρτημα / υπήκοο του κράτους, δηλαδή ως ιδιώτη / μάζα. Με την ιδέα μιας υπέρβασης του δυναστικού κράτους και της ολιγαρχικής κομματοκρατίας, το οποίο προβάλλει ως το καταστάλαγμα της δημοκρατίας, τον δε έλεγχό του από “φίλιες” δυνάμεις ως μοχλό ανόδου του λαού στην εξουσία. Με την ελευθερία, αφού επιλέγει αντ’ αυτής τα δικαιώματα, με το επιχείρημα ότι η κοινωνική συλλογικότητα, η πλειοψηφία, αποτελεί τον μείζονα εχθρό τους.
Τα ανωτέρω φανερώνουν ότι οι πολιτικές δυνάμεις και, εν προκειμένω, η ελληνική Αριστερά, ήταν και εξακολουθεί να είναι σε πλήρη αναντιστοιχία τόσο με το όποιο ιδεολογικό διακύβευμα της Αριστεράς, όσο και με την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Εμφανίζεται διακινούσα ένα, αναντίστοιχο προς την ανθρωποκεντρική ανάπτυξη της κοινωνίας, πολιτικό (και οικονομικό) σύστημα, καθώς και πολιτικές ιδεολογίες και προφανώς πρακτικές που ήσαν ξένες προς την ιδιοσυστασία, δηλαδή τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Η ελληνική κοινωνία, καθώς ήταν ανθρωποκεντρικά υποστασιοποιημένη, δηλαδή ελεύθερη, και μάλιστα υπό ένα οικουμενικό πρίσμα, προσδοκούσε τη συμμετοχή της στην οικονομική διαδικασία και περαιτέρω στην αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος και όχι την αποφεουδαλικοποίησή της. Την αναδιανομή ακριβώς αυτήν η πολιτική τάξη της την προσέφερε με μέσον την προσάρτησή της στην πολιτική της πελατεία, με την προώθηση του παρασιτικού “επιχειρείν”, ή με πολιτικές κοινωνικής “προστασίας”.
Η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο στο όνομα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, οικοδόμησε ένα κράτος διαπλοκής, πελατειακά δομημένο, με αποτέλεσμα τη γιγάντωση της παρασιτικής οικονομίας και της διαφθοράς, που σηματοδοτούσε την ολική επαναφορά στο καθεστώς της φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα.
Η πέραν του ΠΑΣΟΚ Αριστερά, συμμετείχε ως παρακολούθημα στη διαρπαγή αυτή παντού όπου είχε την επιρροή της δυνατή. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι την ιδεολογική υποστήριξη των πεπραγμένων του κράτους αυτού και την ιστόρηση του Ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του, την ανέλαβε κυρίως η κατά δήλωση αριστερή διανόηση.
Όσο η διαπλοκή και η διαφθορά γινόταν καθεστώς σε όλες τις πτυχές του κράτους, η διανόηση αυτή προσερχόταν πρόθυμη να συμβάλει στη θωράκιση της ασυλίας της πολιτικής τάξης με νομικές πρόνοιες που την έθεταν προκλητικά υπεράνω της δικαιοσύνης, και να χρεώσει την ευθύνη των κακώς κειμένων στην κοινωνία και στο παρελθόν της. Σε κάθε περίπτωση, είναι πασιφανές ότι οι δυσμορφίες αυτές της ελληνικής πολιτικής ζωής, που προσιδιάζουν εγγενώς στο νεοελληνικό κράτος, δεν απαντώνται στο ιστορικό παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, η προβληματική σχέση της ελληνικής Αριστεράς με το “επιχειρείν”, με την “εθνική” αναφορά της κοινωνικής συλλογικότητας, με την ελευθερία, την αντιπροσώπευση και τη δημοκρατία, αν και συνάδουν υπό μια έννοια με την απώτερη ιδεολογία της Αριστεράς, οφείλεται στην ιστορική σχέση που εγκαθιδρύθηκε μεταξύ αφενός των πολιτικών δυνάμεων του νεοελληνικού κράτους και αφετέρου της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αστική τάξη του μείζονος Ελληνισμού.
Η αμφισβήτηση της συνέχειας
Η ιδεολογικά φορτισμένη επιλογή ορισμένων νεοελλήνων διανοουμένων να ιστορήσουν την ελληνική κοινωνία με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα προσομοιάζει με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Όπως είδαμε, ωστόσο, η επιλογή αυτή, θέτει ως προϋπόθεση ότι δεν συντρέχει η ελληνική “συνέχεια”, δηλαδή η αδιατάρακτη εθνική συνείδηση κοινωνίας του Ελληνισμού.
Αυτό, όμως, διαψεύδεται αναντιλέκτως από τις πηγές, οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας ισχυρής συλλογικής ταυτότητας, με πολιτικό υπόβαθρο την έννοια του έθνους κοσμοσυστήματος. Το δίλημμα για τον Ελληνισμό δεν ήταν η μετάβασή του στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, αλλά ο τρόπος της μετάβασης. Εάν δηλαδή, θα εισήρχετο σ’ αυτήν φέρνοντας μαζί του το κεκτημένο της ανθρωποκεντρικής φάσης της οικουμένης και, μάλιστα αποκαθαρμένο από τις επιβαρύνσεις που επέβαλε η μακραίωνη οθωμανική αυθαιρεσία. Ή αντιθέτως θα οπισθοδρομούσε στην ομόλογη ανθρωποκεντρική περίοδο της μεταβατικής κρατικής δεσποτείας που ο ίδιος έζησε κατά την μυκηναϊκή εποχή.
Η συντριπτική ήττα της Ελληνικής Επανάστασης έμελε να ανατρέψει τους σχεδιασμούς της ηγεσίας της, με αποτέλεσμα το νεοελληνικό κράτος να λειτουργήσει συγχρόνως ως μοχλός ανθρωποκεντρικής οπισθοδρόμησης της ελλαδικής κοινωνίας και ως υπομόχλιο μιας πρωτοφανούς συρρίκνωσης του Ελληνισμού. Η πολυσήμαντη αυτή ασυμβατότητα του νεοελληνικού κράτους με τον Ελληνισμό είχε ως συνέπεια να μην δυνηθεί, έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, να ενσαρκώσει το ουσιώδες της εθνικής του προσδοκίας. Και περαιτέρω να λειτουργήσει σταθερά ως τυπικό παράσιτο επί της ελληνικής κοινωνίας, την οποία συνέχισε να απομυζά αδιαλείπτως έως σήμερα.
Πηγή: slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου