…Ζούμε σ’ έναν κόσμο, όπου δεν είναι όλα όπως θα έπρεπε να είναι. Αυτός όμως είναι ο μοναδικός που έχουμε.Καθώς δε οι άνθρωποι, όπως εμείς, τον έφτιαξαν έτσι όπως είναι, είμαστε οι μόνοι που θα μπορούσαμε να τον αλλάξουμε. Πρώτα θα έπρεπε βέβαια ν’ αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Πώς όμως; Όσο παρηγοριόμαστε λέγοντας στον εαυτό μας ότι όλα είναι σίγουρα και στο σωστό δρόμο δε θα υπάρχει περίπτωση ν’ αναζητήσουμε έναν άλλο, καλύτερο δρόμο. Αλλά κι όταν επιτρέψουμε στο φόβο να βγει στην επιφάνεια, είναι σχεδόν αδύνατο να βρούμε έναν τέτοιο δρόμο όσο εξακολουθούμε να παρατηρούμε το χαοτικό πέρα-δώθε της κίνησης σ’ όλα τα δρομάκια, τους δρόμους και τους αυτοκινητόδρομους αυτού του κόσμου πάντα είτε από πολύ μικρή είτε από πολύ μεγάλη απόσταση. Παραμένουμε δέσμιοι της προοπτικής που επιλέξαμε κατά περίπτωση. Ίσως βρείτε κι εσείς κάπου κοντά ένα λόφο, απ’ όπου όλα φαίνονται κάπως διαφορετικά…
Αν θέλετε πάντως μπορείτε να έρχεστε πότε-πότε στο δικό μου λοφάκι, το Βουνό των Αλόγων. Θα το βρείτε κάπου στο κέντρο της Γερμανίας. Μέχρι πριν λίγα χρόνια περνούσε ακριβώς από πάνω του ο μεθοριακός φράχτης και το χώριζε στα δύο. Η ανατολική του πλευρά είχε αποψιλωθεί τότε εντελώς. Για να υπάρχει ελευθερία βολής δεν αφέθηκε ούτε δέντρο όρθιο ούτε θάμνος. Στο μεταξύ ξαναφύτρωσαν οι πρώτοι θάμνοι και τα πρώτα δεντράκια και σε λίγο το Βουνό των Αλόγων θα ξαναβρεί την παλιά του όψη.
Ο δρόμος προς τα πάνω περνάει μέσα από έναν εγκαταλελειμμένο οπωρώνα. Δυο αδέλφια από το γειτονικό χωριό είχαν φυτέψει τα δέντρα, πριν στηθούν τα σύνορα. Τον καιρό του μεθοριακού φράχτη ο οπωρώνας βρισκόταν στο πουθενά. Καθώς κανείς δεν μπορούσε να κλαδέψει τα δέντρα, αυτά μεγάλωναν επί δεκαετίες όπως ήθελαν. Οι καρποί τους έπεφταν στο χώμα κι ανάμεσα στις δαμασκηνιές και στις κερασιές δημιουργήθηκε μια πυκνή βλάστηση από πυκνές δαμασκηνιές και κερασιές. Ιξοί φύτρωναν πάνω στις μηλιές μέσ’ από τις διχάλες των κλαδιών τους. Στα κούφια κλαδιά είχε φτιάξει ο δρυοκολάπτης τις φωλιές του και πολλά απ’ τα γέρικα δέντρα είχαν καλυφθεί από αγιοτριανταφυλλιές και αγιόκλημα.
Όποτε είχα διάθεση να καθίσω μόνος μου στο λόφο ν’ αγναντέψω ονειροπόλα και κάπως μελαγχολικά τη βουερή ροή της κίνησης εκεί κάτω, περνούσε ο δρόμος μου μέσ’ από αυτό τον εγκαταλελειμμένο οπωρώνα. Εδώ βγαίνουν την άνοιξη οι πρώτες αγριοφράουλες, το καλοκαίρι τα γλυκύτερα κεράσια και κατά τα τέλη του φθινοπώρου μοιραζόμουν με τ’ αμέτρητα πουλάκια που έχουν εδώ τις φωλιές τους τα τελευταία μήλα στα γυμνά κλαδιά.
Πριν από κάποιον καιρό συνάντησα τα δυό αδέλφια που είχαν φυτέψει τα δέντρα τότε, παλιά, εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα, μαζί με τον πατέρα τους. Θυμούνταν ακόμη με τι ενθουσιασμό είχαν διαλέξει τις διάφορες ποικιλίες κι είχαν στήσει τα δεντράκια στη γη. Ο πατέρας τους τους έδειξε πώς να τα κλαδεύουν, πώς να στερεώνουν ψηλά τα κλαδιά που γέρνουν, πώς να τα εξευγενίζουν με ενδοφθαλμισμό και μπόλιασμα και ό,τι άλλο μπορεί να κάνει κανείς για να έχει αργότερα όσο το δυνατόν καλύτερη σοδειά, μιας και το εισόδημα από την πώλησή τους θα εξασφάλιζε την διατροφή της οικογένειας. Όταν άρχισαν τα δέντρα να βγάζουν τους πρώτους καρπούς τους ήρθε ο μεθοριακός φράχτης κι έκτοτε απαγορεύτηκη η είσοδος στον οπωρώνα τους.
Το ένα από τ’ αδέλφια σκαρφάλωσε αργότερα πάνω απ’ το συνοριακό φράχτη κι αναζήτησε την τύχη του στο άλλο μισό της χωρισμένης χώρας. Τώρα, τριάντα χρόνια αργότερα, στέκονταν επί τέλους πάλι μαζί μες στον οπωρώνα τους και αναρωτιούνταν τι θα απογίνει. Για να ζήσει κανείς σήμερα από την παραγωγή φρούτων – αυτή ήταν και των δύο η άποψη -, θα έπρεπε το χωράφι να οργωθεί απ’ την αρχή και να φυτευτει ένα πολύ αποδοτικό είδος, μια βελτιωμένη καλλιέργεια, αναρριχώμενη. Τα δέντρα θα έπρεπε να λιπαίνονται, να ψεκάζονται και να καρπολογούνται μηχανικά. Για να συμφέρει όμως η επένδυση σε γεωργικά μηχανήματα, ο οπωρώνας θα έπρεπε να είναι δέκα ή, ακόμα καλύτερα, εκατό φορές πιο μεγάλος.
Στάθηκαν ώρα πολλή οι γέροντες άβουλοι στους πρόποδες του λόφου μου. Ύστερα κούνησαν το κεφάλι παρατημένοι κι έφυγαν.
Πριν από κάποιον καιρό συνάντησα τα δυό αδέλφια που είχαν φυτέψει τα δέντρα τότε, παλιά, εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα, μαζί με τον πατέρα τους. Θυμούνταν ακόμη με τι ενθουσιασμό είχαν διαλέξει τις διάφορες ποικιλίες κι είχαν στήσει τα δεντράκια στη γη. Ο πατέρας τους τους έδειξε πώς να τα κλαδεύουν, πώς να στερεώνουν ψηλά τα κλαδιά που γέρνουν, πώς να τα εξευγενίζουν με ενδοφθαλμισμό και μπόλιασμα και ό,τι άλλο μπορεί να κάνει κανείς για να έχει αργότερα όσο το δυνατόν καλύτερη σοδειά, μιας και το εισόδημα από την πώλησή τους θα εξασφάλιζε την διατροφή της οικογένειας. Όταν άρχισαν τα δέντρα να βγάζουν τους πρώτους καρπούς τους ήρθε ο μεθοριακός φράχτης κι έκτοτε απαγορεύτηκη η είσοδος στον οπωρώνα τους.
Το ένα από τ’ αδέλφια σκαρφάλωσε αργότερα πάνω απ’ το συνοριακό φράχτη κι αναζήτησε την τύχη του στο άλλο μισό της χωρισμένης χώρας. Τώρα, τριάντα χρόνια αργότερα, στέκονταν επί τέλους πάλι μαζί μες στον οπωρώνα τους και αναρωτιούνταν τι θα απογίνει. Για να ζήσει κανείς σήμερα από την παραγωγή φρούτων – αυτή ήταν και των δύο η άποψη -, θα έπρεπε το χωράφι να οργωθεί απ’ την αρχή και να φυτευτει ένα πολύ αποδοτικό είδος, μια βελτιωμένη καλλιέργεια, αναρριχώμενη. Τα δέντρα θα έπρεπε να λιπαίνονται, να ψεκάζονται και να καρπολογούνται μηχανικά. Για να συμφέρει όμως η επένδυση σε γεωργικά μηχανήματα, ο οπωρώνας θα έπρεπε να είναι δέκα ή, ακόμα καλύτερα, εκατό φορές πιο μεγάλος.
Στάθηκαν ώρα πολλή οι γέροντες άβουλοι στους πρόποδες του λόφου μου. Ύστερα κούνησαν το κεφάλι παρατημένοι κι έφυγαν.
…Εργάζομαι εδώ και πολλά χρόνια ως ερευνητής εγκεφάλου και η δουλειά στο εργαστήριο εξακολουθεί να μου είναι πολύ ευχάριστη.
…μ’ αρέσει εξίσου να βρίσκομαι πότε-πότε εδώ πάνω, στο λόφο μου.
Εδώ κανείς δε θα σκεφτεί ν’ αναποδογυρίσει την κάθε πέτρα για να καταλάβει πως προκύπτουν και πως παρέχονται δρόμοι και δρομάκια. Εδώ βρίσκεται κανείς αρκετά ψηλά για να έχει μια εποπτική ματιά, όχι όμως τόσο ψηλά, ώστε να μη διακρίνει τους συσχετισμούς.
…μ’ αρέσει εξίσου να βρίσκομαι πότε-πότε εδώ πάνω, στο λόφο μου.
Εδώ κανείς δε θα σκεφτεί ν’ αναποδογυρίσει την κάθε πέτρα για να καταλάβει πως προκύπτουν και πως παρέχονται δρόμοι και δρομάκια. Εδώ βρίσκεται κανείς αρκετά ψηλά για να έχει μια εποπτική ματιά, όχι όμως τόσο ψηλά, ώστε να μη διακρίνει τους συσχετισμούς.
…Το κάθετι γύρω μας που έχει ζωή και διαταράσσεται στην αρμονική του ισορροπία προσπαθεί με κάθε μέσο που διαθέτει να ανακτήσει τη χαμένη ισορροπία, κατ’ αρχάς εκείνη που είχε και, αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε μια νέα. Γι’ αυτό καθετί που ζει δεν μπορεί ποτέ να παραμείνει όπως είναι. Αυτό ισχύει για το κάθε κύτταρο, ισχύει για τον καθένα από μας και φυσικά ισχύει και για κάθε κοινωνία. Ένα κύτταρο μπορεί ν’ αλλάξει μόνο αλλάζοντας τον τρόπο αλληλεπίδρασης των μερών του. Εμείς μπορούμε ν’ αλλάξουμε μόνο αλλάζοντας τον τρόπο αλληλεπίδρασης εκείνων των κυττάρων μας που καθορίζουν τη συμπεριφορά μας. Και μια κοινωνία μπορεί ν’ αλλάξει μόνο, αν αλλάξουν εκείνοι που την κάνουν να είναι έτσι όπως είναι.
Όλα αυτά ακούγονται τόσο κοινότυπα κι όμως στην πράξη μας φαίνονται τόσο δύσκολα. Σ΄όλες τις εποχές και σ’ όλους τους πολιτισμικούς κύκλους οι άνθρωποι αναζητούσαν μιαν απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτοί οι ίδιοι, γιατί άλλοι άνθρωποι, γιατί ο κόσμος μες στον οποίο γεννήθηκαν είναι έτσι όπως είναι. Αυτό που στην αρχή τους φαινόταν σαν από Θεού δοσμένη τάξη πραγμάτων άρχισε να μπορεί να ερμηνεύεται, πρώτα με μικρά και αργότερα με όλο και πιο μεγάλα βήματα, καθώς διευρυνόταν η γνώση σχετικά με τους συσχετισμούς και τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις ορατές γι’ αυτούς δομές της φύσης και της κοινωνίας. Αναζητούσαν λύσεις για τα προβλήματα του κόσμου μες στον οποίο κινούνταν καθημερινά και τον οποίο έπρεπε να γνωρίζουν για να μπορούν, όσο το δυνατόν πιο ακίνδυνα κι απρόσκοπτα, να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, να κάνουν εμπόριο, ν’ αποκτούν πρόσβαση σε νέους πόρους και να προστατεύονται από επιθέσεις. Ανέπτυξαν επιμέρους επιστήμες για να εμβαθύνουν όλο και πιο πολύ στους συσχετισμούς αρχικά του φυσικού, αργότερα του χημικού και του ατομικού, τέλος δε και του έμβυου κόσμου και ν’ αξιοποιούν τα φαινόμενα που ανακάλυπταν εκεί. Κινητήρια δύναμη όλων αυτών των προσπαθειών ήταν ο φόβος, στόχος τους δε η ασφάλεια. Η πιο κατάλληλη στρατηγική, ο αποτελεσματιότερος δρόμος για την επίτευξη αυτής της ασφάλειας έμοιαζε για πολύ καιρό να είναι η απόκτηση υλικής και πνευματικής ανεξαρτησίας, η απόκτηση δηλαδή εξουσιαστικής ισχύος και γνώσης.
Όλα αυτά ακούγονται τόσο κοινότυπα κι όμως στην πράξη μας φαίνονται τόσο δύσκολα. Σ΄όλες τις εποχές και σ’ όλους τους πολιτισμικούς κύκλους οι άνθρωποι αναζητούσαν μιαν απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτοί οι ίδιοι, γιατί άλλοι άνθρωποι, γιατί ο κόσμος μες στον οποίο γεννήθηκαν είναι έτσι όπως είναι. Αυτό που στην αρχή τους φαινόταν σαν από Θεού δοσμένη τάξη πραγμάτων άρχισε να μπορεί να ερμηνεύεται, πρώτα με μικρά και αργότερα με όλο και πιο μεγάλα βήματα, καθώς διευρυνόταν η γνώση σχετικά με τους συσχετισμούς και τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις ορατές γι’ αυτούς δομές της φύσης και της κοινωνίας. Αναζητούσαν λύσεις για τα προβλήματα του κόσμου μες στον οποίο κινούνταν καθημερινά και τον οποίο έπρεπε να γνωρίζουν για να μπορούν, όσο το δυνατόν πιο ακίνδυνα κι απρόσκοπτα, να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, να κάνουν εμπόριο, ν’ αποκτούν πρόσβαση σε νέους πόρους και να προστατεύονται από επιθέσεις. Ανέπτυξαν επιμέρους επιστήμες για να εμβαθύνουν όλο και πιο πολύ στους συσχετισμούς αρχικά του φυσικού, αργότερα του χημικού και του ατομικού, τέλος δε και του έμβυου κόσμου και ν’ αξιοποιούν τα φαινόμενα που ανακάλυπταν εκεί. Κινητήρια δύναμη όλων αυτών των προσπαθειών ήταν ο φόβος, στόχος τους δε η ασφάλεια. Η πιο κατάλληλη στρατηγική, ο αποτελεσματιότερος δρόμος για την επίτευξη αυτής της ασφάλειας έμοιαζε για πολύ καιρό να είναι η απόκτηση υλικής και πνευματικής ανεξαρτησίας, η απόκτηση δηλαδή εξουσιαστικής ισχύος και γνώσης.
Βρισκόμαστε ακόμη σ’ αυτό το δρόμο που με τόση επιτυχία ακολούθησαν οι πρόγονοί μας. Τα μηνύματα που έρχονται στο μεταξύ από την κοινωνία κι από το σώμα μας μάς λένε όμως όλο και πιο επίμονα πως ο δρόμος αυτός φαίνεται να είναι αδιέξοδος. Δεν οδηγεί εκεί όπου η ασφάλεια είναι μεγαλύτερη και ο φόβος πιο λίγος. Η ατομική ή συλλογική συσσώρευση γνώσης και ισχύος, που τόσο καιρό έμοιαζε ικανή να θέτει υπό έλεγχο το φόβο και τη συνακόλουθη αντίδραση στρες, μετατράπηκε στο μεταξύ η ίδια σε απειλή. Άφησε κατ’ ανάγκη πίσω άλλους που διαθέτουν λιγότερη ισχύ, που είναι φτωχότεροι κι έχουν λιγότερες γνώσεις. Οδηγημένοι από το φόβο και όντες σε αναζήτηση μεγαλύτερης ασφάλειας, οι άνθρωποι αυτοί ακολουθούν, όπως ακολουθεί ένα αγοράκι τον δήθεν παντοδύναμο πατέρα, τον τόσο άπλετα φωταγωγημένο δρόμο των επιτυχημένων, των ισχυρών, των υλικά ανεξάρτητων στον κόσμο αυτό. Ως άτομα, ως ομάδες ή ως κοινωνίες ολόκληρες παίρνουν ό,τι μπορούν να πάρουν, απ’ όπου κι αν βρίσκεται αυτό και με κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους.
Έτσι μεγαλώνει ο φόβος εκείνων που βλέπουν το μανδύα από ευημερία και ισχύ, που με τόσο κόπο ύφαναν, να φυραίνει και να ξεφτάει όλο και πιο πολύ. Αρχικά ενοχλημένοι, μετά αναστατωμένοι και τέλος πραγματικά φοβισμένοι επιχειρούν με διάφορους τρόπους ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα εφαρμόζοντας τις ως τότε επιτυχείς στρατηγικές. Η εξουσιαστική τους ισχύ δεν επαρκεί για την ανάκτηση της παλιάς τάξης πραγμάτων, τα πλούτη τους δεν μπορούν να τα θυσιάσουν και όλη η γνώση που έχουν συσσωρεύσει σχετικά με το πώς αποκτά κανείς εξουσία και πλούτη αποδεικνύεται εντελώς άχρηστη για την αποτροποή μιας τέτοιας απειλής. Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται αδιέξοδη και η ανεξέλεγκτη αντίδραση στρες είναι αναπόφευκτη. Καταλαμβάνει αρχικά τα πιο αδύναμα μέλη της αποκαλούμενης ευημερούσας κοινωνίας, τους άρρωστους, τους γέρους, τους πολύτεκνους, τους πιο ευαίσθητους, τους λιγότερο ισχυρούς και λιγότερο πλούσιους, τους άνεργους, τους έποικους και απόκληρους. Όσοι έχουν ακόμα δύναμη οδηγούνται από το φόβο που φουντώνει μέσα τους σε μια όλο και πιο ασύστολη τάση προς τη βία, οι άλλοι οδηγούνται σε παραίτηση, αρρώστια και αφανισμό.
Έτσι μεγαλώνει ο φόβος εκείνων που βλέπουν το μανδύα από ευημερία και ισχύ, που με τόσο κόπο ύφαναν, να φυραίνει και να ξεφτάει όλο και πιο πολύ. Αρχικά ενοχλημένοι, μετά αναστατωμένοι και τέλος πραγματικά φοβισμένοι επιχειρούν με διάφορους τρόπους ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα εφαρμόζοντας τις ως τότε επιτυχείς στρατηγικές. Η εξουσιαστική τους ισχύ δεν επαρκεί για την ανάκτηση της παλιάς τάξης πραγμάτων, τα πλούτη τους δεν μπορούν να τα θυσιάσουν και όλη η γνώση που έχουν συσσωρεύσει σχετικά με το πώς αποκτά κανείς εξουσία και πλούτη αποδεικνύεται εντελώς άχρηστη για την αποτροποή μιας τέτοιας απειλής. Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται αδιέξοδη και η ανεξέλεγκτη αντίδραση στρες είναι αναπόφευκτη. Καταλαμβάνει αρχικά τα πιο αδύναμα μέλη της αποκαλούμενης ευημερούσας κοινωνίας, τους άρρωστους, τους γέρους, τους πολύτεκνους, τους πιο ευαίσθητους, τους λιγότερο ισχυρούς και λιγότερο πλούσιους, τους άνεργους, τους έποικους και απόκληρους. Όσοι έχουν ακόμα δύναμη οδηγούνται από το φόβο που φουντώνει μέσα τους σε μια όλο και πιο ασύστολη τάση προς τη βία, οι άλλοι οδηγούνται σε παραίτηση, αρρώστια και αφανισμό.
Και αυτά τα γνωρίζατε ή τα υποψιαζόσαστε εδώ και κάμποσο καιρό, μπορείτε δε να τα επιβεβαιώνετε καθημερινά, αν είναι ανάγκη, μέσ’ από τα δελτία ειδήσεων και τις εφημερίδες. Εκείνο όμως που ίσως δε γνωρίζατε και που προσπάθησα σ’ αυτές τις λίγες σελίδες να κάνω κατανοητό από εδώ πάνω, απ’ το λόφο μου, είναι κάτι που μέχρι πριν λίγα χρόνια ούτε κι εγώ τολμούσα να σκεφτώ. Ότι, δηλαδή, κάποτε θα μπορούσε να υπάρξει δυνατότητα να αποδίδονται σ’ ένα βιολογικό μηχανισμό τόσο μεγάλα τμήματα του κυκεώνα που επικρατεί στην αίσθηση και τη σκέψη μεμονωμένων ατόμων και κατ΄επέκταση τόσες παραφωνίες και αντιφάσεις στον τρόπο σκέψης, αίσθησης και δράσης μεγάλων ομάδων ανθρώπων. Ούτε θα θεωρούσα δυνατόν ότι, στην προσπάθειά μας να ερευνήσουμε και να αναλύσουμε τα αίτια, τους μηχανισμούς και τις επιπτώσεις της νευροενδοκρινικής αντίδρασης στρες ως την τελευταία λεπτομέρεια, μέχρι το επίπεδο των μοριακών ακολουθιών και αλληλεπιδράσεων, θα συγκεντρώνονταν κάποια στιγμή τόσες πληροφορίες, ώστε να μπορεί, όπως σ’ ένα παζλ, να συναρμολογηθεί μια εικόνα. Ούτε θα πίστευα πως η εικόνα αυτή θα ήταν τόσο εντυπωσιακά απλή, ώστε να μπορεί κανείς να την αποτυπώσει σε λίγες σελίδες για τον κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να καταλάβει.
Πόσο πολύ διαφέρει η εικόνα αυτή απ’ όλα εκείνα που έχουν προσπαθήσει μέχρι τώρα να μας βάλουν στο μυαλό σχετικά με τις αρνητικές επιδράσεις του φόβου και του στρες! Χρειαζόμαστε πάντα νέες προκλήσεις και τις συνακόλουθες ελεγχόμενες αντιδράσεις στρες για να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε όλο και πιο καλά στις πολύπλευρες απαιτήσεις του βιωματικού μας κόσμου. Όταν, μετά απ’ αυτό τυφλωμένοι από την επιτυχία των προσπαθειών μας σε επιμέρους τομείς, αρχίζουμε να γινόμαστε άκαμπτοι και απρόσεκτοι, να υπερτιμάμε τον εαυτό μας και να θεωρούμε πως όλα μπορούμε να τα ελέγξουμε και να τα διαχειριστούμε, τότε χρειαζόμαστε επίσης αυτό το έμμονο αίσθημα φόβου, απόγνωσης και αδυναμίας δράσης καθώς και τη συνακόλουθη αντίδραση στρες με τις αποσταθεροποιητικές της επιδράσεις επί των σχηματισμών διασυνδέσεων που είναι εγκατεστημένοι μέσα στον εγκέφαλό μας. Πως αλλιώς θα κατορθώναμε να ξεφύγουμε από τους δρόμους που ακολουθούσαν ως τώρα η σκέψη, η αίσθηση και οι ενέργειές μας και ν’ αναζητήσουμε νέους. Την αντίδραση στρες δεν την έχουμε για ν’ αρρωσταίνουμε, αλλά για να μπορούμε ν’ αλλάζουμε. Τότε μόνο αρρωσταίνουμε, όταν δεν αξιοποιούμε τις ευκαιρίες που αυτή μας προσφέρει· όταν αποφεύγουμε τις προκλήσεις που μας προσφέρει η ζωή, όπως και όταν επιζητούμε συνεχώς μόνο πολύ συγκεκριμένες προκλήσεις· όταν αρνιόμαστε να δεχθούμε το φόβο και να ομολογήσουμε την αδυναμία μας να αντιδράσουμε, όπως και όταν είμαστε ανίκανοι ν’ αναζητήσουμε νέους δρόμους για να τους κάνουμε βατούς. Και αυτά ισχύουν για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και για τις κοινότητες και τις κοινωνίες που συνθέτουν όλοι μαζί.
Πριν από χρόνια βρήκα το απόφθεγμα ενός φιλοσόφου της Αναγέννησης, που από τότε δε μου φεύγει από το νου: “Naturae enim non imperatur, nisi parendo” (“Γιατί η φύση δεν κυριαρχείται, αν πρώτα δεν την υπακούσουμε”, Bacon, Novum Organum).
Μόλις τώρα αρχίζω να κατανοώ τι σημαίνει αυτή η φράση: μόνο όταν καταφέρουμε ν’ αναγνωρίσουμε ποιοι νόμοι και ποιες αρχές διέπουν την ανάπτυξη έμβιων συστημάτων, μόνο όταν κατανοήσουμε γιατί συγκεκριμένες διεργασίες οδηγούνται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, θα έχουμε τη δυνατότητα να επηρεάσουμε επί τούτου τις εξελίξεις ως προς τις κατευθύνσεις τους αυτές και να επέμβουμε διορθωτικά σε προβλέψιμες διαταραχές. Μόνο όταν καταλάβουμε τι και γιατί φοβούνται οι άνθρωποι και τι συμβαίνει τότε μέσα τους, μπορούμε ν’ αναζητήσουμε διεξόδους. Δεν πρέπει ν’ ακολουθούμε, σαν αβέβαια παιδιά, τους δρόμους που χάραξαν οι γονείς μας και που εκείνοι μας προδιέγραψαν, μέχρι να φθάσουμε στο τελικό αδιέξοδο. Ούτε πρέπει πια ν’ ακολουθούμε, σαν να είμαστε τυφλοί, τις πανταχόθεν συμβουλές, προειδοποιήσεις και καλοπροαίρετες επισημάνσεις εκείνων που πιστεύουν ότι βλέπουν εξαιρετικά καλά, επειδή φορούν πολύ χοντρά γυαλιά.
Μόλις τώρα αρχίζω να κατανοώ τι σημαίνει αυτή η φράση: μόνο όταν καταφέρουμε ν’ αναγνωρίσουμε ποιοι νόμοι και ποιες αρχές διέπουν την ανάπτυξη έμβιων συστημάτων, μόνο όταν κατανοήσουμε γιατί συγκεκριμένες διεργασίες οδηγούνται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, θα έχουμε τη δυνατότητα να επηρεάσουμε επί τούτου τις εξελίξεις ως προς τις κατευθύνσεις τους αυτές και να επέμβουμε διορθωτικά σε προβλέψιμες διαταραχές. Μόνο όταν καταλάβουμε τι και γιατί φοβούνται οι άνθρωποι και τι συμβαίνει τότε μέσα τους, μπορούμε ν’ αναζητήσουμε διεξόδους. Δεν πρέπει ν’ ακολουθούμε, σαν αβέβαια παιδιά, τους δρόμους που χάραξαν οι γονείς μας και που εκείνοι μας προδιέγραψαν, μέχρι να φθάσουμε στο τελικό αδιέξοδο. Ούτε πρέπει πια ν’ ακολουθούμε, σαν να είμαστε τυφλοί, τις πανταχόθεν συμβουλές, προειδοποιήσεις και καλοπροαίρετες επισημάνσεις εκείνων που πιστεύουν ότι βλέπουν εξαιρετικά καλά, επειδή φορούν πολύ χοντρά γυαλιά.
Μπορούμε να κρίνουμε κατά πόσο είναι σωστή η κατεύθυνση προς την οποία προσπαθούν να μας οδηγήσουν. Επειδή ξέρουμε ότι ο φόβος, οι ελεγχόμενες προκλήσεις και οι ανεξέλεγκτες φορτίσεις θα ορίζουν τους δρόμους της σκέψης και της αίσθησής μας, μπορούμε να αναρωτηθούμε κατά πόσον η συμβουλή που μας δίνουν είναι συμβατή με αυτά που εμείς θέλουμε, κατά πόσο μπορεί δηλαδή να μας οδηγήσει σ’ ένα δρόμο που δεν καταλήγει υποχρεωτικά και πάλι σε αδιέξοδο.
Τι να το κάνουμε, μπορεί να πείτε, που τα ξέρουμε όλα αυτά; Η εξέλιξη τόσων πολλών ανθρώπων ξεχωριστά κι επομένως και των κοινωνιών που αυτοί απαρτίζουν έχει πάρει στο μεταξύ τόσο λαθεμένη πορεία, που κάθε προσπάθεια αλλαγής της θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι έτσι, πράγματι; Οι άνθρωποι πριν από μας πέρασαν ασύλληπτα πολύ χρόνο ακονίζοντας τα όπλα τους και συσσωρεύοντας πλούτη, εξουσία και γνώσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο προέκυπταν κατ’ ανάγκη όλο και πιο πολύπλοκες κι όλο και πιο δικτυωμένες κοινωνικές σχέσεις. Τέτοια συστήματα δεν καταρρέουν μονομιάς σαν χάρτινοι πύργοι. Επιδέχονται αργές, βαθμιαίες και πολύ συγκεκριμένα επιδιωχθείσες αλλαγές, που γίνονται δυνατές όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποστασιοποιούνται και παίρνουν άλλο δρόμο σ’ όλα τα σημεία εκείνα, όπου ένα τέτοιο σύστημα αρχίζει να γίνεται απειλητικά άκαμπτο. Ίσως αυτό να εννοούσε ο Τζούλιαν Χάξλεϋ με την παρατήρησή του ότι “ο άνθρωπος [δεν είναι] τίποτα άλλο, παρά η εξέλιξη που έφτασε ν’ αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της”.
Εδώ κι εκεί αρχίζει κάποιος να σιγομουρμουρίζει μια μελωδία που αναγνωρίζεται απ’ όλους και πέρα απ’ όλα τα χαρακώματα. Είναι ένα τραγούδι προαιώνιο που τραγουδήθηκε κατά καιρούς από μεμονωμένα άτομα, από τότε που υπάρχουν άνθρωποι σ’ αυτή τη γη.
Νομίζω πως είναι ώρα να κατέβουμε απ’ το λόφο μας. Σας εύχομαι σύνεση κι αισιοδοξία σ’ όλες τις εξορμήσεις.
Εδώ κι εκεί αρχίζει κάποιος να σιγομουρμουρίζει μια μελωδία που αναγνωρίζεται απ’ όλους και πέρα απ’ όλα τα χαρακώματα. Είναι ένα τραγούδι προαιώνιο που τραγουδήθηκε κατά καιρούς από μεμονωμένα άτομα, από τότε που υπάρχουν άνθρωποι σ’ αυτή τη γη.
Νομίζω πως είναι ώρα να κατέβουμε απ’ το λόφο μας. Σας εύχομαι σύνεση κι αισιοδοξία σ’ όλες τις εξορμήσεις.
Έχετε γεια!
Από το βιβλίο του Gerald Hüther: «ΒΙΟΛΟΓΙΑ του ΦΟΒΟΥ» Πως από το στρες γεννιούνται συναισθήματα, εκδόσεις ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ
Σχόλιο: Ο νευροβιολόγος κος Hüther, ουσιαστικά, προτείνει να μην φοβόμαστε το φόβο και επιτυχώς παραθέτει τους επιστημονικούς του λόγους σε νευροβιολογικό επίπεδο… και με πείθει ότι ούτε και το νόημα του φόβου μας δίδαξαν καλά (γιατί μας έμαθαν να είναι τρόπος και λόγος υποταγής έτσι ώστε να εστιάζουμε στο πρόβλημα που φτιάξανε και όχι στη λύση που υπάρχει λυσσαλέα ανάγκη να βρούμε), όπως και πολλά άλλα πράγματα δεν μας δίδαξαν καλά, που πολλά απ’ αυτά τα αποδεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα γιατί «έτσι τα βρήκαμε» άρα είναι δοκιμασμένα άρα είναι σωστά και αποτελεσματικά… πόσο λάθος εκτίμηση αποδεικνύεται να είναι!
…κι εμείς πετύχαμε-τύχαμε σ’ αυτή την ιστορική στιγμή του τρόμου της κατεδάφισης της μέχρι τώρα γνωστής ζωής μας και, είτε θέλουμε είτε όχι, θα πρέπει να βρούμε καινούργιους δρόμους ή δρομάκια ή να φτιάξουμε νέους αυτοκινητόδρομους γιατί οι έχοντες και κατέχοντες μας προτείνουν την εξαθλίωση και τον αφανισμό σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, για να ανασκουμπωθούμε λοιπόν… η λύση θα έρθει από μας, κανείς από κείνη την όχθη δε βλέπει το αδιέξοδο κι αν το βλέπουν (έτσι πιστεύω γιατί νιώθω ότι μας κοροϊδεύουν εμετικά ξεδιάντροπα) τρέμουν τόσο πολύ τα παχυλά ποδαράκια τους μήπως χάσουν το γνωστό και χλιδάτο δικό τους κόσμο που έχουν σκύψει και έρπονται σε ότι τους προτείνεται από τα ανίκητα κοράκια της μονομερούς ευημέριας, γιατί αυτοί θα χάσουν την πολυτέλεια της γελοίας τους ζωής κι εμείς θα χάσουμε την ίδια τη ζωή μας, σα να τους την χρωστάμε, προσφέροντάς την στο βωμό της ανούσιας καλοπέρασής τους.
psycheandlife2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου