Με τη λήξη της 40ετίας το Βρετανικό Φόρεϊν Όφφις αποχαρακτήρισε διαβαθμισμένα αρχεία του που αφορούν την τραγωδία της Κύπρου -και της Ελλάδας- κατά το 1974
του Μακεδών
Με τη λήξη της 40ετίας το Βρετανικό Φόρεϊν Όφφις αποχαρακτήρισεδιαβαθμισμένα αρχεία του που αφορούν την τραγωδία της Κύπρου -και της Ελλάδας- κατά το 1974. Δεν είναι βέβαια γνωστό τι ακριβώς έγγραφα δημοσιοποιούν, και τι κρύβουν από αυτά. Όπως και να έχει όμως, αποτελούν τεκμήριο για την ιστορία.
Στα αποσπάσματα του παρατιθέμενου σήμερα εγγράφου -που δημοσίευσε ολόκληρο η εφημερίδα της Κύπρου «Φιλελεύθερος»- υπάρχει μία συνολική παράθεση των λόγων, για τους οποίους οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι είχαν τηρήσει τη Συμφωνία Εγγυήσεων το 1974. Η συγγραφή έγινε τον Οκτώβριο του 1982 από τον Ντέιβιντ Γουίλσον του Φόρεϊν Όφφις, μετά από ερώτηση του λόρδου Μπέλστεντ.
Εξετάζοντας τη βρετανική αντίδραση στα γεγονότα του 1974, αναφέρεται ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης είχε παραβιαστεί στο παρελθόν και ότι έως το 1963 αμφότερες οι πλευρές είχαν παραβιάσει το Σύνταγμα. Μετά τις απόπειρες του Μακαρίου να «επιβάλει» συνταγματικές μεταρρυθμίσεις το Νοέμβριο του 1963 προκλήθηκε κρίση, που κατά τους Βρετανούς οδήγησε σε de facto διχοτόμηση του νησιού.
Οι Τούρκοι από την αρχή υποστήριζαν ότι το Άρθρο 4 τους άφηνε ανοιχτή την επιλογή της στρατιωτικής δράσης και «μετά βίας είχαν συγκρατηθεί από την εισβολή το 1964 και το 1967». Παράλληλα, από το 1963 έως το 1974 οι κυπριακές κυβερνήσεις κήρυτταν τη συνθήκη άκυρη, διότι υποδείκνυαν ότι παραβίαζε την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφέρει ο Γουίλσον.
Η βρετανική πλευρά ερμήνευε το Άρθρο 4 ως άδεια στρατιωτικής επέμβασης ως ύστατο μέτρο, αλλά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να αποτρέψει την τουρκική στρατιωτική δράση το '64 και το '67.
Ο Βρετανός διπλωμάτης εξηγεί ότι στην πρώτη φάση, από το πραξικόπημα μέχρι την εισβολή, οι μάχες γίνονταν μεταξύ δύο ελληνοκυπριακών παρατάξεων με μικρή τουρκοκυπριακή ανάμιξη. Η στάση του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών που αρχικά αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να πει ότι ήταν αδύνατη η συντονισμένη δράση.
Μονομερής στρατιωτική δράση από τη Βρετανία σε εκείνη τη φάση θα αντιμετωπιζόταν ως κλιμάκωση της κρίσης και παραβίαση της δέσμευσής της σε μια ειρηνική λύση.
Η επέμβαση της Βρετανίας στις 20 Ιουλίου θα ήταν επικίνδυνη για πολίτες της Κύπρου και τους Βρετανούς που βρίσκονταν στο νησί, ενώ ήταν ορατός και ο κίνδυνος πολεμικής σύρραξης με σύμμαχο του ΝΑΤΟ.
Οι Τούρκοι πίεζαν για κοινή στρατιωτική δράση, αλλά οι Βρετανοί γνώριζαν ότι μια τέτοια σύμπραξη θα αντιμετωπιζόταν από τους Ελληνοκύπριους ως συνέργεια με τους Τούρκους εναντίον τους, με αντίποινα κατά των 11.000 παραθεριστών και μελών στρατιωτικών οικογενειών Βρετανών στο νησί.
Ο Ντέιβιντ Γουίλσον αναφέρει τέλος ότι η πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης να αναζητήσει συγκράτηση των Τούρκων μόνο με διπλωματικά μέσα, απέτυχε στις 20 Ιουλίου. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή η αποτυχία αυτή φαινόταν να αντισταθμίζεται από την αρκετά σημαντική επιτυχία συγκέντρωσης των εγγυητριών χωρών στο τραπέζι των συνομιλιών. Επομένως, καταλήγει, η βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο το 1974 δεν ήταν ούτε σωστή ούτε δυνατή.
Κατά τα άλλα, οι Βρετανοί διπλωμάτες θεωρούσαν το 1982 ως χρονιά χωρίς σημαντικές εξελίξεις. Εκτιμούσαν ότι μέχρι τις κυπριακές προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 1983 δεν ήταν πιθανό να υπάρξει πρόοδος. (Αντί για πρόοδο, είχαμε την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, για το οποίο οι Βρετανοί υποτίθεται ότι δεν είχαν ιδέα).
Προβληματισμένοι εμφανίζονται, εξάλλου, στα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα οι Βρετανοί με τη στάση που τηρούσε ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού και ο Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου. Το Φόρεϊν Όφφις εκτιμούσε ότι αμφότεροι κινούνταν στο Κυπριακό με κύριο άξονα το προσωπικό τους πολιτικό συμφέρον.
voria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου