Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Ευρώ ή Δραχμή; Το μεγάλο δίλημμα που δεν είναι το μείζον πρόβλημα.



Του Δημοσθένη Κυριαζή 

Την παρούσα περίοδο άνθρωποι της «πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας», αλλά και απλοί πολίτες,  εκθέτουν απόψεις με τις οποίες  υποστηρίζουν ότι η σωτηρία των Ελλήνων συσχετίζεται ισχυρά με την παραμονή μας στο Ευρώ ή την επιστροφή μας  στη Δραχμή.
Αναμφισβήτητα η εν λόγω επιλογή συνιστά μία σημαντική στρατηγική απόφαση, αλλά δεν αποτελεί το μείζον πρόβλημα των Eλλήνων.  Αυτό σημαίνει ότι  τη σωτηρία της χώρας,  ούτε με την επιστροφή μας στη δραχμή, ούτε με την παραμονή μας στο ευρώ θα την πετύχουμε.  Θα την πετύχουμε  μόνο αν ακυρώσουμε την πραγματική αιτία που δημιούργησε και συντηρεί την κρίση·  μόνο αν λύσουμε τα μείζονα προβλήματα που αποτελούν την πραγματική αιτία της κρίσης .  
Η νομοτέλεια των κρίσεων.  

Όταν μια οικογένεια ή μία χώρα καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει, τότε αυτή θα οδηγηθεί,  με νομοτελειακή βεβαιότητα,  σε οικονομική και γενικότερη κρίση. Αυτή η νομοτέλεια είναι γνωστή σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο στους ειδήμονες του  LSE. Οι μόνοι άνθρωποι που αμφισβητούν την ισχύ αυτής της αρχής –  και μάλιστα με τις πράξεις τους αλλά όχι και με τα λόγια τους – είναι οι αντιπρόσωποι των πολιτών· οι  πολιτικοί και οι συνδικαλιστές. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι αυτών.
Από την ανωτέρω αρχή επάγεται το ακόλουθο ευνόητο συμπέρασμα: Η  υπέρβαση των κρίσεων πραγματοποιείται μόνο όταν η κατανάλωση γίνει ίση ή μικρότερη με την παραγωγή·  πραγματοποιείται δηλαδή με : (1) αύξηση της παραγωγής, ή (2) μείωση της κατανάλωσης ή (3) με μικτό τρόπο, όπερ και το  συνηθέστερο.
Σημαντική παρατήρηση αποτελεί ότι η εν λόγω διαφορά ορίζεται ως η μεταξύ παραγωγής – κατανάλωσης και όχι ως  η μεταξύ παραγωγής – αναγκών.  Οι λόγοι πολλοί και σχετικοί με την πολιτική κουλτούρα της εποχής μας.
Η αύξηση της ανταγωνιστικής παραγωγής 

Η χωρίς προϋποθέσεις αύξηση της παραγωγής, ούτε έννοια ούτε πρόβλημα έχει. Στη Φυσική λέμε ότι, αν δεν λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος και οι θυσίες (αναλώσεις), η οποιαδήποτε μηχανή παράγει όσο μεγάλο έργο θέλουμε· και η μικρότερη σε ισχύ μηχανή παράγει σε άπειρο χρόνο και με άπειρες θυσίες, άπειρο έργο. Το ίδιο ισχύει και για την οικονομία μιας Χώρας.
Συνεπώς η αύξηση της παραγωγής έχει έννοια όταν γίνεται με χαμηλό κόστος και σε σύντομο χρόνο· ας μη ξεχνάμε ότι «ο χρόνος είναι χρήμα».
Αυτή η μορφή παραγωγής  – η  ανταγωνιστική παραγωγή – στο παρελθόν, όταν οι οικονομίες ήταν «κλειστά συστήματα» δεν είχε τόσο μεγάλη και κρίσιμη αξία. Σήμερα όμως, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της «ελεύθερης διακίνησης αγαθών και κεφαλαίων», η μη ανταγωνιστική  παραγωγή δεν είναι απλά ασύμφορη αλλά είναι καταστροφική. Αυτό το βλέπουμε όταν αντί αγροτικών  προϊόντων  που παράγονται στη Χώρα μας καταναλώνονται: σκόρδα από την Κίνα, ρεβίθια από την Τουρκία, πορτοκάλια από την Νότιο Αφρική, ακτινίδια από τη Χιλή, κρέας από τη Γαλλία ….  για να μην επεκταθούμε στα βιομηχανικά προϊόντα. Αιτία αυτού του φαινομένου προφανώς είναι: η υψηλότερη τιμή και η χαμηλή ποιότητα των εγχωρίων προϊόντων σε σύγκριση με τα ξένα  και οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης· οι νέες συνθήκες της ελεύθερης  διακίνησης αγαθών και κεφαλαίων.
Είναι προφανές ότι ο μόνος τρόπος επιβίωσης τέτοιων  μη ανταγωνιστικών  οικονομικών επιχειρήσεων είναι να επιδοτούνται από το κράτος. Να επιδοτούνται δηλαδή από τους ίδιους τους  πολίτες,  οι οποίοι  για κάποιους λόγους παράγουν μη ανταγωνιστικά προϊόντα!  Κάτι  τέτοιο προφανώς αποτελεί την πιο παράλογη και  ουτοπική οικονομική πολιτική, η οποία μπόρεσε προσωρινά να εφαρμοσθεί στη Χώρα,  χάρη στην  … ευφυή διαχείριση των επιδοτήσεων της ΕΕ. Σημειωτέον ότι οι επιδοτήσεις αυτές δινόταν για τη δημιουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για την επιβίωση μη ανταγωνιστικών και κατά βάθος για την επιβίωση του πολιτικού συστήματος.
Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες εκείνοι που διαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα μιας Χώρας;
Τους παράγοντες αυτούς, τους γνωρίζουν  και τους βιώνουν άριστα όλοι οι απλοί άνθρωποι  που εργάζονται και παράγουν αγαθά ή υπηρεσίες. Δεν τους γνωρίζουν όμως  οι αντιπρόσωποι των πολιτών και των εργαζομένων. Αυτοί  θεωρούν ασήμαντους  τους εν λόγω  παράγοντες μπροστά στα οφέλη  των, τα οποία υπερασπίζονται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και πάθος από αυτό των ιδίων των παραγωγών / εργαζομένων !!
Οι παράγοντες που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα

Οι  παράγοντες αυτοί, είναι τα άμεσα και τα έμμεσα  κόστη της παραγωγικής διαδικασίας, τα οποία οι εργαζόμενοι / παραγωγοί όχι απλά τα γνωρίζουν, αλλά τα βιώνουν.
Άμεσα κόστη είναι αυτά της εργασίας ( μισθοί , ημερομίσθια),  των πρώτων υλών, της ενέργειας, και της φορολογίας.
Έμμεσα κόστη είναι τα κόστη που δημιουργούνται από την αδράνεια (μη δράση) του υλικού δυναμικού και του ανθρώπινου δυναμικού. Σημαντική παρατήρηση είναι ότι η εν λόγω αδράνεια δεν οφείλεται στην έλλειψη οικονομικών πόρων, αλλά   στη λογική και ηθική ανεπάρκεια των διοικητικών μέτρων και των κανόνων Δημοκρατίας της Χώρας· στη λογική και ηθική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος. Τέτοια σημαντικά έμμεσα κόστη, για παράδειγμα, είναι:
  1. Οι χρονικές καθυστερήσεις για την αδειοδότηση επιχειρήσεων παραγωγής αγαθών και αξιοποίησης πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως αυτών: της ηλιακής/ αιολικής ενέργειας, των υποθαλασσίων υδρογονανθράκων, των μεταλλευμάτων. Οι καθυστερήσεις αυτές σχετίζονται με τις τυπικές  απαιτήσεις  του συστήματος αδειοδότησης, τις προσχηματικές καθυστερήσεις για … λάδωμα του συστήματος και άλλες … ευρηματικές απαιτήσεις.
  2. Οι χρονικές καθυστερήσεις  για την οικολογική και πολιτιστική  προστασία της χώρας από ομάδες πολιτών, που δηλώνουν πως έχουν ιδιαίτερες γνώσεις, ευαισθησίες και αρμοδιότητες για την προστασία των συμφερόντων  του συνόλου των πολιτών. Αυτή όμως η προστασία είναι τόσο σημαντική, που πρέπει να πραγματοποιείται με θεσμούς έκφρασης  της βούλησης/ απόφασης  του συνόλου των πολιτών και όχι των υποσυνόλων του, είτε αυτοί είναι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών και πολύ περισσότερο οι αυθαίρετοι ( μη αιρετοί) ενεργοί πολίτες.
  3. Οι χρονικές καθυστερήσεις από τους αγώνες για ακύρωση ή τροποποίηση αποφάσεων του κράτους που θίγουν τα συμφέροντα ομάδων και συντεχνιών, ανεξάρτητα αν προωθούν τα συμφέροντα του συνόλου. Θα ήταν όμως πιο σωστό και πιο αποτελεσματικό, αντί οι πολίτες να έχουν το δικαίωμα να αγωνίζονται για την ανατροπή ειλημμένων αποφάσεων,  να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν όλοι στη λήψη (στην έγκριση) τους, με τρόπους λειτουργικούς και οικονομικούς της ψηφιακής τεχνολογίας. Έτσι,  και τα φαινόμενα αδράνειας θα μειωνόταν και η κοινωνική συνοχή θα διασφαλιζόταν και η αρχή «Αφέντης είναι οι Πολίτες» θα λειτουργούσε στην πράξη και όχι στα .. λόγια.
  4. Η καταβολή άμεσου και έμμεσου κόστους για «εργασίες» του δημόσιου τομέα και των  υβριδικών δημιουργημάτων του, που όχι μόνο δεν προωθούν την ανταγωνιστική παραγωγή της Χώρας αλλά την καθυστερούν και σε αρκετές περιπτώσεις την ακυρώνουν.
Στις περιπτώσεις1,2 και 3 το έμμεσο κόστος δημιουργείται από άμεση και έμμεση παρεμπόδιση της εργασίας και της λειτουργίας των υποδομών· από απεργίες, στάσεις εργασίας, καταλήψεις, ενώ στην περίπτωση 4 από την ίδια την  … «εργασία»!!
Δεν γνωρίζουμε τι ποσοστό του συνολικού κόστους αποτελεί το άμεσο και το έμμεσο κόστος της παραγωγής της Χώρας μας. Αυτά τα ποσοστά οφείλουν να τα γνωρίζουν  οι ειδήμονες, οι πολιτικοί και οι συνδικαλιστές, γιατί αυτοί είναι που ουσιαστικά αποφασίζουν για την αδράνεια του υλικού και του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Όμως αυτά τα στοιχεία δεν δημοσιοποιούνται γιατί αυτό είναι αντίθετο με τα συμφέροντα του πολιτικού συστήματος. Παρά ταύτα, οι περισσότεροι πολίτες  καταλαβαίνουν ότι τα έμμεσα κόστη αδράνειας είναι στη χώρα μας μεγαλύτερα από τα άμεσα.
Η ανταγωνιστικότητα στο ευρώ και στη δραχμή

Όταν η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μιας χώρας έχει μεγάλο συνολικό κόστος, δηλαδή άθροισμα αμέσου και εμμέσου κόστους, τότε ένας κλασσικός τρόπος αύξησης της ανταγωνιστικότητος είναι η υποτίμηση του νομίσματος σε σχέση με κάποιο ισχυρό νόμισμα  (πχ το ευρώ) το οποίο χρησιμοποιείται  σαν νόμισμα αναφοράς για την πραγματοποίηση των εισαγωγών/ εξαγωγών της χώρας. Είναι φανερό ότι με την υποτίμηση μειώνονται οι τιμές μονάδος αλλά αυξάνονται οι ποσότητες των εξαγωγών,  ενώ στις εισαγωγές συμβαίνουν τα αντίθετα· αυξάνοντες οι τιμές μονάδος και μειώνονται οι ποσότητες.
Σήμερα, οι Κυβερνώντες την Ελλάδα δεν μπορούν να κάνουν  υποτίμηση του νομίσματος γιατί έχουμε το κοινό νόμισμα των κρατών της ευρωζώνης, το ευρώ. Η μόνη δυνατότητα που έχουν όντας στο ευρώ, είναι η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, που σημαίνει νομοθετική μείωση του άμεσου και του έμμεσου κόστους με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Τόσο η πολιτική της νομισματικής, όσο  και της εσωτερικής υποτίμησης,  έχουν προφανώς τον ίδιο στόχο, αλλά παρουσιάζουν διαφορές, οι πιο σημαντικές από τα οποίες είναι οι ακόλουθες:
 Στη νομισματική υποτίμηση, γίνεται η ίδια μείωση σε όλους τους πολίτες,  της αμοιβής εργασίας και των αποταμιεύσεων τους, γεγονός που συνιστά πράξη ισονομίας. Σημειώνεται όμως ότι: (1) οι  καταθέσεις πολιτών σε τράπεζες του εξωτερικού αυξάνουν την αξία τους σε σχέση με την υποτιμούμενη  δραχμή και (2) αυξάνει το κόστος σε δραχμές όλων των εισαγωγών.
Στην εσωτερική υποτίμηση, γίνεται άμεση νομοθετική  μείωση (ρύθμιση) όλων των συνιστωσών του κόστους και όχι μόνο αυτών που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζονται από μία νομισματική υποτίμηση. Προφανές μια εσωτερική υποτίμηση έχει περισσότερα ρίσκα από μία νομισματική, γιατί ανάλογα με τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις της εξουσίας,  μπορεί να κάνει:  είτε τους «πλούσιους πλουσιότερους»,  είτε «ορθολογικότερες και δικαιότερες» όλες τις συνιστώσες των αμέσων και εμμέσων κοστών της παραγωγής. Η κατάργηση της σπατάλης,  η μείωση της αδράνειας του υλικού και ανθρώπινου δυναμικού, η δικαιότερη φορολόγηση των πολιτών, μπορεί να αποτελέσουν στόχους που πραγματοποιούνται με τρόπο πιο άμεσο και πιο αποτελεσματικό σε μια εσωτερική υποτίμηση από ότι σε μία νομισματική.  Η άποψη συνεπώς ότι μόνο με την επιστροφή στη δραχμή και την υποτίμηση της θα επιτευχθεί  βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, δεν ευσταθεί.  Ίσως αυτή η άποψη να οφείλεται στην έλλειψη βούλησης και δυνατότητας του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί, με ορθολογισμό και ανιδιοτέλεια, ένα πρόγραμμα βασικών μεταρρυθμίσεων αντιμετώπισης των προβλημάτων που το ίδιο το σύστημα δημιούργησε.
 Συμπεράσματα

Αν και το θέμα χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, μπορούμε με όσα προαναφέρθηκαν να έχουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα σχετικά με το δίλημμα, παραμονή στο ευρώ ή επιστροφή στη δραχμή.
  1. Εάν στη Χώρα μας το έμμεσο κόστος παραγωγής είναι ένα μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους, τότε η επιστροφή μας στη δραχμή θα συνέβαλε στην υπέρβαση της κρίσεως με την πραγματοποίηση της κατάλληλης υποτίμησης της σε σχέση με το ευρώ. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι αυτή η υποτίμηση θα αποτελούσε απόφαση ουσιαστικά της αγοράς και όχι των Ελλήνων πολιτικών, διότι η ακύρωση της ελεύθερης διακίνησης αγαθών και κεφαλαίων, ούτε επιλογή ούτε δυνατότητα μιας Ελληνικής Κυβέρνησης θα αποτελούσε.
  2. Εάν στη χώρα μας  το έμμεσο κόστος αδρανείας  είναι ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού κόστους, τότε η επιστροφή στη δραχμή και η υποτίμηση της, δεν θα ήταν απλώς μια αναποτελεσματική επιλογή αλλά μία καταστροφική επιλογή αφού χωρίς να ακυρωθούν οι αιτίες της οικονομικής κρίσης θα είχαμε: (α)Απώλεια των σημερινών και κυρίως των αυριανών πλεονεκτημάτων του νομίσματος μιας  ΕΕ, της οποίας την ολοκλήρωση οραματίζονται και επιδιώκουν όλοι οι πολίτες της, (β) Απώλεια των μέχρι σήμερα θυσιών των Ελλήνων για την παραμονή μας στο ευρώ,  (γ) Εξόφληση του χρέους με δυσμενέστερες συνθήκες λόγω της υποτιμημένης δραχμής  και (δ) Απώλεια των πλεονεκτημάτων που έχει ή ύπαρξη της χώρας μας στον κεντρικό πυρήνα της ΕΕ . Ας μη ξεχνούμε ότι λόγω της παγκοσμιοποίησης η κάθε χώρα σήμερα είναι υποχρεωμένη να ανήκει σε κάποιο συνασπισμό κρατών.
  3. Τελικό συμπέρασμα: Εάν δεν ακυρωθούν οι πραγματικές αιτίες που καθιστούν μη ανταγωνιστική την οικονομία, τότε αυτή θα καταρρεύσει πλήρως, είτε παραμείνουμε στο ευρώ, είτε επιστρέψουμε στη δραχμή.
Οι προηγούμενες απλές σκέψεις δείχνουν με σαφήνεια ότι το μείζον πρόβλημα των Ελλήνων είναι η πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που θα διασφαλίσουν:  την  υπευθυνότητα και τη συνοχή των πολιτικών/ πολιτών και την εξ’ αυτής αύξηση της ανταγωνιστικότητας. 
Τέτοιες όμως μεταρρυθμίσεις θα λειτουργήσουν και θα στεριώσουν τότε και μόνο τότε, όταν θα έχουν ως θεμέλιο ένα σύστημα πολιτικής εξουσίας που θα στηρίζεται στη βούληση και στις επιλογές του συνόλου των πολιτών και όχι στο σημερινό σύστημα που στηρίζεται στους «δραστήριους κομματικούς οπαδούς ». ( Σχετικό το http://www.dd-democracy.gr/article.asp?Id=161 ) .
Η προσδοκία ότι θα βγούμε από την  κρίση με το ίδιο σύστημα που δημιούργησε την κρίση, είναι μία μικρής πιθανότητας προσδοκία· είναι μια παράλογη προσδοκία τόσο για τους πολίτες, όσο και για τους με άφθαρτες τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις τους πολιτικούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου