Το ερώτημα «πού θα βρούμε τα λεφτά» μοιάζει σοβαρό, αλλά δεν είναι. Απ’ όποιον και αν τίθεται, απ’ όποιον και αν απαντιέται. Όταν μάλιστα τίθεται από δημοσιογράφο, επειδή στις μέρες μας κραυγάζει ως άκρως λαϊκίστικο και υποβολιμαίο, απαντιέται μόνον από υπερβάλλοντα σεβασμό προς το κοινό –δηλαδή, για να μην διαολοστείλει το δημοσιογράφο ένας ερωτώμενος πολύ σεβαστικός, και άρα πολύ αξιοσέβαστος.
Διότι είναι κοινό κτήμα ότι απανταχού της Οικουμένης τα λεφτά βρίσκονται σε δύο μέρη: Είτε σε κάποιας μορφής μηχάνημα που έχεις και τα τυπώνει, είτε σε κάποιας μορφής τράπεζα η οποία σε χρηματοδοτεί –μια ιστορική πραγματικότητα που δεν χρειάζεται να είναι κανείς δημοσιογράφος, για να τη γνωρίζει αφενός ο ίδιος, αλλά και για να γνωρίζει αφετέρου ότι ομοίως τη γνωρίζουμε και όλοι οι υπόλοιποι, ώστε να μην ρωτάει τουλάχιστον ανούσιες ερωτήσεις. Η ιστορική αυτή πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει βέβαια, όπως γενικά κάθε ιστορική πραγματικότητα, αλλά πάντως όχι μέσα από το ανούσιο ερώτημα «πού θα βρούμε τα λεφτά».
Στο μεταξύ, ούτε με το μηχάνημα, ούτε με την τράπεζα, δεν βρίσκεις πρώτα τα λεφτά κι έπειτα στοχάζεσαι για το τι θα τα κάνεις. Μπορεί να ακούγεται δελεαστική αυτή η σειρά των πραγμάτων, να τέρπει ονειρώξεις και μίσθαρνα της παραπληροφόρησης, αλλά είναι αμιγώς παραπειστική. Διότι καλά, αν έχεις μηχάνημα…. Αν όμως συλλογισθεί κανείς το τι του επιφυλάσσεται σε μια τράπεζα, αν πρώτα ζητήσει τα λεφτά κι έπειτα σκεφθεί να εξηγήσει τι τα θέλει, τότε αμέσως αντιλαμβάνεται ότι ο κανόνας επιβάλλει το αντίστροφο, εφ’ όσον μιλάμε για παραγωγικές επενδύσεις: Πρώτα, λοιπόν, έχεις απάντηση για το τι θα τα κάνεις τα λεφτά, και μετά τα ζητάς. Για την αξιολόγηση του αιτήματός σου μάλιστα, θα ληφθεί υπόψη και το ποιος είσαι, δηλαδή το αν όντως μπορείς να τα κάνεις κάτι τα λεφτά, ώστε να κάτσει και να το συζητήσει η τράπεζα.
Η απάντηση στο τι θέλεις να τα κάνεις τα λεφτά έχει να κάνει με τη ζωή σου. Έχει να κάνει με το τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου. Έχει να κάνει με το τι θέλεις να κάνεις με τη ζωή σου. Έχει να κάνει με το αν θέλεις να ζήσεις. Κι έχει, κατά συνέπεια, να κάνει και με τη ζωή της τράπεζας. Από την άλλη, το τι θέλει η τράπεζα να τα κάνεις εσύ τα λεφτά έχει να κάνει μόνο με τη ζωή της τράπεζας.
Τώρα, αν το μόνο το οποίο μπορείς να τα κάνεις τα λεφτά είναι το να κάθεσαι να τα τρως με τους κολλητούς σου, ώστε να παρασιτίζεσθε ως παρέα κοντά στην τράπεζα που βρίσκεται εκεί έτσι κι αλλιώς, και από δίπλα να πετάς ψίχουλα γύρω-γύρω για να φυτοζωεί η γειτονιά της τράπεζας, αψηφώντας όμως ανθρώπους που κατά τα άλλα είναι πολύ παραγωγικοί, αλλά κάθονται και σε κοιτάνε να τους φράσσεις το δρόμο, ενώ θα μπορούσαν να πάνε οι ίδιοι στην τράπεζα για να κάνουν μια σοβαρή συζήτηση σχετικά με το τι θα μπορούσαν να τα κάνουν τα λεφτά, ώστε να πιάσουν αυτά τόπο και να ζήσει η γειτονιά, τότε το μόνο που καταφέρνεις είναι να σπάνε πλάκα μαζί σου οι τραπεζίτες και οι υπάλληλοί τους στο περιθώριο του οκταώρου τους, βάζοντάς σε να τους κάνεις με την ευκαιρία διάφορα επικερδή θελήματα για την τράπεζα, μια και είσαι ένας διαπιστωμένος λιγούρης του χεριού τους, με εξουσία του βούρδουλα μόνο εκεί που σε παίρνει. Και θα το κάνουν, δηλαδή θα σε ανέχονται στην τράπεζα, αφού φυσικά έχουν πρώτα εξασφαλίσει ότι δεν θα χάνουν από εσένα. Τότε πια, λοιπόν, όποτε διαμαρτύρονται οι ικανοί και παραγωγικοί άνθρωποι της γειτονιάς, επειδή εσύ τους φράσσεις πεισματικά το δρόμο προς την τράπεζα κι επειδή δεν είσαι ικανός για τίποτε άλλο, όπως αποδεικνύεται από τα γιούρια, την καζούρα και το φατούρο που εισπράττεις μέσα στην τράπεζα, τότε, τότε λέω, βάζεις και μερικούς κουτούς να τους ρωτάνε αυτούς τους ανθρώπους πού θα τα βρούνε τα λεφτά, για να εμφανίζεσαι εσύ σαν παράγων και σαν ο μοναδικός επί γης συνομιλητής της τράπεζας, αλλά και για να τους χρεώνεις τους ικανούς και παραγωγικούς για το παραγοντιλίκι σου και τα καμώματά σου.
Βέβαια, δεν λέω, υπάρχει και η περίπτωση να μην συμφωνεί η τράπεζα με τα σχέδια των ικανών αυτών και παραγωγικών ανθρώπων για το τι θα τα κάνουν τα λεφτά. Μμμ, ωραία τράπεζα… Αλλά μάλλον αμφίβολο το βρίσκω… Εκτός φυσικά αν έχει προηγουμένως πεισθεί η τράπεζα από εσένα τον αχαΐρευτο και τη συμπεριφορά σου ότι οι ικανοί και παραγωγικοί τα ζητάνε κι εκείνοι τα λεφτά μόνο και μόνο για να τα φάνε με την παρέα τους, όπως εσύ. Και, φαντάζομαι, θα κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να τους δυσφημήσεις αυτούς τους ικανούς και παραγωγικούς ανθρώπους, ώστε αποκλειστικά εσύ και η παρέα σου να καλοπερνάτε. Μέχρι να πεθάνει η γειτονιά, ψελλίζοντας στα τελευταία της το ερώτημα που της έβαλες στα χείλη: «Πού θα τα βρούμε τα λεφτά;»
Δεν νομίζεις, ωστόσο, ότι κάποτε πρέπει να μπούνε και αυτοί οι άλλοι άνθρωποι στην τράπεζα; Να κάνουν και αυτοί μια συζήτηση; Να κάνουν και αυτοί, έστω, μιαν ερώτηση, βρε αδερφε; Γιατί ξέρεις και κάτι; Δεν μιλάμε απλώς για μια γειτονιά. Αλλά για έναν ολόκληρο λαό και την υποδομή του. Και αυτό, να ξέρεις, μετράει για την τράπεζα. Διότι γνωρίζει η τράπεζα, αν μη τι άλλο, ότι υπάρχει και το μηχάνημα…
Και κάτι τελευταίο, για το κατά πόσον έχει πεισθεί ο λαός: Έχει πεισθεί; Με ή χωρίς… αριθμημένα Ζάππεια, ρωτώ κι εγώ, έχει πεισθεί; Ε, μόλις κάνουμε μια δοκιμή, αμέσως θα το μάθουμε… Όποιος πραγματικά αμφιβάλλει, δεν φοβάται, νομίζω. Ούτε με αγωνία ψάχνει διαρκώς να βρει άλλους που τάχα αμφιβάλλουν.
sotosblog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου