Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Το χρήμα. Τι είναι τελικά το χρήμα; Είναι τα μικρά κομματάκια τυπωμένου χαρτιού που έχουμε στα πορτοφόλια μας; Είναι τα κέρματα που κουδουνίζουν στις τσέπες μας; Είναι οι πλαστικές πιστωτικές κάρτες με τις οποίες μπορούμε να αποκτάμε αγαθά και υπηρεσίες; Είναι τα μελλοντικά συμβόλαια αγοράς σιτηρών που έκλεισε ένα fund στο city; Τι ήταν αρχικά το χρήμα και πως εξελίχτηκε κατά την ιστορική διαδρομή του; τι είναι σήμερα το χρήμα, ένας τάχα αυτοαναπαραγώμενος πλούτος; Στα παραπάνω ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μέσα από την ιστορία του χρήματος από το 1000 και μετά και φτάνοντας ως σήμερα. Μέσα από την ιστορία του χρήματος θα μπορέσουμε να διαγνώσουμε τα στάδια από τα οποία πέρασαν δύο κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός. Μια ιστορία επομένως συνδεδεμένη με τη γέννηση, την ανάπτυξη και την κυριαρχία του καπιταλισμού μέχρι τη σημερινή του φάση, μια φάση που στηρίζεται ακριβώς στο χρήμα.
Η Δυτική Ευρώπη δεν περιέπεσε ποτέ σε κατάσταση φυσικής οικονομίας αν και κατά τη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα η νομισματική κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Οι περισσότερες συναλλαγές, σε τοπικό επίπεδο, γίνονταν με τη μέθοδο της ανταλλαγής των προϊόντων, αντιπραγματισμός δηλαδή, και η διαφορά στην αξία των ανταλλασσόμενων προϊόντων καλυπτόταν με μικρά ασημένια νομίσματα. Το μεγαλύτερο εμπόριο απαιτούσε την χρήση χρυσού νομίσματος και ως τέτοιο χρησιμοποιείτο το Βυζαντινό χρυσό solidus, ένα νόμισμα με σταθερή αξία μέχρι το 1100 τουλάχιστον. Το 758 ο Πεπίνος έκοψε ένα νέο αργυρό δηνάριο και ο Καρλομάγνος το τυποποίησε σε όλο το βασίλειο του σε μονάδες των δώδεκα αργυρών δηναρίων ( 12 δηνάρια ή πένες=1 σολδίο ή σελίνι ) και σε μονάδες των 20 σολδίων ( 20 σολδία ή σελίνια=1 λίρα ). Το αργυρό αυτό δηνάριο αποτέλεσε, επί πέντε περίπου αιώνες, το μοναδικό χρησιμοποιούμενο δυτικοευρωπαϊκής κοπής νόμισμα.
Όταν κατά τον δέκατο αιώνα η γερμανική οικονομία ανέκαμψε, άρχισε η εξόρυξη αργύρου στα αργυρωρυχεία του Ραμμελσπεργκ, ιδρύθηκαν νομισματοκοπεία και ξεκίνησε η κοπή αργυρών νομισμάτων. Ενώ λοιπόν κατά τη διάρκεια του εντέκατου και δωδέκατου αιώνα η εμπορική δραστηριότητα στη Δυτική και βόρεια Ευρώπη εντείνεται και επεκτείνεται, τα νομίσματα με τα οποία καλυπτόταν αυτή η δραστηριότητα ήταν το solidus, μουσουλμανικά και τοπικά νομίσματα.
Η παραπέρα επέκταση του εμπορίου αλλά και η πολιτική ισχυροποίηση των city; ιταλικών ιδιαίτερα πόλεων, έκανε δυνατή και αναγκαία την κοπή και κυκλοφορία περισσοτέρων και μεγαλύτερης αξίας νομισμάτων. Στο πλαίσιο του πολιτικού κατακερματισμού όλης της δυτικής Ευρώπης κάθε ηγεμόνας ή ηγεμονίσκος θεωρούσε σκόπιμο να κόβει νομίσματα, πράγμα που επέτεινε την νομισματική σύγχυση.
Η Βενετία ήταν η πρώτη εμπορική πόλη που έκοψε και έθεσε σε κυκλοφορία, το 1202, ένα μεγαλύτερο από τα κυκλοφορούντα, αργυρό νόμισμα. Ήταν το grosso ή metapan που περιείχε 2,18 γραμμάρια καθαρού αργύρου 965 βαθμών και ήταν ίσο με 24 δηνάρια. Είχε βέβαια προηγηθεί η καταλήστευση των μουσουλμανικών θησαυρών από τους σταυροφόρους, και το ίδιο θα ακολουθούσε το 1204, με τους θησαυρούς του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της Δ’ σταυροφορίας. Το 1203 η Βερόνα έκοψε κι αυτή ένα μεγάλο ασημένιο νόμισμα το soldo Veronese, με αξία ίση με 12 δηνάρια ακολουθούμενη από τη Φλωρεντία η οποία το 1237 έθεσε κυκλοφορία το δικό της soldo και το Μιλάνο ακολουθεί στα μέσα του αιώνα. Ακολούθησαν κι άλλες πόλεις όπως το Δουκάτο της Απουλίας, με το δουκάτο του, και η Νάπολι με το gigliato το 1285.
Βάση όλων αυτών των νομισμάτων ήταν η ασημένια πένα της Καρολίγγειας κοπής, η οποία ήταν μικρής αξίας και δεν ήταν κατάλληλη για μεγάλες συναλλαγές. Το σελίνι (sous ) και η λίρα ( livre ) ήταν λογιστικές μονάδες και δεν είχαν υπόσταση ως κυκλοφορούντα νομίσματα. Το 1266 ο Λουδοβίκος της Γαλλίας, ο επονομαζόμενος και άγιος, έκοψε τη μεγάλη ασημένια τορνέζικη λίρα ( gros tournois ), που περιείχε 4,22 γραμμάρια αργύρου και ήταν ίση με 12 δηνάρια. Ο Λουδοβίκος τυποποίησε το νόμισμα και οι βασιλικές κοπές ήσαν οι μόνες νόμιμες στις κτήσεις του, ενώ αλλού κυκλοφορούσαν παράλληλα με τα νομίσματα των τοπικών ηγεμόνων. Το 1290 το tournois αναβάθμισε την αξία του, σε σχέση με το δηνάριο, στα 13 και 1/8 δηνάρια ανά tournois. Η αξία της κοινής ασημένιας πένας άρχισε έκτοτε να υποτιμάται σε σχέση με όλα τα νομίσματα της Ευρώπης.
Το πρώτο χρυσό νόμισμα που κόπηκε στη Δυτική Ευρώπη κόπηκε από τον Φρειδερίκο το Β, στη Σικελία, και ήταν το Αυγουστάλιο ( Augustalis ), το οποίο, αν και η κυκλοφορία του ήταν περιορισμένη, σηματοδότησε μια νέα εποχή για τη Δυτική Ευρώπη. Το Augustalis κόπηκε το 1231, και το 1248 η Βενετία κόβει το δικό της χρυσό νόμισμα, το γνωστό δουκάτο, ακολουθούμενη από τη Γένοβα το 1252 με το januino και τη Φλωρεντία με το florin (φιορίνι ) της, το οποίο και γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία ιδιαίτερα στο Βορρά. Το januino περιείχε 3,5 γραμμάρια καθαρού χρυσού και το florin επίσης 3,5 γραμμάρια.
Το 1257 ο Λουδοβίκος ο Θ’ έκοψε χρυσό νόμισμα, την κορόνα, με αξία ίση με μισή λίρα. Η προσπάθεια της Αγγλίας να κόψει χρυσό νόμισμα την ίδια εποχή, κατέληξε σε αποτυχία λόγω της μικρής της εμπλοκής με το εμπόριο της Μεσογείου, με αποτέλεσμα χρυσό νόμισμα να κοπεί στην Αγγλία το 1344. Το χρυσό januino ή genovino είχε μεγαλύτερη κυκλοφορία στο Νότο και με το πέρασμα του χρόνου αντικατέστησε το δηνάριο στο εμπόριο της Μεσογείου.
Η ανάπτυξη των εμπορικών διαδικασιών στη ζώνη της Βόρειας θάλασσας είχε σαν αποτέλεσμα πολλές χώρες της περιοχής να κόψουν μεγάλα ασημένια νομίσματα. Η Ολλανδία πρώτη ακολουθούμενη από την Brabant και τη Λιέγη κυκλοφόρησαν αργυρά νομίσματα το 1268 το 1225 και το 1302 αντίστοιχα. Όλες αυτές οι εκδόσεις είχαν σαν πρότυπο το gros tournois της Γαλλίας και κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα πoλλοί ηγεμόνες και πόλεις της Γερμανίας έκοψαν νομίσματα πάλι με το ίδιο πρότυπο. Η Αγγλία έκοψε ένα groat με αξία τέσσερις μόνο πένες.
Προς το τέλος του δεκάτου τετάρτου αιώνα διάφορες χώρες άρχισαν να κόβουν πλέον χρυσά νομίσματα. Η Αραγόνα, οι Κάτω Χώρες, όπως το gulden των Κάτω Χωρών. Παρ ότι στη Γαλλία εγκαταστάθηκε μια εθνική νομισματοκοπή χρυσού νομίσματος γύρω στο 1290, δεν καθιερώθηκε κάποιο πρότυπο ως το 1385 οπότε εκδόθηκε το ecu, που περιείχε 4,079 γραμμάρια χρυσού και ήταν ίσο με το livre tournois που καθιερώθηκε ως πρότυπη μονάδα υπολογισμού. Η Αγγλία έκοψε το 1344 το noble που ήταν ίσο με μισό μάρκο ή με το ένα τρίτο της λίρας.
Στο πεδίο των μικρών ασημένιων νομισμάτων κυκλοφορούσαν από τον δωδέκατο αιώνα το δηνάριο στην Ιταλία, Γαλλία και σε κάποια μέρη της Γερμανίας, η πένα στην Αγγλία και το pfennig ή bracteates στις χώρες της Βαλτικής, τη Σαξονία, και ανατολικότερα. Ο διμεταλλισμός ήταν παρών σε όλη τη Δυτική και βόρεια Ευρώπη από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά. Αρχικά ο χρυσός βρέθηκε στα χέρια των δυτικών με την λεηλασία και την αρπαγή κυρίως, αλλά όσο εντεινόταν η εμπορική δραστηριότητα με την Ανατολή χρυσός εισέρρεε και από τις εμπορικές ανταλλαγές. Μετά τον δέκατο έκτο αιώνα μεγάλες ποσότητες χρυσού εισέρρευσαν στην Ευρώπη, μέσω της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, από την Αφρική και την Αμερική.
Στην Ευρώπη λοιπόν κυκλοφορούσαν από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά, ένας μεγάλος αριθμός νομισμάτων από διάφορες χώρες και με διάφορες περιεκτικότητες σε χρυσό και άργυρο καθώς και με διάφορα βάρη. Οι διάφορες οι κοπές δεν ήσαν τυποποιημένες, και με το πέρασμα του χρόνου τόσο η περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο όσο και τα βάρη άλλαζαν, με βασικό χαρακτηριστικό την μείωση της περιεκτικότητας ή του βάρους ή και τα δύο. Η υποτίμηση των νομισμάτων ήταν ο γενικός κανόνας.
Οι Γάλλοι στα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα μείωσαν την καθαρότητα του νομίσματος στη νέα έκδοση blanc και ακόμη περισσότερο στην έκδοση albus. Το ασημένιο μάρκο της Κολονίας ισοδυναμούσε με 55 groschen το 1226, 91 το 1350, 70 το 1378 και 100 το 1459. Το φλωρεντινό florin ήταν ισοδύναμο με 20 soldi το 1252 αλλά το 1480 με 111 soldi. Το νόμισμα που υποτιμήθηκε ιδιαίτερα ήταν το δηνάριο, το οποίο στο τέλος του Μεσαίωνα έγινε γνωστό ως μαύρο χρήμα (monnaie noire). ( από TUMA). Υποτιμήθηκε επίσης και το ecu και το noble με μειώσεις του βάρους η της περιεκτικότητας.
Στα παρακάτω διαγράμματα προβλέπουμε τη συνεχή μείωση της περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο σε μια σειρά ευρωπαϊκών νομισμάτων, για μια περίοδο από τα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα έως και τα μέσα του δέκατου όγδοου. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των νομισμάτων είναι η συνεχής μείωση της περιεκτικότητας τους σε πολύτιμο μέταλλο.
Διάγραμμα 1
Διάγραμμα 2
Αλλά γιατί αυτή η συνεχής μείωση της περιεκτικότητας ή του βάρους των νομισμάτων σε όλη την Ευρώπη και σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα; Μια απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται, στο ότι καθ’ όλη αυτή την περίοδο, δημιουργούνται τα συγκεντρωτικά κράτη με τη σύγχρονή τους μορφή. Η κεντρική εξουσία ενισχύεται και επεκτείνει τον έλεγχό της σε ευρύτερες περιοχές. Εξ αυτού και οι συχνοί πόλεμοι μεταξύ ηγεμόνων, βασιλέων και πόλεων σε όλη την έκταση της Ευρώπης. Η εξουσία από ιδιωτική γίνεται δημόσια. Οι στρατοί από φεουδαρχικοί μετασχηματίζονται σε μισθοφορικούς ή σε ένα μίγμα αυτών, τουλάχιστον στην αρχή της περιόδου, μέχρι το 1200 δηλαδή. Αρχίζει επίσης σιγά σιγά να σχηματίζεται και η διοικητική γραφειοκρατία. Οι ηγεμόνες είχαν ανάγκη από όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, για να καλύπτουν τις οικονομικές ανάγκες ενός όλο και μεγαλύτερου, τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση δραστηριοτήτων, κράτους.
Η αρχή του δανεισμού των κρατών είχε αρχίσει από πολύ νωρίς, από τον δωδέκατο αιώνα ήδη. «Η Βενετία είχε στην πραγματικότητα αναπτύξει ένα σύστημα του δημόσιου χρέους ακόμη νωρίτερα από τη Φλωρεντία, προς το τέλος του δωδέκατου αιώνα. Αυτό … διαδραμάτισε ένα βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση των πολέμων της Βενετίας με τη Γένοβα και άλλους ανταγωνιστές» γράφει ο Ferguson (FERGUSON σ 72). Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε, εντεινόμενη, και κατά τους επόμενους αιώνες, «το νέο χρέος (της Βενετίας) προέκυψε από τον παρατεταμένο πόλεμο με τους Τούρκους που έγινε μεταξύ 1463 και 1479. Οι επενδυτές έλαβαν ετήσιο επιτόκιο 5% που πληρωνόταν δύο φορές το χρόνο από τους διάφορους φόρους της πόλης ( που επιβλήθηκαν στην κατανάλωση, όπως στο αλάτι). Όπως το Florentine prestanze το ενετικό prestiti ήσαν αναγκαστικά δάνεια, αλλά με μια δευτεροβάθμια αγορά που επέτρεπε στους επενδυτές να πουλήσουν τη συμμετοχή τους στο δάνειο σε άλλους επενδυτές» (FERGUSON σ 72).
Η διαδικασία αυτή ήταν γενικευμένη και αφορούσε όλες της χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Και όλες το έλυναν με τους ίδιους γνωστούς τρόπους. Δανείζονταν από τους πλούσιους και αποπλήρωναν, όταν αποπλήρωναν, με φόρους στους πιο αδύνατους. Έτσι για την Αγγλία γράφει ο Μann:
«Τέτοιου είδους πιέσεις δεν έπλητταν μόνο την Αγγλία. Μέχρι τα τέλη του δωδέκατου αιώνα ο συνολικός αριθμός των ιπποτών (και των ακόλουθων τους) που αυτοεξοπλίζονταν ανά την Ευρώπη ήταν ίσος με τον αριθμό των μισθοφόρων ιπποτών που απαιτούσαν πληρωμή. Η κυβέρνηση των φλαμανδικών πόλεων του δέκατου τρίτου αιώνα, η κοινότητα τις Σιένας από το 1286 η Φλωρεντία από τον δέκατο τέταρτο αιώνα και η Γαλλία από τον δέκατο τρίτο ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα ένιωσαν όλες τους αυτή την οικονομική πίεση. Από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα μέχρι τον δέκατο έκτο οι ευρωπαϊκοί στρατοί συνδύαζαν τον επαγγελματισμό με στοιχεία του φεουδαρχικής στρατολόγησης και παρέμεναν επί μακρόν στα πεδία των μαχών. Ακολούθως έγιναν πλήρως επαγγελματικοί- και στην Αγγλία. Κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα δε, το μέγεθός τους ( σε απόλυτους αριθμούς αλλά και αναλογικά με τον πληθυσμό ) αυξήθηκε δραματικά». ( ΜΑΝΝ σ 581 ).
Ο εκδότης επομένως του νομίσματος είχε συμφέρον να μειώνει την αξία των νομισμάτων που έθετε σε κυκλοφορία, ώστε να καλύπτει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, διατηρώντας την ίδια ονομαστική αξία. Μια σημαντικότατη πηγή για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των κρατών ήταν και ο δανεισμός. Πάλι το συμφέρον των ηγεμόνων ήταν η αποπληρωμή των χρεών με μικρότερης αξίας νομίσματα. Η ανάπτυξη του πυροβολικού αυτή την περίοδο, όχι μόνο ισχυροποίησε τον βασιλιά έναντι των τοπικών αρχόντων και οδήγησε σε αύξηση της συγκέντρωσης της εξουσίας, αλλά δημιούργησε αυξημένες οικονομικές ανάγκες για την προμήθεια αυτού του ακριβού όπλου. Σε μια περίοδο που η φορολογία όχι μόνο ήταν ανύπαρκτη, αλλά κι οι προσπάθειες εφαρμογής της όταν σημειώνονταν συναντούσαν μεγάλη αντίδραση, ο έλεγχος του νομίσματος από την πλευρά του ηγεμόνα ήταν ένα ισχυρό μέσο αντίστασης στις οικονομικές πιέσεις.
«Στους ανήθικους ή στους εξαναγκασμένους από την πίεση των γεγονότων άρχοντες ( κι αυτοί οι τελευταίοι με το πέρασμα των χρόνων έγιναν η πλειοψηφία στο είδος τους ) τακτικά φανερώνονταν σαν αστραπή αποκάλυψης, η ιδέα πως μπορούσαν να λιγοστέψουν την ποσότητα του μετάλλου στα νομίσματά τους ή να προσθέσουν κάποιο φθηνότερο μέταλλο σε αυτά. Και είχαν πάντα την ελπίδα πως κανείς δεν θα το παρατηρούσε, αμέσως τουλάχιστον. Έτσι μια μικρότερη ποσότητα ασημιού ή χρυσαφιού θα αγόραζε τα ίδια όσα αγόραζε πριν». ( GALBRAITH ΤΟ ΧΡΗΜΑ σ 15 ). Αν και από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά η φορολογία και οι δασμοί αυξάνονται, μόνο μετά τον δέκατο πέμπτο αιώνα και ιδιαίτερα κατά τον δέκατο έβδομο, η φορολογία και μάλιστα η άμεση αποτέλεσαν πλέον την κύρια πηγή των κρατικών εσόδων.
Και πάλι την ίδια διαδικασία δανεισμού μπορούμε να δούμε και αργότερα στην Ολλανδία όταν αυτή έχει πλέον δημιουργήσει ένα σύγχρονο κράτος. « Κατά το 1650 υπήρχαν περισσότεροι από 65.000 Ολλανδοί εισοδηματίες, άτομα που είχαν επενδύσει τα κεφάλαιά τους σε κάποιο από τα προϊόντα του δημόσιου χρέους και που με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκε η χρηματοδότηση της μακρόχρονης προσπάθειας της Ολλανδίας να συντηρήσει την ανεξαρτησία της. Καθώς οι Ολλανδοί προχώρησαν από την αυτοάμυνα στην αυτοκρατορική επέκταση το ύψος του χρέους τους από 50 εκατομμύρια φλορίνια το 1632 έφτασε στα 250 εκατομμύρια το 1752»(FERGUSON σ 74-75)
Στα γραφήματα που ακολουθούν βλέπουμε τα κρατικά έσοδα στο πρώτο για την περίοδο 1155-1688, και τις δαπάνες της Αγγλίας στο δεύτερο από το 1695 ως το 1800. Η Αγγλία είναι η χώρα για την οποία διαθέτουμε τα περισσότερα ποσοτικά στοιχεία, αν και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και οι άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν παρόμοια πορεία όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει.
Διάγραμμα 3
Διάγραμμα 4
Οι τιμές για τη δημιουργία των διαγραμμάτων έχουν παρθεί από τον Μann και οι τιμές στον κατακόρυφο άξονα δηλώνουν εκατομμύρια λίρες, στο μεν πρώτο σε σταθερές τιμές της περιόδου 1451-1475, στο δε δεύτερο σε σταθερές τιμές της περιόδου 1690-1699.
Παρατηρούμε μια αύξηση των κρατικών δαπανών κατά 600% από το 1300 ως το 1700 περίπου, αν θεωρήσουμε ότι το σύνολο των εσόδων της περιόδου 1155-1688 ήσαν αντίστοιχα με τις δαπάνες σε κάποιο βάθος χρόνου. Διακρίνονται τρείς φάσεις. Η πρώτη, από τις αρχές ως τα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα, με μια αύξηση των κρατικών εσόδων κατά 100%. Μια δεύτερη φάση, από τα μέσα του δεκάτου τετάρτου έως τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα, στην οποία, σε μακροχρόνια βάση, οι δαπάνες μένουν σχεδόν σταθερές. Στην τρίτη φάση, από τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα ως το τέλος του, στην οποία οι δαπάνες αυξάνονται αλματωδώς κατά 300%. Την επόμενη πεντηκονταετία παραμένουν σχεδόν σταθερές ως το 1750 περίπου, ενώ την τελευταία πεντηκονταετία του δέκατου όγδοου αιώνα αυξάνονται πάλι κατά 250% περίπου.
Ένα άλλο αίτιο της μείωσης της περιεκτικότητας ή του βάρους των νομισμάτων, μπορούμε να το εντοπίσουμε στην πάγια οικονομική θεωρία και πρακτική του μερκαντιλισμού, που κυριαρχούσε ως και τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα τουλάχιστον. Κατ αυτήν, το κράτος πρέπει να φροντίζει ώστε να κατέχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα πολύτιμων μετάλλων και να αποτρέπει την εξαγωγή τους. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η νόθευση του νομίσματος μείωνε την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων από την κάθε χώρα. Ως τρίτο αίτιο πρέπει να λειτούργησε ο πληθωρισμός, που εμφανιζόταν κατά περιόδους σε όλο αυτό το μακρό χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα κατά τον δέκατο τέταρτο και δέκατο έβδομο αιώνα.
Η νόθευση του νομίσματος είναι φυσικά αίτιο και αιτιατό του πληθωρισμού. Την περίοδο όμως αυτή η άνοδος των τιμών των αγαθών ασκούσε πιέσεις στην πολιτική εξουσία, η οποία είχε μειωμένα έσοδα, ωθώντας την να μειώσει τις συνέπειες του πληθωρισμού στον κρατικό προϋπολογισμό, με νόθευση του νομίσματος. Ένας τέταρτος λόγος είναι, πιθανά, η αρχή σύμφωνα με την οποία "το κακό χρήμα διώχνει το καλό". Όταν δηλαδή κάποιος έχει στα χέρια του τόσο το κανονικού βάρους όσο και το μειωμένου βάρους νόμισμα, τότε θα κάνει τις συναλλαγές του με το νοθευμένο νόμισμα και θα κρατήσει το καλό αποθησαυρίζοντας το αν μπορεί. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε ρητά το 1558 από τον Τόμας Γκρέσσαμ, και έκτοτε φέρει το όνομα του, αν και την παρατήρηση είχαν κάνει ήδη τόσο ο Ορέσμ όσο και ο Κοπέρνικος. Γνωρίζοντας λοιπόν τα κράτη ότι μέσω του διεθνούς εμπορίου η χώρα τους θα γέμιζε από τα νοθευμένα νομίσματα άλλων χωρών, και τα δικά τους ανόθευτα θα αποθησαυρίζονταν αλλού, νόθευαν κι αυτοί με τη σειρά τους τα νομίσματά τους.
Από το 1609 η Τράπεζα του Άμστερνταμ άρχισε να ελέγχει τη γνησιότητα, το περιεχόμενο και το βάρος των νομισμάτων που έρχονταν στην κατοχή της, και μια τάξη άρχισε να μπαίνει στην μέχρι τότε απολύτως άναρχη νομισματική κυκλοφορία. Η διαδικασία όμως αυτή, αν και βρήκε μιμητές, επεκτάθηκε με βραδύ ρυθμό. Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων που κυκλοφορούσαν, αλλά και οι διαφορετικές αξίες που είχαν ανάλογα με τη χρονολογία και τον τόπο κοπής, περιέπλεκε πολύ τις διαδικασίες κατάρτισης των ισοτιμιών. Έπρεπε να είναι κάποιος πολύ ειδικός για να μπορεί να καθορίζει την αξία κάθε νομίσματος. Ένα εγχειρίδιο για τους "Μεταπράτες Χρήματος" που εκδόθηκε το 1606 από το ολλανδικό Κοινοβούλιο, κατέγραψε 341 αργυρά και 505 χρυσά νομίσματα. Ένα χάος επικρατούσε στο νομισματικό σύστημα της Ευρώπης και η Τράπεζα της Ανταλλαγής έβαλε τάξη για λογαριασμό των εμπόρων και της ολλανδικής κυβέρνησης.
Η σημαντικότερη όμως λειτουργία της ολλανδικής Τράπεζας ήταν αυτή των εναλλακτικών χρηματοπιστώσεων, τη μεταφορά δηλαδή χρηματικών ποσών με εντολή των καταθετών της. Το μόνο δικαίωμα που δεν της εκχωρήθηκε ήταν αυτό της δανειοδότησης. Η τελευταία όμως αρχή καταστρατηγήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Άρχισε να δίνει δάνεια προς την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Μετά το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα η εταιρεία δεν πήγαινε και τόσο καλά. Με τον Αγγλο ολλανδικό πολέμου του 1780 οι ολλανδικές απώλειες ήταν σημαντικές και η Τράπεζα έδωσε πάλι δάνεια. Το 1819 η Τράπεζα του Άμστερνταμ έθεσε τέλος στις εργασίες της.
Μετά την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ και άλλες τράπεζες με Δημόσιο χαρακτήρα και παρόμοια χαρακτηριστικά άρχισαν να ιδρύονται. Στο Ρότερνταμ, στο Ντελφ, στη Μιλνλμπουργκ. Φύλακες -τράπεζες, κατά την έκφρασή του Galbraith. Η Τράπεζα του Αμβούργου ιδρύθηκε το 1619. Η Τράπεζα όμως που έκανε το επόμενο καινοτόμο βήμα ήταν ένας κλάδος της Τράπεζας του Άμστερνταμ, η Τράπεζα της Στοκχόλμης ιδρυμένη το 1656. Το 1661 εξέδωσε έντυπες υποσχέσεις πληρωμής, τα τραπεζογραμμάτια, τα οποία και έθεσε σε κυκλοφορία. Η Τράπεζα της Στοκχόλμης ήταν λοιπόν η Τράπεζα που εξέδωσε χαρτονομίσματα.
Αν και το βήμα ήταν επαναστατικό, μπορούμε να δούμε μια συνέχεια στις τραπεζικές πρακτικές που μας οδήγησε στην έκδοση τραπεζογραμματίων. Από την πιστωτική επιστολή στην επιταγή και την συναλλαγματική, και μάλιστα στην μεταβιβάσιμη συναλλαγματική και επιταγή με οπισθογράφηση. Ένα άλλο βήμα ήταν ότι, με την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ, δημιουργήθηκε ένα Δημόσιο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ήταν φερέγγυο στις δοσοληψίες του και την ασφάλεια που παρείχε στις καταθέσεις. Αυτό η Τράπεζα του Άμστερνταμ το έκανε φανερό όταν, το 1672 οι στρατιές του Λουδοβίκου του ΙΔ’ πλησίασαν το Άμστερνταμ, και στον πανικό που δημιουργήθηκε, οι έμποροι πολιόρκησαν την Τράπεζα ζητώντας τα χρήματά τους πίσω. Όλοι ικανοποιήθηκαν, αλλά μόλις βεβαιώθηκαν ότι τα χρήματα τους υπήρχαν στην Τράπεζα και μάλιστα ασφαλή, δεν ήθελαν πια να τα πάρουν. Το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ εμπόρων καταθετών και Τράπεζας είχε εμπεδωθεί. Το βηματισμό, και στο ζήτημα της Δημόσιας Τράπεζας, είχε δοθεί πάλι από τις ιταλικές πόλεις με την ίδρυση στη Βενετία, κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, μιας Δημόσιας βραχύβιας Τράπεζας.
Η καινοτομία επομένως της Τράπεζας της Στοκχόλμης ήταν σημαντική γιατί μπορούσε μια Τράπεζα να κυκλοφορήσει περισσότερο χρήμα από όσες ήταν οι καταθέσεις της. Η πείρα είχε δείξει ότι ποτέ δεν συμπίπτουν χρονικά οι απαιτήσεις των καταθετών για ανάληψη των χρημάτων τους από μια τράπεζα. Από την εμπειρία και πάλι ήταν γνωστό ότι ένα 25 με 30% της αξίας των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων αν αποτελούσαν οι καταθέσεις, αρκούσαν για να καλυφθεί η ζήτηση σε χρήμα των καταθετών. Για να γίνει εφικτό όμως ένα τέτοιο βήμα, ήταν αναγκαία η εμπιστοσύνη των πελατών στην φερεγγυότητα της τράπεζας. Το πρώτο βήμα έγινε όμως και η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία. Φτάσαμε επομένως στην έκδοση του πρώτου χαρτονομίσματος, μια πρακτική η οποία επεκτάθηκε αργά αλλά έγινε κυρίαρχη και έφτασε στην κορύφωση των αποτελεσμάτων της κατά τα τέλη του 20ου αιώνα. Αυτή την πορεία όμως και τις συνέπειές της θα την παρακολουθήσουμε όμως στο επόμενο άρθρο.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗ.
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΙΙ. 1800-1945
Η αρχή του δέκατου ένατου αιώνα βρήκε τη Βρετανία σε πόλεμο και την Τράπεζα της Αγγλίας να έχει αναστείλει το δικαίωμα εξαγοράς των τραπεζογραμματίων και τη μετατροπή τους σε χρυσό. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης ήταν να εξαφανιστούν τα μικρά μεταλλικά νομίσματα τα οποία αποθησαυρίζονταν. Η τράπεζα τότε, για να διευκολύνει τις συναλλαγές τύπωσε χαρτονομίσματα μικρής αξίας, της μιας και των δύο λιρών. Από το 1802 η συναλλαγματική ισοτιμία της στερλίνας με το φράγκο και το μάρκο γνώρισε γρήγορη πτώση και μεγάλες ποσότητες χρυσού κατευθύνθηκαν έξω από τη Βρετανία. Καθώς οι τιμές πολλών αγαθών, αλλά και του χρυσού, αυξάνονταν στην Βρετανία των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα μια μεγάλη συζήτηση άρχισε γύρω από τη φύση του χρήματος.
Μια συζήτηση διεξήχθη στο βρετανικό κοινοβούλιο για να διερευνήσει και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Το μεγάλο ερώτημα ήταν αν είχαν υποτιμηθεί τα τραπεζογραμμάτια της Τράπεζας της Αγγλίας ή αν είχε ανέβει η τιμή του χρυσού. Εκτός από τα μέλη της βουλής των Κοινοτήτων στη συζήτηση πήρε μέρος και ο Ricardo. Η συζήτηση δεν κατέληξε πουθενά και η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα μια και «Τότε, όπως και σήμερα, ήταν ακαθόριστο το τι έκανε έναν άνθρωπο νομισματικό εμπειρογνώμονα» όπως ισχυρίζεται ο Galbraith (Galbraith Το χρήμα σ 42). Η μετατρεψιμότητα επανήλθε στην Βρετανία το 1821, μετά τη λήξη του πολέμου, και τα τραπεζογραμμάτια μπορούσαν ελεύθερα να μετατρέπονται σε χρυσό στην παλιά τιμή ανταλλαγής.
Σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, παρουσιάστηκαν περιπτώσεις μαζικής απαίτησης μετατροπής των τραπεζογραμματίων σε χρυσό. Στην Βρετανία τέτοιες ισχυρές πιέσεις μετατρεψιμότητας εκδηλώθηκαν στις κρίσεις του 1825, του 1833 με την πιο θεαματική αυτή του 1890 όταν κινδύνευσε με κατάρρευση ο τραπεζικός οίκος των Baring λόγω του ότι βρέθηκε να κατέχει 21 εκατομμύρια αφερέγγυες ομολογίες της Αργεντινής. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις η κρίση αντιμετωπιζόταν με άνοδο του επιτοκίου από την κεντρική Τράπεζα.
Το 1844 ψηφίστηκε στη Βρετανία ο Νόμος περί Τραπεζών. «Ο νόμος αυτός υπήρξε η πρώτη προσπάθεια καπιταλιστικού κράτους να προβεί σε συστηματική ρύθμιση της προσφοράς του χρήματος για να επιτύχει μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh (Λαπαβίτσας-Itoh σ 25). Στην ψήφιση του νόμου αποφασιστική ήταν η συμβολή της λεγόμενης Σχολής της Κυκλοφορίας-απογόνου της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος του Ricardo- και πρόγονος των σημερινών μονεταριστικών απόψεων. Πριν την ψήφιση του νόμου η Τράπεζα της Αγγλίας εφάρμοσε τον λεγόμενο «κανόνα του Palmer» σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα έπρεπε να κατέχει τίτλους που θα ισοδυναμούσαν με τα δύο τρίτα του παθητικού της και τα αποθέματα σε χρυσό να αποτελούν το υπόλοιπο του ενεργητικού της. Ο «κανόνα του Palmer» ήταν ένας εμπειρικός κανόνας ο οποίος ουσιαστικά επέβαλε τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας να είναι περίπου ίσα με το ένα τρίτο των τραπεζογραμματίων της που βρίσκονταν σε κυκλοφορία.
Ο Νόμος περί Τραπεζών του 1844, που αποτέλεσε και τον καταστατικό χάρτη της Τράπεζες της Αγγλίας, χώρισε την τράπεζα σε δύο τμήματα. Το Εκδοτικό και το Τραπεζικό. Το ενεργητικό του εκδοτικού τμήματος κατείχε το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων σε χρυσό και άργυρο-ο τελευταίος δεν έπρεπε να είναι περισσότερος από το ένα τέταρτο του συνολικού ποσού- και το παθητικό το μεγαλύτερο μέρος των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων. Η ποσότητα των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων βρισκόταν επομένως, σε κάθε στιγμή, σε ευθεία αναλογία με τα αποθέματα χρυσού που κατείχε η Τράπεζα. Το ενεργητικό του Τραπεζικού τμήματος κατείχε κυρίως τις προεξοφλημένες συναλλαγματικές και τίτλους του δημοσίου. Το τμήμα αυτό μπορούσε να προσθέσει άλλες 14 εκατομμύρια λίρες στο παθητικό του ασφαλισμένο από κρατικούς τίτλους.
Ο νόμος του 1844 παραχωρούσε στην Τράπεζα της Αγγλίας μονοπώλιο στην έκδοση τραπεζογραμματίων σε όλη τη χώρα θέτοντας ποσοτικά όρια, που μειώνονταν με το χρόνο, στο εκδοτικό δικαίωμα των υπόλοιπων τραπεζών. Ο Νόμος περί Τραπεζών στηρίχθηκε στη θεωρητική προσέγγιση του νομίσματος και του ρόλου του από τη Σχολή της Κυκλοφορίας, του ιδεολογικού προκατόχου του μονεταρισμού. Κατά την κρίση του 1847 ο Νόμος ανεστάλη, κάτω από τη νομισματική πίεση που δημιούργησε η κρίση. Το θεωρητικό υπόβαθρό του έδειξε από την αρχή τη λαθεμένη έδρασή του καθώς, σε κάθε κρίση που ακολούθησε ο Νόμος αναστελλόταν. Ο όγκος του χρυσού που βρισκόταν σε κυκλοφορία στη Βρετανία το 1856 ανέρχονταν, σε αξία, στα 75 εκατομμύρια λίρες ενώ το 1895 υπολογίζεται στα 92,5 εκατομμύρια λίρες η αξία του κυκλοφορούντος χρυσού, εκ των οποίων τα 30 εκατομμύρια βρίσκονταν πιθανά στα χέρια τραπεζιτών, ενώ ο όγκος όλων των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων από 39 εκατομμύρια λίρες έφτασε μόλις τα 40 εκατομμύρια. (Λαπαβίτσας Itoh σ 330).
Το 1800 η καχυποψία των Γάλλων απέναντι στις τράπεζες, μετά την κατάρρευση του συστήματος του Low, υποχώρησε και ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας. Αμέσως σχεδόν μετά την πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας η κεντρική Τράπεζα της Πρωσίας έγινε η Κεντρική Τράπεζα του Ράϊχ το 1875. Ανάμεσα στα σημαντικά νομίσματα καθιερώθηκε μια σταθερή σχέση ανταλλαγής ενώ μέσα στην κάθε χώρα τα τραπεζογραμμάτια ήσαν ελεύθερα μετατρεπτά σε χρυσό. Οι κεντρικές τράπεζες ήσαν αυτές που καθόριζαν την τακτική και προστάτευαν τη μετατροπή των τραπεζογραμματίων σε χρυσό.
Αν και ο χρυσός εξακολουθούσε να είναι σπάνιος η όλο και μεγαλύτερες ποσότητες χρυσού που ανακαλύπτονταν, στην Αμερική, στην Αυστραλία και στην Αφρική δημιουργούσαν ανησυχία σε αρκετούς για τη σταθερότητα της αξίας των τραπεζογραμματίων και των νομισμάτων. Φυσικά οι διακυμάνσεις στην αξία του νομίσματος είχε σημαντικές αλλά και διαφορετικές επιπτώσεις στις διάφορες τάξεις. Όπως επισημαίνει ο Ricardo: «Μπορεί να διατυπωθεί σαν μια αρχή με παγκόσμια εφαρμογή ότι κάθε άνθρωπος βλάπτεται ή ωφελείται από τη διακύμανση της αξίας του κυκλοφορούντος μέσου, σε αναλογία με το πόσο η περιουσία του αποτελείται από χρήματα, ή από το πόσο οι σταθερές χρηματικές του υποχρεώσεις υπερβαίνουν τις σταθερές απαιτήσεις που μπορεί να έχει αυτός από άλλους». (Ricardo. Pamphlets and Papers, 1809-1811. σ 136).
Ενώ στην Ευρώπη συνέβαιναν όσα έχουμε περιγράψει, στις αμερικάνικες αποικίες τα πράγματα ήσαν λίγο διαφορετικά. Από τη Νέα Αγγλία ως τη Βιρτζίνια, στα πρώτα χρόνια του αποικισμού, σαν μικρά νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν όστρακα, τα οποία ήδη χρησιμοποιούσαν σα νομίσματα οι ιθαγενείς πληθυσμοί. Το 1641 τα όστρακα έγιναν επίσημο χρήμα στη Μασαχουσέτη αλλά καθώς πλησίαζε ο δέκατος όγδοος αιώνας η χρήση τους περιοριζόταν όλο και περισσότερο. Στη Βιρτζίνια, από την αρχή σχεδόν του αποικισμού, ο καπνός χρησιμοποιήθηκε σαν χρήμα και από το 1642 έγινε το επίσημο νόμισμα της αποικίας και το ίδιο έγινε στο Μέρυλαντ και στην Καρολίνα. Ένα χρήμα παράξενο, αφού μπορούσε να καλλιεργηθεί και γι αυτό, το 1666, οι παραπάνω αποικίες επέβαλαν περιορισμούς στην καλλιέργεια καπνού.
Μια και η «παραχάραξη» ήταν εύκολη, με τη χρήση κακής ποιότητας καπνού ώστε να αυξηθεί η παραγωγή, δημιουργήθηκαν δημόσιες αποθήκες στις οποίες παραδινόταν ο καπνός, ζυγιζόταν, κατατασσόταν σε κατηγορίες και εκδίδονταν πιστοποιητικά που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένη ποσότητα καπνού, αντί να κυκλοφορεί ο ίδιος ο καπνός. Τα πιστοποιητικά αυτά έγιναν το νόμιμο χρήμα στη Βιρτζίνια το 1727 και κυκλοφορούσαν ως το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα. Πέρα από τα όστρακα και τον καπνό διάφορα άλλα αγαθά χρησιμοποιήθηκαν σαν χρήμα στις διάφορες αποικίες και σε διάφορες χρονικές περιόδους. Το ρύζι, τα βόδια, το στάρι, το ουίσκι και διάφορα άλλα χρησιμοποιήθηκαν σαν νομίσματα. Πέρα όμως από τα παραπάνω στην Αμερική πιστώνεται και η πρώτη χρήση χαρτονομισμάτων.
Τα χαρτονομίσματα διαφοροποιούνται από τα τραπεζογραμμάτια μόνο στο ότι ο εκδότης δεν είναι μια τράπεζα αλλά το ίδιο το κράτος. Αντί μια κυβέρνηση να δόση τις ομολογίες της στην τράπεζα και να χρησιμοποιήσει κατόπιν τα τραπεζογραμμάτιά της για τις πληρωμές της εκδίδει απευθείας το ίδιο το χαρτονόμισμα χωρίς τη διαμεσολάβηση τράπεζας. Κατά τα άλλα διατηρούν τα χαρακτηριστικά των τραπεζογραμματίων όντας κι αυτά υποσχέσεις πληρωμής με την άμεση ανταλλαξιμότητά τους με χρυσό. Τα πρώτα μάλιστα χαρτονομίσματα είχαν κι ένα παραπάνω πλεονέκτημα με το να προσφέρουν κι ένα μικρό τόκο όταν θα επιστρέφονταν για εξαγορά. Ενισχύθηκαν επίσης με την υποχρέωση των πιστωτών να αποδέχονται υποχρεωτικά για την εξόφλησή τους χαρτονομίσματα.
Η πρώτη έκδοση χαρτονομισμάτων έγινε το 1690 από την αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης για να πληρωθούν οι στρατιώτες μιας επίθεσης κατά του Κεμπέκ αφού δεν υπήρχε χρυσός για την πληρωμή τους και τα λάφυρα, που τους είχε υποσχεθεί ο αρχηγός, δεν ήρθαν αφού το Κεμπέκ δεν έπεσε. Παρ’ όλη την άσχημη αυτή αρχή τα χαρτονομίσματα συνέχισαν να εκδίδονται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς μιας και με αυτά πληρώνονταν και οι φόροι. Κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα και άλλες αποικίες άρχισαν να εκδίδουν χαρτονομίσματα. Η Νέα Αγγλία, η Νότια Καρολίνα, το Ρόουντ Άϊλαντ, η Πενσυλβάνια το 1723 και κατόπιν η Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϋ, το Ντελαγουέρ και το Μέρυλαντ.
Οι περισσότερες από τις αποικίες έκαναν μια συνετή χρήση της έκδοσης χαρτονομισμάτων αν και υπήρξαν και περιπτώσεις αντίθετες όπως αυτές της Νότιας Καρολίνας και του Ρόουντ Άϊλαντ. Η πλέον επιτυχημένη έκδοση χαρτονομισμάτων ήταν αυτή της Πενσυλβάνια και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι εκεί δραστηριοποιούνταν ο Φραγκλίνος, ένθερμος υποστηρικτής των χαρτονομισμάτων, ο οποίος , το 1729 δημοσίευσε το «μία σύντομη έρευνα πάνω στη φύση και την αναγκαιότητα των χαρτονομισμάτων». Το 1751 η Βρετανία απαγόρεψε την έκδοση χαρτονομισμάτων από τις αποικίες, αρχικά στη Νέα Αγγλία και μετά δεκατρία χρόνια σε όλες τις αποικίες.
Η έκδοση χαρτονομισμάτων επαναλήφθηκε αμέσως μετά το ξέσπασμα της αμερικανικής επανάστασης. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν και άλλες λύσεις για τη χρηματοδότησή της. Η φορολογία, η οποία μπορούσε να αποτελέσει την εναλλακτική πρόταση, ήταν σχεδόν αδύνατη όχι μόνο λόγω της παραδοσιακής αντιπάθειας των Αμερικανών προς αυτή αλλά και για λόγους πρακτικούς. Πριν και από την συγκέντρωση του Πρώτου Ηπειρωτικού Κογκρέσου ορισμένες αποικίες άρχισαν πάλι την έκδοση χαρτονομισμάτων για να ανταποκριθούν στις πολεμικές δαπάνες. Η Αμερικάνικη επανάσταση χρηματοδοτήθηκε από τα χαρτονομίσματα. Το Αμερικάνικο Σύνταγμα έδωσε το δικαίωμα νομισματοκοπίας μόνο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση απαγορεύοντας ταυτόχρονα σε όλους την τύπωση χαρτονομισμάτων.
Το εγχείρημα όμως επαναλήφθηκε το 1812-1814 πάλι κάτω από την πίεση των πολεμικών αναγκών και πάλι κατόπιν κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφυλίου. Η μη ψήφιση του καταστατικού της Κεντρικής Τράπεζας το 1810 είχε σαν αποτέλεσμα την παύση κάθε ελέγχου στην έκδοση χαρτονομίσματος από τις υπόλοιπες τράπεζες. Η έκδοση χαρτονομισμάτων από 45 εκατομμύρια δολάρια το 1812 έφτασε τα 100 εκατομμύρια το 1817. «Άλλες εταιρείες και έμποροι εκδίδαν νόμισμα. Ακόμα και οι κουρείς και οι μπάρμαν συναγωνίζονταν την τράπεζα σ΄ αυτό το σημείο… σχεδόν κάθε πολίτης θεωρούσε πως ήταν συνταγματικό του δικαίωμα να εκδίδει χαρτονομίσματα» ( αναφέρεται από το Galbraith Το χρήμα σ 83).
Στον πίνακα 3 βλέπουμε τις κατά κεφαλή καταθέσεις στις ΗΠΑ και το κατά κεφαλή νόμισμα σε κυκλοφορία από το 1840 ως το 1910. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τη ραγδαία άνοδο των καταθέσεων από το 1870 και μετά και την ομαλή αύξηση του κυκλοφορούντος νομίσματος.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
|
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΕ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
| |
1840
|
7,01
|
10,88
|
1850
|
6,28
|
11,99
|
1860
|
9,84
|
13,82
|
1870
|
19,42
|
19,42
|
1880
|
44,20
|
19,37
|
1890
|
72,57
|
22,66
|
1900
|
117,24
|
27,35
|
1910
|
194,20
|
34,07
|
ΠΗΓΗ: ΝΙΕΜΙ σ 199
Η εμπειρία όμως αυτή δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Αμερικής. Την ίδια τακτική ακολούθησε και η Γαλλία κατά τη δική της επανάσταση. Ίδιες ανάγκες οδηγούν επομένως σε παρόμοιες λύσεις. Μια και ο χρυσός και ο άργυρος ήταν ιδιοκτησία των πλούσιων και μπορούσε να κρυφτεί ή να εξαχθεί η Γάλλοι συνέδεσαν το χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησαν, το ασσιανιάτο (assignats), με τη γη η οποία δε έφευγε από τη θέση της. Στη διάθεση της επανάστασης δε βρισκόταν ούτε πολύτιμα μέταλλα, ούτε δάνεια, ούτε φόροι μια και οι φόροι ήσαν ένας από τους στόχους της Τρίτης Τάξης και είχαν κηρυχτεί παράνομοι από την Εθνοσυνέλευση τον Ιούνιο του 1789.
Η εκκλησιαστική γη ήταν αρχικά μόνο στη διάθεσή της και αυτή, πολύ έξυπνα, χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση γραμματίων τα οποία θα εξαργυρώνονταν με γη. Το Δεκέμβρη του 1789 η εθνοσυνέλευση προχώρησε στην έκδοση 400 εκατομμυρίων γαλλικών λιρών, των ασσινιάτων, τα οποία υποτίθεται πως θα εξαγοράζονταν μέσα σε πέντε χρόνια με τα έσοδα από την πώληση ίσης αξίας γης της εκκλησίας και του στέμματος. Τα ασσινιάτα ήταν έντοκα, με επιτόκιο 5%, και πράγματι μπορούσε κάποιος να τα ανταλλάξει με γη. Η επόμενη έκδοση ασσινιάτων, το καλοκαίρι του 1790, ο τόκος εγκαταλείφθηκε. Η αξία των ασσινιάτων παρέμεινε αρχικά σταθερή αλλά από το 1793 η αξία τους είχε αρχίσει να μειώνεται αφενός λόγω της όλο και μεγαλύτερης κυκλοφορίας τους από τις Γαλλικές αρχές αλλά και λόγω του ιδιότυπου πολέμου της Αγγλίας που έδωσε την άδεια στους εξόριστους Γάλλους να τυπώνουν ασσινιάτα και να τα εξάγουν στη Γαλλία. Η υπονόμευση και η μείωση της αξίας των ασσινιάτων, αλλά και η εκπλήρωση του ρόλου τους, οδήγησαν το Διευθυντήριο, το 1979, πάλι στον κανόνα του χρυσού και του αργύρου.
Ξαναγυρίζοντας για λίγο στις ΗΠΑ μπορούμε να πούμε πως σε όλο, σχεδόν, τον δέκατο ένατο αιώνα επικρατούσε μια νομισματική και τραπεζική αναρχία η οποία και επιτάθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικάνικού εμφυλίου. Τράπεζες ιδρύονταν και τύπωναν τα δικά τους τραπεζογραμμάτια χορηγώντας και τα δικά τους δάνεια. «Εντούτοις, την εποχή που φτάσαμε στον εμφύλιο πόλεμο, το αμερικάνικο νομισματικό σύστημα ήταν, χωρίς ανάλογό του, το πιο μπερδεμένο στη μακριά ιστορία του εμπορίου και της συνδεμένης με αυτό απληστίας. Τα νομίσματα που έφταναν στο Άμστερνταμ πριν από το 1609, ήταν σε σύγκριση, η απλότητα προσωποποιημένη. Γύρω στα 7.000 διαφορετικά τραπεζογραμμάτια βρίσκονταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε κυκλοφορία, τυπωμένα από περίπου 1.600 διαφορετικές ή μη ανύπαρκτες πια πολιτειακές τράπεζες» γράφει ο Galbraith (Το χρήμα σ 97). Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε γύρω στις 5.000 πλαστές εκδόσεις.
Το χάος αυτό δεν εμπόδισε την οικονομική και παραγωγική ανάπτυξη των ΗΠΑ η οποία αυτή την περίοδο απογειωνόταν. Το 1863 ψηφίστηκε ο νόμος εθνικών τραπεζών ο οποίος καθιέρωσε ένα νέο σύστημα για τις εθνικές τράπεζες με το οποίο ορίστηκε πως μπορούσαν να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια στο 90% της αξίας των ομοσπονδιακών ομολογιών που θα αγόραζε η εκδότρια τράπεζα και θα κατέθετε στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο. Η έκδοση επομένως τραπεζογραμματίων συνδέθηκε με το κυβερνητικό χρέος. Μετά το 1837 το νόμισμα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν το χρυσό κυρίως νόμισμα. Πριν από τον εμφύλιο πόλεμο το νόμισμα που επικρατούσε ήταν το αργυρό και χρυσό κέρμα και όλο και περισσότερο το χρυσό. Τα μόνα χάρτινα νομίσματα που κυκλοφορούσαν ήσαν τα γραμμάτια διαφόρων τραπεζών.
Καθώς το 1861 άρχισε ο αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος οι ανάγκες της κυβέρνησης για χρήμα γίνονταν όλο και μεγαλύτερες. Το οικονομικό έτος 1861 τα έξοδα της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν 67 εκατομμύρια και το επόμενο έτος ανέβηκε στα 475 εκατομμύρια. Το 1865 έφτασαν τα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια ποσό ρεκόρ που το ξαναέφτασαν μόνο το 1917. Τα έσοδα το 1862 ανήλθαν στα 52 εκατομμύρια και το έλλειμμα αυτού του έτους ανήλθε στα 423 εκατομμύρια. Αν και τα έσοδα το 1865 ανήλθαν στα 334 εκατομμύρια δολάρια το έλλειμμα πλησίασε το ένα δισεκατομμύριο. Ο μόνος τρόπος να καλυφθεί το έλλειμμα ήταν η έκδοση χαρτονομισμάτων και ο δανεισμός.
Από το 1862 άρχισε η έκδοση τραπεζογραμματίων, τα οποία ήσαν νόμιμο χρήμα, και λόγω του χρώματός τους ονομάστηκαν γκρήνμπανκς. Ο αριθμός των γκρήνμπανκς που εκδίδονταν αυξανόταν συνεχώς καθώς οι ανάγκες της κυβέρνησης αυξάνονταν κατακόρυφα. Παρότι η απόσυρση των γκρήνμπανκς άρχισε το 1866 η διαδικασία σταμάτησε το 1868 και από το 1871 άρχισε η επανέκδοση των γκρήνμπανκς. Το 1867 οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αποφασίσει να κάνουν το χρυσό ως το μόνο απόθεμα για τα νομίσματά τους καθώς και το μέσο για τις μεταξύ τους πληρωμές. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι ΗΠΑ και το ασημένιο δολάριο σταμάτησε να κυκλοφορεί.
Μέσα από τις παραπάνω ιστορικές διεργασίες είχε γεννηθεί το χαρτονόμισμα, απλά κομμάτια τυπωμένο χαρτί, τα οποία μπορούσαν, στο μέλλον συνήθως, να αντικατασταθούν με κάτι με το οποίο ουδέποτε ανταλλάχτηκαν μια και το ρόλο των πληρωμών που είχαν αναλάβει τον έπαιζαν αρκετά καλά.
Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα η κυριαρχία της Βρετανίας στη βιομηχανική παραγωγή, στο εμπόριο και στις ξένες επενδύσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την κυριαρχία της στερλίνας στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. όπως το διατυπώνει ο Jones: «Οι τεράστιες επενδύσεις της Βρετανίας στο εξωτερικό έδωσαν μεγάλη ώθηση στη ζήτηση στερλίνας, η οποία εδραιώθηκε ως το σημαντικότερο διεθνές νόμισμα και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για τη χρηματοδότηση όχι μόνο του βρετανικού εξωτερικού εμπορίου, αλλά και για τη χρηματοδότηση του μεγαλύτερου μέρους του εμπορίου του υπόλοιπου κόσμου» (Geoffrey Jones σ 82).
Το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου είχε σαν αποτέλεσμα οι εμπλεκόμενες χώρες-Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία και Αυστρία-να εγκαταλείψουν τον κανόνα του χρυσού. Καθώς ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών χρεογράφων βρισκόταν στα χέρια των Βρετανών-ίσως πάνω από έξι δισεκατομμύρια δολάρια-έντονη ήταν ην ανησυχία στις ΗΠΑ για εξαργύρωση αυτών των ομολόγων πράγμα που με τη σειρά του θα οδηγούσε σε εξαφάνιση των, όχι και μεγάλων, αποθεμάτων χρυσού των ΗΠΑ. Το νέο Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα είχε μόνο 203 εκατομμύρια σε χρυσό στα θησαυροφυλάκιά του.
Οι φόβοι της αδυναμίας εξαργύρωσης των χρεογράφων οδήγησαν σε μαζική ρευστοποίησή τους αλλά μετά από λίγο χρόνο έγινε αντιληπτό πως οι ΗΠΑ, μακριά από τον πόλεμο, ήσαν η ασφαλέστερη χώρα. Η διαδικασία αντιστράφηκε και μεγάλες ποσότητες χρυσού άρχισαν να εισρέουν στις ΗΠΑ. Παράλληλα η πολεμική προσπάθεια έδωσε τεράστια ώθηση στη ζήτηση αγαθών από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σταριού και πολεμικού υλικού. Στο τέλος του 1917 οι ΗΠΑ είχαν στην κατοχή τους 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρυσό έναντι 1,5 που είχαν το 1914. Το 1918 τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ έφτασαν τα 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια για να εκτιναχτούν στα 4,2 δισεκατομμύρια στο τέλος του 1926. Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας ήταν να μειωθούν σε μεγάλο βαθμό τα αποθέματα σε χρυσό των Κεντρικών Τραπεζών της Γαλλίας και της Ρωσίας και φυσικά να είναι αδύνατη η ανταλλαξιμότητα των χαρτονομισμάτων με χρυσό. Αν στις παραπάνω χώρες ο κανόνας του χρυσού υπονομεύτηκε από την απουσία χρυσού, στις ΗΠΑ αυτό έγινε για τον αντίθετο λόγο. Από την πληθώρα χρυσού. Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, το 1917, σηματοδότηση την έξοδο και της χώρας αυτής από τον κανόνα του χρυσού.
Κατά τους Λαπαβίτσα και Itoh «Ο βαθμιαίος εξοβελισμός του εμπορευματικού χρήματος από τις διεθνείς πληρωμές μεταξύ καπιταλιστικών χωρών κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα έχει μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τις λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας και των τραπεζογραμματίων της. Η έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου σηματοδότησε την εδραίωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους στην καπιταλιστική οικονομία η οποία εκφράστηκε και με την απόφαση του περιορισμού του ρόλου του χρυσού στις εγχώριες και τις διεθνείς συναλλαγές» (Λαπαβίτσα, Itoh σ 222).
Μία από της κληρονομιές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήταν η νομισματική αστάθεια των νομισμάτων πολλών χωρών. Η αποδέσμευση των νομισμάτων από τον κανόνα του χρυσού ή η τεχνική σταθερότητα που επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, εγκαταλείφτηκε μετά τον πόλεμο και τα περισσότερα ευρωπαϊκά νομίσματα ήσαν πολύ κάτω από τις προπολεμικές ισοτιμίες τους με το δολάριο. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν τον κανόνα του χρυσού το 1919 ενώ και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούσαν να επανέλθουν στον κανόνα του χρυσού αν και αυτό αποδείχθηκε δύσκολο σε αρκετές περιπτώσεις. Έτσι μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο κανόνας του χρυσού εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά παντού. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του έπαιξε έναν ουσιώδη ρόλο στην ενοποίηση των οικονομιών, κυρίως των αναπτυγμένων οικονομικά χωρών, καθορίζοντας έναν σχετικά σταθερό κανόνα στις μεταξύ τους οικονομικές και εμπορικές δοσοληψίες.
Η κατάσταση μετά τον πόλεμο είχε διαμορφωθεί ως εξής: «Στο ένα άκρο βρισκόταν μια επίλεκτη ομάδα χωρών που είχαν κατορθώσει να ανακτήσουν τις προπολεμικές ισοτιμίες τους: οι χώρες αυτές ήσαν η Βρετανία, η Ελβετία, η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία. …Στο άλλο άκρο βρίσκονταν πέντε χώρες-η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Πολωνία η Γερμανία και η Ρωσία-οι οποίες αναγκάστηκαν να εισαγάγουν νέες νομισματικές μονάδες, επειδή τα βίαια πλήγματα του πληθωρισμού καταβαράθρωσαν τα νομίσματά τους. Οι υπόλοιπες χώρες σταθεροποιήθηκαν ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, με ισοτιμίες των εθνικών τους νομισμάτων πολύ χαμηλότερες από τις προπολεμικές, όπως, παραδείγματος χάριν, η Γαλλία, με αξία του νομίσματός της στο 20% της προηγούμενης αξίας του σε δολάρια, το Βέλγιο (στο 14,3%), η Ιταλία (στο 25%), η Ρουμανία (στο 3,7%) η Βουλγαρία (στο 3,7%), η Γιουγκοσλαβία (στο 9,1%), η Τσεχοσλοβακία (στο 14,3%), η Φιλανδία (στο 12,5%).» (Aldcroft σ 83).
Στη Γαλλία το φράγκο, καθώς ο πληθωρισμός στη Γαλλία ανέβαινε και ο δανεισμός περιοριζόταν, άρχισε να καταρρέει από το 1922. Μετά τον πόλεμο το φράγκο ήταν γύρω στα 5,45 το δολάριο. Στο τέλος του 1922 ήταν 13,84 φράγκα το δολάριο και στο τέλος του 1923 19,02. Το 1926 με μια σειρά κυβερνητικών παρεμβάσεων η υποτίμηση του φράγκου σταμάτησε και η τιμή του σταθεροποιήθηκε μαζί με τη σταθεροποίηση και των τιμών. Καθώς η Γαλλία ήταν μια, από τις λίγες χώρες, στην οποία σημειώθηκε μεγάλη εισροή χρυσού ξαναγύρισε στον κανόνα χρυσού το 1928. Η μετάβαση όμως δεν ήταν ουσιαστική καθώς μόνο οι πολύ πλούσιοι μπορούσαν να μετατρέψουν τα φράγκα σε χρυσό καθώς το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό για τη μετατροπή ήταν 215.000 φράγκα. (τα στοιχεία από Galbraith Το χρήμα σ 155-172).
Η νομισματική σταθεροποίηση στις χώρες της Ευρώπης ήταν μια μακρόχρονη διαδικασία και η νομισματική μεταρρύθμιση έγινε, σε κάποιες χώρες λίγο πριν τη νομισματική κατάρρευση. Στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία, αν και ο πληθωρισμός κυμαινόταν σε μέτρια επίπεδα, τα μέτρα για τη νομισματική μεταρρύθμιση προχώρησαν με αργούς ρυθμούς με τη Γαλλία να την ολοκληρώνει το 1828 συνοδευόμενη από αύξηση της φορολογίας και μείωση των κρατικών δαπανών, ενώ στην Ιταλία, ο Μουσολίνι, με μια δέσμη αυστηρών αντιπληθωριστικών μέτρων στήριξε τη λιρέτα σε μια υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία.
Στη Γερμανία ένας πρωτόγνωρος πληθωρισμός, από το τέλος του 1923, ανάγκασε τη γερμανική κυβέρνηση να λάβει μια σειρά μέτρων για τη σταθεροποίηση του νομίσματος. Τα κυριότερα από αυτά ήσαν. το σταμάτημα της χρηματοδότησης της παθητικής αντίστασης στο Ρουρ, η σύνδεση των φόρων με το χρυσό και η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, του Rentenmark, που αντικαθιστούσε το παλιό. Η έκδοση του νέου νομίσματος ήταν αυστηρά περιορισμένη και στηριζόταν σε ένα διεθνές δάνειο που με τη σειρά του διασφαλιζόταν από πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Το Rentenmark ακολούθησε δηλαδή το δρόμο που είχαν ανοίξει τα ασσινιάτα. Με μια διαφορά. Κανείς δε μπορούσε να ανταλλάξει Rentenmark με γη ή άλλα περιουσιακά στοιχεία του γερμανικού κράτους. Το νομισματικό ιδεώδες κατέστη κυρίαρχο στην οικονομική σκέψη αρκετών κυβερνήσεων και οικονομολόγων και κυριάρχησε η θέση για κάποια υποτιθέμενη κυριαρχία του νομισματικού συστήματος επί της οικονομίας.
Ως το τέλος της δεκαετίας του 1920 όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν σταθεροποιήσει τα νομίσματά τους και είχαν τιθασεύσει τον μεγάλο πληθωρισμό έχοντας υιοθετήσει κάποια εκδοχή του κανόνα του χρυσού, αν και τα χρυσά νομίσματα έπαψαν να κυκλοφορούν σε όλες σχεδόν τις χώρες. Μια και τα αποθέματα χρυσού πολλών χωρών ήσαν περιορισμένα έγινε αποδεκτός ένας κανόνας χρυσού συναλλάγματος με τις χώρες να υποκαθιστούν τα αποθεματικά τους σε χρυσό με ξένο συνάλλαγμα. Το ποσοστό λοιπόν του ξένου συναλλάγματος στις κεντρικές τράπεζες αυξήθηκε εντυπωσιακά προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. «Τα 1927, το ξένο συνάλλαγμα αποτελούσε το 42% των συνολικών αποθεματικών (σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα) στις είκοσι τέσσερις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες ενώ το 1913 το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 12%.» (Aldcroft σ 89).
Τα κύρια αποθεματικά νομίσματα έγιναν η στερλίνα και το δολάριο, με την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας να κατέχει το μεγαλύτερο αποθεματικό στον κόσμο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. Η ύπαρξη πλέον περισσότερων από πριν κεφαλαιαγορών είχε σαν αποτέλεσμα την ευκολότερη μετάβαση κεφαλαίων που ακολουθούσαν το μεγαλύτερο επιτόκιο. Η ύπαρξη, στις κεντρικές τράπεζες, μεγάλων αποθεματικών σε συνάλλαγμα, άμεσα μετατρέψιμων σε χρυσό, είχε σαν αποτέλεσμα την άσκηση ισχυρής πίεσης, ιδιαίτερα στη στερλίνα, αφού η Βρετανία δεν θα μπορούσε να καλύψει τη μετατροπή των στερλινών σε χρυσό σε περίπτωση κρίσης.
Οι υποχρεώσεις της Βρετανίας σε στερλίνες προς τις κεντρικές τράπεζες ήσαν τουλάχιστον τετραπλάσιες των αποθεμάτων της σε χρυσό. Στην αντίθετη θέση βρίσκονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες τα αποθέματα χρυσού των οποίων υπερέβαιναν τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις τους προς τις κεντρικές τράπεζες ήσαν μόλις 0,6 δισεκατομμύρια δολάρια. (Aldcroft σ 92). Το πρόβλημα επιδεινωνόταν από τον πρόχειρο τρόπο με τον οποίο είχαν καθοριστεί οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και την απροθυμία, αλλά και αδυναμία, των κυβερνήσεων να τις αλλάξουν. Οι χώρες με υποτιμημένο νόμισμα, όπως η Γαλλία, δεν ήθελαν να χάσουν το πλεονέκτημα της υποτίμησης ιδιαίτερα αυτό των κεφαλαιακών ροών, οι δε χώρες με τα υπερτιμημένα νομίσματα δε δέχονταν να τα υποτιμήσουν κυρίως λόγω της μείωσης του κύρους και της αξιοπιστίας τους.
Η Βρετανία ήταν ο αδύνατος κρίκος του συστήματος πλέον με τα αποθέματά της σε χρυσό να μειώνονται συνεχώς. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και οι ουδέτερες χώρες της Ευρώπης απορροφούσαν αυξανόμενο ποσοστό των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού, με αποτέλεσμα να έχει ανέλθει το μερίδιό τους, στο τέλος της δεκαετίας του 1920, στο 65% του συνόλου, ενώ το ποσοστό τους στο σύνολο το 1913 ήταν 54%» επισημαίνει ο Aldcroft (Aldcroft σ 92). Το νομισματικό σύστημα που στήθηκε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν επομένως ασταθές μια και άρχισε να στηρίζεται, όλο και περισσότερο, σε υποκατάστατα του χρυσού και η ευστάθειά του εξαρτιόταν από τη σταθερότητα του αποθεματικού νομίσματος, την οικονομική επάρκεια της χώρας έκδοσής του αλλά και από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια.
Η νομισματική σταθερότητα έγινε δυνατή μόνο όταν τιθασεύτηκε ο πληθωρισμός στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ο πλήρης κανόνας του χρυσού (Full gold standard) εγκαταλείφτηκε όμως γενικά. Οι περισσότερες χώρες προτίμησαν να υιοθετήσουν μια ήπια εκδοχή του κανόνα του χρυσού η οποία συνίστατο σε μια σταθερή ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με ένα ξένο νόμισμα που είτε ήταν χρυσό είτε ένας κανόνας χρυσού. Έτσι η πλήρης μετατρεψιμότητα σε χρυσό των χαρτονομισμάτων ανήκε πλέον στο παρελθόν ακόμη και στις χώρες, όπως η Βρετανία, η Δανία και η Νορβηγία, που υιοθέτησαν ένα κανόνα χρυσού αφού κι εκεί τα χαρτονομίσματα δε μετατρέπονταν αμέσως σε χρυσό και τότε μόνο σε μια σταθερή ισοτιμία και για μικρά ποσά.
Όπως γράφει ο Κίντλεμπερκερ: «Το διεθνές οικονομικό σύστημα κατέστη ασταθές διότι η Αγγλία δε μπόρεσε να αναλάβει την ευθύνη και οι ΗΠΑ την αποσιώπησαν, όσον αφορά τη σταθεροποίηση σε τρεις ιδιαίτερους τομείς. Πρώτον, διατηρώντας σχετικά ανοιχτή μια αγορά για εμπορεύματα που δεν εύρισκαν αγοραστές. Δεύτερον, προμηθεύοντας χωρίς να υπολογίζει τα κυκλικά φαινόμενα, μακροπρόθεσμα δάνεια. Τρίτον, υποτιμώντας το εύρος της κρίσης. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ήταν ασταθές, εκτός αν μια χώρα το σταθεροποιούσε, καθώς το είχε κάνει τον 19ο αιώνα και μέχρι το 1913 η Αγγλία. Το 1929, οι Άγγλοι δεν το μπορούσαν και οι Αμερικανοί δεν το ήθελαν. Όταν κάθε χώρα βάλθηκε να προστατέψει τα εθνικά της συμφέροντα, το παγκόσμιο γενικό συμφέρον διαχωρίστηκε, μαζί και τα ξεχωριστά συμφέροντα του κάθε έθνους.» μάλλον όμως ξεχνά ο Κίντλεμπερκερ ότι πάντα ήταν έτσι. Οι καταστάσεις ισορροπίας που αναπολεί δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας ουράνιας αρμονίας αλλά ισορροπία συμφερόντων την οποία κανείς δεν είχε τη δύναμη να διαταράξει. Όταν οι συνθήκες μεταβάλλονταν αυτό θα άλλαζε όπως και πραγματικά έγινε λίγο μετά την περίοδο που σκιαγραφεί παραπάνω.
Η κρίση του 1929 οδήγησε σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα με τη μεγαλύτερη πίεση να δέχεται, το καλοκαίρι του 1931, η στερλίνα της οποίας η θέση ήταν ιδιαίτερα αδύνατη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι μεγάλες εκροές κεφαλαίων αυτή την περίοδο οδήγησαν τη Βρετανία σε αδυναμία διατήρησης της σταθερής ισοτιμίας της στερλίνας. Η θέση της Βρετανίας επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η μόνη λύση να είναι πλέον η απομάκρυνση της Βρετανίας από το σύστημα σταθερών ισοτιμιών και την επίσημη απομάκρυνση της στερλίνας από τον κανόνα του χρυσού.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΤΗ
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΙΙΙ. 1945-ΣΗΜΕΡΑ
Στη Γερμανία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το ράιχσμαρκ, το οποίο είχε αντικαταστήσει το Rentenmark, βρέθηκε πάλι χωρίς αξία και το 1948 αντικαταστάθηκε χωρίς κλυδωνισμούς και χωρίς άνοδο των τιμών από το ντόϋτσμαρκ. Η φθίνουσα παραγωγική ικανότητα της Βρετανίας υπονόμευσε το ρόλο της στερλίνας ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Η στερλίνα υποτιμήθηκε, ως προς το δολάριο, το 1949 και ξανά το 1967. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το μισό, περίπου, του συνόλου του παγκόσμιου εμπορίου εξακολουθούσε να εκφράζεται σε στερλίνες αλλά ο διεθνής του ρόλος συνεχώς μειωνόταν. Μετά τη δεύτερη υποτίμηση, το 1967, η στερλίνα έπαψε να αποτελεί το δεύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και μόνο το 20% του παγκόσμιου εμπορίου εκφραζόταν σε στερλίνες κατά τη δεκαετία του 1970.
Ο άνισος καταμερισμός του παγκόσμιου αποθέματος χρυσού μετά τον πόλεμο, από τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα 24 δισεκατομμύρια βρίσκονταν στην κατοχή των ΗΠΑ, αλλά και οι ανάγκες του διεθνούς εμπορίου επέβαλαν την ύπαρξη μιας νέας νομισματικής συμφωνίας. Η συμφωνία που επιβλήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη συνάντηση που έγινε στο Μπρέντον Γουντς το 1944, στην οποία συμμετείχαν 44 χώρες, καθόρισε σταθερές και προκαθορισμένες ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών με μια διακύμανση της τάξης του 1%. Χωρίς δηλαδή να έχουμε αναβίωση του κανόνα του χρυσού καθορίστηκαν απλά οι σταθερές ισοτιμίες των νομισμάτων. Οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών υποχρεώνονταν να στηρίζουν το νόμισμα της χώρας όταν δεχόταν πιέσεις με στόχο τη διατήρηση της ισοτιμίας του στα καθορισμένα επίπεδα.
«Το σύστημα Μπρέντον Γουντς, που θεμελιώθηκε το 1944, ενίσχυσε τη σχετική σταθερότητα των τιμών (την ανταλλακτική αξία του χρήματος). Το σύστημα έθεσε σταθερές τιμές συναλλάγματος μεταξύ του αμερικανικού δολαρίου και των άλλων νομισμάτων, δεδομένης της υποχρέωσης των ΗΠΑ να μετατρέπουν 35 δολάρια σε 1 ουγκιά χρυσού, αν δέχονταν τέτοιο αίτημα ξένων κυβερνήσεων ή νομισματικών αρχών» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh.
Παράλληλα αποφασίστηκε η δημιουργία ενός Ταμείου, το οποί θα μετεξελισσόταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως ύστατη λύση καταφυγής σε περίπτωση που οι Κεντρικές Τράπεζες εξαντλούσαν τις δυνατότητές τους στήριξης του νομίσματος. Κάθε χώρα μέλος συνεισέφερε ένα ποσό για τη δημιουργία του Ταμείου και το ποσό που μπορούσε να δανειστεί ήταν ανάλογο της συνεισφοράς της. Ουσιαστικά δηλαδή το Ταμείο ήταν ένας γρήγορος τρόπος δανεισμού.
Όταν μια χώρα κατέφευγε στο Ταμείο για την προμήθεια χρυσού ή σκληρού νομίσματος κατέθετε στο Ταμείο ίσης αξίας ποσό του νομίσματός της. Σε περίπτωση όμως καταφυγής στο Ταμείο μια σειρά από υποχρεώσεις αναλάμβανε η χώρα με αποτέλεσμα η λειτουργία του Ταμείου να είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ ότι περιγράψαμε εδώ, με το Ταμείο να γίνεται ουσιαστικά ένας οργανισμός που καθόριζε την οικονομική πολιτική της χώρας που κατέφευγε στη βοήθειά του. Το Ταμείο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1947. Οι αρχικοί πόροι του Ταμείου ήσαν 2,75 δισεκατομμύρια δολάρια που προσέφεραν οι ΗΠΑ και 6,8 δισεκατομμύρια που προσέφεραν οι υπόλοιπες χώρες μέλη. Ποσό μικρό συγκρινόμενο ακόμη και με τα 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ.
Το σύστημα του Bretton Woods στηριζόταν στην απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ επί του καπιταλιστικού κόσμου. Μια ηγεμονία που είχε σαν βάση της την οικονομική και παραγωγική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Μετά τον πόλεμο οι ΗΠΑ δεν κατείχαν απλά τα δύο τρίτα των επίσημων παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού αλλά πρωτίστως μια τεράστια παραγωγική ικανότητα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο πλεονασματικός χαρακτήρας του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ ανατράπηκε. Το 1971 οι ΗΠΑ αναστέλλουν τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό και προχωρούν σε υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το χρυσό το 1971 και για δεύτερη φορά το 1973. Το σύστημα του Bretton Woods κατέρρευσε και η προσπάθεια δημιουργίας ενός συστήματος ισοτιμιών μέσα σε μια ευρεία ζώνη διακύμανσης δε μπόρεσε να σταθεροποιήσει την ισοτιμία του δολαρίου.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε καμπή στο χαρακτήρα κι στην κατανομή του διεθνούς δανεισμού. Νέα χρέη δημιουργήθηκαν ενώ οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες έχασαν μεγάλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους στο εξωτερικό. Η Γαλλία και η αστική τάξη της έχασε το μισό περίπου των περιουσιακών στοιχείων της στο εξωτερικό, η Βρετανία το 15% περίπου ενώ η Γερμανία έχασε το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της. Πέρα όμως από αυτή τη μεταβολή οι εμπόλεμες χώρες κατέφυγαν σε εκτεταμένο δανεισμό προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα πολεμικά έξοδα. Στη Γερμανία το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί κατακόρυφα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από 5 δισεκατομμύρια μάρκα το 1914 εκτινάχτηκε στα 105 το 1918. «Το συνολικό δημόσιο χρέος των εμπόλεμων χωρών, από 26 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν τις παραμονές του πολέμου, έφτασε τα 225 δισεκατομμύρια το 1920» κατά τον Beaud. (Beaud σ 249).
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τη διαχρονική πορεία των κυβερνητικών δαπανών της Βρετανίας από το 1200 και μετά σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 1
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
ΠΗΓΗ: CLARC. σ 14
Οι χρηματοοικονομικές συνέπειες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήσαν πολύ μεγάλες, της τάξης των 260 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αν συμπεριληφθούν όλοι οι εμπόλεμοι. Οι χώρες που κυρίως επωμίστηκαν αυτό το κόστος ήσαν η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία. «Μια ιδέα για το μέγεθος της συνολικής δαπάνης μας δίνει το γεγονός ότι αντιπροσώπευε περίπου εξήμισι φορές το σύνολο όλων των εθνικών χρεών που είχαν συσσωρευτεί σε όλο τον κόσμο από το τέλος του 18ου αιώνα έως τις παραμονές του Α’ παγκοσμίου πολέμου» (Aldcroft σ 25)
Το μεγαλύτερο μέρος από το κόστος αυτό καλύφθηκε με δανεισμό. Η Γαλλία και η Γερμανία στηρίχθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στο δανεισμό ενώ οι ΗΠΑ μόνο το 23% των πολεμικών δαπανών καλύφθηκε από τα δημόσια έσοδα. «Οι πιστωτικές πράξεις του ενός ή του άλλου είδους, και όχι η φορολογία, έγιναν η κύρια πηγή χρηματοδότησης του πολέμου» (Aldcroft σ 26).
Η χώρα η οποία βγήκε κερδισμένη από την παραπάνω εξέλιξη ήσαν οι ΗΠΑ. «Αν εξαιρέσουμε τα διακρατικά χρέη, η καθαρή πιστωτική θέση της Αμερικής στον μακροπρόθεσμο λογαριασμό ήταν 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ πριν από τον πόλεμο η θέση της ήταν καθαρά χρεωστική περίπου της ίδιας τάξης» γράφει ο Aldcroft (Aldcroft σ 94).
Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε τα χρέη των εμπόλεμων χωρών στις ΗΠΑ το Μάρτιο 1919.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΧΩΡΑ
|
ΧΡΕΟΣ (σε εκατομμύρια δολάρια)
|
ΓΑΛΛΙΑ
|
2.950.762
|
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
|
4.166.318
|
ΙΤΑΛΙΑ
|
1.648.034
|
ΒΕΛΓΙΟ
|
347.691
|
ΡΩΣΙΑ
|
187.729
|
ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΑ
|
61.256
|
ΡΟΥΜΑΝΙΑ
|
28.205
|
ΣΕΡΒΙΑ
|
26.175
|
ΕΛΛΑΔΑ
|
15.000
|
ΠΗΓΗ: LESOURD-GERARD σ 420
Η εκροή χρυσού από τη Βρετανία συνεχιζόταν με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και τον περιορισμό του δανεισμού. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε απότομο περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας και σε αύξηση της ανεργίας. Αντίθετα στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στη Γερμανία ο χρυσός αυξανόταν συνεχώς έχοντας τα έχοντας ως αποτέλεσμα την τόνωση της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Ο χρυσός που συγκεντρωνόταν στη Γερμανία ήταν αποτέλεσμα των εξωτερικών πιστώσεων. «οι εξωτερικές πιστώσεις που επιτεύχθηκαν από τη Γερμανία είναι δυόμιση φορές μεγαλύτερες από τις επανορθώσεις που καταβλήθηκαν στην πραγματικότητα, πράγμα που επιτρέπει στη Γερμανία όχι μόνο να προμηθεύεται πρώτες ύλες, αλλά και να ξανασυγκεντρώσει απόθεμα χρυσού και συναλλάγματος και να αναπτύξει τις επενδύσεις της στο εξωτερικό» γράφει ο Beaud. (Beaud σ 252). Στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, με την πιο αδύνατη παραγωγική βάση, οι παραπάνω εξελίξεις μετά τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είχαν δυσμενείς επιπτώσεις.
«Στη διάρκεια της ύφεσης, οι χώρες αυτές (κεντρική και ανατολική Ευρώπη) συνάντησαν δυσκολίες στην εξασφάλιση σημαντικών προμηθειών, και όσες μπόρεσαν να αποκτήσουν τέτοιες προμήθειες αναγκάστηκαν να καταβάλλουν υψηλές τιμές πράγμα που αύξησε ακόμη περισσότερο το χρέος τους. Επιπλέον, όταν οι τιμές των εμπορευμάτων κατέρρευσαν, στο δεύτερο εξάμηνο του 1920, το βάρος του χρέους αυξήθηκε, ιδιαίτερα στις ανατολικές χώρες, οι οποίες ήσαν σε σημαντικό βαθμό εξαρτημένες από τις εξαγωγές προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής. Δεύτερον, η πολιτική λιτότητας που υιοθέτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχε σοβαρές επιπτώσεις για την Ευρώπη συνολικά. Η πτώση τουλάχιστον κατά 40% του γενικού επιπέδου των τιμών δολαρίου ΗΠΑ επέβαλε βαρύ φορτίο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είχαν συνάψει δάνεια σε φουσκωμένες τιμές.» (Aldcroft σ 52).
Η διαδικασία του συνεχίστηκε καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του 1920 με τελικό αποτέλεσμα, στο τέλος της δεκαετίας, οι ΗΠΑ να είναι πλέον ο μεγάλος παγκόσμιος πιστωτής έχοντας εκδιώξει από τη θέση αυτή τις ευρωπαϊκές χώρες. Η ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία, κατά το 1929, συνεισέφεραν τα τρία τέταρτα των ξένων επενδύσεων. Σε αρκετές χώρες, ιδιαίτερα της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, το χρέος, κατά το 1929 ξεπερνούσε τους εγχώριους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου.
Την ίδια όμως διαδικασία δανεισμού ακολούθησε και η Γερμανία το χρέος της οποίας ανερχόταν, το 1930, στο ποσό των 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων με πιστώτριες χώρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και την Ολλανδία. Μεγάλο μέρος του δανεισμού πήγαινε σε μη παραγωγικές επενδύσεις και υπήρξε πράγματι μια κατασπατάληση ενός μέρους των πράγμα που οδήγησε τον Schacht να θρηνεί το 1927. «Με λίγα λόγια, ο διεθνής δανεισμός της δεκαετίας του 1920 δημιούργησε μια ψευδαίσθηση υγείας και σταθερότητας, που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα» όπως επισημαίνει ο Aldcroft (Aldcroft σ 99).
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου περιορισμοί άρχισαν να ορθώνονται στη εξαγωγή χρυσού από όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Η άνοδος του εθνικισμού ήταν ένας ακόμη παράγοντας που διαμόρφωσε, αλλά και διαμορφώθηκε, από τις παραπάνω οικονομικές συνθήκες. Τα κράτη γίνονταν όλο και πιο εσωστρεφή μια και οι ροές χρυσού και κεφαλαίων περιορίστηκαν δραματικά οι χώρες του κεντρικού πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης συνέχισαν στο δρόμο αυτό καλύπτοντας το δρόμο που τις χώριζε από τη Βρετανία η οποία άρχισε να βραδυπορεί. Ένας πολυπολικός κόσμος άρχισε να αναδύεται με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία αλλά και την Ιαπωνία στην Ασία να διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια οικονομική, και κατ΄ επέκταση, στην διεθνή πολιτική σκηνή.
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 πολλές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά και της Λατινικής Αμερικής, ήσαν υπερδανεισμένες και το χρέος τους δεν ήταν αυτοεξυπηρετούμενο. Για την εξυπηρέτηση του χρέους τους ήσαν αναγκασμένες να καταφεύγουν πάλι σε δανεισμό. Οι πιστωτές προέρχονταν, σε μεγάλο ποσοστό, από τη Βρετανία, τη Γαλλία και κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά το 1927-28 ο δανεισμός άρχισε να μειώνεται με την αρχή να γίνεται από τους Γάλλους πιστωτές. Οι γαλλικές εξαγωγές κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 50% το 1928 και σταμάτησαν τελείως το 1929, ενώ μεγάλο μέρος του βραχυπρόθεσμα τοποθετημένου γαλλικού κεφαλαίου επαναπατρίστηκε αφού τα επιτόκια στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη δεν ήσαν πλέον ελκυστικά και οι κίνδυνοι ήσαν πλέον αυξημένοι.
Όταν, το 1929, την ίδια πορεία ακολούθησαν και τα κεφάλαια που είχαν δανείσει οι αμερικάνοι το σύστημα διεθνούς δανεισμού άρχισε να καταρρέει. Η κερδοσκοπική οικονομική άνθιση στις ΗΠΑ οδήγησε σε τοποθετήσεις κεφαλαίων μέσα στις ΗΠΑ. «Οι εκδόσεις μακροπρόθεσμων ομολογιακών στις ΗΠΑ για λογαριασμό ξένων μειώθηκαν περισσότερο από 50% μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εξαμήνου του 1928. Κατά το πρώτο εξάμηνο το 1929 σημειώθηκε μικρή αναζωογόνηση, αλλά ακολούθησε μια ακόμη μεγαλύτερη πτώση το δεύτερο εξάμηνο του έτους, δίνοντας ένα σύνολο 790 εκατομμυρίων δολαρίων έναντι 1.250 εκατομμυρίων δολαρίων το 1928 και 1.336 εκατομμυρίων δολαρίων το 1927. Συνολικά, οι εκροές κεφαλαίων (τόσο μακροχρόνιων όσο και βραχυχρόνιων) από τους μεγάλους πιστωτές έπεσαν από 2.214 εκατομμύρια δολάρια το 1928 σε 1.414 εκατομμύρια δολάρια το 1929, ενώ τον επόμενο χρόνο έπεσαν ακόμη περισσότερο, στα 363 εκατομμύρια δολάρια». (Aldcroft σ 107).
Οι οφειλέτριες χώρες βρέθηκαν απότομα σε δεινή θέση. Ο μεγαλύτερος δανειολήπτης, η Γερμανία, είδε να μειώνονται οι εισροές κεφαλαίων από 967 εκατομμύρια δολάρια το 1928 σε 482 εκατομμύρια δολάρια το 1929 και σε 129 εκατομμύρια δολάρια το 1930. Ανάλογες ήσαν και οι μειώσεις στις εισροές κεφαλαίων και στις υπόλοιπες χώρες, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Μια και ο δανεισμός ουσιαστικά σταμάτησε οι χώρες αναγκάστηκαν να κλείνουν τα χάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους καταφεύγοντας στα αποθεματικά τους τα οποία όμως ήσαν περιορισμένα.
Πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το κράτος των ΗΠΑ ήταν σχετικά μικρό σε σχέση με την οικονομία της χώρας. Το 1930 οι συνολικές κρατικές δαπάνες αντιπροσώπευαν το 2% του ΑΕΠ και ανέρχονταν στο ποσό των 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 1932, 1933 και 1934 τα δημόσια έσοδα ήσαν το μισό περίπου των δημοσίων δαπανών. Το οικονομικό έτος 1932 τα έξοδα ήσαν 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια και τα έσοδα 1,9 δισεκατομμύρια. Το 1938 τα έσοδα ανήλθαν στα 6,8 δισεκατομμύρια και το έλλειμα ήταν 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 1940 οι κρατικές δαπάνες ανήλθαν στα 10 δισεκατομμύρια. Από την περίοδο αυτή οι δαπάνες των ΗΠΑ αυξάνονταν συνεχώς. Κατά τη δεκαετία 1950-60 αντιστοιχούσαν στο 10% και τη δεκαετία 1960-70 στο 12% του ΑΕΠ.
Ο κρατικός δανεισμός αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του 1970. Στην Ιαπωνία το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 1,6% του ΑΕΠ το 1973 σε 34,4% το 1979. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία από 6,7% του ΑΕΠ το 1973, το δημόσιο χρέος, ανέβηκε στο 14,5 το 1979. Ενώ η ΗΠΑ και η Βρετανία συνέχισαν να έχουν υψηλό, σχετικά, χρέος.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τη διαχρονική πορεία του δημόσιου χρέους της Βρετανίας σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 2
ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΣΑΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
ΠΗΓΗ:Clarc. σ 158
Έχουμε παρακολουθήσει την ιστορική πορεία μεταβολών του χρήματος και δημιουργίας των τραπεζογραμματίων από το 1000 ως και τη δεκαετία του 1970. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μια σημαντικά ανατροπή έγινε ως προς την ίδια την έννοια του χαρτονομίσματος και του χρήματος γενικότερα. Τον Αύγουστο του 1971 το δολάριο, το νόμισμα με το οποίο ήσαν συνδεδεμένα όλα τα άλλα νομίσματα, έπαψε να είναι ανταλλάξιμο με χρυσό. Ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε το νόμισμα με το χρυσό ή τον άργυρο από γεννησιμιού του αποκόπηκε και τα νομίσματα συνέχισαν τον ανεξάρτητο από οποιοδήποτε εμπόρευμα πορεία τους, μετατρεπόμενα τα ίδια σε εμπόρευμα.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά ξαφνική. Η εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, ο διεθνικός χαρακτήρας του και οι πολιτικές ανατροπές στο διεθνή καταμερισμό της δύναμης είχαν αναδείξει, από τη δεκαετία του 1920, τον προβληματικό χαρακτήρα της σύνδεσης των νομισμάτων με το χρυσό. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τη μοναχική και ενδιαφέρουσα πορεία του χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να κάνουμε κάποιες τεχνικές διευκρινήσεις για την καλύτερη παρακολούθηση των στοιχείων που θα παραθέτουμε.
Τι είναι τελικά το χρήμα μετά ιδιαίτερα την αποδέσμευσή του από το χρυσό; Παρότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο πως το χρήμα δεν είναι μόνο ένα μέσο ανταλλαγής αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Η πιο στενή έννοια του χρήματος είναι αυτή που ορίζει ως τέτοιο τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που βρίσκονται σε κυκλοφορία συν τις καταθέσεις όψεως. Είναι δηλαδή εκείνο το χρήμα το οποίο συμμετέχει στην εξυπηρέτηση της παραγωγής και του εμπορίου και με το οποίο έχει σχέση η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Η πιο ευρεία έννοια είναι αυτή που ορίζει ως χρήμα το άθροισμα των νομισμάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία, των νομισμάτων που βρίσκονται στα θησαυροφυλάκια τραπεζών, τις ταξιδιωτικές επιταγές, τις καταθέσεις κάθε τύπου, τα θεσμικά αμοιβαία κεφάλαια, τις βραχυπρόθεσμες συμφωνίες επαναγοράς και άλλα μεγαλύτερα ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Ανεξάρτητα πάντως από τον ορισμό του χρήματος εκείνο που μας ενδιαφέρει το πώς, όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τις οικονομίες των διαφόρων χωρών και τη ζωή των δισεκατομμυρίων κατοίκων της γης. Θα δούμε τώρα τις κατηγορίες του χρήματος, όπως θα παρουσιαστούν παρακάτω.
Ως Μ0 ορίζεται το σύνολο του φυσικού χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία μαζί με τους λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας. Ως Μ1 ορίζεται το άθροισμα του Μ0+τα ποσά των τρεχούμενων λογαριασμών και των καταθέσεων όψεως. Είναι εκείνο δηλαδή το χρήμα το οποίο μπορεί να μπει γρήγορα σε κυκλοφορία. Ως Μ2 ορίζεται το Μ1+αμοιβαία κεφάλαια+αποταμιευτικοί λογαριασμοί+μικρές προθεσμιακές καταθέσεις (ως 100.000 δολάρια). Ως Μ3 ορίζεται το Μ2+μεγάλες προθεσμιακές καταθέσεις+τα ποσά της θεσμικής αγοράς χρήματος+αμοιβαία κεφάλαια ταμείων+ το σύνολο των συμφωνιών επαναγοράς+ πιστοποιητικά καταθέσεων.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη μεταβολή στην παγκόσμια προσφορά χρήματος, σε όλες τις παραπάνω μορφές, από το 1971 ως το 2009.
Διάγραμμα 3
Στο παραπάνω διάγραμμα παρατηρούμε την αύξηση όλων των μορφών χρήματος από το 1971 και μετά, και την κατακόρυφη άνοδό του από το 2000 και μετά. Ένα μέρος αυτής της αύξησης είναι αποτέλεσμα τις αυξημένης παραγωγής και του συνακόλουθα αυξημένου εμπορίου σε μια σειρά χωρών αλλά και παγκοσμίως. Η αύξηση επομένως αυτή αντανακλά τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, της παραγωγής δηλαδή και του εμπορίου, για νομισματική κάλυψη των αναγκών του. Η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και του εμπορίου είχαν σαν αποτέλεσμα, για να εξυπηρετηθούν, από μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος, από μεγαλύτερη ταχύτητα κυκλοφορίας ή και τα δύο. Παρ΄ όλα αυτά παρατηρούμε πως το χρήμα Μ0, το χρήμα δηλαδή εκείνο το οποίο βρίσκεται σε ουσιαστική κυκλοφορία και οι μικρές καταθέσεις γνώρισαν μικρή αύξηση. Αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό το χρήμα που βρίσκεται στη διάθεση των εργαζόμενων και των οικονομικά ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού. Η διόγκωση του χρήματος παρατηρείται στο Μ1 και Μ2. Αυτό φανερώνει μια αύξηση των παγκόσμιων καταθέσεων, την αύξηση δηλαδή του λιμνάζοντος χρήματος.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά, με τις παραπάνω μορφές τους, για το δολάριο. Από το 2005 η Federal Reserve σταμάτησε τη δημοσιοποίηση στοιχείων για το Μ3 με μια απόφαση με την οποία χαρακτήριζε ως ασήμαντη τη δημοσιοποίησή του σε σχέση με το κόστος συλλογής των στοιχείων. Φυσικά μόνο ασήμαντα δεν είναι τα παραπάνω στοιχεία μέσα στα οποία υπάρχουν εκείνα τα χρήματα που χρησιμοποιούνται στις χρηματαγορές, τα χρηματιστήρια, στα παράγωγα και σε όλες τις σύγχρονες μορφές μεταφοράς πλούτου από τις αναπτυσσόμενες χώρες στις αναπτυγμένες και από τους εργαζόμενους στην αστική τάξη.
Διάγραμμα 4
Το 2.000 ένα νέο νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία. Ήταν το ευρώ. Το νόμισμα 15 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρες που αποτελούν τις χώρες κυκλοφορίας του ευρώ αποκαλούνται και ευρωζώνη. Οι λόγοι που ώθησαν τις κυρίαρχες τάξεις των χωρών αυτών για τη δημιουργία του ευρώ βρίσκονται στα λόγια του Στέφαν Κολινιόν, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του Centro Europa Ricerche (CER) της Ρώμης: «Μια νομισματική ένωση δεν είναι σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Η ουσία της νομισματικής ζώνης συνίσταται στην απεριόριστη πρόσβαση από όλες τις εμπορικές τράπεζες στην ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας την ΕΚΤ. Το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα συλλέγει τις αποταμιεύσεις από παντού στη Ζώνη του Ευρώ και τις επενδύει οπουδήποτε βρίσκει κερδοφόρες ευκαιρίες.» (Eurointelligence, 22.04.2010).
Οι λόγοι επομένως δημιουργίας του ευρώ πρέπει πρωτίστως να αναζητηθούν στα τραπεζικά συμφέροντα και τον κυρίαρχο ρόλο τους στην οικονομική και πολιτική ζωή των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης. Στα δύο διαγράμματα που ακολουθούν βλέπουμε την μεταβολή σε όλα τα είδη χρήματος που έχουμε περιγράψει για το ευρώ και το γιέν, από το 1998 ως το 2008. Στα διαγράμματα παρατηρούμε την ίδια συμπεριφορά και των δύο παραπάνω νομισμάτων με το δολάριο, τη σχετική στασιμότητα στην ποσότητα του νομίσματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία και τη διόγκωση της ποσότητας όλων των υπόλοιπων μορφών χρήματος.
Διάγραμμα 5
Διάγραμμα 6
Παρά την μη δημοσιοποίηση από την Federal Reserve τα στοιχεία συνέχισαν να συλλέγονται από ιδιώτες και στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τις μεταβολές στο Μ3 χρήμα και μετά την έναρξη της μη δημοσιοποίησης.
Διάγραμμα 7
ΠΗΓΗ:http://www.nowandfutures.com/articles/20060426M3b,_repos_&_Fed_watching.html
Σε όλα τα παραπάνω διαγράμματα που αφορούν τις αναπτυγμένες χώρες παρατηρούμε τα ίδια χαρακτηριστικά. Μετά την οριστική αποδέσμευση των νομισμάτων από το χρυσό, το 1971, αρχίζει ουσιαστικά και η διόγκωση του Μ2 και του Μ3. Ιδιαίτερα δε η διόγκωση του Μ3 αρχίζει αυτή ακριβώς την εποχή για να αποτελέσει κατά το 2005 το 40% του συνολικού χρήματος όπως φαίνεται στο διάγραμμα 190. Την ίδια χρονιά το Μ2 αποτελούσε το άλλο 40% αφήνοντας στο χρήμα που βρισκόταν σε κυκλοφορία μόνο ένα 20%. Μέχρι το 2010 το ποσοστό του κυκλοφορούντος χρήματος στις ΗΠΑ ήταν πολύ κάτω από το ποσοστό αυτό. Το ίδιο παρατηρούμε για όλα τα νομίσματα των καπιταλιστικών κέντρων καθώς και για τα νομίσματα του Καναδά και της Αυστραλίας. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 αρχίζει μια απότομη αύξηση του Μ2 και του Μ3 σε όλα τα κυρίαρχα στις χρηματαγορές νομίσματα.
Στα επόμενα διαγράμματα βλέπουμε την προσφορά της στερλίνας καθώς και το Μ3 χρήμα στη Βρετανία σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 8
Διάγραμμα 9
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ Μ3 ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
Παρατηρούμε και πάλι τη διόγκωση του Μ3 και για τη στερλίνα σε μεγέθη που αγγίζουν το 80% του ΑΕΠ μετά το 2004. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά χρήματος στις ΗΠΑ από το 1910 ως το 2010. Παρατηρούμε την άνοδο του προσφερόμενου χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά και την απόλυτα κατακόρυφη άνοδό του το 2009 μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Διάγραμμα 10
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την εκατοστιαία μεταβολή της προσφοράς χρήματος και τις εκατοστιαίες μεταβολές του Μ1, Μ2 και Μ3 χρήματος στις ΗΠΑ από το 1960 ως το 2007.
Διάγραμμα 11
Το πρώτο που παρατηρούμε στο διάγραμμα 197 είναι η συνεχής αύξηση όλων των μορφών χρήματος σε όλο το παραπάνω διάστημα. Το Μ2 και Μ3 αυξάνουν τους ρυθμούς μεταβολής τους από το 1960 ως το 1980 και κατόπιν οι ρυθμοί τους μειώνονται ως το 1992-93. Από τις χρονιές αυτές και μετά οι ρυθμοί αύξησής τους αυξάνονται πάλι γρήγορα ενώ οι ρυθμοί αύξησης του Μ1 παραμένουν χαμηλότεροι και γίνονται και αρνητικοί την περίοδο 1995-2000.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά χρήματος Μ3 στη Βρετανία (οι Βρετανοί το λένε Μ4) μεταξύ των ετών 1999 και 2008. Παρατηρούμε τους ταχύτατους ρυθμούς αύξησής του με ρυθμούς που ξεπερνούσαν και το 12% ετησίως ιδιαίτερα το 2005 και το 2006.
Διάγραμμα 12
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τους ρυθμούς αύξησης του Μ4 για τη στερλίνα, του Μ3 για το ευρώ και του Μ2 για το δολάριο.
Διάγραμμα 13
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε το ύψος των παγκόσμιων αποθεματικών καθώς και το νόμισμα στο οποίο βρίσκονται..
Διάγραμμα 14
Παρατηρούμε αρχικά τη μεγάλη άνοδο των παγκόσμιων αποθεματικών μέσα στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα από 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1999 σε 4,5 σχεδόν τρισεκατομμύρια δολάρια το 2009. Τα παγκόσμια αποθεματικά κυριαρχούνται από το δολάριο σε ποσοστό 60% περίπου με τη δεύτερη θέση να την κατέχει το ευρώ με ποσοστό 25% περίπου. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οπότε και κυκλοφόρησε το ευρώ, παρατηρούμε μια συνεχή μείωση του ποσοστού των αποθεματικών σε δολάρια και μια αντίστοιχη αύξηση των αποθεματικών σε ευρώ.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε την αύξηση της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και τη μεταβολή στο παγκόσμιο χρήμα από το 1945 ως το 2005.
Διάγραμμα 15
Στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον παραπάνω διάγραμμα βλέπουμε την απόλυτη αναντιστοιχία μεταξύ του χρήματος που βρισκόταν σε παγκόσμια κυκλοφορία και της πραγματικής παραγωγής, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ιδιαίτερα μετά το 2000. Μια μεγάλη ανατροπή συντελέστηκε επομένως από τα μέσα της δεκαετίες του 1970. Το χρήμα δεν αποδεσμεύτηκε μόνο από το χρυσό ή τον άργυρο αλλά και από την παραγωγή, αποτελώντας πλέον ένα τελείως ιδιόμορφο εμπόρευμα. Αν και το χαρακτηριστικό αυτό δεν ήταν καινούριο η ένταση με την οποία εκδηλώθηκε το παραπάνω χαρακτηριστικό, μετά τη δεκαετία του 1980, ήταν τέτοια που μετέβαλε όλα τα δεδομένα για το χρήμα και το ρόλο του. Σε αντιδιαστολή με το παραπάνω διάγραμμα βλέπουμε στο επόμενο διάγραμμα το χρήμα που βρισκόταν σε κυκλοφορία και την ομαλή αύξησή του από το 1990 ως το 2008.
Διάγραμμα 16
Στο τελευταίο διάγραμμα παρουσιάζουμε τα αποθεματικά των ανερχόμενων αγορών, σαν ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, από το 1990 ως το 2009 όπως έχουν υπολογιστεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Παρατηρούμε τη ραγδαία άνοδο των αποθεματικών ιδιαίτερα των χωρών της Ασίας.
Διάγραμμα 17
Η τεράστια διόγκωση του χρήματος με όλες τις μορφές του και η ανακάλυψη νέων από τη δεκαετία του 1970 και μετά εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα και δεν ήταν καθόλου ουδέτερη ταξικά και κοινωνικά. Ήταν μια διαδικασία στην υπηρεσία του κεφαλαίου καθώς αυτό μετατρεπόταν με ταχύτατους ρυθμούς σε απολύτως παρασιτικό. Καθώς το παρασιτικό χρήμα, κυρίως με τη μορφή Μ3, διογκωνόταν η μεταφορά πλούτου από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες χώρες, από την εργασία στο κεφάλαιο και από τις πιο αδύνατες μερίδες του κεφαλαίου στις πιο ισχυρές έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις εντείνοντας στο έπακρο την ανισοκατανομή του πλούτου τόσο μεταξύ των τάξεων όσο και μεταξύ των διαφόρων ομάδων του κεφαλαίου και των διαφόρων χωρών. Φυσικά μια και αυτή η διόγκωση δε στηριζόταν και ούτε στήριζε κάποιο πραγματικό οικονομικό στοιχείο στην παραγωγή δημιουργούσε απλά φούσκες.
Όταν οι φούσκες άρχισαν να σκάνε το 2007 το κεφάλαιο απαιτεί τα πλασματικά χρηματικά του στοιχεία να μετασχηματιστούν σε πραγματικά μέσω της μεταφοράς πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο και μέσω της μεταφοράς των δημόσιων αλλά και των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων σε αυτό. Μέχρι τώρα το επιτυγχάνει με την αμέριστη βοήθεια και συνδρομή των κρατών. Το αν θα ευοδωθούν όμως τελικά οι στόχοι του εξαρτάται αποκλειστικά από τη στάση των εργαζόμενων. Αυτοί και η συνείδησή τους είναι ο τελικός διαμορφωτής της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Το χρήμα. Τι είναι τελικά το χρήμα; Είναι τα μικρά κομματάκια τυπωμένου χαρτιού που έχουμε στα πορτοφόλια μας; Είναι τα κέρματα που κουδουνίζουν στις τσέπες μας; Είναι οι πλαστικές πιστωτικές κάρτες με τις οποίες μπορούμε να αποκτάμε αγαθά και υπηρεσίες; Είναι τα μελλοντικά συμβόλαια αγοράς σιτηρών που έκλεισε ένα fund στο city; Τι ήταν αρχικά το χρήμα και πως εξελίχτηκε κατά την ιστορική διαδρομή του; τι είναι σήμερα το χρήμα, ένας τάχα αυτοαναπαραγώμενος πλούτος; Στα παραπάνω ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μέσα από την ιστορία του χρήματος από το 1000 και μετά και φτάνοντας ως σήμερα. Μέσα από την ιστορία του χρήματος θα μπορέσουμε να διαγνώσουμε τα στάδια από τα οποία πέρασαν δύο κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός. Μια ιστορία επομένως συνδεδεμένη με τη γέννηση, την ανάπτυξη και την κυριαρχία του καπιταλισμού μέχρι τη σημερινή του φάση, μια φάση που στηρίζεται ακριβώς στο χρήμα.
Η Δυτική Ευρώπη δεν περιέπεσε ποτέ σε κατάσταση φυσικής οικονομίας αν και κατά τη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα η νομισματική κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Οι περισσότερες συναλλαγές, σε τοπικό επίπεδο, γίνονταν με τη μέθοδο της ανταλλαγής των προϊόντων, αντιπραγματισμός δηλαδή, και η διαφορά στην αξία των ανταλλασσόμενων προϊόντων καλυπτόταν με μικρά ασημένια νομίσματα. Το μεγαλύτερο εμπόριο απαιτούσε την χρήση χρυσού νομίσματος και ως τέτοιο χρησιμοποιείτο το Βυζαντινό χρυσό solidus, ένα νόμισμα με σταθερή αξία μέχρι το 1100 τουλάχιστον. Το 758 ο Πεπίνος έκοψε ένα νέο αργυρό δηνάριο και ο Καρλομάγνος το τυποποίησε σε όλο το βασίλειο του σε μονάδες των δώδεκα αργυρών δηναρίων ( 12 δηνάρια ή πένες=1 σολδίο ή σελίνι ) και σε μονάδες των 20 σολδίων ( 20 σολδία ή σελίνια=1 λίρα ). Το αργυρό αυτό δηνάριο αποτέλεσε, επί πέντε περίπου αιώνες, το μοναδικό χρησιμοποιούμενο δυτικοευρωπαϊκής κοπής νόμισμα.
Όταν κατά τον δέκατο αιώνα η γερμανική οικονομία ανέκαμψε, άρχισε η εξόρυξη αργύρου στα αργυρωρυχεία του Ραμμελσπεργκ, ιδρύθηκαν νομισματοκοπεία και ξεκίνησε η κοπή αργυρών νομισμάτων. Ενώ λοιπόν κατά τη διάρκεια του εντέκατου και δωδέκατου αιώνα η εμπορική δραστηριότητα στη Δυτική και βόρεια Ευρώπη εντείνεται και επεκτείνεται, τα νομίσματα με τα οποία καλυπτόταν αυτή η δραστηριότητα ήταν το solidus, μουσουλμανικά και τοπικά νομίσματα.
Η παραπέρα επέκταση του εμπορίου αλλά και η πολιτική ισχυροποίηση των city; ιταλικών ιδιαίτερα πόλεων, έκανε δυνατή και αναγκαία την κοπή και κυκλοφορία περισσοτέρων και μεγαλύτερης αξίας νομισμάτων. Στο πλαίσιο του πολιτικού κατακερματισμού όλης της δυτικής Ευρώπης κάθε ηγεμόνας ή ηγεμονίσκος θεωρούσε σκόπιμο να κόβει νομίσματα, πράγμα που επέτεινε την νομισματική σύγχυση.
Η Βενετία ήταν η πρώτη εμπορική πόλη που έκοψε και έθεσε σε κυκλοφορία, το 1202, ένα μεγαλύτερο από τα κυκλοφορούντα, αργυρό νόμισμα. Ήταν το grosso ή metapan που περιείχε 2,18 γραμμάρια καθαρού αργύρου 965 βαθμών και ήταν ίσο με 24 δηνάρια. Είχε βέβαια προηγηθεί η καταλήστευση των μουσουλμανικών θησαυρών από τους σταυροφόρους, και το ίδιο θα ακολουθούσε το 1204, με τους θησαυρούς του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της Δ’ σταυροφορίας. Το 1203 η Βερόνα έκοψε κι αυτή ένα μεγάλο ασημένιο νόμισμα το soldo Veronese, με αξία ίση με 12 δηνάρια ακολουθούμενη από τη Φλωρεντία η οποία το 1237 έθεσε κυκλοφορία το δικό της soldo και το Μιλάνο ακολουθεί στα μέσα του αιώνα. Ακολούθησαν κι άλλες πόλεις όπως το Δουκάτο της Απουλίας, με το δουκάτο του, και η Νάπολι με το gigliato το 1285.
Βάση όλων αυτών των νομισμάτων ήταν η ασημένια πένα της Καρολίγγειας κοπής, η οποία ήταν μικρής αξίας και δεν ήταν κατάλληλη για μεγάλες συναλλαγές. Το σελίνι (sous ) και η λίρα ( livre ) ήταν λογιστικές μονάδες και δεν είχαν υπόσταση ως κυκλοφορούντα νομίσματα. Το 1266 ο Λουδοβίκος της Γαλλίας, ο επονομαζόμενος και άγιος, έκοψε τη μεγάλη ασημένια τορνέζικη λίρα ( gros tournois ), που περιείχε 4,22 γραμμάρια αργύρου και ήταν ίση με 12 δηνάρια. Ο Λουδοβίκος τυποποίησε το νόμισμα και οι βασιλικές κοπές ήσαν οι μόνες νόμιμες στις κτήσεις του, ενώ αλλού κυκλοφορούσαν παράλληλα με τα νομίσματα των τοπικών ηγεμόνων. Το 1290 το tournois αναβάθμισε την αξία του, σε σχέση με το δηνάριο, στα 13 και 1/8 δηνάρια ανά tournois. Η αξία της κοινής ασημένιας πένας άρχισε έκτοτε να υποτιμάται σε σχέση με όλα τα νομίσματα της Ευρώπης.
Το πρώτο χρυσό νόμισμα που κόπηκε στη Δυτική Ευρώπη κόπηκε από τον Φρειδερίκο το Β, στη Σικελία, και ήταν το Αυγουστάλιο ( Augustalis ), το οποίο, αν και η κυκλοφορία του ήταν περιορισμένη, σηματοδότησε μια νέα εποχή για τη Δυτική Ευρώπη. Το Augustalis κόπηκε το 1231, και το 1248 η Βενετία κόβει το δικό της χρυσό νόμισμα, το γνωστό δουκάτο, ακολουθούμενη από τη Γένοβα το 1252 με το januino και τη Φλωρεντία με το florin (φιορίνι ) της, το οποίο και γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία ιδιαίτερα στο Βορρά. Το januino περιείχε 3,5 γραμμάρια καθαρού χρυσού και το florin επίσης 3,5 γραμμάρια.
Το 1257 ο Λουδοβίκος ο Θ’ έκοψε χρυσό νόμισμα, την κορόνα, με αξία ίση με μισή λίρα. Η προσπάθεια της Αγγλίας να κόψει χρυσό νόμισμα την ίδια εποχή, κατέληξε σε αποτυχία λόγω της μικρής της εμπλοκής με το εμπόριο της Μεσογείου, με αποτέλεσμα χρυσό νόμισμα να κοπεί στην Αγγλία το 1344. Το χρυσό januino ή genovino είχε μεγαλύτερη κυκλοφορία στο Νότο και με το πέρασμα του χρόνου αντικατέστησε το δηνάριο στο εμπόριο της Μεσογείου.
Η ανάπτυξη των εμπορικών διαδικασιών στη ζώνη της Βόρειας θάλασσας είχε σαν αποτέλεσμα πολλές χώρες της περιοχής να κόψουν μεγάλα ασημένια νομίσματα. Η Ολλανδία πρώτη ακολουθούμενη από την Brabant και τη Λιέγη κυκλοφόρησαν αργυρά νομίσματα το 1268 το 1225 και το 1302 αντίστοιχα. Όλες αυτές οι εκδόσεις είχαν σαν πρότυπο το gros tournois της Γαλλίας και κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα πoλλοί ηγεμόνες και πόλεις της Γερμανίας έκοψαν νομίσματα πάλι με το ίδιο πρότυπο. Η Αγγλία έκοψε ένα groat με αξία τέσσερις μόνο πένες.
Προς το τέλος του δεκάτου τετάρτου αιώνα διάφορες χώρες άρχισαν να κόβουν πλέον χρυσά νομίσματα. Η Αραγόνα, οι Κάτω Χώρες, όπως το gulden των Κάτω Χωρών. Παρ ότι στη Γαλλία εγκαταστάθηκε μια εθνική νομισματοκοπή χρυσού νομίσματος γύρω στο 1290, δεν καθιερώθηκε κάποιο πρότυπο ως το 1385 οπότε εκδόθηκε το ecu, που περιείχε 4,079 γραμμάρια χρυσού και ήταν ίσο με το livre tournois που καθιερώθηκε ως πρότυπη μονάδα υπολογισμού. Η Αγγλία έκοψε το 1344 το noble που ήταν ίσο με μισό μάρκο ή με το ένα τρίτο της λίρας.
Στο πεδίο των μικρών ασημένιων νομισμάτων κυκλοφορούσαν από τον δωδέκατο αιώνα το δηνάριο στην Ιταλία, Γαλλία και σε κάποια μέρη της Γερμανίας, η πένα στην Αγγλία και το pfennig ή bracteates στις χώρες της Βαλτικής, τη Σαξονία, και ανατολικότερα. Ο διμεταλλισμός ήταν παρών σε όλη τη Δυτική και βόρεια Ευρώπη από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά. Αρχικά ο χρυσός βρέθηκε στα χέρια των δυτικών με την λεηλασία και την αρπαγή κυρίως, αλλά όσο εντεινόταν η εμπορική δραστηριότητα με την Ανατολή χρυσός εισέρρεε και από τις εμπορικές ανταλλαγές. Μετά τον δέκατο έκτο αιώνα μεγάλες ποσότητες χρυσού εισέρρευσαν στην Ευρώπη, μέσω της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, από την Αφρική και την Αμερική.
Στην Ευρώπη λοιπόν κυκλοφορούσαν από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά, ένας μεγάλος αριθμός νομισμάτων από διάφορες χώρες και με διάφορες περιεκτικότητες σε χρυσό και άργυρο καθώς και με διάφορα βάρη. Οι διάφορες οι κοπές δεν ήσαν τυποποιημένες, και με το πέρασμα του χρόνου τόσο η περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο όσο και τα βάρη άλλαζαν, με βασικό χαρακτηριστικό την μείωση της περιεκτικότητας ή του βάρους ή και τα δύο. Η υποτίμηση των νομισμάτων ήταν ο γενικός κανόνας.
Οι Γάλλοι στα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα μείωσαν την καθαρότητα του νομίσματος στη νέα έκδοση blanc και ακόμη περισσότερο στην έκδοση albus. Το ασημένιο μάρκο της Κολονίας ισοδυναμούσε με 55 groschen το 1226, 91 το 1350, 70 το 1378 και 100 το 1459. Το φλωρεντινό florin ήταν ισοδύναμο με 20 soldi το 1252 αλλά το 1480 με 111 soldi. Το νόμισμα που υποτιμήθηκε ιδιαίτερα ήταν το δηνάριο, το οποίο στο τέλος του Μεσαίωνα έγινε γνωστό ως μαύρο χρήμα (monnaie noire). ( από TUMA). Υποτιμήθηκε επίσης και το ecu και το noble με μειώσεις του βάρους η της περιεκτικότητας.
Στα παρακάτω διαγράμματα προβλέπουμε τη συνεχή μείωση της περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο σε μια σειρά ευρωπαϊκών νομισμάτων, για μια περίοδο από τα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα έως και τα μέσα του δέκατου όγδοου. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των νομισμάτων είναι η συνεχής μείωση της περιεκτικότητας τους σε πολύτιμο μέταλλο.
Διάγραμμα 1
Διάγραμμα 2
Αλλά γιατί αυτή η συνεχής μείωση της περιεκτικότητας ή του βάρους των νομισμάτων σε όλη την Ευρώπη και σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα; Μια απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται, στο ότι καθ’ όλη αυτή την περίοδο, δημιουργούνται τα συγκεντρωτικά κράτη με τη σύγχρονή τους μορφή. Η κεντρική εξουσία ενισχύεται και επεκτείνει τον έλεγχό της σε ευρύτερες περιοχές. Εξ αυτού και οι συχνοί πόλεμοι μεταξύ ηγεμόνων, βασιλέων και πόλεων σε όλη την έκταση της Ευρώπης. Η εξουσία από ιδιωτική γίνεται δημόσια. Οι στρατοί από φεουδαρχικοί μετασχηματίζονται σε μισθοφορικούς ή σε ένα μίγμα αυτών, τουλάχιστον στην αρχή της περιόδου, μέχρι το 1200 δηλαδή. Αρχίζει επίσης σιγά σιγά να σχηματίζεται και η διοικητική γραφειοκρατία. Οι ηγεμόνες είχαν ανάγκη από όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, για να καλύπτουν τις οικονομικές ανάγκες ενός όλο και μεγαλύτερου, τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση δραστηριοτήτων, κράτους.
Η αρχή του δανεισμού των κρατών είχε αρχίσει από πολύ νωρίς, από τον δωδέκατο αιώνα ήδη. «Η Βενετία είχε στην πραγματικότητα αναπτύξει ένα σύστημα του δημόσιου χρέους ακόμη νωρίτερα από τη Φλωρεντία, προς το τέλος του δωδέκατου αιώνα. Αυτό … διαδραμάτισε ένα βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση των πολέμων της Βενετίας με τη Γένοβα και άλλους ανταγωνιστές» γράφει ο Ferguson (FERGUSON σ 72). Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε, εντεινόμενη, και κατά τους επόμενους αιώνες, «το νέο χρέος (της Βενετίας) προέκυψε από τον παρατεταμένο πόλεμο με τους Τούρκους που έγινε μεταξύ 1463 και 1479. Οι επενδυτές έλαβαν ετήσιο επιτόκιο 5% που πληρωνόταν δύο φορές το χρόνο από τους διάφορους φόρους της πόλης ( που επιβλήθηκαν στην κατανάλωση, όπως στο αλάτι). Όπως το Florentine prestanze το ενετικό prestiti ήσαν αναγκαστικά δάνεια, αλλά με μια δευτεροβάθμια αγορά που επέτρεπε στους επενδυτές να πουλήσουν τη συμμετοχή τους στο δάνειο σε άλλους επενδυτές» (FERGUSON σ 72).
Η διαδικασία αυτή ήταν γενικευμένη και αφορούσε όλες της χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Και όλες το έλυναν με τους ίδιους γνωστούς τρόπους. Δανείζονταν από τους πλούσιους και αποπλήρωναν, όταν αποπλήρωναν, με φόρους στους πιο αδύνατους. Έτσι για την Αγγλία γράφει ο Μann:
«Τέτοιου είδους πιέσεις δεν έπλητταν μόνο την Αγγλία. Μέχρι τα τέλη του δωδέκατου αιώνα ο συνολικός αριθμός των ιπποτών (και των ακόλουθων τους) που αυτοεξοπλίζονταν ανά την Ευρώπη ήταν ίσος με τον αριθμό των μισθοφόρων ιπποτών που απαιτούσαν πληρωμή. Η κυβέρνηση των φλαμανδικών πόλεων του δέκατου τρίτου αιώνα, η κοινότητα τις Σιένας από το 1286 η Φλωρεντία από τον δέκατο τέταρτο αιώνα και η Γαλλία από τον δέκατο τρίτο ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα ένιωσαν όλες τους αυτή την οικονομική πίεση. Από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα μέχρι τον δέκατο έκτο οι ευρωπαϊκοί στρατοί συνδύαζαν τον επαγγελματισμό με στοιχεία του φεουδαρχικής στρατολόγησης και παρέμεναν επί μακρόν στα πεδία των μαχών. Ακολούθως έγιναν πλήρως επαγγελματικοί- και στην Αγγλία. Κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα δε, το μέγεθός τους ( σε απόλυτους αριθμούς αλλά και αναλογικά με τον πληθυσμό ) αυξήθηκε δραματικά». ( ΜΑΝΝ σ 581 ).
Ο εκδότης επομένως του νομίσματος είχε συμφέρον να μειώνει την αξία των νομισμάτων που έθετε σε κυκλοφορία, ώστε να καλύπτει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, διατηρώντας την ίδια ονομαστική αξία. Μια σημαντικότατη πηγή για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των κρατών ήταν και ο δανεισμός. Πάλι το συμφέρον των ηγεμόνων ήταν η αποπληρωμή των χρεών με μικρότερης αξίας νομίσματα. Η ανάπτυξη του πυροβολικού αυτή την περίοδο, όχι μόνο ισχυροποίησε τον βασιλιά έναντι των τοπικών αρχόντων και οδήγησε σε αύξηση της συγκέντρωσης της εξουσίας, αλλά δημιούργησε αυξημένες οικονομικές ανάγκες για την προμήθεια αυτού του ακριβού όπλου. Σε μια περίοδο που η φορολογία όχι μόνο ήταν ανύπαρκτη, αλλά κι οι προσπάθειες εφαρμογής της όταν σημειώνονταν συναντούσαν μεγάλη αντίδραση, ο έλεγχος του νομίσματος από την πλευρά του ηγεμόνα ήταν ένα ισχυρό μέσο αντίστασης στις οικονομικές πιέσεις.
«Στους ανήθικους ή στους εξαναγκασμένους από την πίεση των γεγονότων άρχοντες ( κι αυτοί οι τελευταίοι με το πέρασμα των χρόνων έγιναν η πλειοψηφία στο είδος τους ) τακτικά φανερώνονταν σαν αστραπή αποκάλυψης, η ιδέα πως μπορούσαν να λιγοστέψουν την ποσότητα του μετάλλου στα νομίσματά τους ή να προσθέσουν κάποιο φθηνότερο μέταλλο σε αυτά. Και είχαν πάντα την ελπίδα πως κανείς δεν θα το παρατηρούσε, αμέσως τουλάχιστον. Έτσι μια μικρότερη ποσότητα ασημιού ή χρυσαφιού θα αγόραζε τα ίδια όσα αγόραζε πριν». ( GALBRAITH ΤΟ ΧΡΗΜΑ σ 15 ). Αν και από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά η φορολογία και οι δασμοί αυξάνονται, μόνο μετά τον δέκατο πέμπτο αιώνα και ιδιαίτερα κατά τον δέκατο έβδομο, η φορολογία και μάλιστα η άμεση αποτέλεσαν πλέον την κύρια πηγή των κρατικών εσόδων.
Και πάλι την ίδια διαδικασία δανεισμού μπορούμε να δούμε και αργότερα στην Ολλανδία όταν αυτή έχει πλέον δημιουργήσει ένα σύγχρονο κράτος. « Κατά το 1650 υπήρχαν περισσότεροι από 65.000 Ολλανδοί εισοδηματίες, άτομα που είχαν επενδύσει τα κεφάλαιά τους σε κάποιο από τα προϊόντα του δημόσιου χρέους και που με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκε η χρηματοδότηση της μακρόχρονης προσπάθειας της Ολλανδίας να συντηρήσει την ανεξαρτησία της. Καθώς οι Ολλανδοί προχώρησαν από την αυτοάμυνα στην αυτοκρατορική επέκταση το ύψος του χρέους τους από 50 εκατομμύρια φλορίνια το 1632 έφτασε στα 250 εκατομμύρια το 1752»(FERGUSON σ 74-75)
Στα γραφήματα που ακολουθούν βλέπουμε τα κρατικά έσοδα στο πρώτο για την περίοδο 1155-1688, και τις δαπάνες της Αγγλίας στο δεύτερο από το 1695 ως το 1800. Η Αγγλία είναι η χώρα για την οποία διαθέτουμε τα περισσότερα ποσοτικά στοιχεία, αν και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και οι άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν παρόμοια πορεία όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει.
Διάγραμμα 3
Διάγραμμα 4
Οι τιμές για τη δημιουργία των διαγραμμάτων έχουν παρθεί από τον Μann και οι τιμές στον κατακόρυφο άξονα δηλώνουν εκατομμύρια λίρες, στο μεν πρώτο σε σταθερές τιμές της περιόδου 1451-1475, στο δε δεύτερο σε σταθερές τιμές της περιόδου 1690-1699.
Παρατηρούμε μια αύξηση των κρατικών δαπανών κατά 600% από το 1300 ως το 1700 περίπου, αν θεωρήσουμε ότι το σύνολο των εσόδων της περιόδου 1155-1688 ήσαν αντίστοιχα με τις δαπάνες σε κάποιο βάθος χρόνου. Διακρίνονται τρείς φάσεις. Η πρώτη, από τις αρχές ως τα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα, με μια αύξηση των κρατικών εσόδων κατά 100%. Μια δεύτερη φάση, από τα μέσα του δεκάτου τετάρτου έως τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα, στην οποία, σε μακροχρόνια βάση, οι δαπάνες μένουν σχεδόν σταθερές. Στην τρίτη φάση, από τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα ως το τέλος του, στην οποία οι δαπάνες αυξάνονται αλματωδώς κατά 300%. Την επόμενη πεντηκονταετία παραμένουν σχεδόν σταθερές ως το 1750 περίπου, ενώ την τελευταία πεντηκονταετία του δέκατου όγδοου αιώνα αυξάνονται πάλι κατά 250% περίπου.
Ένα άλλο αίτιο της μείωσης της περιεκτικότητας ή του βάρους των νομισμάτων, μπορούμε να το εντοπίσουμε στην πάγια οικονομική θεωρία και πρακτική του μερκαντιλισμού, που κυριαρχούσε ως και τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα τουλάχιστον. Κατ αυτήν, το κράτος πρέπει να φροντίζει ώστε να κατέχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα πολύτιμων μετάλλων και να αποτρέπει την εξαγωγή τους. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η νόθευση του νομίσματος μείωνε την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων από την κάθε χώρα. Ως τρίτο αίτιο πρέπει να λειτούργησε ο πληθωρισμός, που εμφανιζόταν κατά περιόδους σε όλο αυτό το μακρό χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα κατά τον δέκατο τέταρτο και δέκατο έβδομο αιώνα.
Η νόθευση του νομίσματος είναι φυσικά αίτιο και αιτιατό του πληθωρισμού. Την περίοδο όμως αυτή η άνοδος των τιμών των αγαθών ασκούσε πιέσεις στην πολιτική εξουσία, η οποία είχε μειωμένα έσοδα, ωθώντας την να μειώσει τις συνέπειες του πληθωρισμού στον κρατικό προϋπολογισμό, με νόθευση του νομίσματος. Ένας τέταρτος λόγος είναι, πιθανά, η αρχή σύμφωνα με την οποία "το κακό χρήμα διώχνει το καλό". Όταν δηλαδή κάποιος έχει στα χέρια του τόσο το κανονικού βάρους όσο και το μειωμένου βάρους νόμισμα, τότε θα κάνει τις συναλλαγές του με το νοθευμένο νόμισμα και θα κρατήσει το καλό αποθησαυρίζοντας το αν μπορεί. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε ρητά το 1558 από τον Τόμας Γκρέσσαμ, και έκτοτε φέρει το όνομα του, αν και την παρατήρηση είχαν κάνει ήδη τόσο ο Ορέσμ όσο και ο Κοπέρνικος. Γνωρίζοντας λοιπόν τα κράτη ότι μέσω του διεθνούς εμπορίου η χώρα τους θα γέμιζε από τα νοθευμένα νομίσματα άλλων χωρών, και τα δικά τους ανόθευτα θα αποθησαυρίζονταν αλλού, νόθευαν κι αυτοί με τη σειρά τους τα νομίσματά τους.
Από το 1609 η Τράπεζα του Άμστερνταμ άρχισε να ελέγχει τη γνησιότητα, το περιεχόμενο και το βάρος των νομισμάτων που έρχονταν στην κατοχή της, και μια τάξη άρχισε να μπαίνει στην μέχρι τότε απολύτως άναρχη νομισματική κυκλοφορία. Η διαδικασία όμως αυτή, αν και βρήκε μιμητές, επεκτάθηκε με βραδύ ρυθμό. Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων που κυκλοφορούσαν, αλλά και οι διαφορετικές αξίες που είχαν ανάλογα με τη χρονολογία και τον τόπο κοπής, περιέπλεκε πολύ τις διαδικασίες κατάρτισης των ισοτιμιών. Έπρεπε να είναι κάποιος πολύ ειδικός για να μπορεί να καθορίζει την αξία κάθε νομίσματος. Ένα εγχειρίδιο για τους "Μεταπράτες Χρήματος" που εκδόθηκε το 1606 από το ολλανδικό Κοινοβούλιο, κατέγραψε 341 αργυρά και 505 χρυσά νομίσματα. Ένα χάος επικρατούσε στο νομισματικό σύστημα της Ευρώπης και η Τράπεζα της Ανταλλαγής έβαλε τάξη για λογαριασμό των εμπόρων και της ολλανδικής κυβέρνησης.
Η σημαντικότερη όμως λειτουργία της ολλανδικής Τράπεζας ήταν αυτή των εναλλακτικών χρηματοπιστώσεων, τη μεταφορά δηλαδή χρηματικών ποσών με εντολή των καταθετών της. Το μόνο δικαίωμα που δεν της εκχωρήθηκε ήταν αυτό της δανειοδότησης. Η τελευταία όμως αρχή καταστρατηγήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Άρχισε να δίνει δάνεια προς την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Μετά το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα η εταιρεία δεν πήγαινε και τόσο καλά. Με τον Αγγλο ολλανδικό πολέμου του 1780 οι ολλανδικές απώλειες ήταν σημαντικές και η Τράπεζα έδωσε πάλι δάνεια. Το 1819 η Τράπεζα του Άμστερνταμ έθεσε τέλος στις εργασίες της.
Μετά την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ και άλλες τράπεζες με Δημόσιο χαρακτήρα και παρόμοια χαρακτηριστικά άρχισαν να ιδρύονται. Στο Ρότερνταμ, στο Ντελφ, στη Μιλνλμπουργκ. Φύλακες -τράπεζες, κατά την έκφρασή του Galbraith. Η Τράπεζα του Αμβούργου ιδρύθηκε το 1619. Η Τράπεζα όμως που έκανε το επόμενο καινοτόμο βήμα ήταν ένας κλάδος της Τράπεζας του Άμστερνταμ, η Τράπεζα της Στοκχόλμης ιδρυμένη το 1656. Το 1661 εξέδωσε έντυπες υποσχέσεις πληρωμής, τα τραπεζογραμμάτια, τα οποία και έθεσε σε κυκλοφορία. Η Τράπεζα της Στοκχόλμης ήταν λοιπόν η Τράπεζα που εξέδωσε χαρτονομίσματα.
Αν και το βήμα ήταν επαναστατικό, μπορούμε να δούμε μια συνέχεια στις τραπεζικές πρακτικές που μας οδήγησε στην έκδοση τραπεζογραμματίων. Από την πιστωτική επιστολή στην επιταγή και την συναλλαγματική, και μάλιστα στην μεταβιβάσιμη συναλλαγματική και επιταγή με οπισθογράφηση. Ένα άλλο βήμα ήταν ότι, με την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ, δημιουργήθηκε ένα Δημόσιο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ήταν φερέγγυο στις δοσοληψίες του και την ασφάλεια που παρείχε στις καταθέσεις. Αυτό η Τράπεζα του Άμστερνταμ το έκανε φανερό όταν, το 1672 οι στρατιές του Λουδοβίκου του ΙΔ’ πλησίασαν το Άμστερνταμ, και στον πανικό που δημιουργήθηκε, οι έμποροι πολιόρκησαν την Τράπεζα ζητώντας τα χρήματά τους πίσω. Όλοι ικανοποιήθηκαν, αλλά μόλις βεβαιώθηκαν ότι τα χρήματα τους υπήρχαν στην Τράπεζα και μάλιστα ασφαλή, δεν ήθελαν πια να τα πάρουν. Το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ εμπόρων καταθετών και Τράπεζας είχε εμπεδωθεί. Το βηματισμό, και στο ζήτημα της Δημόσιας Τράπεζας, είχε δοθεί πάλι από τις ιταλικές πόλεις με την ίδρυση στη Βενετία, κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, μιας Δημόσιας βραχύβιας Τράπεζας.
Η καινοτομία επομένως της Τράπεζας της Στοκχόλμης ήταν σημαντική γιατί μπορούσε μια Τράπεζα να κυκλοφορήσει περισσότερο χρήμα από όσες ήταν οι καταθέσεις της. Η πείρα είχε δείξει ότι ποτέ δεν συμπίπτουν χρονικά οι απαιτήσεις των καταθετών για ανάληψη των χρημάτων τους από μια τράπεζα. Από την εμπειρία και πάλι ήταν γνωστό ότι ένα 25 με 30% της αξίας των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων αν αποτελούσαν οι καταθέσεις, αρκούσαν για να καλυφθεί η ζήτηση σε χρήμα των καταθετών. Για να γίνει εφικτό όμως ένα τέτοιο βήμα, ήταν αναγκαία η εμπιστοσύνη των πελατών στην φερεγγυότητα της τράπεζας. Το πρώτο βήμα έγινε όμως και η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία. Φτάσαμε επομένως στην έκδοση του πρώτου χαρτονομίσματος, μια πρακτική η οποία επεκτάθηκε αργά αλλά έγινε κυρίαρχη και έφτασε στην κορύφωση των αποτελεσμάτων της κατά τα τέλη του 20ου αιώνα. Αυτή την πορεία όμως και τις συνέπειές της θα την παρακολουθήσουμε όμως στο επόμενο άρθρο.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗ.
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΙΙ. 1800-1945
Η αρχή του δέκατου ένατου αιώνα βρήκε τη Βρετανία σε πόλεμο και την Τράπεζα της Αγγλίας να έχει αναστείλει το δικαίωμα εξαγοράς των τραπεζογραμματίων και τη μετατροπή τους σε χρυσό. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης ήταν να εξαφανιστούν τα μικρά μεταλλικά νομίσματα τα οποία αποθησαυρίζονταν. Η τράπεζα τότε, για να διευκολύνει τις συναλλαγές τύπωσε χαρτονομίσματα μικρής αξίας, της μιας και των δύο λιρών. Από το 1802 η συναλλαγματική ισοτιμία της στερλίνας με το φράγκο και το μάρκο γνώρισε γρήγορη πτώση και μεγάλες ποσότητες χρυσού κατευθύνθηκαν έξω από τη Βρετανία. Καθώς οι τιμές πολλών αγαθών, αλλά και του χρυσού, αυξάνονταν στην Βρετανία των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα μια μεγάλη συζήτηση άρχισε γύρω από τη φύση του χρήματος.
Μια συζήτηση διεξήχθη στο βρετανικό κοινοβούλιο για να διερευνήσει και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Το μεγάλο ερώτημα ήταν αν είχαν υποτιμηθεί τα τραπεζογραμμάτια της Τράπεζας της Αγγλίας ή αν είχε ανέβει η τιμή του χρυσού. Εκτός από τα μέλη της βουλής των Κοινοτήτων στη συζήτηση πήρε μέρος και ο Ricardo. Η συζήτηση δεν κατέληξε πουθενά και η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα μια και «Τότε, όπως και σήμερα, ήταν ακαθόριστο το τι έκανε έναν άνθρωπο νομισματικό εμπειρογνώμονα» όπως ισχυρίζεται ο Galbraith (Galbraith Το χρήμα σ 42). Η μετατρεψιμότητα επανήλθε στην Βρετανία το 1821, μετά τη λήξη του πολέμου, και τα τραπεζογραμμάτια μπορούσαν ελεύθερα να μετατρέπονται σε χρυσό στην παλιά τιμή ανταλλαγής.
Σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, παρουσιάστηκαν περιπτώσεις μαζικής απαίτησης μετατροπής των τραπεζογραμματίων σε χρυσό. Στην Βρετανία τέτοιες ισχυρές πιέσεις μετατρεψιμότητας εκδηλώθηκαν στις κρίσεις του 1825, του 1833 με την πιο θεαματική αυτή του 1890 όταν κινδύνευσε με κατάρρευση ο τραπεζικός οίκος των Baring λόγω του ότι βρέθηκε να κατέχει 21 εκατομμύρια αφερέγγυες ομολογίες της Αργεντινής. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις η κρίση αντιμετωπιζόταν με άνοδο του επιτοκίου από την κεντρική Τράπεζα.
Το 1844 ψηφίστηκε στη Βρετανία ο Νόμος περί Τραπεζών. «Ο νόμος αυτός υπήρξε η πρώτη προσπάθεια καπιταλιστικού κράτους να προβεί σε συστηματική ρύθμιση της προσφοράς του χρήματος για να επιτύχει μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh (Λαπαβίτσας-Itoh σ 25). Στην ψήφιση του νόμου αποφασιστική ήταν η συμβολή της λεγόμενης Σχολής της Κυκλοφορίας-απογόνου της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος του Ricardo- και πρόγονος των σημερινών μονεταριστικών απόψεων. Πριν την ψήφιση του νόμου η Τράπεζα της Αγγλίας εφάρμοσε τον λεγόμενο «κανόνα του Palmer» σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα έπρεπε να κατέχει τίτλους που θα ισοδυναμούσαν με τα δύο τρίτα του παθητικού της και τα αποθέματα σε χρυσό να αποτελούν το υπόλοιπο του ενεργητικού της. Ο «κανόνα του Palmer» ήταν ένας εμπειρικός κανόνας ο οποίος ουσιαστικά επέβαλε τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας να είναι περίπου ίσα με το ένα τρίτο των τραπεζογραμματίων της που βρίσκονταν σε κυκλοφορία.
Ο Νόμος περί Τραπεζών του 1844, που αποτέλεσε και τον καταστατικό χάρτη της Τράπεζες της Αγγλίας, χώρισε την τράπεζα σε δύο τμήματα. Το Εκδοτικό και το Τραπεζικό. Το ενεργητικό του εκδοτικού τμήματος κατείχε το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων σε χρυσό και άργυρο-ο τελευταίος δεν έπρεπε να είναι περισσότερος από το ένα τέταρτο του συνολικού ποσού- και το παθητικό το μεγαλύτερο μέρος των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων. Η ποσότητα των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων βρισκόταν επομένως, σε κάθε στιγμή, σε ευθεία αναλογία με τα αποθέματα χρυσού που κατείχε η Τράπεζα. Το ενεργητικό του Τραπεζικού τμήματος κατείχε κυρίως τις προεξοφλημένες συναλλαγματικές και τίτλους του δημοσίου. Το τμήμα αυτό μπορούσε να προσθέσει άλλες 14 εκατομμύρια λίρες στο παθητικό του ασφαλισμένο από κρατικούς τίτλους.
Ο νόμος του 1844 παραχωρούσε στην Τράπεζα της Αγγλίας μονοπώλιο στην έκδοση τραπεζογραμματίων σε όλη τη χώρα θέτοντας ποσοτικά όρια, που μειώνονταν με το χρόνο, στο εκδοτικό δικαίωμα των υπόλοιπων τραπεζών. Ο Νόμος περί Τραπεζών στηρίχθηκε στη θεωρητική προσέγγιση του νομίσματος και του ρόλου του από τη Σχολή της Κυκλοφορίας, του ιδεολογικού προκατόχου του μονεταρισμού. Κατά την κρίση του 1847 ο Νόμος ανεστάλη, κάτω από τη νομισματική πίεση που δημιούργησε η κρίση. Το θεωρητικό υπόβαθρό του έδειξε από την αρχή τη λαθεμένη έδρασή του καθώς, σε κάθε κρίση που ακολούθησε ο Νόμος αναστελλόταν. Ο όγκος του χρυσού που βρισκόταν σε κυκλοφορία στη Βρετανία το 1856 ανέρχονταν, σε αξία, στα 75 εκατομμύρια λίρες ενώ το 1895 υπολογίζεται στα 92,5 εκατομμύρια λίρες η αξία του κυκλοφορούντος χρυσού, εκ των οποίων τα 30 εκατομμύρια βρίσκονταν πιθανά στα χέρια τραπεζιτών, ενώ ο όγκος όλων των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων από 39 εκατομμύρια λίρες έφτασε μόλις τα 40 εκατομμύρια. (Λαπαβίτσας Itoh σ 330).
Το 1800 η καχυποψία των Γάλλων απέναντι στις τράπεζες, μετά την κατάρρευση του συστήματος του Low, υποχώρησε και ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας. Αμέσως σχεδόν μετά την πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας η κεντρική Τράπεζα της Πρωσίας έγινε η Κεντρική Τράπεζα του Ράϊχ το 1875. Ανάμεσα στα σημαντικά νομίσματα καθιερώθηκε μια σταθερή σχέση ανταλλαγής ενώ μέσα στην κάθε χώρα τα τραπεζογραμμάτια ήσαν ελεύθερα μετατρεπτά σε χρυσό. Οι κεντρικές τράπεζες ήσαν αυτές που καθόριζαν την τακτική και προστάτευαν τη μετατροπή των τραπεζογραμματίων σε χρυσό.
Αν και ο χρυσός εξακολουθούσε να είναι σπάνιος η όλο και μεγαλύτερες ποσότητες χρυσού που ανακαλύπτονταν, στην Αμερική, στην Αυστραλία και στην Αφρική δημιουργούσαν ανησυχία σε αρκετούς για τη σταθερότητα της αξίας των τραπεζογραμματίων και των νομισμάτων. Φυσικά οι διακυμάνσεις στην αξία του νομίσματος είχε σημαντικές αλλά και διαφορετικές επιπτώσεις στις διάφορες τάξεις. Όπως επισημαίνει ο Ricardo: «Μπορεί να διατυπωθεί σαν μια αρχή με παγκόσμια εφαρμογή ότι κάθε άνθρωπος βλάπτεται ή ωφελείται από τη διακύμανση της αξίας του κυκλοφορούντος μέσου, σε αναλογία με το πόσο η περιουσία του αποτελείται από χρήματα, ή από το πόσο οι σταθερές χρηματικές του υποχρεώσεις υπερβαίνουν τις σταθερές απαιτήσεις που μπορεί να έχει αυτός από άλλους». (Ricardo. Pamphlets and Papers, 1809-1811. σ 136).
Ενώ στην Ευρώπη συνέβαιναν όσα έχουμε περιγράψει, στις αμερικάνικες αποικίες τα πράγματα ήσαν λίγο διαφορετικά. Από τη Νέα Αγγλία ως τη Βιρτζίνια, στα πρώτα χρόνια του αποικισμού, σαν μικρά νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν όστρακα, τα οποία ήδη χρησιμοποιούσαν σα νομίσματα οι ιθαγενείς πληθυσμοί. Το 1641 τα όστρακα έγιναν επίσημο χρήμα στη Μασαχουσέτη αλλά καθώς πλησίαζε ο δέκατος όγδοος αιώνας η χρήση τους περιοριζόταν όλο και περισσότερο. Στη Βιρτζίνια, από την αρχή σχεδόν του αποικισμού, ο καπνός χρησιμοποιήθηκε σαν χρήμα και από το 1642 έγινε το επίσημο νόμισμα της αποικίας και το ίδιο έγινε στο Μέρυλαντ και στην Καρολίνα. Ένα χρήμα παράξενο, αφού μπορούσε να καλλιεργηθεί και γι αυτό, το 1666, οι παραπάνω αποικίες επέβαλαν περιορισμούς στην καλλιέργεια καπνού.
Μια και η «παραχάραξη» ήταν εύκολη, με τη χρήση κακής ποιότητας καπνού ώστε να αυξηθεί η παραγωγή, δημιουργήθηκαν δημόσιες αποθήκες στις οποίες παραδινόταν ο καπνός, ζυγιζόταν, κατατασσόταν σε κατηγορίες και εκδίδονταν πιστοποιητικά που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένη ποσότητα καπνού, αντί να κυκλοφορεί ο ίδιος ο καπνός. Τα πιστοποιητικά αυτά έγιναν το νόμιμο χρήμα στη Βιρτζίνια το 1727 και κυκλοφορούσαν ως το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα. Πέρα από τα όστρακα και τον καπνό διάφορα άλλα αγαθά χρησιμοποιήθηκαν σαν χρήμα στις διάφορες αποικίες και σε διάφορες χρονικές περιόδους. Το ρύζι, τα βόδια, το στάρι, το ουίσκι και διάφορα άλλα χρησιμοποιήθηκαν σαν νομίσματα. Πέρα όμως από τα παραπάνω στην Αμερική πιστώνεται και η πρώτη χρήση χαρτονομισμάτων.
Τα χαρτονομίσματα διαφοροποιούνται από τα τραπεζογραμμάτια μόνο στο ότι ο εκδότης δεν είναι μια τράπεζα αλλά το ίδιο το κράτος. Αντί μια κυβέρνηση να δόση τις ομολογίες της στην τράπεζα και να χρησιμοποιήσει κατόπιν τα τραπεζογραμμάτιά της για τις πληρωμές της εκδίδει απευθείας το ίδιο το χαρτονόμισμα χωρίς τη διαμεσολάβηση τράπεζας. Κατά τα άλλα διατηρούν τα χαρακτηριστικά των τραπεζογραμματίων όντας κι αυτά υποσχέσεις πληρωμής με την άμεση ανταλλαξιμότητά τους με χρυσό. Τα πρώτα μάλιστα χαρτονομίσματα είχαν κι ένα παραπάνω πλεονέκτημα με το να προσφέρουν κι ένα μικρό τόκο όταν θα επιστρέφονταν για εξαγορά. Ενισχύθηκαν επίσης με την υποχρέωση των πιστωτών να αποδέχονται υποχρεωτικά για την εξόφλησή τους χαρτονομίσματα.
Η πρώτη έκδοση χαρτονομισμάτων έγινε το 1690 από την αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης για να πληρωθούν οι στρατιώτες μιας επίθεσης κατά του Κεμπέκ αφού δεν υπήρχε χρυσός για την πληρωμή τους και τα λάφυρα, που τους είχε υποσχεθεί ο αρχηγός, δεν ήρθαν αφού το Κεμπέκ δεν έπεσε. Παρ’ όλη την άσχημη αυτή αρχή τα χαρτονομίσματα συνέχισαν να εκδίδονται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς μιας και με αυτά πληρώνονταν και οι φόροι. Κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα και άλλες αποικίες άρχισαν να εκδίδουν χαρτονομίσματα. Η Νέα Αγγλία, η Νότια Καρολίνα, το Ρόουντ Άϊλαντ, η Πενσυλβάνια το 1723 και κατόπιν η Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϋ, το Ντελαγουέρ και το Μέρυλαντ.
Οι περισσότερες από τις αποικίες έκαναν μια συνετή χρήση της έκδοσης χαρτονομισμάτων αν και υπήρξαν και περιπτώσεις αντίθετες όπως αυτές της Νότιας Καρολίνας και του Ρόουντ Άϊλαντ. Η πλέον επιτυχημένη έκδοση χαρτονομισμάτων ήταν αυτή της Πενσυλβάνια και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι εκεί δραστηριοποιούνταν ο Φραγκλίνος, ένθερμος υποστηρικτής των χαρτονομισμάτων, ο οποίος , το 1729 δημοσίευσε το «μία σύντομη έρευνα πάνω στη φύση και την αναγκαιότητα των χαρτονομισμάτων». Το 1751 η Βρετανία απαγόρεψε την έκδοση χαρτονομισμάτων από τις αποικίες, αρχικά στη Νέα Αγγλία και μετά δεκατρία χρόνια σε όλες τις αποικίες.
Η έκδοση χαρτονομισμάτων επαναλήφθηκε αμέσως μετά το ξέσπασμα της αμερικανικής επανάστασης. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν και άλλες λύσεις για τη χρηματοδότησή της. Η φορολογία, η οποία μπορούσε να αποτελέσει την εναλλακτική πρόταση, ήταν σχεδόν αδύνατη όχι μόνο λόγω της παραδοσιακής αντιπάθειας των Αμερικανών προς αυτή αλλά και για λόγους πρακτικούς. Πριν και από την συγκέντρωση του Πρώτου Ηπειρωτικού Κογκρέσου ορισμένες αποικίες άρχισαν πάλι την έκδοση χαρτονομισμάτων για να ανταποκριθούν στις πολεμικές δαπάνες. Η Αμερικάνικη επανάσταση χρηματοδοτήθηκε από τα χαρτονομίσματα. Το Αμερικάνικο Σύνταγμα έδωσε το δικαίωμα νομισματοκοπίας μόνο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση απαγορεύοντας ταυτόχρονα σε όλους την τύπωση χαρτονομισμάτων.
Το εγχείρημα όμως επαναλήφθηκε το 1812-1814 πάλι κάτω από την πίεση των πολεμικών αναγκών και πάλι κατόπιν κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφυλίου. Η μη ψήφιση του καταστατικού της Κεντρικής Τράπεζας το 1810 είχε σαν αποτέλεσμα την παύση κάθε ελέγχου στην έκδοση χαρτονομίσματος από τις υπόλοιπες τράπεζες. Η έκδοση χαρτονομισμάτων από 45 εκατομμύρια δολάρια το 1812 έφτασε τα 100 εκατομμύρια το 1817. «Άλλες εταιρείες και έμποροι εκδίδαν νόμισμα. Ακόμα και οι κουρείς και οι μπάρμαν συναγωνίζονταν την τράπεζα σ΄ αυτό το σημείο… σχεδόν κάθε πολίτης θεωρούσε πως ήταν συνταγματικό του δικαίωμα να εκδίδει χαρτονομίσματα» ( αναφέρεται από το Galbraith Το χρήμα σ 83).
Στον πίνακα 3 βλέπουμε τις κατά κεφαλή καταθέσεις στις ΗΠΑ και το κατά κεφαλή νόμισμα σε κυκλοφορία από το 1840 ως το 1910. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τη ραγδαία άνοδο των καταθέσεων από το 1870 και μετά και την ομαλή αύξηση του κυκλοφορούντος νομίσματος.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
|
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΕ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
| |
1840
|
7,01
|
10,88
|
1850
|
6,28
|
11,99
|
1860
|
9,84
|
13,82
|
1870
|
19,42
|
19,42
|
1880
|
44,20
|
19,37
|
1890
|
72,57
|
22,66
|
1900
|
117,24
|
27,35
|
1910
|
194,20
|
34,07
|
ΠΗΓΗ: ΝΙΕΜΙ σ 199
Η εμπειρία όμως αυτή δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Αμερικής. Την ίδια τακτική ακολούθησε και η Γαλλία κατά τη δική της επανάσταση. Ίδιες ανάγκες οδηγούν επομένως σε παρόμοιες λύσεις. Μια και ο χρυσός και ο άργυρος ήταν ιδιοκτησία των πλούσιων και μπορούσε να κρυφτεί ή να εξαχθεί η Γάλλοι συνέδεσαν το χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησαν, το ασσιανιάτο (assignats), με τη γη η οποία δε έφευγε από τη θέση της. Στη διάθεση της επανάστασης δε βρισκόταν ούτε πολύτιμα μέταλλα, ούτε δάνεια, ούτε φόροι μια και οι φόροι ήσαν ένας από τους στόχους της Τρίτης Τάξης και είχαν κηρυχτεί παράνομοι από την Εθνοσυνέλευση τον Ιούνιο του 1789.
Η εκκλησιαστική γη ήταν αρχικά μόνο στη διάθεσή της και αυτή, πολύ έξυπνα, χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση γραμματίων τα οποία θα εξαργυρώνονταν με γη. Το Δεκέμβρη του 1789 η εθνοσυνέλευση προχώρησε στην έκδοση 400 εκατομμυρίων γαλλικών λιρών, των ασσινιάτων, τα οποία υποτίθεται πως θα εξαγοράζονταν μέσα σε πέντε χρόνια με τα έσοδα από την πώληση ίσης αξίας γης της εκκλησίας και του στέμματος. Τα ασσινιάτα ήταν έντοκα, με επιτόκιο 5%, και πράγματι μπορούσε κάποιος να τα ανταλλάξει με γη. Η επόμενη έκδοση ασσινιάτων, το καλοκαίρι του 1790, ο τόκος εγκαταλείφθηκε. Η αξία των ασσινιάτων παρέμεινε αρχικά σταθερή αλλά από το 1793 η αξία τους είχε αρχίσει να μειώνεται αφενός λόγω της όλο και μεγαλύτερης κυκλοφορίας τους από τις Γαλλικές αρχές αλλά και λόγω του ιδιότυπου πολέμου της Αγγλίας που έδωσε την άδεια στους εξόριστους Γάλλους να τυπώνουν ασσινιάτα και να τα εξάγουν στη Γαλλία. Η υπονόμευση και η μείωση της αξίας των ασσινιάτων, αλλά και η εκπλήρωση του ρόλου τους, οδήγησαν το Διευθυντήριο, το 1979, πάλι στον κανόνα του χρυσού και του αργύρου.
Ξαναγυρίζοντας για λίγο στις ΗΠΑ μπορούμε να πούμε πως σε όλο, σχεδόν, τον δέκατο ένατο αιώνα επικρατούσε μια νομισματική και τραπεζική αναρχία η οποία και επιτάθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικάνικού εμφυλίου. Τράπεζες ιδρύονταν και τύπωναν τα δικά τους τραπεζογραμμάτια χορηγώντας και τα δικά τους δάνεια. «Εντούτοις, την εποχή που φτάσαμε στον εμφύλιο πόλεμο, το αμερικάνικο νομισματικό σύστημα ήταν, χωρίς ανάλογό του, το πιο μπερδεμένο στη μακριά ιστορία του εμπορίου και της συνδεμένης με αυτό απληστίας. Τα νομίσματα που έφταναν στο Άμστερνταμ πριν από το 1609, ήταν σε σύγκριση, η απλότητα προσωποποιημένη. Γύρω στα 7.000 διαφορετικά τραπεζογραμμάτια βρίσκονταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε κυκλοφορία, τυπωμένα από περίπου 1.600 διαφορετικές ή μη ανύπαρκτες πια πολιτειακές τράπεζες» γράφει ο Galbraith (Το χρήμα σ 97). Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε γύρω στις 5.000 πλαστές εκδόσεις.
Το χάος αυτό δεν εμπόδισε την οικονομική και παραγωγική ανάπτυξη των ΗΠΑ η οποία αυτή την περίοδο απογειωνόταν. Το 1863 ψηφίστηκε ο νόμος εθνικών τραπεζών ο οποίος καθιέρωσε ένα νέο σύστημα για τις εθνικές τράπεζες με το οποίο ορίστηκε πως μπορούσαν να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια στο 90% της αξίας των ομοσπονδιακών ομολογιών που θα αγόραζε η εκδότρια τράπεζα και θα κατέθετε στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο. Η έκδοση επομένως τραπεζογραμματίων συνδέθηκε με το κυβερνητικό χρέος. Μετά το 1837 το νόμισμα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν το χρυσό κυρίως νόμισμα. Πριν από τον εμφύλιο πόλεμο το νόμισμα που επικρατούσε ήταν το αργυρό και χρυσό κέρμα και όλο και περισσότερο το χρυσό. Τα μόνα χάρτινα νομίσματα που κυκλοφορούσαν ήσαν τα γραμμάτια διαφόρων τραπεζών.
Καθώς το 1861 άρχισε ο αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος οι ανάγκες της κυβέρνησης για χρήμα γίνονταν όλο και μεγαλύτερες. Το οικονομικό έτος 1861 τα έξοδα της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν 67 εκατομμύρια και το επόμενο έτος ανέβηκε στα 475 εκατομμύρια. Το 1865 έφτασαν τα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια ποσό ρεκόρ που το ξαναέφτασαν μόνο το 1917. Τα έσοδα το 1862 ανήλθαν στα 52 εκατομμύρια και το έλλειμμα αυτού του έτους ανήλθε στα 423 εκατομμύρια. Αν και τα έσοδα το 1865 ανήλθαν στα 334 εκατομμύρια δολάρια το έλλειμμα πλησίασε το ένα δισεκατομμύριο. Ο μόνος τρόπος να καλυφθεί το έλλειμμα ήταν η έκδοση χαρτονομισμάτων και ο δανεισμός.
Από το 1862 άρχισε η έκδοση τραπεζογραμματίων, τα οποία ήσαν νόμιμο χρήμα, και λόγω του χρώματός τους ονομάστηκαν γκρήνμπανκς. Ο αριθμός των γκρήνμπανκς που εκδίδονταν αυξανόταν συνεχώς καθώς οι ανάγκες της κυβέρνησης αυξάνονταν κατακόρυφα. Παρότι η απόσυρση των γκρήνμπανκς άρχισε το 1866 η διαδικασία σταμάτησε το 1868 και από το 1871 άρχισε η επανέκδοση των γκρήνμπανκς. Το 1867 οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αποφασίσει να κάνουν το χρυσό ως το μόνο απόθεμα για τα νομίσματά τους καθώς και το μέσο για τις μεταξύ τους πληρωμές. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι ΗΠΑ και το ασημένιο δολάριο σταμάτησε να κυκλοφορεί.
Μέσα από τις παραπάνω ιστορικές διεργασίες είχε γεννηθεί το χαρτονόμισμα, απλά κομμάτια τυπωμένο χαρτί, τα οποία μπορούσαν, στο μέλλον συνήθως, να αντικατασταθούν με κάτι με το οποίο ουδέποτε ανταλλάχτηκαν μια και το ρόλο των πληρωμών που είχαν αναλάβει τον έπαιζαν αρκετά καλά.
Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα η κυριαρχία της Βρετανίας στη βιομηχανική παραγωγή, στο εμπόριο και στις ξένες επενδύσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την κυριαρχία της στερλίνας στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. όπως το διατυπώνει ο Jones: «Οι τεράστιες επενδύσεις της Βρετανίας στο εξωτερικό έδωσαν μεγάλη ώθηση στη ζήτηση στερλίνας, η οποία εδραιώθηκε ως το σημαντικότερο διεθνές νόμισμα και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για τη χρηματοδότηση όχι μόνο του βρετανικού εξωτερικού εμπορίου, αλλά και για τη χρηματοδότηση του μεγαλύτερου μέρους του εμπορίου του υπόλοιπου κόσμου» (Geoffrey Jones σ 82).
Το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου είχε σαν αποτέλεσμα οι εμπλεκόμενες χώρες-Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία και Αυστρία-να εγκαταλείψουν τον κανόνα του χρυσού. Καθώς ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών χρεογράφων βρισκόταν στα χέρια των Βρετανών-ίσως πάνω από έξι δισεκατομμύρια δολάρια-έντονη ήταν ην ανησυχία στις ΗΠΑ για εξαργύρωση αυτών των ομολόγων πράγμα που με τη σειρά του θα οδηγούσε σε εξαφάνιση των, όχι και μεγάλων, αποθεμάτων χρυσού των ΗΠΑ. Το νέο Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα είχε μόνο 203 εκατομμύρια σε χρυσό στα θησαυροφυλάκιά του.
Οι φόβοι της αδυναμίας εξαργύρωσης των χρεογράφων οδήγησαν σε μαζική ρευστοποίησή τους αλλά μετά από λίγο χρόνο έγινε αντιληπτό πως οι ΗΠΑ, μακριά από τον πόλεμο, ήσαν η ασφαλέστερη χώρα. Η διαδικασία αντιστράφηκε και μεγάλες ποσότητες χρυσού άρχισαν να εισρέουν στις ΗΠΑ. Παράλληλα η πολεμική προσπάθεια έδωσε τεράστια ώθηση στη ζήτηση αγαθών από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σταριού και πολεμικού υλικού. Στο τέλος του 1917 οι ΗΠΑ είχαν στην κατοχή τους 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρυσό έναντι 1,5 που είχαν το 1914. Το 1918 τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ έφτασαν τα 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια για να εκτιναχτούν στα 4,2 δισεκατομμύρια στο τέλος του 1926. Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας ήταν να μειωθούν σε μεγάλο βαθμό τα αποθέματα σε χρυσό των Κεντρικών Τραπεζών της Γαλλίας και της Ρωσίας και φυσικά να είναι αδύνατη η ανταλλαξιμότητα των χαρτονομισμάτων με χρυσό. Αν στις παραπάνω χώρες ο κανόνας του χρυσού υπονομεύτηκε από την απουσία χρυσού, στις ΗΠΑ αυτό έγινε για τον αντίθετο λόγο. Από την πληθώρα χρυσού. Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, το 1917, σηματοδότηση την έξοδο και της χώρας αυτής από τον κανόνα του χρυσού.
Κατά τους Λαπαβίτσα και Itoh «Ο βαθμιαίος εξοβελισμός του εμπορευματικού χρήματος από τις διεθνείς πληρωμές μεταξύ καπιταλιστικών χωρών κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα έχει μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τις λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας και των τραπεζογραμματίων της. Η έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου σηματοδότησε την εδραίωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους στην καπιταλιστική οικονομία η οποία εκφράστηκε και με την απόφαση του περιορισμού του ρόλου του χρυσού στις εγχώριες και τις διεθνείς συναλλαγές» (Λαπαβίτσα, Itoh σ 222).
Μία από της κληρονομιές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήταν η νομισματική αστάθεια των νομισμάτων πολλών χωρών. Η αποδέσμευση των νομισμάτων από τον κανόνα του χρυσού ή η τεχνική σταθερότητα που επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, εγκαταλείφτηκε μετά τον πόλεμο και τα περισσότερα ευρωπαϊκά νομίσματα ήσαν πολύ κάτω από τις προπολεμικές ισοτιμίες τους με το δολάριο. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν τον κανόνα του χρυσού το 1919 ενώ και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούσαν να επανέλθουν στον κανόνα του χρυσού αν και αυτό αποδείχθηκε δύσκολο σε αρκετές περιπτώσεις. Έτσι μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο κανόνας του χρυσού εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά παντού. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του έπαιξε έναν ουσιώδη ρόλο στην ενοποίηση των οικονομιών, κυρίως των αναπτυγμένων οικονομικά χωρών, καθορίζοντας έναν σχετικά σταθερό κανόνα στις μεταξύ τους οικονομικές και εμπορικές δοσοληψίες.
Η κατάσταση μετά τον πόλεμο είχε διαμορφωθεί ως εξής: «Στο ένα άκρο βρισκόταν μια επίλεκτη ομάδα χωρών που είχαν κατορθώσει να ανακτήσουν τις προπολεμικές ισοτιμίες τους: οι χώρες αυτές ήσαν η Βρετανία, η Ελβετία, η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία. …Στο άλλο άκρο βρίσκονταν πέντε χώρες-η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Πολωνία η Γερμανία και η Ρωσία-οι οποίες αναγκάστηκαν να εισαγάγουν νέες νομισματικές μονάδες, επειδή τα βίαια πλήγματα του πληθωρισμού καταβαράθρωσαν τα νομίσματά τους. Οι υπόλοιπες χώρες σταθεροποιήθηκαν ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, με ισοτιμίες των εθνικών τους νομισμάτων πολύ χαμηλότερες από τις προπολεμικές, όπως, παραδείγματος χάριν, η Γαλλία, με αξία του νομίσματός της στο 20% της προηγούμενης αξίας του σε δολάρια, το Βέλγιο (στο 14,3%), η Ιταλία (στο 25%), η Ρουμανία (στο 3,7%) η Βουλγαρία (στο 3,7%), η Γιουγκοσλαβία (στο 9,1%), η Τσεχοσλοβακία (στο 14,3%), η Φιλανδία (στο 12,5%).» (Aldcroft σ 83).
Στη Γαλλία το φράγκο, καθώς ο πληθωρισμός στη Γαλλία ανέβαινε και ο δανεισμός περιοριζόταν, άρχισε να καταρρέει από το 1922. Μετά τον πόλεμο το φράγκο ήταν γύρω στα 5,45 το δολάριο. Στο τέλος του 1922 ήταν 13,84 φράγκα το δολάριο και στο τέλος του 1923 19,02. Το 1926 με μια σειρά κυβερνητικών παρεμβάσεων η υποτίμηση του φράγκου σταμάτησε και η τιμή του σταθεροποιήθηκε μαζί με τη σταθεροποίηση και των τιμών. Καθώς η Γαλλία ήταν μια, από τις λίγες χώρες, στην οποία σημειώθηκε μεγάλη εισροή χρυσού ξαναγύρισε στον κανόνα χρυσού το 1928. Η μετάβαση όμως δεν ήταν ουσιαστική καθώς μόνο οι πολύ πλούσιοι μπορούσαν να μετατρέψουν τα φράγκα σε χρυσό καθώς το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό για τη μετατροπή ήταν 215.000 φράγκα. (τα στοιχεία από Galbraith Το χρήμα σ 155-172).
Η νομισματική σταθεροποίηση στις χώρες της Ευρώπης ήταν μια μακρόχρονη διαδικασία και η νομισματική μεταρρύθμιση έγινε, σε κάποιες χώρες λίγο πριν τη νομισματική κατάρρευση. Στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία, αν και ο πληθωρισμός κυμαινόταν σε μέτρια επίπεδα, τα μέτρα για τη νομισματική μεταρρύθμιση προχώρησαν με αργούς ρυθμούς με τη Γαλλία να την ολοκληρώνει το 1828 συνοδευόμενη από αύξηση της φορολογίας και μείωση των κρατικών δαπανών, ενώ στην Ιταλία, ο Μουσολίνι, με μια δέσμη αυστηρών αντιπληθωριστικών μέτρων στήριξε τη λιρέτα σε μια υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία.
Στη Γερμανία ένας πρωτόγνωρος πληθωρισμός, από το τέλος του 1923, ανάγκασε τη γερμανική κυβέρνηση να λάβει μια σειρά μέτρων για τη σταθεροποίηση του νομίσματος. Τα κυριότερα από αυτά ήσαν. το σταμάτημα της χρηματοδότησης της παθητικής αντίστασης στο Ρουρ, η σύνδεση των φόρων με το χρυσό και η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, του Rentenmark, που αντικαθιστούσε το παλιό. Η έκδοση του νέου νομίσματος ήταν αυστηρά περιορισμένη και στηριζόταν σε ένα διεθνές δάνειο που με τη σειρά του διασφαλιζόταν από πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Το Rentenmark ακολούθησε δηλαδή το δρόμο που είχαν ανοίξει τα ασσινιάτα. Με μια διαφορά. Κανείς δε μπορούσε να ανταλλάξει Rentenmark με γη ή άλλα περιουσιακά στοιχεία του γερμανικού κράτους. Το νομισματικό ιδεώδες κατέστη κυρίαρχο στην οικονομική σκέψη αρκετών κυβερνήσεων και οικονομολόγων και κυριάρχησε η θέση για κάποια υποτιθέμενη κυριαρχία του νομισματικού συστήματος επί της οικονομίας.
Ως το τέλος της δεκαετίας του 1920 όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν σταθεροποιήσει τα νομίσματά τους και είχαν τιθασεύσει τον μεγάλο πληθωρισμό έχοντας υιοθετήσει κάποια εκδοχή του κανόνα του χρυσού, αν και τα χρυσά νομίσματα έπαψαν να κυκλοφορούν σε όλες σχεδόν τις χώρες. Μια και τα αποθέματα χρυσού πολλών χωρών ήσαν περιορισμένα έγινε αποδεκτός ένας κανόνας χρυσού συναλλάγματος με τις χώρες να υποκαθιστούν τα αποθεματικά τους σε χρυσό με ξένο συνάλλαγμα. Το ποσοστό λοιπόν του ξένου συναλλάγματος στις κεντρικές τράπεζες αυξήθηκε εντυπωσιακά προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. «Τα 1927, το ξένο συνάλλαγμα αποτελούσε το 42% των συνολικών αποθεματικών (σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα) στις είκοσι τέσσερις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες ενώ το 1913 το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 12%.» (Aldcroft σ 89).
Τα κύρια αποθεματικά νομίσματα έγιναν η στερλίνα και το δολάριο, με την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας να κατέχει το μεγαλύτερο αποθεματικό στον κόσμο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. Η ύπαρξη πλέον περισσότερων από πριν κεφαλαιαγορών είχε σαν αποτέλεσμα την ευκολότερη μετάβαση κεφαλαίων που ακολουθούσαν το μεγαλύτερο επιτόκιο. Η ύπαρξη, στις κεντρικές τράπεζες, μεγάλων αποθεματικών σε συνάλλαγμα, άμεσα μετατρέψιμων σε χρυσό, είχε σαν αποτέλεσμα την άσκηση ισχυρής πίεσης, ιδιαίτερα στη στερλίνα, αφού η Βρετανία δεν θα μπορούσε να καλύψει τη μετατροπή των στερλινών σε χρυσό σε περίπτωση κρίσης.
Οι υποχρεώσεις της Βρετανίας σε στερλίνες προς τις κεντρικές τράπεζες ήσαν τουλάχιστον τετραπλάσιες των αποθεμάτων της σε χρυσό. Στην αντίθετη θέση βρίσκονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες τα αποθέματα χρυσού των οποίων υπερέβαιναν τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις τους προς τις κεντρικές τράπεζες ήσαν μόλις 0,6 δισεκατομμύρια δολάρια. (Aldcroft σ 92). Το πρόβλημα επιδεινωνόταν από τον πρόχειρο τρόπο με τον οποίο είχαν καθοριστεί οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και την απροθυμία, αλλά και αδυναμία, των κυβερνήσεων να τις αλλάξουν. Οι χώρες με υποτιμημένο νόμισμα, όπως η Γαλλία, δεν ήθελαν να χάσουν το πλεονέκτημα της υποτίμησης ιδιαίτερα αυτό των κεφαλαιακών ροών, οι δε χώρες με τα υπερτιμημένα νομίσματα δε δέχονταν να τα υποτιμήσουν κυρίως λόγω της μείωσης του κύρους και της αξιοπιστίας τους.
Η Βρετανία ήταν ο αδύνατος κρίκος του συστήματος πλέον με τα αποθέματά της σε χρυσό να μειώνονται συνεχώς. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και οι ουδέτερες χώρες της Ευρώπης απορροφούσαν αυξανόμενο ποσοστό των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού, με αποτέλεσμα να έχει ανέλθει το μερίδιό τους, στο τέλος της δεκαετίας του 1920, στο 65% του συνόλου, ενώ το ποσοστό τους στο σύνολο το 1913 ήταν 54%» επισημαίνει ο Aldcroft (Aldcroft σ 92). Το νομισματικό σύστημα που στήθηκε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν επομένως ασταθές μια και άρχισε να στηρίζεται, όλο και περισσότερο, σε υποκατάστατα του χρυσού και η ευστάθειά του εξαρτιόταν από τη σταθερότητα του αποθεματικού νομίσματος, την οικονομική επάρκεια της χώρας έκδοσής του αλλά και από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια.
Η νομισματική σταθερότητα έγινε δυνατή μόνο όταν τιθασεύτηκε ο πληθωρισμός στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ο πλήρης κανόνας του χρυσού (Full gold standard) εγκαταλείφτηκε όμως γενικά. Οι περισσότερες χώρες προτίμησαν να υιοθετήσουν μια ήπια εκδοχή του κανόνα του χρυσού η οποία συνίστατο σε μια σταθερή ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με ένα ξένο νόμισμα που είτε ήταν χρυσό είτε ένας κανόνας χρυσού. Έτσι η πλήρης μετατρεψιμότητα σε χρυσό των χαρτονομισμάτων ανήκε πλέον στο παρελθόν ακόμη και στις χώρες, όπως η Βρετανία, η Δανία και η Νορβηγία, που υιοθέτησαν ένα κανόνα χρυσού αφού κι εκεί τα χαρτονομίσματα δε μετατρέπονταν αμέσως σε χρυσό και τότε μόνο σε μια σταθερή ισοτιμία και για μικρά ποσά.
Όπως γράφει ο Κίντλεμπερκερ: «Το διεθνές οικονομικό σύστημα κατέστη ασταθές διότι η Αγγλία δε μπόρεσε να αναλάβει την ευθύνη και οι ΗΠΑ την αποσιώπησαν, όσον αφορά τη σταθεροποίηση σε τρεις ιδιαίτερους τομείς. Πρώτον, διατηρώντας σχετικά ανοιχτή μια αγορά για εμπορεύματα που δεν εύρισκαν αγοραστές. Δεύτερον, προμηθεύοντας χωρίς να υπολογίζει τα κυκλικά φαινόμενα, μακροπρόθεσμα δάνεια. Τρίτον, υποτιμώντας το εύρος της κρίσης. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ήταν ασταθές, εκτός αν μια χώρα το σταθεροποιούσε, καθώς το είχε κάνει τον 19ο αιώνα και μέχρι το 1913 η Αγγλία. Το 1929, οι Άγγλοι δεν το μπορούσαν και οι Αμερικανοί δεν το ήθελαν. Όταν κάθε χώρα βάλθηκε να προστατέψει τα εθνικά της συμφέροντα, το παγκόσμιο γενικό συμφέρον διαχωρίστηκε, μαζί και τα ξεχωριστά συμφέροντα του κάθε έθνους.» μάλλον όμως ξεχνά ο Κίντλεμπερκερ ότι πάντα ήταν έτσι. Οι καταστάσεις ισορροπίας που αναπολεί δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας ουράνιας αρμονίας αλλά ισορροπία συμφερόντων την οποία κανείς δεν είχε τη δύναμη να διαταράξει. Όταν οι συνθήκες μεταβάλλονταν αυτό θα άλλαζε όπως και πραγματικά έγινε λίγο μετά την περίοδο που σκιαγραφεί παραπάνω.
Η κρίση του 1929 οδήγησε σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα με τη μεγαλύτερη πίεση να δέχεται, το καλοκαίρι του 1931, η στερλίνα της οποίας η θέση ήταν ιδιαίτερα αδύνατη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι μεγάλες εκροές κεφαλαίων αυτή την περίοδο οδήγησαν τη Βρετανία σε αδυναμία διατήρησης της σταθερής ισοτιμίας της στερλίνας. Η θέση της Βρετανίας επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η μόνη λύση να είναι πλέον η απομάκρυνση της Βρετανίας από το σύστημα σταθερών ισοτιμιών και την επίσημη απομάκρυνση της στερλίνας από τον κανόνα του χρυσού.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΤΗ
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΙΙΙ. 1945-ΣΗΜΕΡΑ
Στη Γερμανία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το ράιχσμαρκ, το οποίο είχε αντικαταστήσει το Rentenmark, βρέθηκε πάλι χωρίς αξία και το 1948 αντικαταστάθηκε χωρίς κλυδωνισμούς και χωρίς άνοδο των τιμών από το ντόϋτσμαρκ. Η φθίνουσα παραγωγική ικανότητα της Βρετανίας υπονόμευσε το ρόλο της στερλίνας ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Η στερλίνα υποτιμήθηκε, ως προς το δολάριο, το 1949 και ξανά το 1967. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το μισό, περίπου, του συνόλου του παγκόσμιου εμπορίου εξακολουθούσε να εκφράζεται σε στερλίνες αλλά ο διεθνής του ρόλος συνεχώς μειωνόταν. Μετά τη δεύτερη υποτίμηση, το 1967, η στερλίνα έπαψε να αποτελεί το δεύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και μόνο το 20% του παγκόσμιου εμπορίου εκφραζόταν σε στερλίνες κατά τη δεκαετία του 1970.
Ο άνισος καταμερισμός του παγκόσμιου αποθέματος χρυσού μετά τον πόλεμο, από τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα 24 δισεκατομμύρια βρίσκονταν στην κατοχή των ΗΠΑ, αλλά και οι ανάγκες του διεθνούς εμπορίου επέβαλαν την ύπαρξη μιας νέας νομισματικής συμφωνίας. Η συμφωνία που επιβλήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη συνάντηση που έγινε στο Μπρέντον Γουντς το 1944, στην οποία συμμετείχαν 44 χώρες, καθόρισε σταθερές και προκαθορισμένες ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών με μια διακύμανση της τάξης του 1%. Χωρίς δηλαδή να έχουμε αναβίωση του κανόνα του χρυσού καθορίστηκαν απλά οι σταθερές ισοτιμίες των νομισμάτων. Οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών υποχρεώνονταν να στηρίζουν το νόμισμα της χώρας όταν δεχόταν πιέσεις με στόχο τη διατήρηση της ισοτιμίας του στα καθορισμένα επίπεδα.
«Το σύστημα Μπρέντον Γουντς, που θεμελιώθηκε το 1944, ενίσχυσε τη σχετική σταθερότητα των τιμών (την ανταλλακτική αξία του χρήματος). Το σύστημα έθεσε σταθερές τιμές συναλλάγματος μεταξύ του αμερικανικού δολαρίου και των άλλων νομισμάτων, δεδομένης της υποχρέωσης των ΗΠΑ να μετατρέπουν 35 δολάρια σε 1 ουγκιά χρυσού, αν δέχονταν τέτοιο αίτημα ξένων κυβερνήσεων ή νομισματικών αρχών» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh.
Παράλληλα αποφασίστηκε η δημιουργία ενός Ταμείου, το οποί θα μετεξελισσόταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως ύστατη λύση καταφυγής σε περίπτωση που οι Κεντρικές Τράπεζες εξαντλούσαν τις δυνατότητές τους στήριξης του νομίσματος. Κάθε χώρα μέλος συνεισέφερε ένα ποσό για τη δημιουργία του Ταμείου και το ποσό που μπορούσε να δανειστεί ήταν ανάλογο της συνεισφοράς της. Ουσιαστικά δηλαδή το Ταμείο ήταν ένας γρήγορος τρόπος δανεισμού.
Όταν μια χώρα κατέφευγε στο Ταμείο για την προμήθεια χρυσού ή σκληρού νομίσματος κατέθετε στο Ταμείο ίσης αξίας ποσό του νομίσματός της. Σε περίπτωση όμως καταφυγής στο Ταμείο μια σειρά από υποχρεώσεις αναλάμβανε η χώρα με αποτέλεσμα η λειτουργία του Ταμείου να είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ ότι περιγράψαμε εδώ, με το Ταμείο να γίνεται ουσιαστικά ένας οργανισμός που καθόριζε την οικονομική πολιτική της χώρας που κατέφευγε στη βοήθειά του. Το Ταμείο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1947. Οι αρχικοί πόροι του Ταμείου ήσαν 2,75 δισεκατομμύρια δολάρια που προσέφεραν οι ΗΠΑ και 6,8 δισεκατομμύρια που προσέφεραν οι υπόλοιπες χώρες μέλη. Ποσό μικρό συγκρινόμενο ακόμη και με τα 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ.
Το σύστημα του Bretton Woods στηριζόταν στην απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ επί του καπιταλιστικού κόσμου. Μια ηγεμονία που είχε σαν βάση της την οικονομική και παραγωγική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Μετά τον πόλεμο οι ΗΠΑ δεν κατείχαν απλά τα δύο τρίτα των επίσημων παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού αλλά πρωτίστως μια τεράστια παραγωγική ικανότητα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο πλεονασματικός χαρακτήρας του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ ανατράπηκε. Το 1971 οι ΗΠΑ αναστέλλουν τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό και προχωρούν σε υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το χρυσό το 1971 και για δεύτερη φορά το 1973. Το σύστημα του Bretton Woods κατέρρευσε και η προσπάθεια δημιουργίας ενός συστήματος ισοτιμιών μέσα σε μια ευρεία ζώνη διακύμανσης δε μπόρεσε να σταθεροποιήσει την ισοτιμία του δολαρίου.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε καμπή στο χαρακτήρα κι στην κατανομή του διεθνούς δανεισμού. Νέα χρέη δημιουργήθηκαν ενώ οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες έχασαν μεγάλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους στο εξωτερικό. Η Γαλλία και η αστική τάξη της έχασε το μισό περίπου των περιουσιακών στοιχείων της στο εξωτερικό, η Βρετανία το 15% περίπου ενώ η Γερμανία έχασε το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της. Πέρα όμως από αυτή τη μεταβολή οι εμπόλεμες χώρες κατέφυγαν σε εκτεταμένο δανεισμό προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα πολεμικά έξοδα. Στη Γερμανία το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί κατακόρυφα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από 5 δισεκατομμύρια μάρκα το 1914 εκτινάχτηκε στα 105 το 1918. «Το συνολικό δημόσιο χρέος των εμπόλεμων χωρών, από 26 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν τις παραμονές του πολέμου, έφτασε τα 225 δισεκατομμύρια το 1920» κατά τον Beaud. (Beaud σ 249).
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τη διαχρονική πορεία των κυβερνητικών δαπανών της Βρετανίας από το 1200 και μετά σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 1
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
ΠΗΓΗ: CLARC. σ 14
Οι χρηματοοικονομικές συνέπειες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήσαν πολύ μεγάλες, της τάξης των 260 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αν συμπεριληφθούν όλοι οι εμπόλεμοι. Οι χώρες που κυρίως επωμίστηκαν αυτό το κόστος ήσαν η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία. «Μια ιδέα για το μέγεθος της συνολικής δαπάνης μας δίνει το γεγονός ότι αντιπροσώπευε περίπου εξήμισι φορές το σύνολο όλων των εθνικών χρεών που είχαν συσσωρευτεί σε όλο τον κόσμο από το τέλος του 18ου αιώνα έως τις παραμονές του Α’ παγκοσμίου πολέμου» (Aldcroft σ 25)
Το μεγαλύτερο μέρος από το κόστος αυτό καλύφθηκε με δανεισμό. Η Γαλλία και η Γερμανία στηρίχθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στο δανεισμό ενώ οι ΗΠΑ μόνο το 23% των πολεμικών δαπανών καλύφθηκε από τα δημόσια έσοδα. «Οι πιστωτικές πράξεις του ενός ή του άλλου είδους, και όχι η φορολογία, έγιναν η κύρια πηγή χρηματοδότησης του πολέμου» (Aldcroft σ 26).
Η χώρα η οποία βγήκε κερδισμένη από την παραπάνω εξέλιξη ήσαν οι ΗΠΑ. «Αν εξαιρέσουμε τα διακρατικά χρέη, η καθαρή πιστωτική θέση της Αμερικής στον μακροπρόθεσμο λογαριασμό ήταν 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ πριν από τον πόλεμο η θέση της ήταν καθαρά χρεωστική περίπου της ίδιας τάξης» γράφει ο Aldcroft (Aldcroft σ 94).
Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε τα χρέη των εμπόλεμων χωρών στις ΗΠΑ το Μάρτιο 1919.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΧΩΡΑ
|
ΧΡΕΟΣ (σε εκατομμύρια δολάρια)
|
ΓΑΛΛΙΑ
|
2.950.762
|
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
|
4.166.318
|
ΙΤΑΛΙΑ
|
1.648.034
|
ΒΕΛΓΙΟ
|
347.691
|
ΡΩΣΙΑ
|
187.729
|
ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΑ
|
61.256
|
ΡΟΥΜΑΝΙΑ
|
28.205
|
ΣΕΡΒΙΑ
|
26.175
|
ΕΛΛΑΔΑ
|
15.000
|
ΠΗΓΗ: LESOURD-GERARD σ 420
Η εκροή χρυσού από τη Βρετανία συνεχιζόταν με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και τον περιορισμό του δανεισμού. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε απότομο περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας και σε αύξηση της ανεργίας. Αντίθετα στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στη Γερμανία ο χρυσός αυξανόταν συνεχώς έχοντας τα έχοντας ως αποτέλεσμα την τόνωση της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Ο χρυσός που συγκεντρωνόταν στη Γερμανία ήταν αποτέλεσμα των εξωτερικών πιστώσεων. «οι εξωτερικές πιστώσεις που επιτεύχθηκαν από τη Γερμανία είναι δυόμιση φορές μεγαλύτερες από τις επανορθώσεις που καταβλήθηκαν στην πραγματικότητα, πράγμα που επιτρέπει στη Γερμανία όχι μόνο να προμηθεύεται πρώτες ύλες, αλλά και να ξανασυγκεντρώσει απόθεμα χρυσού και συναλλάγματος και να αναπτύξει τις επενδύσεις της στο εξωτερικό» γράφει ο Beaud. (Beaud σ 252). Στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, με την πιο αδύνατη παραγωγική βάση, οι παραπάνω εξελίξεις μετά τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είχαν δυσμενείς επιπτώσεις.
«Στη διάρκεια της ύφεσης, οι χώρες αυτές (κεντρική και ανατολική Ευρώπη) συνάντησαν δυσκολίες στην εξασφάλιση σημαντικών προμηθειών, και όσες μπόρεσαν να αποκτήσουν τέτοιες προμήθειες αναγκάστηκαν να καταβάλλουν υψηλές τιμές πράγμα που αύξησε ακόμη περισσότερο το χρέος τους. Επιπλέον, όταν οι τιμές των εμπορευμάτων κατέρρευσαν, στο δεύτερο εξάμηνο του 1920, το βάρος του χρέους αυξήθηκε, ιδιαίτερα στις ανατολικές χώρες, οι οποίες ήσαν σε σημαντικό βαθμό εξαρτημένες από τις εξαγωγές προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής. Δεύτερον, η πολιτική λιτότητας που υιοθέτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχε σοβαρές επιπτώσεις για την Ευρώπη συνολικά. Η πτώση τουλάχιστον κατά 40% του γενικού επιπέδου των τιμών δολαρίου ΗΠΑ επέβαλε βαρύ φορτίο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είχαν συνάψει δάνεια σε φουσκωμένες τιμές.» (Aldcroft σ 52).
Η διαδικασία του συνεχίστηκε καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του 1920 με τελικό αποτέλεσμα, στο τέλος της δεκαετίας, οι ΗΠΑ να είναι πλέον ο μεγάλος παγκόσμιος πιστωτής έχοντας εκδιώξει από τη θέση αυτή τις ευρωπαϊκές χώρες. Η ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία, κατά το 1929, συνεισέφεραν τα τρία τέταρτα των ξένων επενδύσεων. Σε αρκετές χώρες, ιδιαίτερα της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, το χρέος, κατά το 1929 ξεπερνούσε τους εγχώριους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου.
Την ίδια όμως διαδικασία δανεισμού ακολούθησε και η Γερμανία το χρέος της οποίας ανερχόταν, το 1930, στο ποσό των 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων με πιστώτριες χώρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και την Ολλανδία. Μεγάλο μέρος του δανεισμού πήγαινε σε μη παραγωγικές επενδύσεις και υπήρξε πράγματι μια κατασπατάληση ενός μέρους των πράγμα που οδήγησε τον Schacht να θρηνεί το 1927. «Με λίγα λόγια, ο διεθνής δανεισμός της δεκαετίας του 1920 δημιούργησε μια ψευδαίσθηση υγείας και σταθερότητας, που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα» όπως επισημαίνει ο Aldcroft (Aldcroft σ 99).
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου περιορισμοί άρχισαν να ορθώνονται στη εξαγωγή χρυσού από όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Η άνοδος του εθνικισμού ήταν ένας ακόμη παράγοντας που διαμόρφωσε, αλλά και διαμορφώθηκε, από τις παραπάνω οικονομικές συνθήκες. Τα κράτη γίνονταν όλο και πιο εσωστρεφή μια και οι ροές χρυσού και κεφαλαίων περιορίστηκαν δραματικά οι χώρες του κεντρικού πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης συνέχισαν στο δρόμο αυτό καλύπτοντας το δρόμο που τις χώριζε από τη Βρετανία η οποία άρχισε να βραδυπορεί. Ένας πολυπολικός κόσμος άρχισε να αναδύεται με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία αλλά και την Ιαπωνία στην Ασία να διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια οικονομική, και κατ΄ επέκταση, στην διεθνή πολιτική σκηνή.
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 πολλές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά και της Λατινικής Αμερικής, ήσαν υπερδανεισμένες και το χρέος τους δεν ήταν αυτοεξυπηρετούμενο. Για την εξυπηρέτηση του χρέους τους ήσαν αναγκασμένες να καταφεύγουν πάλι σε δανεισμό. Οι πιστωτές προέρχονταν, σε μεγάλο ποσοστό, από τη Βρετανία, τη Γαλλία και κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά το 1927-28 ο δανεισμός άρχισε να μειώνεται με την αρχή να γίνεται από τους Γάλλους πιστωτές. Οι γαλλικές εξαγωγές κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 50% το 1928 και σταμάτησαν τελείως το 1929, ενώ μεγάλο μέρος του βραχυπρόθεσμα τοποθετημένου γαλλικού κεφαλαίου επαναπατρίστηκε αφού τα επιτόκια στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη δεν ήσαν πλέον ελκυστικά και οι κίνδυνοι ήσαν πλέον αυξημένοι.
Όταν, το 1929, την ίδια πορεία ακολούθησαν και τα κεφάλαια που είχαν δανείσει οι αμερικάνοι το σύστημα διεθνούς δανεισμού άρχισε να καταρρέει. Η κερδοσκοπική οικονομική άνθιση στις ΗΠΑ οδήγησε σε τοποθετήσεις κεφαλαίων μέσα στις ΗΠΑ. «Οι εκδόσεις μακροπρόθεσμων ομολογιακών στις ΗΠΑ για λογαριασμό ξένων μειώθηκαν περισσότερο από 50% μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εξαμήνου του 1928. Κατά το πρώτο εξάμηνο το 1929 σημειώθηκε μικρή αναζωογόνηση, αλλά ακολούθησε μια ακόμη μεγαλύτερη πτώση το δεύτερο εξάμηνο του έτους, δίνοντας ένα σύνολο 790 εκατομμυρίων δολαρίων έναντι 1.250 εκατομμυρίων δολαρίων το 1928 και 1.336 εκατομμυρίων δολαρίων το 1927. Συνολικά, οι εκροές κεφαλαίων (τόσο μακροχρόνιων όσο και βραχυχρόνιων) από τους μεγάλους πιστωτές έπεσαν από 2.214 εκατομμύρια δολάρια το 1928 σε 1.414 εκατομμύρια δολάρια το 1929, ενώ τον επόμενο χρόνο έπεσαν ακόμη περισσότερο, στα 363 εκατομμύρια δολάρια». (Aldcroft σ 107).
Οι οφειλέτριες χώρες βρέθηκαν απότομα σε δεινή θέση. Ο μεγαλύτερος δανειολήπτης, η Γερμανία, είδε να μειώνονται οι εισροές κεφαλαίων από 967 εκατομμύρια δολάρια το 1928 σε 482 εκατομμύρια δολάρια το 1929 και σε 129 εκατομμύρια δολάρια το 1930. Ανάλογες ήσαν και οι μειώσεις στις εισροές κεφαλαίων και στις υπόλοιπες χώρες, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Μια και ο δανεισμός ουσιαστικά σταμάτησε οι χώρες αναγκάστηκαν να κλείνουν τα χάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους καταφεύγοντας στα αποθεματικά τους τα οποία όμως ήσαν περιορισμένα.
Πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το κράτος των ΗΠΑ ήταν σχετικά μικρό σε σχέση με την οικονομία της χώρας. Το 1930 οι συνολικές κρατικές δαπάνες αντιπροσώπευαν το 2% του ΑΕΠ και ανέρχονταν στο ποσό των 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 1932, 1933 και 1934 τα δημόσια έσοδα ήσαν το μισό περίπου των δημοσίων δαπανών. Το οικονομικό έτος 1932 τα έξοδα ήσαν 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια και τα έσοδα 1,9 δισεκατομμύρια. Το 1938 τα έσοδα ανήλθαν στα 6,8 δισεκατομμύρια και το έλλειμα ήταν 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 1940 οι κρατικές δαπάνες ανήλθαν στα 10 δισεκατομμύρια. Από την περίοδο αυτή οι δαπάνες των ΗΠΑ αυξάνονταν συνεχώς. Κατά τη δεκαετία 1950-60 αντιστοιχούσαν στο 10% και τη δεκαετία 1960-70 στο 12% του ΑΕΠ.
Ο κρατικός δανεισμός αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του 1970. Στην Ιαπωνία το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 1,6% του ΑΕΠ το 1973 σε 34,4% το 1979. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία από 6,7% του ΑΕΠ το 1973, το δημόσιο χρέος, ανέβηκε στο 14,5 το 1979. Ενώ η ΗΠΑ και η Βρετανία συνέχισαν να έχουν υψηλό, σχετικά, χρέος.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τη διαχρονική πορεία του δημόσιου χρέους της Βρετανίας σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 2
ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΣΑΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
ΠΗΓΗ:Clarc. σ 158
Έχουμε παρακολουθήσει την ιστορική πορεία μεταβολών του χρήματος και δημιουργίας των τραπεζογραμματίων από το 1000 ως και τη δεκαετία του 1970. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μια σημαντικά ανατροπή έγινε ως προς την ίδια την έννοια του χαρτονομίσματος και του χρήματος γενικότερα. Τον Αύγουστο του 1971 το δολάριο, το νόμισμα με το οποίο ήσαν συνδεδεμένα όλα τα άλλα νομίσματα, έπαψε να είναι ανταλλάξιμο με χρυσό. Ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε το νόμισμα με το χρυσό ή τον άργυρο από γεννησιμιού του αποκόπηκε και τα νομίσματα συνέχισαν τον ανεξάρτητο από οποιοδήποτε εμπόρευμα πορεία τους, μετατρεπόμενα τα ίδια σε εμπόρευμα.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά ξαφνική. Η εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, ο διεθνικός χαρακτήρας του και οι πολιτικές ανατροπές στο διεθνή καταμερισμό της δύναμης είχαν αναδείξει, από τη δεκαετία του 1920, τον προβληματικό χαρακτήρα της σύνδεσης των νομισμάτων με το χρυσό. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τη μοναχική και ενδιαφέρουσα πορεία του χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να κάνουμε κάποιες τεχνικές διευκρινήσεις για την καλύτερη παρακολούθηση των στοιχείων που θα παραθέτουμε.
Τι είναι τελικά το χρήμα μετά ιδιαίτερα την αποδέσμευσή του από το χρυσό; Παρότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο πως το χρήμα δεν είναι μόνο ένα μέσο ανταλλαγής αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Η πιο στενή έννοια του χρήματος είναι αυτή που ορίζει ως τέτοιο τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που βρίσκονται σε κυκλοφορία συν τις καταθέσεις όψεως. Είναι δηλαδή εκείνο το χρήμα το οποίο συμμετέχει στην εξυπηρέτηση της παραγωγής και του εμπορίου και με το οποίο έχει σχέση η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Η πιο ευρεία έννοια είναι αυτή που ορίζει ως χρήμα το άθροισμα των νομισμάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία, των νομισμάτων που βρίσκονται στα θησαυροφυλάκια τραπεζών, τις ταξιδιωτικές επιταγές, τις καταθέσεις κάθε τύπου, τα θεσμικά αμοιβαία κεφάλαια, τις βραχυπρόθεσμες συμφωνίες επαναγοράς και άλλα μεγαλύτερα ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Ανεξάρτητα πάντως από τον ορισμό του χρήματος εκείνο που μας ενδιαφέρει το πώς, όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τις οικονομίες των διαφόρων χωρών και τη ζωή των δισεκατομμυρίων κατοίκων της γης. Θα δούμε τώρα τις κατηγορίες του χρήματος, όπως θα παρουσιαστούν παρακάτω.
Ως Μ0 ορίζεται το σύνολο του φυσικού χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία μαζί με τους λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας. Ως Μ1 ορίζεται το άθροισμα του Μ0+τα ποσά των τρεχούμενων λογαριασμών και των καταθέσεων όψεως. Είναι εκείνο δηλαδή το χρήμα το οποίο μπορεί να μπει γρήγορα σε κυκλοφορία. Ως Μ2 ορίζεται το Μ1+αμοιβαία κεφάλαια+αποταμιευτικοί λογαριασμοί+μικρές προθεσμιακές καταθέσεις (ως 100.000 δολάρια). Ως Μ3 ορίζεται το Μ2+μεγάλες προθεσμιακές καταθέσεις+τα ποσά της θεσμικής αγοράς χρήματος+αμοιβαία κεφάλαια ταμείων+ το σύνολο των συμφωνιών επαναγοράς+ πιστοποιητικά καταθέσεων.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη μεταβολή στην παγκόσμια προσφορά χρήματος, σε όλες τις παραπάνω μορφές, από το 1971 ως το 2009.
Διάγραμμα 3
Στο παραπάνω διάγραμμα παρατηρούμε την αύξηση όλων των μορφών χρήματος από το 1971 και μετά, και την κατακόρυφη άνοδό του από το 2000 και μετά. Ένα μέρος αυτής της αύξησης είναι αποτέλεσμα τις αυξημένης παραγωγής και του συνακόλουθα αυξημένου εμπορίου σε μια σειρά χωρών αλλά και παγκοσμίως. Η αύξηση επομένως αυτή αντανακλά τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, της παραγωγής δηλαδή και του εμπορίου, για νομισματική κάλυψη των αναγκών του. Η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και του εμπορίου είχαν σαν αποτέλεσμα, για να εξυπηρετηθούν, από μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος, από μεγαλύτερη ταχύτητα κυκλοφορίας ή και τα δύο. Παρ΄ όλα αυτά παρατηρούμε πως το χρήμα Μ0, το χρήμα δηλαδή εκείνο το οποίο βρίσκεται σε ουσιαστική κυκλοφορία και οι μικρές καταθέσεις γνώρισαν μικρή αύξηση. Αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό το χρήμα που βρίσκεται στη διάθεση των εργαζόμενων και των οικονομικά ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού. Η διόγκωση του χρήματος παρατηρείται στο Μ1 και Μ2. Αυτό φανερώνει μια αύξηση των παγκόσμιων καταθέσεων, την αύξηση δηλαδή του λιμνάζοντος χρήματος.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά, με τις παραπάνω μορφές τους, για το δολάριο. Από το 2005 η Federal Reserve σταμάτησε τη δημοσιοποίηση στοιχείων για το Μ3 με μια απόφαση με την οποία χαρακτήριζε ως ασήμαντη τη δημοσιοποίησή του σε σχέση με το κόστος συλλογής των στοιχείων. Φυσικά μόνο ασήμαντα δεν είναι τα παραπάνω στοιχεία μέσα στα οποία υπάρχουν εκείνα τα χρήματα που χρησιμοποιούνται στις χρηματαγορές, τα χρηματιστήρια, στα παράγωγα και σε όλες τις σύγχρονες μορφές μεταφοράς πλούτου από τις αναπτυσσόμενες χώρες στις αναπτυγμένες και από τους εργαζόμενους στην αστική τάξη.
Διάγραμμα 4
Το 2.000 ένα νέο νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία. Ήταν το ευρώ. Το νόμισμα 15 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρες που αποτελούν τις χώρες κυκλοφορίας του ευρώ αποκαλούνται και ευρωζώνη. Οι λόγοι που ώθησαν τις κυρίαρχες τάξεις των χωρών αυτών για τη δημιουργία του ευρώ βρίσκονται στα λόγια του Στέφαν Κολινιόν, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του Centro Europa Ricerche (CER) της Ρώμης: «Μια νομισματική ένωση δεν είναι σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Η ουσία της νομισματικής ζώνης συνίσταται στην απεριόριστη πρόσβαση από όλες τις εμπορικές τράπεζες στην ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας την ΕΚΤ. Το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα συλλέγει τις αποταμιεύσεις από παντού στη Ζώνη του Ευρώ και τις επενδύει οπουδήποτε βρίσκει κερδοφόρες ευκαιρίες.» (Eurointelligence, 22.04.2010).
Οι λόγοι επομένως δημιουργίας του ευρώ πρέπει πρωτίστως να αναζητηθούν στα τραπεζικά συμφέροντα και τον κυρίαρχο ρόλο τους στην οικονομική και πολιτική ζωή των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης. Στα δύο διαγράμματα που ακολουθούν βλέπουμε την μεταβολή σε όλα τα είδη χρήματος που έχουμε περιγράψει για το ευρώ και το γιέν, από το 1998 ως το 2008. Στα διαγράμματα παρατηρούμε την ίδια συμπεριφορά και των δύο παραπάνω νομισμάτων με το δολάριο, τη σχετική στασιμότητα στην ποσότητα του νομίσματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία και τη διόγκωση της ποσότητας όλων των υπόλοιπων μορφών χρήματος.
Διάγραμμα 5
Διάγραμμα 6
Παρά την μη δημοσιοποίηση από την Federal Reserve τα στοιχεία συνέχισαν να συλλέγονται από ιδιώτες και στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τις μεταβολές στο Μ3 χρήμα και μετά την έναρξη της μη δημοσιοποίησης.
Διάγραμμα 7
ΠΗΓΗ:http://www.nowandfutures.com/articles/20060426M3b,_repos_&_Fed_watching.html
Σε όλα τα παραπάνω διαγράμματα που αφορούν τις αναπτυγμένες χώρες παρατηρούμε τα ίδια χαρακτηριστικά. Μετά την οριστική αποδέσμευση των νομισμάτων από το χρυσό, το 1971, αρχίζει ουσιαστικά και η διόγκωση του Μ2 και του Μ3. Ιδιαίτερα δε η διόγκωση του Μ3 αρχίζει αυτή ακριβώς την εποχή για να αποτελέσει κατά το 2005 το 40% του συνολικού χρήματος όπως φαίνεται στο διάγραμμα 190. Την ίδια χρονιά το Μ2 αποτελούσε το άλλο 40% αφήνοντας στο χρήμα που βρισκόταν σε κυκλοφορία μόνο ένα 20%. Μέχρι το 2010 το ποσοστό του κυκλοφορούντος χρήματος στις ΗΠΑ ήταν πολύ κάτω από το ποσοστό αυτό. Το ίδιο παρατηρούμε για όλα τα νομίσματα των καπιταλιστικών κέντρων καθώς και για τα νομίσματα του Καναδά και της Αυστραλίας. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 αρχίζει μια απότομη αύξηση του Μ2 και του Μ3 σε όλα τα κυρίαρχα στις χρηματαγορές νομίσματα.
Στα επόμενα διαγράμματα βλέπουμε την προσφορά της στερλίνας καθώς και το Μ3 χρήμα στη Βρετανία σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 8
Διάγραμμα 9
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ Μ3 ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
Παρατηρούμε και πάλι τη διόγκωση του Μ3 και για τη στερλίνα σε μεγέθη που αγγίζουν το 80% του ΑΕΠ μετά το 2004. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά χρήματος στις ΗΠΑ από το 1910 ως το 2010. Παρατηρούμε την άνοδο του προσφερόμενου χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά και την απόλυτα κατακόρυφη άνοδό του το 2009 μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Διάγραμμα 10
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την εκατοστιαία μεταβολή της προσφοράς χρήματος και τις εκατοστιαίες μεταβολές του Μ1, Μ2 και Μ3 χρήματος στις ΗΠΑ από το 1960 ως το 2007.
Διάγραμμα 11
Το πρώτο που παρατηρούμε στο διάγραμμα 197 είναι η συνεχής αύξηση όλων των μορφών χρήματος σε όλο το παραπάνω διάστημα. Το Μ2 και Μ3 αυξάνουν τους ρυθμούς μεταβολής τους από το 1960 ως το 1980 και κατόπιν οι ρυθμοί τους μειώνονται ως το 1992-93. Από τις χρονιές αυτές και μετά οι ρυθμοί αύξησής τους αυξάνονται πάλι γρήγορα ενώ οι ρυθμοί αύξησης του Μ1 παραμένουν χαμηλότεροι και γίνονται και αρνητικοί την περίοδο 1995-2000.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά χρήματος Μ3 στη Βρετανία (οι Βρετανοί το λένε Μ4) μεταξύ των ετών 1999 και 2008. Παρατηρούμε τους ταχύτατους ρυθμούς αύξησής του με ρυθμούς που ξεπερνούσαν και το 12% ετησίως ιδιαίτερα το 2005 και το 2006.
Διάγραμμα 12
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τους ρυθμούς αύξησης του Μ4 για τη στερλίνα, του Μ3 για το ευρώ και του Μ2 για το δολάριο.
Διάγραμμα 13
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε το ύψος των παγκόσμιων αποθεματικών καθώς και το νόμισμα στο οποίο βρίσκονται..
Διάγραμμα 14
Παρατηρούμε αρχικά τη μεγάλη άνοδο των παγκόσμιων αποθεματικών μέσα στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα από 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1999 σε 4,5 σχεδόν τρισεκατομμύρια δολάρια το 2009. Τα παγκόσμια αποθεματικά κυριαρχούνται από το δολάριο σε ποσοστό 60% περίπου με τη δεύτερη θέση να την κατέχει το ευρώ με ποσοστό 25% περίπου. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οπότε και κυκλοφόρησε το ευρώ, παρατηρούμε μια συνεχή μείωση του ποσοστού των αποθεματικών σε δολάρια και μια αντίστοιχη αύξηση των αποθεματικών σε ευρώ.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε την αύξηση της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και τη μεταβολή στο παγκόσμιο χρήμα από το 1945 ως το 2005.
Διάγραμμα 15
Στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον παραπάνω διάγραμμα βλέπουμε την απόλυτη αναντιστοιχία μεταξύ του χρήματος που βρισκόταν σε παγκόσμια κυκλοφορία και της πραγματικής παραγωγής, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ιδιαίτερα μετά το 2000. Μια μεγάλη ανατροπή συντελέστηκε επομένως από τα μέσα της δεκαετίες του 1970. Το χρήμα δεν αποδεσμεύτηκε μόνο από το χρυσό ή τον άργυρο αλλά και από την παραγωγή, αποτελώντας πλέον ένα τελείως ιδιόμορφο εμπόρευμα. Αν και το χαρακτηριστικό αυτό δεν ήταν καινούριο η ένταση με την οποία εκδηλώθηκε το παραπάνω χαρακτηριστικό, μετά τη δεκαετία του 1980, ήταν τέτοια που μετέβαλε όλα τα δεδομένα για το χρήμα και το ρόλο του. Σε αντιδιαστολή με το παραπάνω διάγραμμα βλέπουμε στο επόμενο διάγραμμα το χρήμα που βρισκόταν σε κυκλοφορία και την ομαλή αύξησή του από το 1990 ως το 2008.
Διάγραμμα 16
Στο τελευταίο διάγραμμα παρουσιάζουμε τα αποθεματικά των ανερχόμενων αγορών, σαν ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, από το 1990 ως το 2009 όπως έχουν υπολογιστεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Παρατηρούμε τη ραγδαία άνοδο των αποθεματικών ιδιαίτερα των χωρών της Ασίας.
Διάγραμμα 17
Η τεράστια διόγκωση του χρήματος με όλες τις μορφές του και η ανακάλυψη νέων από τη δεκαετία του 1970 και μετά εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα και δεν ήταν καθόλου ουδέτερη ταξικά και κοινωνικά. Ήταν μια διαδικασία στην υπηρεσία του κεφαλαίου καθώς αυτό μετατρεπόταν με ταχύτατους ρυθμούς σε απολύτως παρασιτικό. Καθώς το παρασιτικό χρήμα, κυρίως με τη μορφή Μ3, διογκωνόταν η μεταφορά πλούτου από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες χώρες, από την εργασία στο κεφάλαιο και από τις πιο αδύνατες μερίδες του κεφαλαίου στις πιο ισχυρές έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις εντείνοντας στο έπακρο την ανισοκατανομή του πλούτου τόσο μεταξύ των τάξεων όσο και μεταξύ των διαφόρων ομάδων του κεφαλαίου και των διαφόρων χωρών. Φυσικά μια και αυτή η διόγκωση δε στηριζόταν και ούτε στήριζε κάποιο πραγματικό οικονομικό στοιχείο στην παραγωγή δημιουργούσε απλά φούσκες.
Όταν οι φούσκες άρχισαν να σκάνε το 2007 το κεφάλαιο απαιτεί τα πλασματικά χρηματικά του στοιχεία να μετασχηματιστούν σε πραγματικά μέσω της μεταφοράς πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο και μέσω της μεταφοράς των δημόσιων αλλά και των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων σε αυτό. Μέχρι τώρα το επιτυγχάνει με την αμέριστη βοήθεια και συνδρομή των κρατών. Το αν θα ευοδωθούν όμως τελικά οι στόχοι του εξαρτάται αποκλειστικά από τη στάση των εργαζόμενων. Αυτοί και η συνείδησή τους είναι ο τελικός διαμορφωτής της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Το χρήμα. Τι είναι τελικά το χρήμα; Είναι τα μικρά κομματάκια τυπωμένου χαρτιού που έχουμε στα πορτοφόλια μας; Είναι τα κέρματα που κουδουνίζουν στις τσέπες μας; Είναι οι πλαστικές πιστωτικές κάρτες με τις οποίες μπορούμε να αποκτάμε αγαθά και υπηρεσίες; Είναι τα μελλοντικά συμβόλαια αγοράς σιτηρών που έκλεισε ένα fund στο city; Τι ήταν αρχικά το χρήμα και πως εξελίχτηκε κατά την ιστορική διαδρομή του; τι είναι σήμερα το χρήμα, ένας τάχα αυτοαναπαραγώμενος πλούτος; Στα παραπάνω ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μέσα από την ιστορία του χρήματος από το 1000 και μετά και φτάνοντας ως σήμερα. Μέσα από την ιστορία του χρήματος θα μπορέσουμε να διαγνώσουμε τα στάδια από τα οποία πέρασαν δύο κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός. Μια ιστορία επομένως συνδεδεμένη με τη γέννηση, την ανάπτυξη και την κυριαρχία του καπιταλισμού μέχρι τη σημερινή του φάση, μια φάση που στηρίζεται ακριβώς στο χρήμα.
Η Δυτική Ευρώπη δεν περιέπεσε ποτέ σε κατάσταση φυσικής οικονομίας αν και κατά τη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα η νομισματική κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Οι περισσότερες συναλλαγές, σε τοπικό επίπεδο, γίνονταν με τη μέθοδο της ανταλλαγής των προϊόντων, αντιπραγματισμός δηλαδή, και η διαφορά στην αξία των ανταλλασσόμενων προϊόντων καλυπτόταν με μικρά ασημένια νομίσματα. Το μεγαλύτερο εμπόριο απαιτούσε την χρήση χρυσού νομίσματος και ως τέτοιο χρησιμοποιείτο το Βυζαντινό χρυσό solidus, ένα νόμισμα με σταθερή αξία μέχρι το 1100 τουλάχιστον. Το 758 ο Πεπίνος έκοψε ένα νέο αργυρό δηνάριο και ο Καρλομάγνος το τυποποίησε σε όλο το βασίλειο του σε μονάδες των δώδεκα αργυρών δηναρίων ( 12 δηνάρια ή πένες=1 σολδίο ή σελίνι ) και σε μονάδες των 20 σολδίων ( 20 σολδία ή σελίνια=1 λίρα ). Το αργυρό αυτό δηνάριο αποτέλεσε, επί πέντε περίπου αιώνες, το μοναδικό χρησιμοποιούμενο δυτικοευρωπαϊκής κοπής νόμισμα.
Όταν κατά τον δέκατο αιώνα η γερμανική οικονομία ανέκαμψε, άρχισε η εξόρυξη αργύρου στα αργυρωρυχεία του Ραμμελσπεργκ, ιδρύθηκαν νομισματοκοπεία και ξεκίνησε η κοπή αργυρών νομισμάτων. Ενώ λοιπόν κατά τη διάρκεια του εντέκατου και δωδέκατου αιώνα η εμπορική δραστηριότητα στη Δυτική και βόρεια Ευρώπη εντείνεται και επεκτείνεται, τα νομίσματα με τα οποία καλυπτόταν αυτή η δραστηριότητα ήταν το solidus, μουσουλμανικά και τοπικά νομίσματα.
Η παραπέρα επέκταση του εμπορίου αλλά και η πολιτική ισχυροποίηση των city; ιταλικών ιδιαίτερα πόλεων, έκανε δυνατή και αναγκαία την κοπή και κυκλοφορία περισσοτέρων και μεγαλύτερης αξίας νομισμάτων. Στο πλαίσιο του πολιτικού κατακερματισμού όλης της δυτικής Ευρώπης κάθε ηγεμόνας ή ηγεμονίσκος θεωρούσε σκόπιμο να κόβει νομίσματα, πράγμα που επέτεινε την νομισματική σύγχυση.
Η Βενετία ήταν η πρώτη εμπορική πόλη που έκοψε και έθεσε σε κυκλοφορία, το 1202, ένα μεγαλύτερο από τα κυκλοφορούντα, αργυρό νόμισμα. Ήταν το grosso ή metapan που περιείχε 2,18 γραμμάρια καθαρού αργύρου 965 βαθμών και ήταν ίσο με 24 δηνάρια. Είχε βέβαια προηγηθεί η καταλήστευση των μουσουλμανικών θησαυρών από τους σταυροφόρους, και το ίδιο θα ακολουθούσε το 1204, με τους θησαυρούς του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της Δ’ σταυροφορίας. Το 1203 η Βερόνα έκοψε κι αυτή ένα μεγάλο ασημένιο νόμισμα το soldo Veronese, με αξία ίση με 12 δηνάρια ακολουθούμενη από τη Φλωρεντία η οποία το 1237 έθεσε κυκλοφορία το δικό της soldo και το Μιλάνο ακολουθεί στα μέσα του αιώνα. Ακολούθησαν κι άλλες πόλεις όπως το Δουκάτο της Απουλίας, με το δουκάτο του, και η Νάπολι με το gigliato το 1285.
Βάση όλων αυτών των νομισμάτων ήταν η ασημένια πένα της Καρολίγγειας κοπής, η οποία ήταν μικρής αξίας και δεν ήταν κατάλληλη για μεγάλες συναλλαγές. Το σελίνι (sous ) και η λίρα ( livre ) ήταν λογιστικές μονάδες και δεν είχαν υπόσταση ως κυκλοφορούντα νομίσματα. Το 1266 ο Λουδοβίκος της Γαλλίας, ο επονομαζόμενος και άγιος, έκοψε τη μεγάλη ασημένια τορνέζικη λίρα ( gros tournois ), που περιείχε 4,22 γραμμάρια αργύρου και ήταν ίση με 12 δηνάρια. Ο Λουδοβίκος τυποποίησε το νόμισμα και οι βασιλικές κοπές ήσαν οι μόνες νόμιμες στις κτήσεις του, ενώ αλλού κυκλοφορούσαν παράλληλα με τα νομίσματα των τοπικών ηγεμόνων. Το 1290 το tournois αναβάθμισε την αξία του, σε σχέση με το δηνάριο, στα 13 και 1/8 δηνάρια ανά tournois. Η αξία της κοινής ασημένιας πένας άρχισε έκτοτε να υποτιμάται σε σχέση με όλα τα νομίσματα της Ευρώπης.
Το πρώτο χρυσό νόμισμα που κόπηκε στη Δυτική Ευρώπη κόπηκε από τον Φρειδερίκο το Β, στη Σικελία, και ήταν το Αυγουστάλιο ( Augustalis ), το οποίο, αν και η κυκλοφορία του ήταν περιορισμένη, σηματοδότησε μια νέα εποχή για τη Δυτική Ευρώπη. Το Augustalis κόπηκε το 1231, και το 1248 η Βενετία κόβει το δικό της χρυσό νόμισμα, το γνωστό δουκάτο, ακολουθούμενη από τη Γένοβα το 1252 με το januino και τη Φλωρεντία με το florin (φιορίνι ) της, το οποίο και γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία ιδιαίτερα στο Βορρά. Το januino περιείχε 3,5 γραμμάρια καθαρού χρυσού και το florin επίσης 3,5 γραμμάρια.
Το 1257 ο Λουδοβίκος ο Θ’ έκοψε χρυσό νόμισμα, την κορόνα, με αξία ίση με μισή λίρα. Η προσπάθεια της Αγγλίας να κόψει χρυσό νόμισμα την ίδια εποχή, κατέληξε σε αποτυχία λόγω της μικρής της εμπλοκής με το εμπόριο της Μεσογείου, με αποτέλεσμα χρυσό νόμισμα να κοπεί στην Αγγλία το 1344. Το χρυσό januino ή genovino είχε μεγαλύτερη κυκλοφορία στο Νότο και με το πέρασμα του χρόνου αντικατέστησε το δηνάριο στο εμπόριο της Μεσογείου.
Η ανάπτυξη των εμπορικών διαδικασιών στη ζώνη της Βόρειας θάλασσας είχε σαν αποτέλεσμα πολλές χώρες της περιοχής να κόψουν μεγάλα ασημένια νομίσματα. Η Ολλανδία πρώτη ακολουθούμενη από την Brabant και τη Λιέγη κυκλοφόρησαν αργυρά νομίσματα το 1268 το 1225 και το 1302 αντίστοιχα. Όλες αυτές οι εκδόσεις είχαν σαν πρότυπο το gros tournois της Γαλλίας και κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα πoλλοί ηγεμόνες και πόλεις της Γερμανίας έκοψαν νομίσματα πάλι με το ίδιο πρότυπο. Η Αγγλία έκοψε ένα groat με αξία τέσσερις μόνο πένες.
Προς το τέλος του δεκάτου τετάρτου αιώνα διάφορες χώρες άρχισαν να κόβουν πλέον χρυσά νομίσματα. Η Αραγόνα, οι Κάτω Χώρες, όπως το gulden των Κάτω Χωρών. Παρ ότι στη Γαλλία εγκαταστάθηκε μια εθνική νομισματοκοπή χρυσού νομίσματος γύρω στο 1290, δεν καθιερώθηκε κάποιο πρότυπο ως το 1385 οπότε εκδόθηκε το ecu, που περιείχε 4,079 γραμμάρια χρυσού και ήταν ίσο με το livre tournois που καθιερώθηκε ως πρότυπη μονάδα υπολογισμού. Η Αγγλία έκοψε το 1344 το noble που ήταν ίσο με μισό μάρκο ή με το ένα τρίτο της λίρας.
Στο πεδίο των μικρών ασημένιων νομισμάτων κυκλοφορούσαν από τον δωδέκατο αιώνα το δηνάριο στην Ιταλία, Γαλλία και σε κάποια μέρη της Γερμανίας, η πένα στην Αγγλία και το pfennig ή bracteates στις χώρες της Βαλτικής, τη Σαξονία, και ανατολικότερα. Ο διμεταλλισμός ήταν παρών σε όλη τη Δυτική και βόρεια Ευρώπη από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά. Αρχικά ο χρυσός βρέθηκε στα χέρια των δυτικών με την λεηλασία και την αρπαγή κυρίως, αλλά όσο εντεινόταν η εμπορική δραστηριότητα με την Ανατολή χρυσός εισέρρεε και από τις εμπορικές ανταλλαγές. Μετά τον δέκατο έκτο αιώνα μεγάλες ποσότητες χρυσού εισέρρευσαν στην Ευρώπη, μέσω της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, από την Αφρική και την Αμερική.
Στην Ευρώπη λοιπόν κυκλοφορούσαν από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά, ένας μεγάλος αριθμός νομισμάτων από διάφορες χώρες και με διάφορες περιεκτικότητες σε χρυσό και άργυρο καθώς και με διάφορα βάρη. Οι διάφορες οι κοπές δεν ήσαν τυποποιημένες, και με το πέρασμα του χρόνου τόσο η περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο όσο και τα βάρη άλλαζαν, με βασικό χαρακτηριστικό την μείωση της περιεκτικότητας ή του βάρους ή και τα δύο. Η υποτίμηση των νομισμάτων ήταν ο γενικός κανόνας.
Οι Γάλλοι στα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα μείωσαν την καθαρότητα του νομίσματος στη νέα έκδοση blanc και ακόμη περισσότερο στην έκδοση albus. Το ασημένιο μάρκο της Κολονίας ισοδυναμούσε με 55 groschen το 1226, 91 το 1350, 70 το 1378 και 100 το 1459. Το φλωρεντινό florin ήταν ισοδύναμο με 20 soldi το 1252 αλλά το 1480 με 111 soldi. Το νόμισμα που υποτιμήθηκε ιδιαίτερα ήταν το δηνάριο, το οποίο στο τέλος του Μεσαίωνα έγινε γνωστό ως μαύρο χρήμα (monnaie noire). ( από TUMA). Υποτιμήθηκε επίσης και το ecu και το noble με μειώσεις του βάρους η της περιεκτικότητας.
Στα παρακάτω διαγράμματα προβλέπουμε τη συνεχή μείωση της περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο σε μια σειρά ευρωπαϊκών νομισμάτων, για μια περίοδο από τα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα έως και τα μέσα του δέκατου όγδοου. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των νομισμάτων είναι η συνεχής μείωση της περιεκτικότητας τους σε πολύτιμο μέταλλο.
Διάγραμμα 1
Διάγραμμα 2
Αλλά γιατί αυτή η συνεχής μείωση της περιεκτικότητας ή του βάρους των νομισμάτων σε όλη την Ευρώπη και σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα; Μια απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται, στο ότι καθ’ όλη αυτή την περίοδο, δημιουργούνται τα συγκεντρωτικά κράτη με τη σύγχρονή τους μορφή. Η κεντρική εξουσία ενισχύεται και επεκτείνει τον έλεγχό της σε ευρύτερες περιοχές. Εξ αυτού και οι συχνοί πόλεμοι μεταξύ ηγεμόνων, βασιλέων και πόλεων σε όλη την έκταση της Ευρώπης. Η εξουσία από ιδιωτική γίνεται δημόσια. Οι στρατοί από φεουδαρχικοί μετασχηματίζονται σε μισθοφορικούς ή σε ένα μίγμα αυτών, τουλάχιστον στην αρχή της περιόδου, μέχρι το 1200 δηλαδή. Αρχίζει επίσης σιγά σιγά να σχηματίζεται και η διοικητική γραφειοκρατία. Οι ηγεμόνες είχαν ανάγκη από όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, για να καλύπτουν τις οικονομικές ανάγκες ενός όλο και μεγαλύτερου, τόσο σε έκταση όσο και σε ένταση δραστηριοτήτων, κράτους.
Η αρχή του δανεισμού των κρατών είχε αρχίσει από πολύ νωρίς, από τον δωδέκατο αιώνα ήδη. «Η Βενετία είχε στην πραγματικότητα αναπτύξει ένα σύστημα του δημόσιου χρέους ακόμη νωρίτερα από τη Φλωρεντία, προς το τέλος του δωδέκατου αιώνα. Αυτό … διαδραμάτισε ένα βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση των πολέμων της Βενετίας με τη Γένοβα και άλλους ανταγωνιστές» γράφει ο Ferguson (FERGUSON σ 72). Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε, εντεινόμενη, και κατά τους επόμενους αιώνες, «το νέο χρέος (της Βενετίας) προέκυψε από τον παρατεταμένο πόλεμο με τους Τούρκους που έγινε μεταξύ 1463 και 1479. Οι επενδυτές έλαβαν ετήσιο επιτόκιο 5% που πληρωνόταν δύο φορές το χρόνο από τους διάφορους φόρους της πόλης ( που επιβλήθηκαν στην κατανάλωση, όπως στο αλάτι). Όπως το Florentine prestanze το ενετικό prestiti ήσαν αναγκαστικά δάνεια, αλλά με μια δευτεροβάθμια αγορά που επέτρεπε στους επενδυτές να πουλήσουν τη συμμετοχή τους στο δάνειο σε άλλους επενδυτές» (FERGUSON σ 72).
Η διαδικασία αυτή ήταν γενικευμένη και αφορούσε όλες της χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Και όλες το έλυναν με τους ίδιους γνωστούς τρόπους. Δανείζονταν από τους πλούσιους και αποπλήρωναν, όταν αποπλήρωναν, με φόρους στους πιο αδύνατους. Έτσι για την Αγγλία γράφει ο Μann:
«Τέτοιου είδους πιέσεις δεν έπλητταν μόνο την Αγγλία. Μέχρι τα τέλη του δωδέκατου αιώνα ο συνολικός αριθμός των ιπποτών (και των ακόλουθων τους) που αυτοεξοπλίζονταν ανά την Ευρώπη ήταν ίσος με τον αριθμό των μισθοφόρων ιπποτών που απαιτούσαν πληρωμή. Η κυβέρνηση των φλαμανδικών πόλεων του δέκατου τρίτου αιώνα, η κοινότητα τις Σιένας από το 1286 η Φλωρεντία από τον δέκατο τέταρτο αιώνα και η Γαλλία από τον δέκατο τρίτο ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα ένιωσαν όλες τους αυτή την οικονομική πίεση. Από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα μέχρι τον δέκατο έκτο οι ευρωπαϊκοί στρατοί συνδύαζαν τον επαγγελματισμό με στοιχεία του φεουδαρχικής στρατολόγησης και παρέμεναν επί μακρόν στα πεδία των μαχών. Ακολούθως έγιναν πλήρως επαγγελματικοί- και στην Αγγλία. Κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα δε, το μέγεθός τους ( σε απόλυτους αριθμούς αλλά και αναλογικά με τον πληθυσμό ) αυξήθηκε δραματικά». ( ΜΑΝΝ σ 581 ).
Ο εκδότης επομένως του νομίσματος είχε συμφέρον να μειώνει την αξία των νομισμάτων που έθετε σε κυκλοφορία, ώστε να καλύπτει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, διατηρώντας την ίδια ονομαστική αξία. Μια σημαντικότατη πηγή για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των κρατών ήταν και ο δανεισμός. Πάλι το συμφέρον των ηγεμόνων ήταν η αποπληρωμή των χρεών με μικρότερης αξίας νομίσματα. Η ανάπτυξη του πυροβολικού αυτή την περίοδο, όχι μόνο ισχυροποίησε τον βασιλιά έναντι των τοπικών αρχόντων και οδήγησε σε αύξηση της συγκέντρωσης της εξουσίας, αλλά δημιούργησε αυξημένες οικονομικές ανάγκες για την προμήθεια αυτού του ακριβού όπλου. Σε μια περίοδο που η φορολογία όχι μόνο ήταν ανύπαρκτη, αλλά κι οι προσπάθειες εφαρμογής της όταν σημειώνονταν συναντούσαν μεγάλη αντίδραση, ο έλεγχος του νομίσματος από την πλευρά του ηγεμόνα ήταν ένα ισχυρό μέσο αντίστασης στις οικονομικές πιέσεις.
«Στους ανήθικους ή στους εξαναγκασμένους από την πίεση των γεγονότων άρχοντες ( κι αυτοί οι τελευταίοι με το πέρασμα των χρόνων έγιναν η πλειοψηφία στο είδος τους ) τακτικά φανερώνονταν σαν αστραπή αποκάλυψης, η ιδέα πως μπορούσαν να λιγοστέψουν την ποσότητα του μετάλλου στα νομίσματά τους ή να προσθέσουν κάποιο φθηνότερο μέταλλο σε αυτά. Και είχαν πάντα την ελπίδα πως κανείς δεν θα το παρατηρούσε, αμέσως τουλάχιστον. Έτσι μια μικρότερη ποσότητα ασημιού ή χρυσαφιού θα αγόραζε τα ίδια όσα αγόραζε πριν». ( GALBRAITH ΤΟ ΧΡΗΜΑ σ 15 ). Αν και από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά η φορολογία και οι δασμοί αυξάνονται, μόνο μετά τον δέκατο πέμπτο αιώνα και ιδιαίτερα κατά τον δέκατο έβδομο, η φορολογία και μάλιστα η άμεση αποτέλεσαν πλέον την κύρια πηγή των κρατικών εσόδων.
Και πάλι την ίδια διαδικασία δανεισμού μπορούμε να δούμε και αργότερα στην Ολλανδία όταν αυτή έχει πλέον δημιουργήσει ένα σύγχρονο κράτος. « Κατά το 1650 υπήρχαν περισσότεροι από 65.000 Ολλανδοί εισοδηματίες, άτομα που είχαν επενδύσει τα κεφάλαιά τους σε κάποιο από τα προϊόντα του δημόσιου χρέους και που με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκε η χρηματοδότηση της μακρόχρονης προσπάθειας της Ολλανδίας να συντηρήσει την ανεξαρτησία της. Καθώς οι Ολλανδοί προχώρησαν από την αυτοάμυνα στην αυτοκρατορική επέκταση το ύψος του χρέους τους από 50 εκατομμύρια φλορίνια το 1632 έφτασε στα 250 εκατομμύρια το 1752»(FERGUSON σ 74-75)
Στα γραφήματα που ακολουθούν βλέπουμε τα κρατικά έσοδα στο πρώτο για την περίοδο 1155-1688, και τις δαπάνες της Αγγλίας στο δεύτερο από το 1695 ως το 1800. Η Αγγλία είναι η χώρα για την οποία διαθέτουμε τα περισσότερα ποσοτικά στοιχεία, αν και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και οι άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν παρόμοια πορεία όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει.
Διάγραμμα 3
Διάγραμμα 4
Οι τιμές για τη δημιουργία των διαγραμμάτων έχουν παρθεί από τον Μann και οι τιμές στον κατακόρυφο άξονα δηλώνουν εκατομμύρια λίρες, στο μεν πρώτο σε σταθερές τιμές της περιόδου 1451-1475, στο δε δεύτερο σε σταθερές τιμές της περιόδου 1690-1699.
Παρατηρούμε μια αύξηση των κρατικών δαπανών κατά 600% από το 1300 ως το 1700 περίπου, αν θεωρήσουμε ότι το σύνολο των εσόδων της περιόδου 1155-1688 ήσαν αντίστοιχα με τις δαπάνες σε κάποιο βάθος χρόνου. Διακρίνονται τρείς φάσεις. Η πρώτη, από τις αρχές ως τα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα, με μια αύξηση των κρατικών εσόδων κατά 100%. Μια δεύτερη φάση, από τα μέσα του δεκάτου τετάρτου έως τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα, στην οποία, σε μακροχρόνια βάση, οι δαπάνες μένουν σχεδόν σταθερές. Στην τρίτη φάση, από τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα ως το τέλος του, στην οποία οι δαπάνες αυξάνονται αλματωδώς κατά 300%. Την επόμενη πεντηκονταετία παραμένουν σχεδόν σταθερές ως το 1750 περίπου, ενώ την τελευταία πεντηκονταετία του δέκατου όγδοου αιώνα αυξάνονται πάλι κατά 250% περίπου.
Ένα άλλο αίτιο της μείωσης της περιεκτικότητας ή του βάρους των νομισμάτων, μπορούμε να το εντοπίσουμε στην πάγια οικονομική θεωρία και πρακτική του μερκαντιλισμού, που κυριαρχούσε ως και τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα τουλάχιστον. Κατ αυτήν, το κράτος πρέπει να φροντίζει ώστε να κατέχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα πολύτιμων μετάλλων και να αποτρέπει την εξαγωγή τους. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η νόθευση του νομίσματος μείωνε την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων από την κάθε χώρα. Ως τρίτο αίτιο πρέπει να λειτούργησε ο πληθωρισμός, που εμφανιζόταν κατά περιόδους σε όλο αυτό το μακρό χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα κατά τον δέκατο τέταρτο και δέκατο έβδομο αιώνα.
Η νόθευση του νομίσματος είναι φυσικά αίτιο και αιτιατό του πληθωρισμού. Την περίοδο όμως αυτή η άνοδος των τιμών των αγαθών ασκούσε πιέσεις στην πολιτική εξουσία, η οποία είχε μειωμένα έσοδα, ωθώντας την να μειώσει τις συνέπειες του πληθωρισμού στον κρατικό προϋπολογισμό, με νόθευση του νομίσματος. Ένας τέταρτος λόγος είναι, πιθανά, η αρχή σύμφωνα με την οποία "το κακό χρήμα διώχνει το καλό". Όταν δηλαδή κάποιος έχει στα χέρια του τόσο το κανονικού βάρους όσο και το μειωμένου βάρους νόμισμα, τότε θα κάνει τις συναλλαγές του με το νοθευμένο νόμισμα και θα κρατήσει το καλό αποθησαυρίζοντας το αν μπορεί. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε ρητά το 1558 από τον Τόμας Γκρέσσαμ, και έκτοτε φέρει το όνομα του, αν και την παρατήρηση είχαν κάνει ήδη τόσο ο Ορέσμ όσο και ο Κοπέρνικος. Γνωρίζοντας λοιπόν τα κράτη ότι μέσω του διεθνούς εμπορίου η χώρα τους θα γέμιζε από τα νοθευμένα νομίσματα άλλων χωρών, και τα δικά τους ανόθευτα θα αποθησαυρίζονταν αλλού, νόθευαν κι αυτοί με τη σειρά τους τα νομίσματά τους.
Από το 1609 η Τράπεζα του Άμστερνταμ άρχισε να ελέγχει τη γνησιότητα, το περιεχόμενο και το βάρος των νομισμάτων που έρχονταν στην κατοχή της, και μια τάξη άρχισε να μπαίνει στην μέχρι τότε απολύτως άναρχη νομισματική κυκλοφορία. Η διαδικασία όμως αυτή, αν και βρήκε μιμητές, επεκτάθηκε με βραδύ ρυθμό. Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων που κυκλοφορούσαν, αλλά και οι διαφορετικές αξίες που είχαν ανάλογα με τη χρονολογία και τον τόπο κοπής, περιέπλεκε πολύ τις διαδικασίες κατάρτισης των ισοτιμιών. Έπρεπε να είναι κάποιος πολύ ειδικός για να μπορεί να καθορίζει την αξία κάθε νομίσματος. Ένα εγχειρίδιο για τους "Μεταπράτες Χρήματος" που εκδόθηκε το 1606 από το ολλανδικό Κοινοβούλιο, κατέγραψε 341 αργυρά και 505 χρυσά νομίσματα. Ένα χάος επικρατούσε στο νομισματικό σύστημα της Ευρώπης και η Τράπεζα της Ανταλλαγής έβαλε τάξη για λογαριασμό των εμπόρων και της ολλανδικής κυβέρνησης.
Η σημαντικότερη όμως λειτουργία της ολλανδικής Τράπεζας ήταν αυτή των εναλλακτικών χρηματοπιστώσεων, τη μεταφορά δηλαδή χρηματικών ποσών με εντολή των καταθετών της. Το μόνο δικαίωμα που δεν της εκχωρήθηκε ήταν αυτό της δανειοδότησης. Η τελευταία όμως αρχή καταστρατηγήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Άρχισε να δίνει δάνεια προς την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Μετά το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα η εταιρεία δεν πήγαινε και τόσο καλά. Με τον Αγγλο ολλανδικό πολέμου του 1780 οι ολλανδικές απώλειες ήταν σημαντικές και η Τράπεζα έδωσε πάλι δάνεια. Το 1819 η Τράπεζα του Άμστερνταμ έθεσε τέλος στις εργασίες της.
Μετά την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ και άλλες τράπεζες με Δημόσιο χαρακτήρα και παρόμοια χαρακτηριστικά άρχισαν να ιδρύονται. Στο Ρότερνταμ, στο Ντελφ, στη Μιλνλμπουργκ. Φύλακες -τράπεζες, κατά την έκφρασή του Galbraith. Η Τράπεζα του Αμβούργου ιδρύθηκε το 1619. Η Τράπεζα όμως που έκανε το επόμενο καινοτόμο βήμα ήταν ένας κλάδος της Τράπεζας του Άμστερνταμ, η Τράπεζα της Στοκχόλμης ιδρυμένη το 1656. Το 1661 εξέδωσε έντυπες υποσχέσεις πληρωμής, τα τραπεζογραμμάτια, τα οποία και έθεσε σε κυκλοφορία. Η Τράπεζα της Στοκχόλμης ήταν λοιπόν η Τράπεζα που εξέδωσε χαρτονομίσματα.
Αν και το βήμα ήταν επαναστατικό, μπορούμε να δούμε μια συνέχεια στις τραπεζικές πρακτικές που μας οδήγησε στην έκδοση τραπεζογραμματίων. Από την πιστωτική επιστολή στην επιταγή και την συναλλαγματική, και μάλιστα στην μεταβιβάσιμη συναλλαγματική και επιταγή με οπισθογράφηση. Ένα άλλο βήμα ήταν ότι, με την ίδρυση της Τράπεζας του Άμστερνταμ, δημιουργήθηκε ένα Δημόσιο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ήταν φερέγγυο στις δοσοληψίες του και την ασφάλεια που παρείχε στις καταθέσεις. Αυτό η Τράπεζα του Άμστερνταμ το έκανε φανερό όταν, το 1672 οι στρατιές του Λουδοβίκου του ΙΔ’ πλησίασαν το Άμστερνταμ, και στον πανικό που δημιουργήθηκε, οι έμποροι πολιόρκησαν την Τράπεζα ζητώντας τα χρήματά τους πίσω. Όλοι ικανοποιήθηκαν, αλλά μόλις βεβαιώθηκαν ότι τα χρήματα τους υπήρχαν στην Τράπεζα και μάλιστα ασφαλή, δεν ήθελαν πια να τα πάρουν. Το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ εμπόρων καταθετών και Τράπεζας είχε εμπεδωθεί. Το βηματισμό, και στο ζήτημα της Δημόσιας Τράπεζας, είχε δοθεί πάλι από τις ιταλικές πόλεις με την ίδρυση στη Βενετία, κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, μιας Δημόσιας βραχύβιας Τράπεζας.
Η καινοτομία επομένως της Τράπεζας της Στοκχόλμης ήταν σημαντική γιατί μπορούσε μια Τράπεζα να κυκλοφορήσει περισσότερο χρήμα από όσες ήταν οι καταθέσεις της. Η πείρα είχε δείξει ότι ποτέ δεν συμπίπτουν χρονικά οι απαιτήσεις των καταθετών για ανάληψη των χρημάτων τους από μια τράπεζα. Από την εμπειρία και πάλι ήταν γνωστό ότι ένα 25 με 30% της αξίας των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων αν αποτελούσαν οι καταθέσεις, αρκούσαν για να καλυφθεί η ζήτηση σε χρήμα των καταθετών. Για να γίνει εφικτό όμως ένα τέτοιο βήμα, ήταν αναγκαία η εμπιστοσύνη των πελατών στην φερεγγυότητα της τράπεζας. Το πρώτο βήμα έγινε όμως και η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία. Φτάσαμε επομένως στην έκδοση του πρώτου χαρτονομίσματος, μια πρακτική η οποία επεκτάθηκε αργά αλλά έγινε κυρίαρχη και έφτασε στην κορύφωση των αποτελεσμάτων της κατά τα τέλη του 20ου αιώνα. Αυτή την πορεία όμως και τις συνέπειές της θα την παρακολουθήσουμε όμως στο επόμενο άρθρο.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗ.
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΙΙ. 1800-1945
Η αρχή του δέκατου ένατου αιώνα βρήκε τη Βρετανία σε πόλεμο και την Τράπεζα της Αγγλίας να έχει αναστείλει το δικαίωμα εξαγοράς των τραπεζογραμματίων και τη μετατροπή τους σε χρυσό. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης ήταν να εξαφανιστούν τα μικρά μεταλλικά νομίσματα τα οποία αποθησαυρίζονταν. Η τράπεζα τότε, για να διευκολύνει τις συναλλαγές τύπωσε χαρτονομίσματα μικρής αξίας, της μιας και των δύο λιρών. Από το 1802 η συναλλαγματική ισοτιμία της στερλίνας με το φράγκο και το μάρκο γνώρισε γρήγορη πτώση και μεγάλες ποσότητες χρυσού κατευθύνθηκαν έξω από τη Βρετανία. Καθώς οι τιμές πολλών αγαθών, αλλά και του χρυσού, αυξάνονταν στην Βρετανία των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα μια μεγάλη συζήτηση άρχισε γύρω από τη φύση του χρήματος.
Μια συζήτηση διεξήχθη στο βρετανικό κοινοβούλιο για να διερευνήσει και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Το μεγάλο ερώτημα ήταν αν είχαν υποτιμηθεί τα τραπεζογραμμάτια της Τράπεζας της Αγγλίας ή αν είχε ανέβει η τιμή του χρυσού. Εκτός από τα μέλη της βουλής των Κοινοτήτων στη συζήτηση πήρε μέρος και ο Ricardo. Η συζήτηση δεν κατέληξε πουθενά και η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα μια και «Τότε, όπως και σήμερα, ήταν ακαθόριστο το τι έκανε έναν άνθρωπο νομισματικό εμπειρογνώμονα» όπως ισχυρίζεται ο Galbraith (Galbraith Το χρήμα σ 42). Η μετατρεψιμότητα επανήλθε στην Βρετανία το 1821, μετά τη λήξη του πολέμου, και τα τραπεζογραμμάτια μπορούσαν ελεύθερα να μετατρέπονται σε χρυσό στην παλιά τιμή ανταλλαγής.
Σε αρκετές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, παρουσιάστηκαν περιπτώσεις μαζικής απαίτησης μετατροπής των τραπεζογραμματίων σε χρυσό. Στην Βρετανία τέτοιες ισχυρές πιέσεις μετατρεψιμότητας εκδηλώθηκαν στις κρίσεις του 1825, του 1833 με την πιο θεαματική αυτή του 1890 όταν κινδύνευσε με κατάρρευση ο τραπεζικός οίκος των Baring λόγω του ότι βρέθηκε να κατέχει 21 εκατομμύρια αφερέγγυες ομολογίες της Αργεντινής. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις η κρίση αντιμετωπιζόταν με άνοδο του επιτοκίου από την κεντρική Τράπεζα.
Το 1844 ψηφίστηκε στη Βρετανία ο Νόμος περί Τραπεζών. «Ο νόμος αυτός υπήρξε η πρώτη προσπάθεια καπιταλιστικού κράτους να προβεί σε συστηματική ρύθμιση της προσφοράς του χρήματος για να επιτύχει μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh (Λαπαβίτσας-Itoh σ 25). Στην ψήφιση του νόμου αποφασιστική ήταν η συμβολή της λεγόμενης Σχολής της Κυκλοφορίας-απογόνου της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος του Ricardo- και πρόγονος των σημερινών μονεταριστικών απόψεων. Πριν την ψήφιση του νόμου η Τράπεζα της Αγγλίας εφάρμοσε τον λεγόμενο «κανόνα του Palmer» σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα έπρεπε να κατέχει τίτλους που θα ισοδυναμούσαν με τα δύο τρίτα του παθητικού της και τα αποθέματα σε χρυσό να αποτελούν το υπόλοιπο του ενεργητικού της. Ο «κανόνα του Palmer» ήταν ένας εμπειρικός κανόνας ο οποίος ουσιαστικά επέβαλε τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας να είναι περίπου ίσα με το ένα τρίτο των τραπεζογραμματίων της που βρίσκονταν σε κυκλοφορία.
Ο Νόμος περί Τραπεζών του 1844, που αποτέλεσε και τον καταστατικό χάρτη της Τράπεζες της Αγγλίας, χώρισε την τράπεζα σε δύο τμήματα. Το Εκδοτικό και το Τραπεζικό. Το ενεργητικό του εκδοτικού τμήματος κατείχε το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων σε χρυσό και άργυρο-ο τελευταίος δεν έπρεπε να είναι περισσότερος από το ένα τέταρτο του συνολικού ποσού- και το παθητικό το μεγαλύτερο μέρος των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων. Η ποσότητα των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων βρισκόταν επομένως, σε κάθε στιγμή, σε ευθεία αναλογία με τα αποθέματα χρυσού που κατείχε η Τράπεζα. Το ενεργητικό του Τραπεζικού τμήματος κατείχε κυρίως τις προεξοφλημένες συναλλαγματικές και τίτλους του δημοσίου. Το τμήμα αυτό μπορούσε να προσθέσει άλλες 14 εκατομμύρια λίρες στο παθητικό του ασφαλισμένο από κρατικούς τίτλους.
Ο νόμος του 1844 παραχωρούσε στην Τράπεζα της Αγγλίας μονοπώλιο στην έκδοση τραπεζογραμματίων σε όλη τη χώρα θέτοντας ποσοτικά όρια, που μειώνονταν με το χρόνο, στο εκδοτικό δικαίωμα των υπόλοιπων τραπεζών. Ο Νόμος περί Τραπεζών στηρίχθηκε στη θεωρητική προσέγγιση του νομίσματος και του ρόλου του από τη Σχολή της Κυκλοφορίας, του ιδεολογικού προκατόχου του μονεταρισμού. Κατά την κρίση του 1847 ο Νόμος ανεστάλη, κάτω από τη νομισματική πίεση που δημιούργησε η κρίση. Το θεωρητικό υπόβαθρό του έδειξε από την αρχή τη λαθεμένη έδρασή του καθώς, σε κάθε κρίση που ακολούθησε ο Νόμος αναστελλόταν. Ο όγκος του χρυσού που βρισκόταν σε κυκλοφορία στη Βρετανία το 1856 ανέρχονταν, σε αξία, στα 75 εκατομμύρια λίρες ενώ το 1895 υπολογίζεται στα 92,5 εκατομμύρια λίρες η αξία του κυκλοφορούντος χρυσού, εκ των οποίων τα 30 εκατομμύρια βρίσκονταν πιθανά στα χέρια τραπεζιτών, ενώ ο όγκος όλων των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων από 39 εκατομμύρια λίρες έφτασε μόλις τα 40 εκατομμύρια. (Λαπαβίτσας Itoh σ 330).
Το 1800 η καχυποψία των Γάλλων απέναντι στις τράπεζες, μετά την κατάρρευση του συστήματος του Low, υποχώρησε και ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας. Αμέσως σχεδόν μετά την πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας η κεντρική Τράπεζα της Πρωσίας έγινε η Κεντρική Τράπεζα του Ράϊχ το 1875. Ανάμεσα στα σημαντικά νομίσματα καθιερώθηκε μια σταθερή σχέση ανταλλαγής ενώ μέσα στην κάθε χώρα τα τραπεζογραμμάτια ήσαν ελεύθερα μετατρεπτά σε χρυσό. Οι κεντρικές τράπεζες ήσαν αυτές που καθόριζαν την τακτική και προστάτευαν τη μετατροπή των τραπεζογραμματίων σε χρυσό.
Αν και ο χρυσός εξακολουθούσε να είναι σπάνιος η όλο και μεγαλύτερες ποσότητες χρυσού που ανακαλύπτονταν, στην Αμερική, στην Αυστραλία και στην Αφρική δημιουργούσαν ανησυχία σε αρκετούς για τη σταθερότητα της αξίας των τραπεζογραμματίων και των νομισμάτων. Φυσικά οι διακυμάνσεις στην αξία του νομίσματος είχε σημαντικές αλλά και διαφορετικές επιπτώσεις στις διάφορες τάξεις. Όπως επισημαίνει ο Ricardo: «Μπορεί να διατυπωθεί σαν μια αρχή με παγκόσμια εφαρμογή ότι κάθε άνθρωπος βλάπτεται ή ωφελείται από τη διακύμανση της αξίας του κυκλοφορούντος μέσου, σε αναλογία με το πόσο η περιουσία του αποτελείται από χρήματα, ή από το πόσο οι σταθερές χρηματικές του υποχρεώσεις υπερβαίνουν τις σταθερές απαιτήσεις που μπορεί να έχει αυτός από άλλους». (Ricardo. Pamphlets and Papers, 1809-1811. σ 136).
Ενώ στην Ευρώπη συνέβαιναν όσα έχουμε περιγράψει, στις αμερικάνικες αποικίες τα πράγματα ήσαν λίγο διαφορετικά. Από τη Νέα Αγγλία ως τη Βιρτζίνια, στα πρώτα χρόνια του αποικισμού, σαν μικρά νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν όστρακα, τα οποία ήδη χρησιμοποιούσαν σα νομίσματα οι ιθαγενείς πληθυσμοί. Το 1641 τα όστρακα έγιναν επίσημο χρήμα στη Μασαχουσέτη αλλά καθώς πλησίαζε ο δέκατος όγδοος αιώνας η χρήση τους περιοριζόταν όλο και περισσότερο. Στη Βιρτζίνια, από την αρχή σχεδόν του αποικισμού, ο καπνός χρησιμοποιήθηκε σαν χρήμα και από το 1642 έγινε το επίσημο νόμισμα της αποικίας και το ίδιο έγινε στο Μέρυλαντ και στην Καρολίνα. Ένα χρήμα παράξενο, αφού μπορούσε να καλλιεργηθεί και γι αυτό, το 1666, οι παραπάνω αποικίες επέβαλαν περιορισμούς στην καλλιέργεια καπνού.
Μια και η «παραχάραξη» ήταν εύκολη, με τη χρήση κακής ποιότητας καπνού ώστε να αυξηθεί η παραγωγή, δημιουργήθηκαν δημόσιες αποθήκες στις οποίες παραδινόταν ο καπνός, ζυγιζόταν, κατατασσόταν σε κατηγορίες και εκδίδονταν πιστοποιητικά που αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένη ποσότητα καπνού, αντί να κυκλοφορεί ο ίδιος ο καπνός. Τα πιστοποιητικά αυτά έγιναν το νόμιμο χρήμα στη Βιρτζίνια το 1727 και κυκλοφορούσαν ως το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα. Πέρα από τα όστρακα και τον καπνό διάφορα άλλα αγαθά χρησιμοποιήθηκαν σαν χρήμα στις διάφορες αποικίες και σε διάφορες χρονικές περιόδους. Το ρύζι, τα βόδια, το στάρι, το ουίσκι και διάφορα άλλα χρησιμοποιήθηκαν σαν νομίσματα. Πέρα όμως από τα παραπάνω στην Αμερική πιστώνεται και η πρώτη χρήση χαρτονομισμάτων.
Τα χαρτονομίσματα διαφοροποιούνται από τα τραπεζογραμμάτια μόνο στο ότι ο εκδότης δεν είναι μια τράπεζα αλλά το ίδιο το κράτος. Αντί μια κυβέρνηση να δόση τις ομολογίες της στην τράπεζα και να χρησιμοποιήσει κατόπιν τα τραπεζογραμμάτιά της για τις πληρωμές της εκδίδει απευθείας το ίδιο το χαρτονόμισμα χωρίς τη διαμεσολάβηση τράπεζας. Κατά τα άλλα διατηρούν τα χαρακτηριστικά των τραπεζογραμματίων όντας κι αυτά υποσχέσεις πληρωμής με την άμεση ανταλλαξιμότητά τους με χρυσό. Τα πρώτα μάλιστα χαρτονομίσματα είχαν κι ένα παραπάνω πλεονέκτημα με το να προσφέρουν κι ένα μικρό τόκο όταν θα επιστρέφονταν για εξαγορά. Ενισχύθηκαν επίσης με την υποχρέωση των πιστωτών να αποδέχονται υποχρεωτικά για την εξόφλησή τους χαρτονομίσματα.
Η πρώτη έκδοση χαρτονομισμάτων έγινε το 1690 από την αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης για να πληρωθούν οι στρατιώτες μιας επίθεσης κατά του Κεμπέκ αφού δεν υπήρχε χρυσός για την πληρωμή τους και τα λάφυρα, που τους είχε υποσχεθεί ο αρχηγός, δεν ήρθαν αφού το Κεμπέκ δεν έπεσε. Παρ’ όλη την άσχημη αυτή αρχή τα χαρτονομίσματα συνέχισαν να εκδίδονται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς μιας και με αυτά πληρώνονταν και οι φόροι. Κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα και άλλες αποικίες άρχισαν να εκδίδουν χαρτονομίσματα. Η Νέα Αγγλία, η Νότια Καρολίνα, το Ρόουντ Άϊλαντ, η Πενσυλβάνια το 1723 και κατόπιν η Νέα Υόρκη, το Νιου Τζέρσεϋ, το Ντελαγουέρ και το Μέρυλαντ.
Οι περισσότερες από τις αποικίες έκαναν μια συνετή χρήση της έκδοσης χαρτονομισμάτων αν και υπήρξαν και περιπτώσεις αντίθετες όπως αυτές της Νότιας Καρολίνας και του Ρόουντ Άϊλαντ. Η πλέον επιτυχημένη έκδοση χαρτονομισμάτων ήταν αυτή της Πενσυλβάνια και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι εκεί δραστηριοποιούνταν ο Φραγκλίνος, ένθερμος υποστηρικτής των χαρτονομισμάτων, ο οποίος , το 1729 δημοσίευσε το «μία σύντομη έρευνα πάνω στη φύση και την αναγκαιότητα των χαρτονομισμάτων». Το 1751 η Βρετανία απαγόρεψε την έκδοση χαρτονομισμάτων από τις αποικίες, αρχικά στη Νέα Αγγλία και μετά δεκατρία χρόνια σε όλες τις αποικίες.
Η έκδοση χαρτονομισμάτων επαναλήφθηκε αμέσως μετά το ξέσπασμα της αμερικανικής επανάστασης. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχαν και άλλες λύσεις για τη χρηματοδότησή της. Η φορολογία, η οποία μπορούσε να αποτελέσει την εναλλακτική πρόταση, ήταν σχεδόν αδύνατη όχι μόνο λόγω της παραδοσιακής αντιπάθειας των Αμερικανών προς αυτή αλλά και για λόγους πρακτικούς. Πριν και από την συγκέντρωση του Πρώτου Ηπειρωτικού Κογκρέσου ορισμένες αποικίες άρχισαν πάλι την έκδοση χαρτονομισμάτων για να ανταποκριθούν στις πολεμικές δαπάνες. Η Αμερικάνικη επανάσταση χρηματοδοτήθηκε από τα χαρτονομίσματα. Το Αμερικάνικο Σύνταγμα έδωσε το δικαίωμα νομισματοκοπίας μόνο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση απαγορεύοντας ταυτόχρονα σε όλους την τύπωση χαρτονομισμάτων.
Το εγχείρημα όμως επαναλήφθηκε το 1812-1814 πάλι κάτω από την πίεση των πολεμικών αναγκών και πάλι κατόπιν κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφυλίου. Η μη ψήφιση του καταστατικού της Κεντρικής Τράπεζας το 1810 είχε σαν αποτέλεσμα την παύση κάθε ελέγχου στην έκδοση χαρτονομίσματος από τις υπόλοιπες τράπεζες. Η έκδοση χαρτονομισμάτων από 45 εκατομμύρια δολάρια το 1812 έφτασε τα 100 εκατομμύρια το 1817. «Άλλες εταιρείες και έμποροι εκδίδαν νόμισμα. Ακόμα και οι κουρείς και οι μπάρμαν συναγωνίζονταν την τράπεζα σ΄ αυτό το σημείο… σχεδόν κάθε πολίτης θεωρούσε πως ήταν συνταγματικό του δικαίωμα να εκδίδει χαρτονομίσματα» ( αναφέρεται από το Galbraith Το χρήμα σ 83).
Στον πίνακα 3 βλέπουμε τις κατά κεφαλή καταθέσεις στις ΗΠΑ και το κατά κεφαλή νόμισμα σε κυκλοφορία από το 1840 ως το 1910. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τη ραγδαία άνοδο των καταθέσεων από το 1870 και μετά και την ομαλή αύξηση του κυκλοφορούντος νομίσματος.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
|
ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΕ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
| |
1840
|
7,01
|
10,88
|
1850
|
6,28
|
11,99
|
1860
|
9,84
|
13,82
|
1870
|
19,42
|
19,42
|
1880
|
44,20
|
19,37
|
1890
|
72,57
|
22,66
|
1900
|
117,24
|
27,35
|
1910
|
194,20
|
34,07
|
ΠΗΓΗ: ΝΙΕΜΙ σ 199
Η εμπειρία όμως αυτή δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Αμερικής. Την ίδια τακτική ακολούθησε και η Γαλλία κατά τη δική της επανάσταση. Ίδιες ανάγκες οδηγούν επομένως σε παρόμοιες λύσεις. Μια και ο χρυσός και ο άργυρος ήταν ιδιοκτησία των πλούσιων και μπορούσε να κρυφτεί ή να εξαχθεί η Γάλλοι συνέδεσαν το χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησαν, το ασσιανιάτο (assignats), με τη γη η οποία δε έφευγε από τη θέση της. Στη διάθεση της επανάστασης δε βρισκόταν ούτε πολύτιμα μέταλλα, ούτε δάνεια, ούτε φόροι μια και οι φόροι ήσαν ένας από τους στόχους της Τρίτης Τάξης και είχαν κηρυχτεί παράνομοι από την Εθνοσυνέλευση τον Ιούνιο του 1789.
Η εκκλησιαστική γη ήταν αρχικά μόνο στη διάθεσή της και αυτή, πολύ έξυπνα, χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση γραμματίων τα οποία θα εξαργυρώνονταν με γη. Το Δεκέμβρη του 1789 η εθνοσυνέλευση προχώρησε στην έκδοση 400 εκατομμυρίων γαλλικών λιρών, των ασσινιάτων, τα οποία υποτίθεται πως θα εξαγοράζονταν μέσα σε πέντε χρόνια με τα έσοδα από την πώληση ίσης αξίας γης της εκκλησίας και του στέμματος. Τα ασσινιάτα ήταν έντοκα, με επιτόκιο 5%, και πράγματι μπορούσε κάποιος να τα ανταλλάξει με γη. Η επόμενη έκδοση ασσινιάτων, το καλοκαίρι του 1790, ο τόκος εγκαταλείφθηκε. Η αξία των ασσινιάτων παρέμεινε αρχικά σταθερή αλλά από το 1793 η αξία τους είχε αρχίσει να μειώνεται αφενός λόγω της όλο και μεγαλύτερης κυκλοφορίας τους από τις Γαλλικές αρχές αλλά και λόγω του ιδιότυπου πολέμου της Αγγλίας που έδωσε την άδεια στους εξόριστους Γάλλους να τυπώνουν ασσινιάτα και να τα εξάγουν στη Γαλλία. Η υπονόμευση και η μείωση της αξίας των ασσινιάτων, αλλά και η εκπλήρωση του ρόλου τους, οδήγησαν το Διευθυντήριο, το 1979, πάλι στον κανόνα του χρυσού και του αργύρου.
Ξαναγυρίζοντας για λίγο στις ΗΠΑ μπορούμε να πούμε πως σε όλο, σχεδόν, τον δέκατο ένατο αιώνα επικρατούσε μια νομισματική και τραπεζική αναρχία η οποία και επιτάθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικάνικού εμφυλίου. Τράπεζες ιδρύονταν και τύπωναν τα δικά τους τραπεζογραμμάτια χορηγώντας και τα δικά τους δάνεια. «Εντούτοις, την εποχή που φτάσαμε στον εμφύλιο πόλεμο, το αμερικάνικο νομισματικό σύστημα ήταν, χωρίς ανάλογό του, το πιο μπερδεμένο στη μακριά ιστορία του εμπορίου και της συνδεμένης με αυτό απληστίας. Τα νομίσματα που έφταναν στο Άμστερνταμ πριν από το 1609, ήταν σε σύγκριση, η απλότητα προσωποποιημένη. Γύρω στα 7.000 διαφορετικά τραπεζογραμμάτια βρίσκονταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε κυκλοφορία, τυπωμένα από περίπου 1.600 διαφορετικές ή μη ανύπαρκτες πια πολιτειακές τράπεζες» γράφει ο Galbraith (Το χρήμα σ 97). Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε γύρω στις 5.000 πλαστές εκδόσεις.
Το χάος αυτό δεν εμπόδισε την οικονομική και παραγωγική ανάπτυξη των ΗΠΑ η οποία αυτή την περίοδο απογειωνόταν. Το 1863 ψηφίστηκε ο νόμος εθνικών τραπεζών ο οποίος καθιέρωσε ένα νέο σύστημα για τις εθνικές τράπεζες με το οποίο ορίστηκε πως μπορούσαν να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια στο 90% της αξίας των ομοσπονδιακών ομολογιών που θα αγόραζε η εκδότρια τράπεζα και θα κατέθετε στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο. Η έκδοση επομένως τραπεζογραμματίων συνδέθηκε με το κυβερνητικό χρέος. Μετά το 1837 το νόμισμα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν το χρυσό κυρίως νόμισμα. Πριν από τον εμφύλιο πόλεμο το νόμισμα που επικρατούσε ήταν το αργυρό και χρυσό κέρμα και όλο και περισσότερο το χρυσό. Τα μόνα χάρτινα νομίσματα που κυκλοφορούσαν ήσαν τα γραμμάτια διαφόρων τραπεζών.
Καθώς το 1861 άρχισε ο αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος οι ανάγκες της κυβέρνησης για χρήμα γίνονταν όλο και μεγαλύτερες. Το οικονομικό έτος 1861 τα έξοδα της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν 67 εκατομμύρια και το επόμενο έτος ανέβηκε στα 475 εκατομμύρια. Το 1865 έφτασαν τα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια ποσό ρεκόρ που το ξαναέφτασαν μόνο το 1917. Τα έσοδα το 1862 ανήλθαν στα 52 εκατομμύρια και το έλλειμμα αυτού του έτους ανήλθε στα 423 εκατομμύρια. Αν και τα έσοδα το 1865 ανήλθαν στα 334 εκατομμύρια δολάρια το έλλειμμα πλησίασε το ένα δισεκατομμύριο. Ο μόνος τρόπος να καλυφθεί το έλλειμμα ήταν η έκδοση χαρτονομισμάτων και ο δανεισμός.
Από το 1862 άρχισε η έκδοση τραπεζογραμματίων, τα οποία ήσαν νόμιμο χρήμα, και λόγω του χρώματός τους ονομάστηκαν γκρήνμπανκς. Ο αριθμός των γκρήνμπανκς που εκδίδονταν αυξανόταν συνεχώς καθώς οι ανάγκες της κυβέρνησης αυξάνονταν κατακόρυφα. Παρότι η απόσυρση των γκρήνμπανκς άρχισε το 1866 η διαδικασία σταμάτησε το 1868 και από το 1871 άρχισε η επανέκδοση των γκρήνμπανκς. Το 1867 οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αποφασίσει να κάνουν το χρυσό ως το μόνο απόθεμα για τα νομίσματά τους καθώς και το μέσο για τις μεταξύ τους πληρωμές. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και οι ΗΠΑ και το ασημένιο δολάριο σταμάτησε να κυκλοφορεί.
Μέσα από τις παραπάνω ιστορικές διεργασίες είχε γεννηθεί το χαρτονόμισμα, απλά κομμάτια τυπωμένο χαρτί, τα οποία μπορούσαν, στο μέλλον συνήθως, να αντικατασταθούν με κάτι με το οποίο ουδέποτε ανταλλάχτηκαν μια και το ρόλο των πληρωμών που είχαν αναλάβει τον έπαιζαν αρκετά καλά.
Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα η κυριαρχία της Βρετανίας στη βιομηχανική παραγωγή, στο εμπόριο και στις ξένες επενδύσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την κυριαρχία της στερλίνας στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. όπως το διατυπώνει ο Jones: «Οι τεράστιες επενδύσεις της Βρετανίας στο εξωτερικό έδωσαν μεγάλη ώθηση στη ζήτηση στερλίνας, η οποία εδραιώθηκε ως το σημαντικότερο διεθνές νόμισμα και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για τη χρηματοδότηση όχι μόνο του βρετανικού εξωτερικού εμπορίου, αλλά και για τη χρηματοδότηση του μεγαλύτερου μέρους του εμπορίου του υπόλοιπου κόσμου» (Geoffrey Jones σ 82).
Το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου είχε σαν αποτέλεσμα οι εμπλεκόμενες χώρες-Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία και Αυστρία-να εγκαταλείψουν τον κανόνα του χρυσού. Καθώς ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών χρεογράφων βρισκόταν στα χέρια των Βρετανών-ίσως πάνω από έξι δισεκατομμύρια δολάρια-έντονη ήταν ην ανησυχία στις ΗΠΑ για εξαργύρωση αυτών των ομολόγων πράγμα που με τη σειρά του θα οδηγούσε σε εξαφάνιση των, όχι και μεγάλων, αποθεμάτων χρυσού των ΗΠΑ. Το νέο Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα είχε μόνο 203 εκατομμύρια σε χρυσό στα θησαυροφυλάκιά του.
Οι φόβοι της αδυναμίας εξαργύρωσης των χρεογράφων οδήγησαν σε μαζική ρευστοποίησή τους αλλά μετά από λίγο χρόνο έγινε αντιληπτό πως οι ΗΠΑ, μακριά από τον πόλεμο, ήσαν η ασφαλέστερη χώρα. Η διαδικασία αντιστράφηκε και μεγάλες ποσότητες χρυσού άρχισαν να εισρέουν στις ΗΠΑ. Παράλληλα η πολεμική προσπάθεια έδωσε τεράστια ώθηση στη ζήτηση αγαθών από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σταριού και πολεμικού υλικού. Στο τέλος του 1917 οι ΗΠΑ είχαν στην κατοχή τους 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρυσό έναντι 1,5 που είχαν το 1914. Το 1918 τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ έφτασαν τα 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια για να εκτιναχτούν στα 4,2 δισεκατομμύρια στο τέλος του 1926. Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας ήταν να μειωθούν σε μεγάλο βαθμό τα αποθέματα σε χρυσό των Κεντρικών Τραπεζών της Γαλλίας και της Ρωσίας και φυσικά να είναι αδύνατη η ανταλλαξιμότητα των χαρτονομισμάτων με χρυσό. Αν στις παραπάνω χώρες ο κανόνας του χρυσού υπονομεύτηκε από την απουσία χρυσού, στις ΗΠΑ αυτό έγινε για τον αντίθετο λόγο. Από την πληθώρα χρυσού. Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, το 1917, σηματοδότηση την έξοδο και της χώρας αυτής από τον κανόνα του χρυσού.
Κατά τους Λαπαβίτσα και Itoh «Ο βαθμιαίος εξοβελισμός του εμπορευματικού χρήματος από τις διεθνείς πληρωμές μεταξύ καπιταλιστικών χωρών κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα έχει μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τις λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας και των τραπεζογραμματίων της. Η έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου σηματοδότησε την εδραίωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους στην καπιταλιστική οικονομία η οποία εκφράστηκε και με την απόφαση του περιορισμού του ρόλου του χρυσού στις εγχώριες και τις διεθνείς συναλλαγές» (Λαπαβίτσα, Itoh σ 222).
Μία από της κληρονομιές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήταν η νομισματική αστάθεια των νομισμάτων πολλών χωρών. Η αποδέσμευση των νομισμάτων από τον κανόνα του χρυσού ή η τεχνική σταθερότητα που επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, εγκαταλείφτηκε μετά τον πόλεμο και τα περισσότερα ευρωπαϊκά νομίσματα ήσαν πολύ κάτω από τις προπολεμικές ισοτιμίες τους με το δολάριο. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν τον κανόνα του χρυσού το 1919 ενώ και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούσαν να επανέλθουν στον κανόνα του χρυσού αν και αυτό αποδείχθηκε δύσκολο σε αρκετές περιπτώσεις. Έτσι μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο κανόνας του χρυσού εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά παντού. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του έπαιξε έναν ουσιώδη ρόλο στην ενοποίηση των οικονομιών, κυρίως των αναπτυγμένων οικονομικά χωρών, καθορίζοντας έναν σχετικά σταθερό κανόνα στις μεταξύ τους οικονομικές και εμπορικές δοσοληψίες.
Η κατάσταση μετά τον πόλεμο είχε διαμορφωθεί ως εξής: «Στο ένα άκρο βρισκόταν μια επίλεκτη ομάδα χωρών που είχαν κατορθώσει να ανακτήσουν τις προπολεμικές ισοτιμίες τους: οι χώρες αυτές ήσαν η Βρετανία, η Ελβετία, η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία και η Νορβηγία. …Στο άλλο άκρο βρίσκονταν πέντε χώρες-η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Πολωνία η Γερμανία και η Ρωσία-οι οποίες αναγκάστηκαν να εισαγάγουν νέες νομισματικές μονάδες, επειδή τα βίαια πλήγματα του πληθωρισμού καταβαράθρωσαν τα νομίσματά τους. Οι υπόλοιπες χώρες σταθεροποιήθηκαν ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, με ισοτιμίες των εθνικών τους νομισμάτων πολύ χαμηλότερες από τις προπολεμικές, όπως, παραδείγματος χάριν, η Γαλλία, με αξία του νομίσματός της στο 20% της προηγούμενης αξίας του σε δολάρια, το Βέλγιο (στο 14,3%), η Ιταλία (στο 25%), η Ρουμανία (στο 3,7%) η Βουλγαρία (στο 3,7%), η Γιουγκοσλαβία (στο 9,1%), η Τσεχοσλοβακία (στο 14,3%), η Φιλανδία (στο 12,5%).» (Aldcroft σ 83).
Στη Γαλλία το φράγκο, καθώς ο πληθωρισμός στη Γαλλία ανέβαινε και ο δανεισμός περιοριζόταν, άρχισε να καταρρέει από το 1922. Μετά τον πόλεμο το φράγκο ήταν γύρω στα 5,45 το δολάριο. Στο τέλος του 1922 ήταν 13,84 φράγκα το δολάριο και στο τέλος του 1923 19,02. Το 1926 με μια σειρά κυβερνητικών παρεμβάσεων η υποτίμηση του φράγκου σταμάτησε και η τιμή του σταθεροποιήθηκε μαζί με τη σταθεροποίηση και των τιμών. Καθώς η Γαλλία ήταν μια, από τις λίγες χώρες, στην οποία σημειώθηκε μεγάλη εισροή χρυσού ξαναγύρισε στον κανόνα χρυσού το 1928. Η μετάβαση όμως δεν ήταν ουσιαστική καθώς μόνο οι πολύ πλούσιοι μπορούσαν να μετατρέψουν τα φράγκα σε χρυσό καθώς το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό για τη μετατροπή ήταν 215.000 φράγκα. (τα στοιχεία από Galbraith Το χρήμα σ 155-172).
Η νομισματική σταθεροποίηση στις χώρες της Ευρώπης ήταν μια μακρόχρονη διαδικασία και η νομισματική μεταρρύθμιση έγινε, σε κάποιες χώρες λίγο πριν τη νομισματική κατάρρευση. Στη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία, αν και ο πληθωρισμός κυμαινόταν σε μέτρια επίπεδα, τα μέτρα για τη νομισματική μεταρρύθμιση προχώρησαν με αργούς ρυθμούς με τη Γαλλία να την ολοκληρώνει το 1828 συνοδευόμενη από αύξηση της φορολογίας και μείωση των κρατικών δαπανών, ενώ στην Ιταλία, ο Μουσολίνι, με μια δέσμη αυστηρών αντιπληθωριστικών μέτρων στήριξε τη λιρέτα σε μια υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία.
Στη Γερμανία ένας πρωτόγνωρος πληθωρισμός, από το τέλος του 1923, ανάγκασε τη γερμανική κυβέρνηση να λάβει μια σειρά μέτρων για τη σταθεροποίηση του νομίσματος. Τα κυριότερα από αυτά ήσαν. το σταμάτημα της χρηματοδότησης της παθητικής αντίστασης στο Ρουρ, η σύνδεση των φόρων με το χρυσό και η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, του Rentenmark, που αντικαθιστούσε το παλιό. Η έκδοση του νέου νομίσματος ήταν αυστηρά περιορισμένη και στηριζόταν σε ένα διεθνές δάνειο που με τη σειρά του διασφαλιζόταν από πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Το Rentenmark ακολούθησε δηλαδή το δρόμο που είχαν ανοίξει τα ασσινιάτα. Με μια διαφορά. Κανείς δε μπορούσε να ανταλλάξει Rentenmark με γη ή άλλα περιουσιακά στοιχεία του γερμανικού κράτους. Το νομισματικό ιδεώδες κατέστη κυρίαρχο στην οικονομική σκέψη αρκετών κυβερνήσεων και οικονομολόγων και κυριάρχησε η θέση για κάποια υποτιθέμενη κυριαρχία του νομισματικού συστήματος επί της οικονομίας.
Ως το τέλος της δεκαετίας του 1920 όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν σταθεροποιήσει τα νομίσματά τους και είχαν τιθασεύσει τον μεγάλο πληθωρισμό έχοντας υιοθετήσει κάποια εκδοχή του κανόνα του χρυσού, αν και τα χρυσά νομίσματα έπαψαν να κυκλοφορούν σε όλες σχεδόν τις χώρες. Μια και τα αποθέματα χρυσού πολλών χωρών ήσαν περιορισμένα έγινε αποδεκτός ένας κανόνας χρυσού συναλλάγματος με τις χώρες να υποκαθιστούν τα αποθεματικά τους σε χρυσό με ξένο συνάλλαγμα. Το ποσοστό λοιπόν του ξένου συναλλάγματος στις κεντρικές τράπεζες αυξήθηκε εντυπωσιακά προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. «Τα 1927, το ξένο συνάλλαγμα αποτελούσε το 42% των συνολικών αποθεματικών (σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα) στις είκοσι τέσσερις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες ενώ το 1913 το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 12%.» (Aldcroft σ 89).
Τα κύρια αποθεματικά νομίσματα έγιναν η στερλίνα και το δολάριο, με την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας να κατέχει το μεγαλύτερο αποθεματικό στον κόσμο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1920. Η ύπαρξη πλέον περισσότερων από πριν κεφαλαιαγορών είχε σαν αποτέλεσμα την ευκολότερη μετάβαση κεφαλαίων που ακολουθούσαν το μεγαλύτερο επιτόκιο. Η ύπαρξη, στις κεντρικές τράπεζες, μεγάλων αποθεματικών σε συνάλλαγμα, άμεσα μετατρέψιμων σε χρυσό, είχε σαν αποτέλεσμα την άσκηση ισχυρής πίεσης, ιδιαίτερα στη στερλίνα, αφού η Βρετανία δεν θα μπορούσε να καλύψει τη μετατροπή των στερλινών σε χρυσό σε περίπτωση κρίσης.
Οι υποχρεώσεις της Βρετανίας σε στερλίνες προς τις κεντρικές τράπεζες ήσαν τουλάχιστον τετραπλάσιες των αποθεμάτων της σε χρυσό. Στην αντίθετη θέση βρίσκονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες τα αποθέματα χρυσού των οποίων υπερέβαιναν τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις τους προς τις κεντρικές τράπεζες ήσαν μόλις 0,6 δισεκατομμύρια δολάρια. (Aldcroft σ 92). Το πρόβλημα επιδεινωνόταν από τον πρόχειρο τρόπο με τον οποίο είχαν καθοριστεί οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και την απροθυμία, αλλά και αδυναμία, των κυβερνήσεων να τις αλλάξουν. Οι χώρες με υποτιμημένο νόμισμα, όπως η Γαλλία, δεν ήθελαν να χάσουν το πλεονέκτημα της υποτίμησης ιδιαίτερα αυτό των κεφαλαιακών ροών, οι δε χώρες με τα υπερτιμημένα νομίσματα δε δέχονταν να τα υποτιμήσουν κυρίως λόγω της μείωσης του κύρους και της αξιοπιστίας τους.
Η Βρετανία ήταν ο αδύνατος κρίκος του συστήματος πλέον με τα αποθέματά της σε χρυσό να μειώνονται συνεχώς. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και οι ουδέτερες χώρες της Ευρώπης απορροφούσαν αυξανόμενο ποσοστό των παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού, με αποτέλεσμα να έχει ανέλθει το μερίδιό τους, στο τέλος της δεκαετίας του 1920, στο 65% του συνόλου, ενώ το ποσοστό τους στο σύνολο το 1913 ήταν 54%» επισημαίνει ο Aldcroft (Aldcroft σ 92). Το νομισματικό σύστημα που στήθηκε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν επομένως ασταθές μια και άρχισε να στηρίζεται, όλο και περισσότερο, σε υποκατάστατα του χρυσού και η ευστάθειά του εξαρτιόταν από τη σταθερότητα του αποθεματικού νομίσματος, την οικονομική επάρκεια της χώρας έκδοσής του αλλά και από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια.
Η νομισματική σταθερότητα έγινε δυνατή μόνο όταν τιθασεύτηκε ο πληθωρισμός στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ο πλήρης κανόνας του χρυσού (Full gold standard) εγκαταλείφτηκε όμως γενικά. Οι περισσότερες χώρες προτίμησαν να υιοθετήσουν μια ήπια εκδοχή του κανόνα του χρυσού η οποία συνίστατο σε μια σταθερή ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με ένα ξένο νόμισμα που είτε ήταν χρυσό είτε ένας κανόνας χρυσού. Έτσι η πλήρης μετατρεψιμότητα σε χρυσό των χαρτονομισμάτων ανήκε πλέον στο παρελθόν ακόμη και στις χώρες, όπως η Βρετανία, η Δανία και η Νορβηγία, που υιοθέτησαν ένα κανόνα χρυσού αφού κι εκεί τα χαρτονομίσματα δε μετατρέπονταν αμέσως σε χρυσό και τότε μόνο σε μια σταθερή ισοτιμία και για μικρά ποσά.
Όπως γράφει ο Κίντλεμπερκερ: «Το διεθνές οικονομικό σύστημα κατέστη ασταθές διότι η Αγγλία δε μπόρεσε να αναλάβει την ευθύνη και οι ΗΠΑ την αποσιώπησαν, όσον αφορά τη σταθεροποίηση σε τρεις ιδιαίτερους τομείς. Πρώτον, διατηρώντας σχετικά ανοιχτή μια αγορά για εμπορεύματα που δεν εύρισκαν αγοραστές. Δεύτερον, προμηθεύοντας χωρίς να υπολογίζει τα κυκλικά φαινόμενα, μακροπρόθεσμα δάνεια. Τρίτον, υποτιμώντας το εύρος της κρίσης. Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ήταν ασταθές, εκτός αν μια χώρα το σταθεροποιούσε, καθώς το είχε κάνει τον 19ο αιώνα και μέχρι το 1913 η Αγγλία. Το 1929, οι Άγγλοι δεν το μπορούσαν και οι Αμερικανοί δεν το ήθελαν. Όταν κάθε χώρα βάλθηκε να προστατέψει τα εθνικά της συμφέροντα, το παγκόσμιο γενικό συμφέρον διαχωρίστηκε, μαζί και τα ξεχωριστά συμφέροντα του κάθε έθνους.» μάλλον όμως ξεχνά ο Κίντλεμπερκερ ότι πάντα ήταν έτσι. Οι καταστάσεις ισορροπίας που αναπολεί δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας ουράνιας αρμονίας αλλά ισορροπία συμφερόντων την οποία κανείς δεν είχε τη δύναμη να διαταράξει. Όταν οι συνθήκες μεταβάλλονταν αυτό θα άλλαζε όπως και πραγματικά έγινε λίγο μετά την περίοδο που σκιαγραφεί παραπάνω.
Η κρίση του 1929 οδήγησε σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα με τη μεγαλύτερη πίεση να δέχεται, το καλοκαίρι του 1931, η στερλίνα της οποίας η θέση ήταν ιδιαίτερα αδύνατη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι μεγάλες εκροές κεφαλαίων αυτή την περίοδο οδήγησαν τη Βρετανία σε αδυναμία διατήρησης της σταθερής ισοτιμίας της στερλίνας. Η θέση της Βρετανίας επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η μόνη λύση να είναι πλέον η απομάκρυνση της Βρετανίας από το σύστημα σταθερών ισοτιμιών και την επίσημη απομάκρυνση της στερλίνας από τον κανόνα του χρυσού.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΤΗ
ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΙΙΙ. 1945-ΣΗΜΕΡΑ
Στη Γερμανία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το ράιχσμαρκ, το οποίο είχε αντικαταστήσει το Rentenmark, βρέθηκε πάλι χωρίς αξία και το 1948 αντικαταστάθηκε χωρίς κλυδωνισμούς και χωρίς άνοδο των τιμών από το ντόϋτσμαρκ. Η φθίνουσα παραγωγική ικανότητα της Βρετανίας υπονόμευσε το ρόλο της στερλίνας ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Η στερλίνα υποτιμήθηκε, ως προς το δολάριο, το 1949 και ξανά το 1967. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το μισό, περίπου, του συνόλου του παγκόσμιου εμπορίου εξακολουθούσε να εκφράζεται σε στερλίνες αλλά ο διεθνής του ρόλος συνεχώς μειωνόταν. Μετά τη δεύτερη υποτίμηση, το 1967, η στερλίνα έπαψε να αποτελεί το δεύτερο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και μόνο το 20% του παγκόσμιου εμπορίου εκφραζόταν σε στερλίνες κατά τη δεκαετία του 1970.
Ο άνισος καταμερισμός του παγκόσμιου αποθέματος χρυσού μετά τον πόλεμο, από τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα 24 δισεκατομμύρια βρίσκονταν στην κατοχή των ΗΠΑ, αλλά και οι ανάγκες του διεθνούς εμπορίου επέβαλαν την ύπαρξη μιας νέας νομισματικής συμφωνίας. Η συμφωνία που επιβλήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη συνάντηση που έγινε στο Μπρέντον Γουντς το 1944, στην οποία συμμετείχαν 44 χώρες, καθόρισε σταθερές και προκαθορισμένες ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών με μια διακύμανση της τάξης του 1%. Χωρίς δηλαδή να έχουμε αναβίωση του κανόνα του χρυσού καθορίστηκαν απλά οι σταθερές ισοτιμίες των νομισμάτων. Οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών υποχρεώνονταν να στηρίζουν το νόμισμα της χώρας όταν δεχόταν πιέσεις με στόχο τη διατήρηση της ισοτιμίας του στα καθορισμένα επίπεδα.
«Το σύστημα Μπρέντον Γουντς, που θεμελιώθηκε το 1944, ενίσχυσε τη σχετική σταθερότητα των τιμών (την ανταλλακτική αξία του χρήματος). Το σύστημα έθεσε σταθερές τιμές συναλλάγματος μεταξύ του αμερικανικού δολαρίου και των άλλων νομισμάτων, δεδομένης της υποχρέωσης των ΗΠΑ να μετατρέπουν 35 δολάρια σε 1 ουγκιά χρυσού, αν δέχονταν τέτοιο αίτημα ξένων κυβερνήσεων ή νομισματικών αρχών» γράφουν οι Λαπαβίτσας και Itoh.
Παράλληλα αποφασίστηκε η δημιουργία ενός Ταμείου, το οποί θα μετεξελισσόταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ως ύστατη λύση καταφυγής σε περίπτωση που οι Κεντρικές Τράπεζες εξαντλούσαν τις δυνατότητές τους στήριξης του νομίσματος. Κάθε χώρα μέλος συνεισέφερε ένα ποσό για τη δημιουργία του Ταμείου και το ποσό που μπορούσε να δανειστεί ήταν ανάλογο της συνεισφοράς της. Ουσιαστικά δηλαδή το Ταμείο ήταν ένας γρήγορος τρόπος δανεισμού.
Όταν μια χώρα κατέφευγε στο Ταμείο για την προμήθεια χρυσού ή σκληρού νομίσματος κατέθετε στο Ταμείο ίσης αξίας ποσό του νομίσματός της. Σε περίπτωση όμως καταφυγής στο Ταμείο μια σειρά από υποχρεώσεις αναλάμβανε η χώρα με αποτέλεσμα η λειτουργία του Ταμείου να είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ ότι περιγράψαμε εδώ, με το Ταμείο να γίνεται ουσιαστικά ένας οργανισμός που καθόριζε την οικονομική πολιτική της χώρας που κατέφευγε στη βοήθειά του. Το Ταμείο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1947. Οι αρχικοί πόροι του Ταμείου ήσαν 2,75 δισεκατομμύρια δολάρια που προσέφεραν οι ΗΠΑ και 6,8 δισεκατομμύρια που προσέφεραν οι υπόλοιπες χώρες μέλη. Ποσό μικρό συγκρινόμενο ακόμη και με τα 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ.
Το σύστημα του Bretton Woods στηριζόταν στην απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ επί του καπιταλιστικού κόσμου. Μια ηγεμονία που είχε σαν βάση της την οικονομική και παραγωγική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Μετά τον πόλεμο οι ΗΠΑ δεν κατείχαν απλά τα δύο τρίτα των επίσημων παγκόσμιων αποθεμάτων χρυσού αλλά πρωτίστως μια τεράστια παραγωγική ικανότητα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο πλεονασματικός χαρακτήρας του εμπορικού ισοζυγίου των ΗΠΑ ανατράπηκε. Το 1971 οι ΗΠΑ αναστέλλουν τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό και προχωρούν σε υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το χρυσό το 1971 και για δεύτερη φορά το 1973. Το σύστημα του Bretton Woods κατέρρευσε και η προσπάθεια δημιουργίας ενός συστήματος ισοτιμιών μέσα σε μια ευρεία ζώνη διακύμανσης δε μπόρεσε να σταθεροποιήσει την ισοτιμία του δολαρίου.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε καμπή στο χαρακτήρα κι στην κατανομή του διεθνούς δανεισμού. Νέα χρέη δημιουργήθηκαν ενώ οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες έχασαν μεγάλο μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους στο εξωτερικό. Η Γαλλία και η αστική τάξη της έχασε το μισό περίπου των περιουσιακών στοιχείων της στο εξωτερικό, η Βρετανία το 15% περίπου ενώ η Γερμανία έχασε το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της. Πέρα όμως από αυτή τη μεταβολή οι εμπόλεμες χώρες κατέφυγαν σε εκτεταμένο δανεισμό προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα πολεμικά έξοδα. Στη Γερμανία το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί κατακόρυφα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από 5 δισεκατομμύρια μάρκα το 1914 εκτινάχτηκε στα 105 το 1918. «Το συνολικό δημόσιο χρέος των εμπόλεμων χωρών, από 26 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν τις παραμονές του πολέμου, έφτασε τα 225 δισεκατομμύρια το 1920» κατά τον Beaud. (Beaud σ 249).
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τη διαχρονική πορεία των κυβερνητικών δαπανών της Βρετανίας από το 1200 και μετά σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 1
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
ΠΗΓΗ: CLARC. σ 14
Οι χρηματοοικονομικές συνέπειες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήσαν πολύ μεγάλες, της τάξης των 260 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αν συμπεριληφθούν όλοι οι εμπόλεμοι. Οι χώρες που κυρίως επωμίστηκαν αυτό το κόστος ήσαν η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία. «Μια ιδέα για το μέγεθος της συνολικής δαπάνης μας δίνει το γεγονός ότι αντιπροσώπευε περίπου εξήμισι φορές το σύνολο όλων των εθνικών χρεών που είχαν συσσωρευτεί σε όλο τον κόσμο από το τέλος του 18ου αιώνα έως τις παραμονές του Α’ παγκοσμίου πολέμου» (Aldcroft σ 25)
Το μεγαλύτερο μέρος από το κόστος αυτό καλύφθηκε με δανεισμό. Η Γαλλία και η Γερμανία στηρίχθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στο δανεισμό ενώ οι ΗΠΑ μόνο το 23% των πολεμικών δαπανών καλύφθηκε από τα δημόσια έσοδα. «Οι πιστωτικές πράξεις του ενός ή του άλλου είδους, και όχι η φορολογία, έγιναν η κύρια πηγή χρηματοδότησης του πολέμου» (Aldcroft σ 26).
Η χώρα η οποία βγήκε κερδισμένη από την παραπάνω εξέλιξη ήσαν οι ΗΠΑ. «Αν εξαιρέσουμε τα διακρατικά χρέη, η καθαρή πιστωτική θέση της Αμερικής στον μακροπρόθεσμο λογαριασμό ήταν 3,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ πριν από τον πόλεμο η θέση της ήταν καθαρά χρεωστική περίπου της ίδιας τάξης» γράφει ο Aldcroft (Aldcroft σ 94).
Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε τα χρέη των εμπόλεμων χωρών στις ΗΠΑ το Μάρτιο 1919.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΧΩΡΑ
|
ΧΡΕΟΣ (σε εκατομμύρια δολάρια)
|
ΓΑΛΛΙΑ
|
2.950.762
|
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
|
4.166.318
|
ΙΤΑΛΙΑ
|
1.648.034
|
ΒΕΛΓΙΟ
|
347.691
|
ΡΩΣΙΑ
|
187.729
|
ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΑ
|
61.256
|
ΡΟΥΜΑΝΙΑ
|
28.205
|
ΣΕΡΒΙΑ
|
26.175
|
ΕΛΛΑΔΑ
|
15.000
|
ΠΗΓΗ: LESOURD-GERARD σ 420
Η εκροή χρυσού από τη Βρετανία συνεχιζόταν με αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων και τον περιορισμό του δανεισμού. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε απότομο περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας και σε αύξηση της ανεργίας. Αντίθετα στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στη Γερμανία ο χρυσός αυξανόταν συνεχώς έχοντας τα έχοντας ως αποτέλεσμα την τόνωση της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Ο χρυσός που συγκεντρωνόταν στη Γερμανία ήταν αποτέλεσμα των εξωτερικών πιστώσεων. «οι εξωτερικές πιστώσεις που επιτεύχθηκαν από τη Γερμανία είναι δυόμιση φορές μεγαλύτερες από τις επανορθώσεις που καταβλήθηκαν στην πραγματικότητα, πράγμα που επιτρέπει στη Γερμανία όχι μόνο να προμηθεύεται πρώτες ύλες, αλλά και να ξανασυγκεντρώσει απόθεμα χρυσού και συναλλάγματος και να αναπτύξει τις επενδύσεις της στο εξωτερικό» γράφει ο Beaud. (Beaud σ 252). Στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, με την πιο αδύνατη παραγωγική βάση, οι παραπάνω εξελίξεις μετά τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είχαν δυσμενείς επιπτώσεις.
«Στη διάρκεια της ύφεσης, οι χώρες αυτές (κεντρική και ανατολική Ευρώπη) συνάντησαν δυσκολίες στην εξασφάλιση σημαντικών προμηθειών, και όσες μπόρεσαν να αποκτήσουν τέτοιες προμήθειες αναγκάστηκαν να καταβάλλουν υψηλές τιμές πράγμα που αύξησε ακόμη περισσότερο το χρέος τους. Επιπλέον, όταν οι τιμές των εμπορευμάτων κατέρρευσαν, στο δεύτερο εξάμηνο του 1920, το βάρος του χρέους αυξήθηκε, ιδιαίτερα στις ανατολικές χώρες, οι οποίες ήσαν σε σημαντικό βαθμό εξαρτημένες από τις εξαγωγές προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής. Δεύτερον, η πολιτική λιτότητας που υιοθέτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχε σοβαρές επιπτώσεις για την Ευρώπη συνολικά. Η πτώση τουλάχιστον κατά 40% του γενικού επιπέδου των τιμών δολαρίου ΗΠΑ επέβαλε βαρύ φορτίο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες είχαν συνάψει δάνεια σε φουσκωμένες τιμές.» (Aldcroft σ 52).
Η διαδικασία του συνεχίστηκε καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του 1920 με τελικό αποτέλεσμα, στο τέλος της δεκαετίας, οι ΗΠΑ να είναι πλέον ο μεγάλος παγκόσμιος πιστωτής έχοντας εκδιώξει από τη θέση αυτή τις ευρωπαϊκές χώρες. Η ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία, κατά το 1929, συνεισέφεραν τα τρία τέταρτα των ξένων επενδύσεων. Σε αρκετές χώρες, ιδιαίτερα της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, το χρέος, κατά το 1929 ξεπερνούσε τους εγχώριους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου.
Την ίδια όμως διαδικασία δανεισμού ακολούθησε και η Γερμανία το χρέος της οποίας ανερχόταν, το 1930, στο ποσό των 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων με πιστώτριες χώρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία και την Ολλανδία. Μεγάλο μέρος του δανεισμού πήγαινε σε μη παραγωγικές επενδύσεις και υπήρξε πράγματι μια κατασπατάληση ενός μέρους των πράγμα που οδήγησε τον Schacht να θρηνεί το 1927. «Με λίγα λόγια, ο διεθνής δανεισμός της δεκαετίας του 1920 δημιούργησε μια ψευδαίσθηση υγείας και σταθερότητας, που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα» όπως επισημαίνει ο Aldcroft (Aldcroft σ 99).
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου περιορισμοί άρχισαν να ορθώνονται στη εξαγωγή χρυσού από όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Η άνοδος του εθνικισμού ήταν ένας ακόμη παράγοντας που διαμόρφωσε, αλλά και διαμορφώθηκε, από τις παραπάνω οικονομικές συνθήκες. Τα κράτη γίνονταν όλο και πιο εσωστρεφή μια και οι ροές χρυσού και κεφαλαίων περιορίστηκαν δραματικά οι χώρες του κεντρικού πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης συνέχισαν στο δρόμο αυτό καλύπτοντας το δρόμο που τις χώριζε από τη Βρετανία η οποία άρχισε να βραδυπορεί. Ένας πολυπολικός κόσμος άρχισε να αναδύεται με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία αλλά και την Ιαπωνία στην Ασία να διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια οικονομική, και κατ΄ επέκταση, στην διεθνή πολιτική σκηνή.
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 πολλές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά και της Λατινικής Αμερικής, ήσαν υπερδανεισμένες και το χρέος τους δεν ήταν αυτοεξυπηρετούμενο. Για την εξυπηρέτηση του χρέους τους ήσαν αναγκασμένες να καταφεύγουν πάλι σε δανεισμό. Οι πιστωτές προέρχονταν, σε μεγάλο ποσοστό, από τη Βρετανία, τη Γαλλία και κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά το 1927-28 ο δανεισμός άρχισε να μειώνεται με την αρχή να γίνεται από τους Γάλλους πιστωτές. Οι γαλλικές εξαγωγές κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 50% το 1928 και σταμάτησαν τελείως το 1929, ενώ μεγάλο μέρος του βραχυπρόθεσμα τοποθετημένου γαλλικού κεφαλαίου επαναπατρίστηκε αφού τα επιτόκια στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη δεν ήσαν πλέον ελκυστικά και οι κίνδυνοι ήσαν πλέον αυξημένοι.
Όταν, το 1929, την ίδια πορεία ακολούθησαν και τα κεφάλαια που είχαν δανείσει οι αμερικάνοι το σύστημα διεθνούς δανεισμού άρχισε να καταρρέει. Η κερδοσκοπική οικονομική άνθιση στις ΗΠΑ οδήγησε σε τοποθετήσεις κεφαλαίων μέσα στις ΗΠΑ. «Οι εκδόσεις μακροπρόθεσμων ομολογιακών στις ΗΠΑ για λογαριασμό ξένων μειώθηκαν περισσότερο από 50% μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εξαμήνου του 1928. Κατά το πρώτο εξάμηνο το 1929 σημειώθηκε μικρή αναζωογόνηση, αλλά ακολούθησε μια ακόμη μεγαλύτερη πτώση το δεύτερο εξάμηνο του έτους, δίνοντας ένα σύνολο 790 εκατομμυρίων δολαρίων έναντι 1.250 εκατομμυρίων δολαρίων το 1928 και 1.336 εκατομμυρίων δολαρίων το 1927. Συνολικά, οι εκροές κεφαλαίων (τόσο μακροχρόνιων όσο και βραχυχρόνιων) από τους μεγάλους πιστωτές έπεσαν από 2.214 εκατομμύρια δολάρια το 1928 σε 1.414 εκατομμύρια δολάρια το 1929, ενώ τον επόμενο χρόνο έπεσαν ακόμη περισσότερο, στα 363 εκατομμύρια δολάρια». (Aldcroft σ 107).
Οι οφειλέτριες χώρες βρέθηκαν απότομα σε δεινή θέση. Ο μεγαλύτερος δανειολήπτης, η Γερμανία, είδε να μειώνονται οι εισροές κεφαλαίων από 967 εκατομμύρια δολάρια το 1928 σε 482 εκατομμύρια δολάρια το 1929 και σε 129 εκατομμύρια δολάρια το 1930. Ανάλογες ήσαν και οι μειώσεις στις εισροές κεφαλαίων και στις υπόλοιπες χώρες, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Μια και ο δανεισμός ουσιαστικά σταμάτησε οι χώρες αναγκάστηκαν να κλείνουν τα χάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους καταφεύγοντας στα αποθεματικά τους τα οποία όμως ήσαν περιορισμένα.
Πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το κράτος των ΗΠΑ ήταν σχετικά μικρό σε σχέση με την οικονομία της χώρας. Το 1930 οι συνολικές κρατικές δαπάνες αντιπροσώπευαν το 2% του ΑΕΠ και ανέρχονταν στο ποσό των 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 1932, 1933 και 1934 τα δημόσια έσοδα ήσαν το μισό περίπου των δημοσίων δαπανών. Το οικονομικό έτος 1932 τα έξοδα ήσαν 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια και τα έσοδα 1,9 δισεκατομμύρια. Το 1938 τα έσοδα ανήλθαν στα 6,8 δισεκατομμύρια και το έλλειμα ήταν 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 1940 οι κρατικές δαπάνες ανήλθαν στα 10 δισεκατομμύρια. Από την περίοδο αυτή οι δαπάνες των ΗΠΑ αυξάνονταν συνεχώς. Κατά τη δεκαετία 1950-60 αντιστοιχούσαν στο 10% και τη δεκαετία 1960-70 στο 12% του ΑΕΠ.
Ο κρατικός δανεισμός αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του 1970. Στην Ιαπωνία το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 1,6% του ΑΕΠ το 1973 σε 34,4% το 1979. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία από 6,7% του ΑΕΠ το 1973, το δημόσιο χρέος, ανέβηκε στο 14,5 το 1979. Ενώ η ΗΠΑ και η Βρετανία συνέχισαν να έχουν υψηλό, σχετικά, χρέος.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τη διαχρονική πορεία του δημόσιου χρέους της Βρετανίας σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 2
ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΣΑΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
ΠΗΓΗ:Clarc. σ 158
Έχουμε παρακολουθήσει την ιστορική πορεία μεταβολών του χρήματος και δημιουργίας των τραπεζογραμματίων από το 1000 ως και τη δεκαετία του 1970. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μια σημαντικά ανατροπή έγινε ως προς την ίδια την έννοια του χαρτονομίσματος και του χρήματος γενικότερα. Τον Αύγουστο του 1971 το δολάριο, το νόμισμα με το οποίο ήσαν συνδεδεμένα όλα τα άλλα νομίσματα, έπαψε να είναι ανταλλάξιμο με χρυσό. Ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε το νόμισμα με το χρυσό ή τον άργυρο από γεννησιμιού του αποκόπηκε και τα νομίσματα συνέχισαν τον ανεξάρτητο από οποιοδήποτε εμπόρευμα πορεία τους, μετατρεπόμενα τα ίδια σε εμπόρευμα.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά ξαφνική. Η εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, ο διεθνικός χαρακτήρας του και οι πολιτικές ανατροπές στο διεθνή καταμερισμό της δύναμης είχαν αναδείξει, από τη δεκαετία του 1920, τον προβληματικό χαρακτήρα της σύνδεσης των νομισμάτων με το χρυσό. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τη μοναχική και ενδιαφέρουσα πορεία του χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να κάνουμε κάποιες τεχνικές διευκρινήσεις για την καλύτερη παρακολούθηση των στοιχείων που θα παραθέτουμε.
Τι είναι τελικά το χρήμα μετά ιδιαίτερα την αποδέσμευσή του από το χρυσό; Παρότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις του θέματος μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο πως το χρήμα δεν είναι μόνο ένα μέσο ανταλλαγής αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Η πιο στενή έννοια του χρήματος είναι αυτή που ορίζει ως τέτοιο τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που βρίσκονται σε κυκλοφορία συν τις καταθέσεις όψεως. Είναι δηλαδή εκείνο το χρήμα το οποίο συμμετέχει στην εξυπηρέτηση της παραγωγής και του εμπορίου και με το οποίο έχει σχέση η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Η πιο ευρεία έννοια είναι αυτή που ορίζει ως χρήμα το άθροισμα των νομισμάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία, των νομισμάτων που βρίσκονται στα θησαυροφυλάκια τραπεζών, τις ταξιδιωτικές επιταγές, τις καταθέσεις κάθε τύπου, τα θεσμικά αμοιβαία κεφάλαια, τις βραχυπρόθεσμες συμφωνίες επαναγοράς και άλλα μεγαλύτερα ρευστά στοιχεία ενεργητικού. Ανεξάρτητα πάντως από τον ορισμό του χρήματος εκείνο που μας ενδιαφέρει το πώς, όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τις οικονομίες των διαφόρων χωρών και τη ζωή των δισεκατομμυρίων κατοίκων της γης. Θα δούμε τώρα τις κατηγορίες του χρήματος, όπως θα παρουσιαστούν παρακάτω.
Ως Μ0 ορίζεται το σύνολο του φυσικού χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία μαζί με τους λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας. Ως Μ1 ορίζεται το άθροισμα του Μ0+τα ποσά των τρεχούμενων λογαριασμών και των καταθέσεων όψεως. Είναι εκείνο δηλαδή το χρήμα το οποίο μπορεί να μπει γρήγορα σε κυκλοφορία. Ως Μ2 ορίζεται το Μ1+αμοιβαία κεφάλαια+αποταμιευτικοί λογαριασμοί+μικρές προθεσμιακές καταθέσεις (ως 100.000 δολάρια). Ως Μ3 ορίζεται το Μ2+μεγάλες προθεσμιακές καταθέσεις+τα ποσά της θεσμικής αγοράς χρήματος+αμοιβαία κεφάλαια ταμείων+ το σύνολο των συμφωνιών επαναγοράς+ πιστοποιητικά καταθέσεων.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τη μεταβολή στην παγκόσμια προσφορά χρήματος, σε όλες τις παραπάνω μορφές, από το 1971 ως το 2009.
Διάγραμμα 3
Στο παραπάνω διάγραμμα παρατηρούμε την αύξηση όλων των μορφών χρήματος από το 1971 και μετά, και την κατακόρυφη άνοδό του από το 2000 και μετά. Ένα μέρος αυτής της αύξησης είναι αποτέλεσμα τις αυξημένης παραγωγής και του συνακόλουθα αυξημένου εμπορίου σε μια σειρά χωρών αλλά και παγκοσμίως. Η αύξηση επομένως αυτή αντανακλά τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, της παραγωγής δηλαδή και του εμπορίου, για νομισματική κάλυψη των αναγκών του. Η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και του εμπορίου είχαν σαν αποτέλεσμα, για να εξυπηρετηθούν, από μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος, από μεγαλύτερη ταχύτητα κυκλοφορίας ή και τα δύο. Παρ΄ όλα αυτά παρατηρούμε πως το χρήμα Μ0, το χρήμα δηλαδή εκείνο το οποίο βρίσκεται σε ουσιαστική κυκλοφορία και οι μικρές καταθέσεις γνώρισαν μικρή αύξηση. Αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό το χρήμα που βρίσκεται στη διάθεση των εργαζόμενων και των οικονομικά ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού. Η διόγκωση του χρήματος παρατηρείται στο Μ1 και Μ2. Αυτό φανερώνει μια αύξηση των παγκόσμιων καταθέσεων, την αύξηση δηλαδή του λιμνάζοντος χρήματος.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά, με τις παραπάνω μορφές τους, για το δολάριο. Από το 2005 η Federal Reserve σταμάτησε τη δημοσιοποίηση στοιχείων για το Μ3 με μια απόφαση με την οποία χαρακτήριζε ως ασήμαντη τη δημοσιοποίησή του σε σχέση με το κόστος συλλογής των στοιχείων. Φυσικά μόνο ασήμαντα δεν είναι τα παραπάνω στοιχεία μέσα στα οποία υπάρχουν εκείνα τα χρήματα που χρησιμοποιούνται στις χρηματαγορές, τα χρηματιστήρια, στα παράγωγα και σε όλες τις σύγχρονες μορφές μεταφοράς πλούτου από τις αναπτυσσόμενες χώρες στις αναπτυγμένες και από τους εργαζόμενους στην αστική τάξη.
Διάγραμμα 4
Το 2.000 ένα νέο νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία. Ήταν το ευρώ. Το νόμισμα 15 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρες που αποτελούν τις χώρες κυκλοφορίας του ευρώ αποκαλούνται και ευρωζώνη. Οι λόγοι που ώθησαν τις κυρίαρχες τάξεις των χωρών αυτών για τη δημιουργία του ευρώ βρίσκονται στα λόγια του Στέφαν Κολινιόν, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του Centro Europa Ricerche (CER) της Ρώμης: «Μια νομισματική ένωση δεν είναι σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Η ουσία της νομισματικής ζώνης συνίσταται στην απεριόριστη πρόσβαση από όλες τις εμπορικές τράπεζες στην ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας την ΕΚΤ. Το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα συλλέγει τις αποταμιεύσεις από παντού στη Ζώνη του Ευρώ και τις επενδύει οπουδήποτε βρίσκει κερδοφόρες ευκαιρίες.» (Eurointelligence, 22.04.2010).
Οι λόγοι επομένως δημιουργίας του ευρώ πρέπει πρωτίστως να αναζητηθούν στα τραπεζικά συμφέροντα και τον κυρίαρχο ρόλο τους στην οικονομική και πολιτική ζωή των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης. Στα δύο διαγράμματα που ακολουθούν βλέπουμε την μεταβολή σε όλα τα είδη χρήματος που έχουμε περιγράψει για το ευρώ και το γιέν, από το 1998 ως το 2008. Στα διαγράμματα παρατηρούμε την ίδια συμπεριφορά και των δύο παραπάνω νομισμάτων με το δολάριο, τη σχετική στασιμότητα στην ποσότητα του νομίσματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία και τη διόγκωση της ποσότητας όλων των υπόλοιπων μορφών χρήματος.
Διάγραμμα 5
Διάγραμμα 6
Παρά την μη δημοσιοποίηση από την Federal Reserve τα στοιχεία συνέχισαν να συλλέγονται από ιδιώτες και στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τις μεταβολές στο Μ3 χρήμα και μετά την έναρξη της μη δημοσιοποίησης.
Διάγραμμα 7
ΠΗΓΗ:http://www.nowandfutures.com/articles/20060426M3b,_repos_&_Fed_watching.html
Σε όλα τα παραπάνω διαγράμματα που αφορούν τις αναπτυγμένες χώρες παρατηρούμε τα ίδια χαρακτηριστικά. Μετά την οριστική αποδέσμευση των νομισμάτων από το χρυσό, το 1971, αρχίζει ουσιαστικά και η διόγκωση του Μ2 και του Μ3. Ιδιαίτερα δε η διόγκωση του Μ3 αρχίζει αυτή ακριβώς την εποχή για να αποτελέσει κατά το 2005 το 40% του συνολικού χρήματος όπως φαίνεται στο διάγραμμα 190. Την ίδια χρονιά το Μ2 αποτελούσε το άλλο 40% αφήνοντας στο χρήμα που βρισκόταν σε κυκλοφορία μόνο ένα 20%. Μέχρι το 2010 το ποσοστό του κυκλοφορούντος χρήματος στις ΗΠΑ ήταν πολύ κάτω από το ποσοστό αυτό. Το ίδιο παρατηρούμε για όλα τα νομίσματα των καπιταλιστικών κέντρων καθώς και για τα νομίσματα του Καναδά και της Αυστραλίας. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 αρχίζει μια απότομη αύξηση του Μ2 και του Μ3 σε όλα τα κυρίαρχα στις χρηματαγορές νομίσματα.
Στα επόμενα διαγράμματα βλέπουμε την προσφορά της στερλίνας καθώς και το Μ3 χρήμα στη Βρετανία σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Διάγραμμα 8
Διάγραμμα 9
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΧΡΗΜΑΤΟΣ Μ3 ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ
Παρατηρούμε και πάλι τη διόγκωση του Μ3 και για τη στερλίνα σε μεγέθη που αγγίζουν το 80% του ΑΕΠ μετά το 2004. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά χρήματος στις ΗΠΑ από το 1910 ως το 2010. Παρατηρούμε την άνοδο του προσφερόμενου χρήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά και την απόλυτα κατακόρυφη άνοδό του το 2009 μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Διάγραμμα 10
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την εκατοστιαία μεταβολή της προσφοράς χρήματος και τις εκατοστιαίες μεταβολές του Μ1, Μ2 και Μ3 χρήματος στις ΗΠΑ από το 1960 ως το 2007.
Διάγραμμα 11
Το πρώτο που παρατηρούμε στο διάγραμμα 197 είναι η συνεχής αύξηση όλων των μορφών χρήματος σε όλο το παραπάνω διάστημα. Το Μ2 και Μ3 αυξάνουν τους ρυθμούς μεταβολής τους από το 1960 ως το 1980 και κατόπιν οι ρυθμοί τους μειώνονται ως το 1992-93. Από τις χρονιές αυτές και μετά οι ρυθμοί αύξησής τους αυξάνονται πάλι γρήγορα ενώ οι ρυθμοί αύξησης του Μ1 παραμένουν χαμηλότεροι και γίνονται και αρνητικοί την περίοδο 1995-2000.
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την προσφορά χρήματος Μ3 στη Βρετανία (οι Βρετανοί το λένε Μ4) μεταξύ των ετών 1999 και 2008. Παρατηρούμε τους ταχύτατους ρυθμούς αύξησής του με ρυθμούς που ξεπερνούσαν και το 12% ετησίως ιδιαίτερα το 2005 και το 2006.
Διάγραμμα 12
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε τους ρυθμούς αύξησης του Μ4 για τη στερλίνα, του Μ3 για το ευρώ και του Μ2 για το δολάριο.
Διάγραμμα 13
Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε το ύψος των παγκόσμιων αποθεματικών καθώς και το νόμισμα στο οποίο βρίσκονται..
Διάγραμμα 14
Παρατηρούμε αρχικά τη μεγάλη άνοδο των παγκόσμιων αποθεματικών μέσα στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα από 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1999 σε 4,5 σχεδόν τρισεκατομμύρια δολάρια το 2009. Τα παγκόσμια αποθεματικά κυριαρχούνται από το δολάριο σε ποσοστό 60% περίπου με τη δεύτερη θέση να την κατέχει το ευρώ με ποσοστό 25% περίπου. Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οπότε και κυκλοφόρησε το ευρώ, παρατηρούμε μια συνεχή μείωση του ποσοστού των αποθεματικών σε δολάρια και μια αντίστοιχη αύξηση των αποθεματικών σε ευρώ.
Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε την αύξηση της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και τη μεταβολή στο παγκόσμιο χρήμα από το 1945 ως το 2005.
Διάγραμμα 15
Στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον παραπάνω διάγραμμα βλέπουμε την απόλυτη αναντιστοιχία μεταξύ του χρήματος που βρισκόταν σε παγκόσμια κυκλοφορία και της πραγματικής παραγωγής, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ιδιαίτερα μετά το 2000. Μια μεγάλη ανατροπή συντελέστηκε επομένως από τα μέσα της δεκαετίες του 1970. Το χρήμα δεν αποδεσμεύτηκε μόνο από το χρυσό ή τον άργυρο αλλά και από την παραγωγή, αποτελώντας πλέον ένα τελείως ιδιόμορφο εμπόρευμα. Αν και το χαρακτηριστικό αυτό δεν ήταν καινούριο η ένταση με την οποία εκδηλώθηκε το παραπάνω χαρακτηριστικό, μετά τη δεκαετία του 1980, ήταν τέτοια που μετέβαλε όλα τα δεδομένα για το χρήμα και το ρόλο του. Σε αντιδιαστολή με το παραπάνω διάγραμμα βλέπουμε στο επόμενο διάγραμμα το χρήμα που βρισκόταν σε κυκλοφορία και την ομαλή αύξησή του από το 1990 ως το 2008.
Διάγραμμα 16
Στο τελευταίο διάγραμμα παρουσιάζουμε τα αποθεματικά των ανερχόμενων αγορών, σαν ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, από το 1990 ως το 2009 όπως έχουν υπολογιστεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Παρατηρούμε τη ραγδαία άνοδο των αποθεματικών ιδιαίτερα των χωρών της Ασίας.
Διάγραμμα 17
Η τεράστια διόγκωση του χρήματος με όλες τις μορφές του και η ανακάλυψη νέων από τη δεκαετία του 1970 και μετά εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα και δεν ήταν καθόλου ουδέτερη ταξικά και κοινωνικά. Ήταν μια διαδικασία στην υπηρεσία του κεφαλαίου καθώς αυτό μετατρεπόταν με ταχύτατους ρυθμούς σε απολύτως παρασιτικό. Καθώς το παρασιτικό χρήμα, κυρίως με τη μορφή Μ3, διογκωνόταν η μεταφορά πλούτου από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες χώρες, από την εργασία στο κεφάλαιο και από τις πιο αδύνατες μερίδες του κεφαλαίου στις πιο ισχυρές έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις εντείνοντας στο έπακρο την ανισοκατανομή του πλούτου τόσο μεταξύ των τάξεων όσο και μεταξύ των διαφόρων ομάδων του κεφαλαίου και των διαφόρων χωρών. Φυσικά μια και αυτή η διόγκωση δε στηριζόταν και ούτε στήριζε κάποιο πραγματικό οικονομικό στοιχείο στην παραγωγή δημιουργούσε απλά φούσκες.
Όταν οι φούσκες άρχισαν να σκάνε το 2007 το κεφάλαιο απαιτεί τα πλασματικά χρηματικά του στοιχεία να μετασχηματιστούν σε πραγματικά μέσω της μεταφοράς πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο και μέσω της μεταφοράς των δημόσιων αλλά και των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων σε αυτό. Μέχρι τώρα το επιτυγχάνει με την αμέριστη βοήθεια και συνδρομή των κρατών. Το αν θα ευοδωθούν όμως τελικά οι στόχοι του εξαρτάται αποκλειστικά από τη στάση των εργαζόμενων. Αυτοί και η συνείδησή τους είναι ο τελικός διαμορφωτής της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας.
anemosantistasis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου