alt
Είχαμε να βρεθούμε κοντά 8 χρόνια. 
Στο μεταξύ είχα γεμίσει τη ζωή μου σπίτια, άδεια από ανθρώπους.
Μα μου πεθαίνανε, μα χώριζα, κανείς. 
Αντίθετα εκείνη, μέσα στη ζωή της να καμαρώνει ένα πλήθος. Γεννούσανε οι κόρες, πηγαινοέρχονταν οι νύφες, ένα τράφικ άνευ προηγουμένου.
Στις πρώτες γουλιές καφέ μου λέει: "Γέμισε η ζωή μου με άδειους ανθρώπους, στο σπίτι μέσα, λέω, να μην έχεις κάτι να πεις, να χαρείς τον άλλον, να σημαίνουν μεσάνυχτα και να έχουν αδειάσει κι εσένα. Να μην έχω δωμάτιο να κρυφτώ και μιαν ωρίτσα για μένα, ξέρεις τι θα πει;"
Κατάπια τη γλώσσα μου.
Επιστρέφοντας είδαμ' έναν άστεγο σε ύπνο βαθύ. Είχε πάρει μια κιμωλία κι είχε ζωγραφίσει κρεβάτι στο πεζοδρόμιο. 
Κούνησε το κεφάλι. 
Το κούνησα κι εγώ. 
Μερικά πράγματα καλύτερα να τα αφήνεις όπως είναι.
- Ελπίζω να μη σε ξαναδώ σε 8 χρόνια.
- Μπα, τώρα που σε ξαναβρήκα, μου λέει, θα σου' ρχομαι. Να πίνουμε κανά καφέ να γεμίζει με λίγη ουσία το τώρα μας ε;
- Ναι, της λέω. Να έρχεσαι. Να πάμε καμιά μέρα και στη Σαρωνίδα. Να μείνουμε κι άμα μπορείς. 
Ανοίξαμε ομπρέλες και πήγαμε αντίθετα. 
Με τη βροχή, σκεφτόμουνα, καθώς βάδιζα, θα σβήσει η κιμωλία.

 melodytravel