Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Δάφνη Χρονοπούλου: Πεζά Ποιήματα του Όσκαρ Γουάιλντ

                                    Oscar Fingal OFlahertie Wills Wilde (1854-1900)



Οι  έξι παραβολές  εκδόθηκαν σε έντυπα το 1893 (οι δύο) και το 1894 (όλες μαζί). Τις μετέφρασα, όπως κάνω για αγαπημένα μου, επειδή ήθελα να τα μοιραστώ αλλά και να τα ακούσω στη γλώσσα μου. Ωστόσο, τα είχα διαβάσει στα ελληνικά σε μιά παλιά έκδοση κι έχω μιά αμυδρή ανάμνηση πως η πολύ καλή μετάφραση ήταν του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Το αντίτυπο δεν το έχω πια μα ανακάλυψα πως μιά μετάφραση (ανώνυμη) είχε εκδoθεί σε τεύχος του 1910 στο Νουμά, την οποία το Πανεπιστήμιο Πάτρας έχει αναρτήσει σε pdf.

Τα χαρακτικά είναι του φημισμένου συλλέκτη, σκηνογράφου και Art Nouveau σχεδιαστή Charles Ricketts  που ήταν φίλος και εικονογράφος του Γουάιλντ 



Ο ΠΡΑΤΤΩΝ ΤΟ ΚΑΛΟ



Ήτανε νύχτα και Εκείνος ήταν μόνος. Και είδε μακρυά τα κυκλικά τείχη μίας πόλης. Και πήγε προς την πόλη.
Και όταν πλησίασε άκουσε από μέσα ν’ αντηχούν βήματα της χαράς, γέλια του στόματος της ηδονής και δυνατά λαγούτα. Και χτύπησε την Πύλη και οι φρουροί του άνοιξαν.
Και πρόσεξε  μία έπαυλη από μάρμαρο που είχε στην πρόσοψη μαρμάρινες κολώνες΄ κι’απ’ τις κολώνες κρέμονταν γιρλάντες και μέσα κι έξω είχε κέδρινους πυρσούς. Και μπήκε στην έπαυλη.
Και αφού διέσχισε μία αίθουσα από καρχηδόνιο και μία αίθουσα από ίασπι έφτασε στη μεγάλη αίθουσα των εορτών και είδε ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα πορφυρένιο κάθισμα ένα νέο που ήταν στεφανωμένος με κόκκινα τριαντάφυλλα και που τα χείλη του ήταν κόκκινα από το κρασί. Και τον πλησίασε, τον άγγιξε στον ώμο και του είπε: “Γιατί ζεις έτσι;”
Κι ο νέος γύρισε, τον αναγνώρισε και είπε: "Μα ήμουν λεπρός και με θεράπευσες. Πώς αλλιώς να ζήσω;”
Κι Εκείνος διέσχισε την έπαυλη και βγήκε ξανά στο δρόμο. Και ύστερα από λίγο είδε μια γυναίκα που τα ενδύματα και το πρόσωπό της ήταν βαμμένα και είχε πλεγμένα μαργαριτάρια στα πόδια της΄ και πίσω της αργά σαν κυνηγός ερχόταν ένας νέος με πανωφόρι δίχρωμο. Και το πρόσωπο της γυναίκας ήταν ωραίο σαν είδωλο΄ και τα μάτια του νέου έλαμπαν απ’ τον πόθο. ...
Και Εκείνος τους ακολούθησε γοργά και άγγιξε το χέρι του νέου λέγοντας: “Γιατί κοιτάζεις έτσι τούτη τη γυναίκα; “Κι ο νέος γύρισε Τον αναγνώρισε και είπε: “Ημουν τυφλός και μου έδωσες το φως μου. Τι άλλο να κοιτάξω;”
Και  Εκείνος έτρεξε, άγγιξε τα βαμμένα ενδύματα της γυναίκας και της είπε: “Άλλος δρόμος απ’αυτόν της αμαρτίας δεν υπάρχει για να πορευτείς;” Και η γυναίκα γύρισε Τον αναγνώρισε και είπε γελώντας: “Μα ο δρόμος είναι ευχάριστος κι Εσύ έχεις συγχωρέσει όλες μου τις αμαρτίες”.
Και Εκείνος βγήκε από την πόλη.
Και έξω από την πόλη είδε ένα νέο που έκλαιγε κι Εκείνος πήγε προς αυτόν, άγγιξε τους μακρείς βοστρύχους του και του είπε: “Γιατί κλαίς:” Κι ο νέος κοίταξε ψηλά. Τον αναγνώρισε και είπε: “Μα ήμουν κάποτε νεκρός κι Εσύ με ανέστησες. Πώς να μην κλαίω;” 

        ☩☩☩



Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Και ένα βράδυ πόθησε η ψυχή του ν’απεικονίσει τη «Χαρά που έρχεται για μια μόνο στιγμή» και βγήκε για να βρεί χαλκό γιατί μονάχα πάνω στο χαλκό μπορούσε να εκφραστεί.
Μα ο χαλκός του κόσμου όλου είχε χαθεί και δε βρισκόταν πουθενά παρά στο άγαλμα που απεικόνιζε τη «Λύπη που διαρκεί για πάντα».
Τώρα, αυτό το άγαλμα το είχε φτιάξει ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια και το είχε θέσει πάνω στην ταφόπλακα του πλάσματος του μόνου που είχε αγαπήσει στη ζωή. Στον τάφο του νεκρού πλάσματος που είχε αγαπήσει είχε τοποθετήσει το άγαλμα αυτό που το’χε φτιάξει ο ίδιος για να είναι εκεί σύμβολο της ανθρώπινης αγάπης που δεν έχει τέλος και της λύπης που διαρκεί αιώνια. Αλλά στον κόσμο όλο δε βρισκόταν άλλος από το χαλκό του αγάλματος αυτού.
Και πήρε το άγαλμα και το’ριξε σ’ένα μεγάλο φούρνο΄και με τα ίδια του τα χέρια το παρέδωσε στις φλόγες.
Και από το χαλκό του αγάλματος της «Λύπης που διαρκεί αιώνια» έφτιαξε άγαλμα για τη «Χαρά που έρχεται για μια μόνο στιγμή».
____________Στμ: Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο O.W. αργότερα δυστύχησε διηγόταν την ιστορία του ανάποδα. Υποστήριζε δηλαδή ότι ο καλλιτέχνης του είχε λιώσει το άγαλμα της Χαράς που κρατάει μια μόνο στιγμή για να φτιάξει μνημείο στη Λύπη που διαρκεί αιώνια.

☩☩

 
Ο ΟΠΑΔΟΣ


Σαν πέθανε ο Νάρκισσος η λίμνη της χαράς του, που ήταν μια κούπα με γλυκό νερό, έγινε κούπα αλμυρών δακρύων, κι οι Ορειάδες ήρθαν απ’το δάσος κλαίγοντας να τραγουδήσουν στη λίμνη για να την παρηγορήσουν.
Και όταν είδαν πως της λίμνης το γλυκό νερό είχε γίνει αλμυρά δάκρυα, έλυσαν τις πράσινες κορδέλες των μαλλιών τους και είπαν στη λίμνη:
“Δεν απορούμε που πενθείς τόσο το Νάρκισσο γιατί ήταν αληθινά ωραίος”.
Mα ήταν όμορφος ο Νάρκισσος;” Είπε η λίμνη.
“Ποιος θα μπορούσε να το ξέρει αυτό καλύτερα από σένα;” είπαν οι Ορειάδες, “μας προσπερνούσε πάντα εμάς ενώ σε σένα έτρεχε και ξάπλωνε στις όχθες σου και στον καθρέφτη των νερών σου καθρεφτιζόταν η ομορφιά του”.
Και η λίμνη απάντησε: “Μα εγώ αγάπησα το Νάρκισσο γιατί όταν ξάπλωνε στις όχθες και με κοίταζε, έβλεπα τη δική μου ομορφιά να καθρεφτίζεται μέσα στον καθρέφτη των ματιών του”.

☩☩☩


Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Και όταν το σκοτάδι σκέπασε τη γή, ο Ιωσήφ της Αρημαθείας άναψε ένα δαυλό από πεύκο και κατέβηκε από το λόφο στην κοιλάδα, επειδή είχε δουλειά στο σπίτι του.
Και είδε πάνω στις τσακμακόπετρες της κοιλάδας των Στεναγμών ένα νέο που είχε γυμνωθεί και έκλαιγε γονατιστός. Τα μαλλιά του είχαν το χρώμα του μελιού και το σώμα του ήταν λευκό σαν άνθος΄αλλά αγκάθια είχα πληγώσει το σώμα του και τα μαλλιά του με στάχτες τα είχε στεφανώσει.
Και ο Ιωσήφ, που είχε μεγάλα πλούτη, είπε στο νέο που είχε γυμνωθεί και έκλαιγε: ”Δεν απορώ που η θλίψη σου είναι μεγάλη γιατί Εκείνος ήταν δίκαιος αληθινά.”
Και ο νέος απάντησε: “Δεν κλαίω για κείνον μα για μένα. Κι εγώ έχω κάνει το νερό κρασί και έχω γιατρέψει τους λεπρούς και στους τυφλούς το φως τους έχω δώσει. Πάνω στα νερά περπάτησα και από των τάφων τους κατοίκους έδιωξα τους διαβόλους. Στην έρημο που δεν είχε τροφή τους πεινασμένους τάισα΄ έχω αναστήσει τους νεκρούς απ’τα στενά τους σπίτια και εμπρός σε μέγα πλήθος μια άγονη συκιά μαράθηκε στην προσταγή μου. ‘Ο,τι έκανε ο άνθρωπος αυτός κι εγώ το έχω κάνει. Αλλά δε με σταυρώσανε”.

☩☩☩


Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ


Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως και ο Άνθρωπος γυμνός στάθηκε εμπρός στο Θεό.
Και ο Θεός άνοιξε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο: “Η ζωή σου ήταν κακή, έδειξες σκληρότητα σ’εκείνους που χρειάστηκαν τη συνδρομή σου και σ’εκείνους που χρειάστηκαν βοήθεια φέρθηκες με πικρία και σκληρότητα. Οι φτωχοί σού φώναξαν και δεν άκουσες΄έκλεισες τα αυτιά σου στη φωνή των βασανισμένων Μου. Καταχράστηκες την κληρονομιά των ορφανών και έστειλες τις αλεπούδες στον αμπελώνα του γείτονά σου. Πήρες τον άρτο των παιδιών και στα σκυλιά τον έδωσες για να τον φάνε, και τους λεπρούς Μου που ζούσαν ειρηνικά στους βάλτους και Με δόξαζαν, τους οδήγησες στις λεωφόρους΄και πάνω στη γη Μου από την οποία σε έπλασα έχυσες αίμα αθώων”.
Και ο άνθρωπος απάντησε: “Αυτά τα έκανα”.
Και ο Θεός άνοιξε πάλι το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο:”Η ζωή σου ήταν κακή. Την ομορφιά που σου έδειξα έψαχνες να τη βρεις και το καλό που σου έκρυψα το προσπέρασες. Οι τοίχοι του δωματίου σου ήταν ζωγραφισμένοι με εικόνες κι από την αποτρόπαια κλίνη σου σηκωνόσουν με τον ήχο φλάουτου. Έχτισες επτά βωμούς για τα αμαρτήματα που υπέφερα και έφαγες από αυτό που δεν πρέπει να φαγωθεί, και η πορφύρα των ενδυμάτων σου ήταν κεντημένη με τα τρία αμαρτήματα της αισχύνης. Τα είδωλά σου δεν  ήταν ούτε από ασήμι ούτε από χρυσό που διαρκούν μα από σάρκα που πεθαίνει. Μόλυνες τα μαλλιά τους με αρώματα και έβαζες στα χέρια τους ρόδια. Μόλυνες τα πόδια τους με ζαφορά και έστρωνες χαλιά για να πατούν. Μόλυνες τα μάτια τους με αντιμόνιο και με μύρα άλειφες το σώμα τους. Υποκλινόσουν ως το πάτωμα μπροστά τους και στον ήλιο τοποθέτησες τους θρόνους των ειδώλων σου. Έδειξες στον ήλιο την αισχύνη σου και στη σελήνη την παραφροσύνη σου”.
Και ο άνθρωπος απάντησε: “Και αυτό το έκανα”.
Και Τρίτη φορά άνοιξε ο Θεός το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο: “Κακή ήταν η ζωή σου. Με κακό ανταπέδωσες το καλό και με αδικία την καλοσύνη. Δάγκωσες τα χέρια που σε τάισαν και περιφρόνησες το στήθος που σε θήλασε. Αυτός που ερχόταν σε σένα με νερό έφευγε διψασμένος και τους ληστές μου που σε έκρυψαν τη νύχτα στις σκηνές τους τους πρόδωσες πριν ξημερώσει. Τον εχθρό σου που σε ευσπλαχνίστηκε τον παγίδεψες με ενέδρα και το φίλο που πορεύτηκε μαζί σου τον πούλησες και την Αγάπη την ανταπέδιδες με Πόθο”.
Και ο Άνθρωπος απάντησε και είπε: “Και αυτά τα έκανα”.
Και ο Θεός έκλεισε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου και είπε “Θα σε στείλω σίγουρα στην Κόλαση”.
Και ο Άνθρωπος φώναξε: “Δε μπορείς”.
Και ο Θεός είπε στον Άνθρωπο: “Και για ποιο λόγο δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση;”
“Γιατί πάντα στην κόλαση έζησα” απάντησε ο Άνθρωπος.
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως.
Και ύστερα από λίγο μίλησε ο Θεός και είπε στον Άνθρωπο: “Βλέπω πως δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο”.
Και ο Άνθρωπος φώναξε: “Δε μπορείς”.
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο: “Και για ποιο λόγο δε μπορώ να σε στείλω στον Παράδεισο;”
“Γιατί ποτέ, και με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να τον φανταστώ”, απάντησε ο Άνθρωπος.
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως.

☩☩☩


Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Από παιδί έδειχνε γεμάτος με την τέλεια γνώση Του Θεού κι όταν ακόμα δεν ήταν παρά νεαρός πολλοί άγιοι καθώς και άγιες γυναίκες, που ζούσαν στην ελεύθερη πόλη όπου γεννήθηκε, είχαν θαυμάσει τη σοβαρότητα και τη σοφία των απαντήσεών του.
Και όταν οι γονείς του του παρέδωσαν τα φορέματα και το δαχτυλίδι της ενηλικίωσης τα φίλησε, τα άφησε και βγήκε στον κόσμο για να μιλήσει για το Θεό. Γιατί υπήρχαν πολλοί εκείνον τον καιρό που είτε δεν γνώριζαν καθόλου Το Θεό είτε οι γνώσεις που είχαν δεν ήταν πλήρεις, είτε λάτρευαν ψεύτικους θεούς απ’αυτούς που κατοικούν στα δάση και δε νοιάζονται τους πιστούς τους.
Και γύρισε το πρόσωπο προς τον ήλιο και ταξίδεψε περπατώντας δίχως σανδάλια, όπως είχε δεί να κάνουν οι άγιοι, μ’ένα δερμάτινο πουγκί και ένα πήλινο φλασκί για το νερό κρεμασμένα στη ζώνη του.
Και καθώς περπατούσε στη λεωφόρο ήταν γεμάτος με τη χαρά που δίνει η τέλεια γνώση του Θεού κι έψελνε προσευχές ασταμάτητα. Κι έφτασε σε μία παράξενη χώρα με πολλές πόλεις.
Και διέσχισε ένδεκα πόλεις. Κι άλλες ήταν σε κοιλάδες, άλλες στις όχθες μεγάλων ποταμών, άλλες σε λόφους. Και σε κάθε πόλη βρήκε κι από έναν οπαδό που τον αγάπησε και τον ακολούθησε και μεγάλο πλήθος λαού τον ακολούθησε κι η γνώση Του Θεού απλώθηκε σε όλη τη χώρα. Και πολλοί από τους κυβερνήτες προσηλυτίζονταν και οι ιερείς των τέμπλων με τα είδωλα διαπίστωναν πως τα κέρδη τους μειώνονταν και πως όταν χτυπούσαν τα τύμπανα το μεσημέρι κανείς, ή πολύ λίγοι, δεν ερχόταν με παγώνια και προσφορές σάρκας όπως ήταν η συνήθεια πριν έρθει εκείνος.
Κι όμως, όσο πιο πολλοί τον ακολουθούσαν τόσο ο πόνος του γινόταν μεγαλύτερος. Και δεν ήξερε γιατί ο πόνος του ήταν τόσο μεγάλος. Γιατί μιλούσε πάντα για το Θεό μέσα από την πληρότητα της τέλειας γνώσης Του που ο Θεός ο Ίδιος του είχε δώσει.
Και ένα απόγευμα βγήκε από την ενδέκατη πόλη, που ήταν μία πόλη της Αρμενίας, κι ακολουθούσαν πίσω του οι οπαδοί του και μεγάλο πλήθος΄κι ανέβηκε σ’ένα βουνό και κάθησε σ’ένα βράχο, κι οι οπαδοί του κάθησαν γύρω του, και το πλήθος γονάτισε στην κοιλάδα.
Και έκρυψε το κεφάλι στα χέρια και έκλαψε και είπε στην ψυχή του: “Γιατί είμαι γεμάτος πόνο και φόβο και ο κάθε οπαδός μού φαίνεται εχθρός μου;”
Και η ψυχή του απάντησε λέγοντας: “Ο Θεός σού έδωσε την τέλεια γνώση Του κι εσύ την έδωσες στους άλλους. Το πολύτιμο μαργαριτάρι το κομμάτιασες και το φόρεμα που δεν είχε ραφή το έσκισες στα δύο. Όποιος σκορπά την πίστη του ληστεύει τον εαυτό του. Είναι σαν αυτόν που παραδίδει το θησαυρό του στους ληστές. Δεν είναι ο Θεός σοφότερος από σένα; Ποιος είσαι εσύ για να προδώσεις το μυστικό που Εκείνος σου παρέδωσε; Ήμουν πλούσια κάποτε και μ’έκανες φτωχή΄έβλεπα Το Θεό κάποτε κι εσύ μου Τον έκρυψες”.
Κι έκλαψε πάλι, γιατί ήξερε πως η ψυχή του είπε την αλήθεια και πως είχε μοιράσει στους άλλους την τέλεια γνώση Του Θεού και πως κάποτε ήταν κολλημένος στο ρούχο Του Θεού, και πώς η πίστη τον άφηνε όσο αύξανε ο αριθμός αυτών που πίστευαν σ’εκείνον.
Και είπε μέσα του: “Δε θα μιλήσω πιά για Το Θεό. Όποιος σκορπά την πίστη του κλέβει τον εαυτό του”.
Και πέρασαν ώρες και οι οπαδοί του πλησίασαν, υποκλίθηκαν μέχρι τη γη και είπαν: “Διδάσκαλε μίλησέ μας για Το Θεό διότι εσύ έχεις την τέλεια γνώση Του κι εκτός από σένα άλλος άνθρωπος δεν την έχει”.
Και τους απάντησε λέγοντας: “Θα σας μιλήσω για όλα τ’άλλα που υπάρχουνε σε ουρανό και γη μα για Τον Θεό δε θα μιλήσω. Ούτε τώρα ούτε ποτέ ξανά δε θα μιλήσω για Τον Θεό”.
Και θύμωσαν μαζί του και του είπαν: “Μας οδήγησες στην έρημο για να σ’ακούσουμε. Θα μας διώξεις πεινασμένους εμάς και το πλήθος που έκανες να σ’ακολουθήσει;
Και τους απάντησε λέγοντας: “Δε θα μιλήσω πιά για το Θεό”.
Και σηκώθηκε μία βοή εναντίον του μέσα στο πλήθος και του έλεγαν: “Μας οδήγησες στην έρημο και δε μας έδωσες τροφή΄μίλησέ μας για το Θεό κι αυτό θα μας χορτάσει”.
Μα δεν τους είπε λέξη. Διότι ήξερε πως αν μιλούσε για το Θεό θα σκόρπιζε το θησαυρό του.
Και οι οπαδοί αποχώρησαν λυπημένοι και τα πλήθη λαού γύρισαν στα σπίτια τους. Και πολλοί πέθαναν στο δρόμο.
Και όταν έμεινε μόνος σηκώθηκε, έστρεψε το πρόσωπο στο φεγγάρι και ταξίδεψε επτά φεγγάρια δίχως να μιλήσει σε άνθρωπο, ούτε ν’απαντήσει. Και όταν και το έβδομο φεγγάρι χάθηκε έφθασε σ’εκείνη την έρημο που είναι η έρημος του Μεγάλου Ποταμού. Και βρήκε το σπήλαιο που ένας Κένταυρος κάποτε είχε κατοικήσει και το έκανε κατοικία του κι έφτιαξε μια στρωμνή από καλάμια για να ξαπλώνει κι έγινε ερημίτης. Και κάθε ώρα ευχαριστούσε Το Θεό που τον βοήθησε να κρατήσει μέσα του λίγη από τη γνώση Του κι από την υπέροχή Του μεγαλωσύνη.
Τώρα ένα απόγευμα που ο ερημίτης καθόταν έξω από το σπήλαιο που είχε για κατοικία του είδε ένα νέο με όμορφο σκληρό πρόσωπο, ρούχα κοινά και άδεια χέρια. Και κάθε βράδυ ο νέος περνούσε με τα χέρια άδεια και κάθε πρωί επέστρεφε με τα χέρια γεμάτα πορφύρα και μαργαριτάρια. Γιατί ήταν ληστής και λήστευε τα καραβάνια των εμπόρων. Κι ο Ερημίτης τον έβλεπε και τον λυπόταν αλλά δεν έλεγε λέξη. Επειδή ήξερε πως όποιος μιλά χάνει την πίστη του.
Κι ένα πρωί που ο νέος επέστρεφε με τα χέρια γεμάτα στάθηκε, χτύπησε το πόδι του στην άμμο και είπε στον Ερημίτη: “Γιατί με κοιτάς πάντα μ’αυτό τον τρόπο όταν περνώ; Τι είναι αυτό που βλέπω στα μάτια σου; Γιατί ποτέ άνθρωπος δε μ’έχει κοιτάξει έτσι πριν από σένα; Σαν αγκάθι είναι το βλέμμα σου και με παραξενεύει”.
Κι ο Ερημίτης του απάντησε λέγοντας: “Αυτό που βλέπεις στα μάτια μου είναι οίκτος. Οίκτος είναι αυτό.
Κι ο νέος γέλασε σαρκαστικά και είπε στον Ερημίτη με πίκρα στη φωνή του: “Έχω πορφύρα και μαργαριτάρια εγώ ενώ εσύ δεν έχεις παρά μια στρωμνή από καλάμια για να ξαπλώνεις. Τι οίκτο λοιπόν μπορεί να νιώθεις εσύ για μένα; Ποια είναι η αιτία που νιώθεις οίκτο;”
Νοιώθω οίκτο για σένα” είπε ο Ερημίτης “διότι δεν έχεις γνώση του Θεού”.



Συνέντευξη της Δάφνης Χρονοπούλου στην Κάλλια Βαβουλιώτη


 stoxasmos-politikh

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου