Δέσποινα Σπανούδη
Είσαι 7 χρονών και ήδη ζεις στην κόλαση. Έχεις δει τόση βία και απόγνωση, έχεις ζήσει τον απόλυτο τρόμο. Τον τρόμο των βομβαρδισμών, των σφαγών, των διαμελισμένων πτωμάτων, τον τρόμο της πείνας και της δίψας. Ακούς μέρα-νύχτα τα ουρλιαχτά, τα κλάματα, τα παρακάλια, τις φωνές. Δεν θυμάσαι, ούτε τραγούδια, ούτε παραμύθια, ούτε γέλια και ξεφωνητά. Τρέχεις, μέσα στο φόβο, κρύβεσαι, περπατάς, κρύβεσαι πάλι, εξαντλείσαι, οι γονείς σε κουβαλούν, κοιμάσαι μέσα στο φόβο, τρέχειςπάλι.
Είσαι 10χρονών και ζεις σε ένα καταυλισμό με πολλές χιλιάδες άλλους. Η μητέρα σου δεν υπάρχει πια. Την είδες να πεθαίνει πρώτα εκείνη και μετά τη μικρή σου αδερφή πριν φτάσετε στα σύνορα. Είσαι βρώμικος και πεινασμένος. Φοβάσαι, κρυώνεις, καίγεσαι από τη ζέστη, αρρωσταίνεις. Κοντά βομβαρδίζουν.
Είσαι 13 χρονών και βρίσκεσαι σε κέντρο κράτησης στην Ελλάδα. Ο πατέρας σου έμεινε πίσω, σας έβαλε με τον αδερφό σου στη βάρκα για να γλιτώσετε εσείς τουλάχιστον. Έτσι νόμιζε. Ο αδερφός σου πνίγηκε λίγο πριν φτάσετε στην ακτή. Εσύ ήσουν τυχερός γιατί είχες σωσίβιο. Δεν πνίγηκες αλλά και δεν σώθηκες. Στο κέντρο, εξαγριωμένοι και απελπισμένοι άνθρωποι, ο έναςπάνω στον άλλο. Ζέστη, κακό φαγητό, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει, φοβούνται όλοι ότι θα τους γυρίσουν πίσω στην κόλαση που λένε ότι είναι ασφαλής χώρα.
Στο κέντρο κράτησης έγινε πάλι φασαρία. Κρύφτηκες γιατί φοβόσουν. Έχεις φάει πολύ ξύλο χωρίς αιτία στη μικρή σου ζωή, έχεις δει πολύ αίμα χωρίς λόγο. Τώρα φοβάσαι πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Είσαι μόνος. Όταν έρχεται η αστυνομία, σε πιάνουν και σένα μαζί με τους άλλους. Η υπεύθυνη του κέντρου φαίνεται να τους λέει ότι εσύ και άλλα δύο παιδιά ήσασταν κρυμμένα στο γραφείο της. Δεν της δίνουν σημασία. Μένεις μόνος σου 10 μέρες στο κρατητήριο του νησιού μαζί με τους ενήλικες. Στενό, χωρίς παράθυρα, βγαίνεις μόνο για τουαλέτα. Φοβάσαι κάθε φορά που σε κοιτάνε, κάθε φορά που μπαίνει καινούριος κρατούμενος, πεινάς, ζεσταίνεσαι, βρωμάει, σου φωνάζουν. Δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε, δεν ξέρεις μέχρι πότε θα μείνεις εκεί, δεν ξέρεις τι θα γίνει μετά. Σε παίρνουνμε ένα μεγάλο πλοίο και σε βάζουν σε μια μεριά φρουρούμενο. Μόνο στην τουαλέτα μπορείς να πας. Παιδιά γυρνάνε ξένοιαστα, με ακουστικά στα αυτιά, παίζουν, τρώνε, πίνουν χυμούς, συζητάνε με τους γονείς τους, ερωτοτροπούν, φωνάζουν, γελάνε. Σε κοιτούν. Ντρέπεσαι. Θέλεις να κλαις. Δεν έκανες τίποτα, τίποτα, τίποτα. Εκτός από το να υπάρχεις σε ένα κόσμο που δεν θέλησες, δεν ζήτησες. Σε ένα κόσμο που δεν έχει ούτε μια μικρή γωνιά για σένα.
Πάλι σε κρατητήριο, μεγάλο αυτή τη φορά. Οι αστυνόμοι πιο απόμακροι, πιο στεγνοί, πιο τρομακτικοί. Μαζί με άλλα παιδιά που λένε τρομακτικές ιστορίες. Περνούν οι μέρες. Μια, δυο, δέκα, είκοσι. Μια μέρα αναστάτωση. Έρχεται Κάποιος. Ανοίγει η πόρτα. Σας φωνάζουν έξω. Βγάζουν φωτογραφίες με τον Κάποιο να σας μιλάει, να του δείχνετε μελανιές στο σώμα σας. Σου πιάνει τον καρπό. Φωτογραφίες, κάμερες. Γύρω του αστυνόμοι, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, ψυχολόγοι. Κουνάει το κεφάλι προβληματισμένος. Σας χτυπάει στην πλάτη. Φωτογραφίες. Μετά σας γυρίζει την δική του και φεύγει. Σας βάζουν πάλι μέσα. Νιώθεις αναγούλα. Και μετά ένα βάρος, σαν να έχεις καταπιεί πέτρα. Νιώθεις κάτι που δεν είχες ξανανιώσει μέχρι τώρα. Δεν είναι φόβος, δεν είναι ντροπή, δεν είναι θυμός, δεν είναι απόγνωση. Μπορεί να μην το 'χεις ξανακούσει και μπορεί να μην ξέρεις να το πεις. Είναι μίσος.
(με αφορμή την είδηση: «Σε συναισθηματικά φορτισμένο κλίμα συναντήθηκε ο Γ. Γ. του υπ. Μεταναστευτικής πολιτικής, με κρατούμενα παιδιά στην Πέτρου Ράλλη και την Αμυγδαλεζα»)
ArtiNews
Είσαι 7 χρονών και ήδη ζεις στην κόλαση. Έχεις δει τόση βία και απόγνωση, έχεις ζήσει τον απόλυτο τρόμο. Τον τρόμο των βομβαρδισμών, των σφαγών, των διαμελισμένων πτωμάτων, τον τρόμο της πείνας και της δίψας. Ακούς μέρα-νύχτα τα ουρλιαχτά, τα κλάματα, τα παρακάλια, τις φωνές. Δεν θυμάσαι, ούτε τραγούδια, ούτε παραμύθια, ούτε γέλια και ξεφωνητά. Τρέχεις, μέσα στο φόβο, κρύβεσαι, περπατάς, κρύβεσαι πάλι, εξαντλείσαι, οι γονείς σε κουβαλούν, κοιμάσαι μέσα στο φόβο, τρέχειςπάλι.
Είσαι 10χρονών και ζεις σε ένα καταυλισμό με πολλές χιλιάδες άλλους. Η μητέρα σου δεν υπάρχει πια. Την είδες να πεθαίνει πρώτα εκείνη και μετά τη μικρή σου αδερφή πριν φτάσετε στα σύνορα. Είσαι βρώμικος και πεινασμένος. Φοβάσαι, κρυώνεις, καίγεσαι από τη ζέστη, αρρωσταίνεις. Κοντά βομβαρδίζουν.
Είσαι 13 χρονών και βρίσκεσαι σε κέντρο κράτησης στην Ελλάδα. Ο πατέρας σου έμεινε πίσω, σας έβαλε με τον αδερφό σου στη βάρκα για να γλιτώσετε εσείς τουλάχιστον. Έτσι νόμιζε. Ο αδερφός σου πνίγηκε λίγο πριν φτάσετε στην ακτή. Εσύ ήσουν τυχερός γιατί είχες σωσίβιο. Δεν πνίγηκες αλλά και δεν σώθηκες. Στο κέντρο, εξαγριωμένοι και απελπισμένοι άνθρωποι, ο έναςπάνω στον άλλο. Ζέστη, κακό φαγητό, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει, φοβούνται όλοι ότι θα τους γυρίσουν πίσω στην κόλαση που λένε ότι είναι ασφαλής χώρα.
Στο κέντρο κράτησης έγινε πάλι φασαρία. Κρύφτηκες γιατί φοβόσουν. Έχεις φάει πολύ ξύλο χωρίς αιτία στη μικρή σου ζωή, έχεις δει πολύ αίμα χωρίς λόγο. Τώρα φοβάσαι πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Είσαι μόνος. Όταν έρχεται η αστυνομία, σε πιάνουν και σένα μαζί με τους άλλους. Η υπεύθυνη του κέντρου φαίνεται να τους λέει ότι εσύ και άλλα δύο παιδιά ήσασταν κρυμμένα στο γραφείο της. Δεν της δίνουν σημασία. Μένεις μόνος σου 10 μέρες στο κρατητήριο του νησιού μαζί με τους ενήλικες. Στενό, χωρίς παράθυρα, βγαίνεις μόνο για τουαλέτα. Φοβάσαι κάθε φορά που σε κοιτάνε, κάθε φορά που μπαίνει καινούριος κρατούμενος, πεινάς, ζεσταίνεσαι, βρωμάει, σου φωνάζουν. Δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε, δεν ξέρεις μέχρι πότε θα μείνεις εκεί, δεν ξέρεις τι θα γίνει μετά. Σε παίρνουνμε ένα μεγάλο πλοίο και σε βάζουν σε μια μεριά φρουρούμενο. Μόνο στην τουαλέτα μπορείς να πας. Παιδιά γυρνάνε ξένοιαστα, με ακουστικά στα αυτιά, παίζουν, τρώνε, πίνουν χυμούς, συζητάνε με τους γονείς τους, ερωτοτροπούν, φωνάζουν, γελάνε. Σε κοιτούν. Ντρέπεσαι. Θέλεις να κλαις. Δεν έκανες τίποτα, τίποτα, τίποτα. Εκτός από το να υπάρχεις σε ένα κόσμο που δεν θέλησες, δεν ζήτησες. Σε ένα κόσμο που δεν έχει ούτε μια μικρή γωνιά για σένα.
Πάλι σε κρατητήριο, μεγάλο αυτή τη φορά. Οι αστυνόμοι πιο απόμακροι, πιο στεγνοί, πιο τρομακτικοί. Μαζί με άλλα παιδιά που λένε τρομακτικές ιστορίες. Περνούν οι μέρες. Μια, δυο, δέκα, είκοσι. Μια μέρα αναστάτωση. Έρχεται Κάποιος. Ανοίγει η πόρτα. Σας φωνάζουν έξω. Βγάζουν φωτογραφίες με τον Κάποιο να σας μιλάει, να του δείχνετε μελανιές στο σώμα σας. Σου πιάνει τον καρπό. Φωτογραφίες, κάμερες. Γύρω του αστυνόμοι, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, ψυχολόγοι. Κουνάει το κεφάλι προβληματισμένος. Σας χτυπάει στην πλάτη. Φωτογραφίες. Μετά σας γυρίζει την δική του και φεύγει. Σας βάζουν πάλι μέσα. Νιώθεις αναγούλα. Και μετά ένα βάρος, σαν να έχεις καταπιεί πέτρα. Νιώθεις κάτι που δεν είχες ξανανιώσει μέχρι τώρα. Δεν είναι φόβος, δεν είναι ντροπή, δεν είναι θυμός, δεν είναι απόγνωση. Μπορεί να μην το 'χεις ξανακούσει και μπορεί να μην ξέρεις να το πεις. Είναι μίσος.
(με αφορμή την είδηση: «Σε συναισθηματικά φορτισμένο κλίμα συναντήθηκε ο Γ. Γ. του υπ. Μεταναστευτικής πολιτικής, με κρατούμενα παιδιά στην Πέτρου Ράλλη και την Αμυγδαλεζα»)
ArtiNews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου