Η Στέβια είναι σήμερα παγκοσμίως το πιο πολυσυζητημένο φυτό και θεωρείται "η ζάχαρη του μέλλοντος". Είναι φυτικό γλυκαντικό 300 φορές πιο γλυκό απο τη ζάχαρη αλλά χωρίς καθόλου θερμίδες. Μακροχρόνια μειώνει την αρτηριακή πίεση και το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αφού ενεργοποιεί την έκκριση ινσουλίνης.
Αντοχή στον πάγο: Μικρές
Απαιτήσεις σε νερό: Μεσαίες
Απαιτήσεις σε φως: Φωτόφιλα
Είδος Φυλλώματος: Αειθαλή
Αντοχή στον πάγο: Μικρές
Απαιτήσεις σε νερό: Μεσαίες
Απαιτήσεις σε φως: Φωτόφιλα
Είδος Φυλλώματος: Αειθαλή
Ιδιότητες:
Είναι ένα ισχυρό γλυκαντικό της φύσης, 300 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη, αλλά χωρίς καθόλου θερμίδες και είναι ασφαλές για την ανθρώπινη υγεία, χωρίς ενδείξεις ανεπιθύμητης δράσης στον ανθρώπινο οργανισμό. Έχει θαυμάσιες αντιδιαβητικές, αντιυπογλυκαιμικές, αντιυπερτασικές, αντισηπτικές, επουλωτικές, αντιοξειδωτικές, αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Ενισχύει την άμυνα του οργανισμού και προστατεύει από τους ιούς και από ιογενείς καρκίνους, αλλά και από βλάβες του DNA. Επίσης έχει αντιγηραντική δράση στο δέρμα, ωφελεί στην υγιεινή του στόματος, προστατεύει από την Candida (άφθα), την ουλίτιδα και έχει προληπτική δράση κατά της πλάκας και της τερηδόνας των δοντιών. Γενικά συμβάλλει στην υγιεινή διατροφή και στην αντιμετώπιση διαφόρων διατροφικών προβλημάτων, όπως η παχυσαρκία, ο σακχαροδιαβήτης και η υπογλυκαιμία, αλλά και προληπτικά για την πρόληψη των ανεπιθύμητων παρενεργειών της υπερκατανάλωσης της ζάχαρης. Τα φύλλα του περιέχουν γλυκαντικές ουσίες που είναι εξήντα έως ογδόντα φορές γλυκύτερες της ζάχαρης, ενώ το τελικό προϊόν που εξάγεται με φυσικό τρόπο, με τη μέθοδο της εκχύλισης (άσπρη σκόνη) είναι τριακόσιες φορές γλυκύτερο. Θεωρείται από πολλούς ως το γλυκαντικό της επόμενης χιλιετίας, όχι τόσο για την γλυκαντική του αξία, αλλά για τις μηδενικές του θερμιδικές αξίες και τις ευεργετικές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Μακροχρόνια μειώνει την υψηλή αρτηριακή πίεση και το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αφού ενεργοποιεί την έκκριση ινσουλίνης. Εμποδίζει τη δημιουργία τερηδόνας και χρησιμοποιείται στα καλλυντικά διότι μαλακώνει τα ανθρώπινα κύτταρα. Αυτή η ιδιότητά του έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων. Ενεργεί παράλληλα κατά των ιών, μυκήτων και βακτηρίων.
Στην Ιαπωνία όπου η επίσημη χρήση της Stevia ως γλυκαντικής ουσίας άρχισε το 1971, σήμερα έχει αντικαταστήσει τη ζάχαρη σε ποσοστό που ξεπερνά το 50%. Χρησιμοποιείται από πολλές χώρες είτε ως συμπλήρωμα διατροφής είτε ως τρόφιμο. Οι χώρες αυτές είναι η Ιαπωνία, η Κίνα, οι Η.Π.Α, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ρωσία , το Ισραήλ, η Ελβετία, η Γαλλία και οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Η καλλιέργεια της Stevia είναι όμοια με την καλλιέργεια του καπνού και δε διαφέρει σε τίποτε , αφού σπέρνεται στο σπορείο και μεταφυτεύεται στο χωράφι. Είναι φυτό πολυετές, ποώδες, πολύκλαδο και γιατ την ανάπτυξη του απαιτούνται μικρές ποσότητες νερού, χαμηλή λίπανση, ενώ η συγκομιδή είναι πολύ εύκολη. Για όλους αυτούς τους λόγους η Στέβια προβάλλει σήμερα σαν ισχυρός ανταγωνιστής των άλλων φυσικών και τεχνητών γλυκαντικών ουσιών( όπως της Ασπαρτάμης), τις οποίες αναμένεται βάσιμα ότι θα τις εκτοπίσει, αλλά προβάλλει ακόμη και σαν ανταγωνιστής της ίδιας της Ζάχαρης, από την οποία αναμένεται ότι θα αποσπάσει ένα μεγάλο μερίδιο αγοράς, σαν φυσικό γλυκαντικό χωρίς θερμίδες.
Η Στέβια είναι ένα νέο είδος φυτού για την Ελλάδα, άγνωστο στη χώρα μας μέχρι το 2005, όταν το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας άρχισε συστηματική επιστημονική έρευνα, την οποία και συνεχίζει σε συνεργασία με διάφορους φορείς, με σκοπό το φυτό αυτό να αποτελέσει μια εναλλακτική καλλιέργεια για τους Έλληνες γεωργούς. Είναι ένα πολυετές, πολύκλαδο και ποώδες φυτό, που ζει ή καλλιεργείται αλλού ως ετήσιο και αλλού για 3-7 χρόνια, όπως και στην Ελλάδα. Απαιτεί μικρές ποσότητες νερού, χαμηλή λίπανση, ενώ η συγκομιδή της είναι πολύ εύκολη. Η στέβια εντοπίστηκε από τον φυσιοδίφη Bertoni το 1887 στα υψίπεδα της Παραγουάης, στα σύνορα με την Βραζιλία. Εκεί, για πάρα πολλά χρόνια πριν από το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου στο “νέο κόσμο” χρησιμοποιούνταν από τις τοπικές φυλές των Ινδιάνων, οι οποίοι γνώριζαν τις μοναδικές ιδιότητές της στέβιας ως ισχυρό γλυκαντικό, θεραπευτικό και “μαγικό” βότανο.
Σήμερα, η κύρια χρήση της στέβιας είναι η εξαγωγή από τα φύλλα της -χλωρά ή ξηρά- των φυσικών γλυκαντικών ουσιών στεβιοσίδη, ρεμπαουδιοσίδη, κ.ά.. Η στεβιοσίδη μόνη της ή μαζί με τις άλλες γλυκαντικές ουσίες (αναφερόμενη ως στεβιοσίδη) είναι μία λευκή, μικροκρυσταλλική ουσία, όπως και η κοινή ζάχαρη, αλλά με μηδενική θερμιδική αξία και 200-300 φορές πιο γλυκιά, ανάλογα με την συγκέντρωση κάθε μιας από τις γλυκαντικές ουσίες. Γι’ αυτό και η στεβιοσίδη αναφέρεται και ως “ζάχαρη της στέβιας”. Η στεβιοσίδη, μπορεί να αντικαταστήσει την κοινή ζάχαρη σε οποιαδήποτε χρήση της, έχοντας όμως πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη γνωστή μας ζάχαρη και τις συνθετικές γλυκαντικές ουσίες καθώς είναι 150-300 φορές πιο γλυκιά από την ζάχαρη και τις άλλες γλυκαντικές ουσίες αλλά με σχεδόν μηδενική θερμιδική περιεκτικότητα.
Στην Ιαπωνία όπου η επίσημη χρήση της Stevia ως γλυκαντικής ουσίας άρχισε το 1971, σήμερα έχει αντικαταστήσει τη ζάχαρη σε ποσοστό που ξεπερνά το 50%. Χρησιμοποιείται από πολλές χώρες είτε ως συμπλήρωμα διατροφής είτε ως τρόφιμο. Οι χώρες αυτές είναι η Ιαπωνία, η Κίνα, οι Η.Π.Α, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ρωσία , το Ισραήλ, η Ελβετία, η Γαλλία και οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Η καλλιέργεια της Stevia είναι όμοια με την καλλιέργεια του καπνού και δε διαφέρει σε τίποτε , αφού σπέρνεται στο σπορείο και μεταφυτεύεται στο χωράφι. Είναι φυτό πολυετές, ποώδες, πολύκλαδο και γιατ την ανάπτυξη του απαιτούνται μικρές ποσότητες νερού, χαμηλή λίπανση, ενώ η συγκομιδή είναι πολύ εύκολη. Για όλους αυτούς τους λόγους η Στέβια προβάλλει σήμερα σαν ισχυρός ανταγωνιστής των άλλων φυσικών και τεχνητών γλυκαντικών ουσιών( όπως της Ασπαρτάμης), τις οποίες αναμένεται βάσιμα ότι θα τις εκτοπίσει, αλλά προβάλλει ακόμη και σαν ανταγωνιστής της ίδιας της Ζάχαρης, από την οποία αναμένεται ότι θα αποσπάσει ένα μεγάλο μερίδιο αγοράς, σαν φυσικό γλυκαντικό χωρίς θερμίδες.
Η Στέβια είναι ένα νέο είδος φυτού για την Ελλάδα, άγνωστο στη χώρα μας μέχρι το 2005, όταν το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας άρχισε συστηματική επιστημονική έρευνα, την οποία και συνεχίζει σε συνεργασία με διάφορους φορείς, με σκοπό το φυτό αυτό να αποτελέσει μια εναλλακτική καλλιέργεια για τους Έλληνες γεωργούς. Είναι ένα πολυετές, πολύκλαδο και ποώδες φυτό, που ζει ή καλλιεργείται αλλού ως ετήσιο και αλλού για 3-7 χρόνια, όπως και στην Ελλάδα. Απαιτεί μικρές ποσότητες νερού, χαμηλή λίπανση, ενώ η συγκομιδή της είναι πολύ εύκολη. Η στέβια εντοπίστηκε από τον φυσιοδίφη Bertoni το 1887 στα υψίπεδα της Παραγουάης, στα σύνορα με την Βραζιλία. Εκεί, για πάρα πολλά χρόνια πριν από το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου στο “νέο κόσμο” χρησιμοποιούνταν από τις τοπικές φυλές των Ινδιάνων, οι οποίοι γνώριζαν τις μοναδικές ιδιότητές της στέβιας ως ισχυρό γλυκαντικό, θεραπευτικό και “μαγικό” βότανο.
Σήμερα, η κύρια χρήση της στέβιας είναι η εξαγωγή από τα φύλλα της -χλωρά ή ξηρά- των φυσικών γλυκαντικών ουσιών στεβιοσίδη, ρεμπαουδιοσίδη, κ.ά.. Η στεβιοσίδη μόνη της ή μαζί με τις άλλες γλυκαντικές ουσίες (αναφερόμενη ως στεβιοσίδη) είναι μία λευκή, μικροκρυσταλλική ουσία, όπως και η κοινή ζάχαρη, αλλά με μηδενική θερμιδική αξία και 200-300 φορές πιο γλυκιά, ανάλογα με την συγκέντρωση κάθε μιας από τις γλυκαντικές ουσίες. Γι’ αυτό και η στεβιοσίδη αναφέρεται και ως “ζάχαρη της στέβιας”. Η στεβιοσίδη, μπορεί να αντικαταστήσει την κοινή ζάχαρη σε οποιαδήποτε χρήση της, έχοντας όμως πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τη γνωστή μας ζάχαρη και τις συνθετικές γλυκαντικές ουσίες καθώς είναι 150-300 φορές πιο γλυκιά από την ζάχαρη και τις άλλες γλυκαντικές ουσίες αλλά με σχεδόν μηδενική θερμιδική περιεκτικότητα.
Χρήση:
Τα φύλλα της στέβια χρησιμοποιούνται ως χλωρά/ξηρά, τριμμένα ή αλεσμένα σε γλυκά και φαγητά, ενώ γίνεται χρήση ακόμη και του εκχυλίσματός τους. Τα στελέχη και τα υπολείμματα των φύλλων, μετά την εξαγωγή της “ζάχαρης”, αποτελούν ζωοτροφή.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι η κρυσταλλική, γλυκιά ουσία της στέβια είναι σταθερή σε θερμοκρασία έως και 200°, ιδιότητα που επιτρέπει τη χρήση της στη μαγειρική, σε αντίθεση με τη συνθετική ασπαρτάμη. Οι μεγαλύτεροι χρήστες της στεβιοσίδης είναι η βιομηχανία τροφίμων-ποτών-ζαχαροπλαστική (υποκαθιστά τη ζάχαρη και την πράσινη χρωστική) και η Ιατρική (για τους διαβητικούς τύπου 2). Στις διάφορες μορφές της -φύλλα, εκχυλίσματα, γλυκαντική ουσία- αποδίδονται πολλές βιοχημικές ιδιότητες. Η στέβια είχε πολύ σημαντικό διατροφικό, ιατρικό, θεραπευτικό και εθνοβοτανικό ρόλο στις παραδόσεις, δοξασίες και ιεροτελεστίες των λαών στους τόπους καταγωγής της στέβιας. Στη στέβια, οι ιθαγενείς Guarani, Mestizos, και άλλες τοπικές φυλές απέδιδαν διάφορες ιδιότητες. Στην Κίνα, τσάι από φύλλα στέβιας συνίσταται ως ορεκτικό, ως χωνευτικό, για απώλεια βάρους, για διατήρηση της νεότητας, ως διαιτητικό ή και για μείωση της επιθυμίας για κάπνισμα και ποτό.
Η στέβια, στις διάφορες μορφές της, χρησιμοποιείται σε περισσότερες από 20 χώρες ως υποκατάστατο της ζάχαρης, ως συμπλήρωμα διατροφής και δίαιτας. Στην Ιαπωνία και άλλες ασιατικές χώρες, γίνεται χρήση αυτής από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στις ΗΠΑ, η ρεμπαουδιοσίδη και στην Αυστραλία - Ν. Ζηλανδία η στεβιοσίδη από το τέλος του 2008 και ως υποκατάσταο της ζάχαρης Ήδη, στη Γαλλία, εταιρίες τροφίμων πήραν έγκριση χρήσης της ρεμπαουδιοσίδης σε τρόφιμα για δύο έτη. Στην Ιαπωνία και την Κορέα, η στεβιοσίδη καλύπτει περί το 40-50% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών.
Σήμερα, εκτιμάται πως χρήση στέβιας, κάθε μέρα, σε διάφορες χώρες, κάνουν πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι, χωρίς να παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα. Στην ΕΕ και τον FAO έχει ορισθεί, από το 2008, Ημερήσια Αποδεκτή Λήψη 10 mg στεβιοσίδη/kg ζώντος βάρους. Στην ΕΕ επιτρέπεται από το 2005 η χρήση της στέβιας και εκχυλισμάτων της στα σιτηρέσια (ως αρωματικό συστατικό) έως ποσοστό 2% και στα καλλυντικά. Η διαδικασία έγκρισης χρήσης της στεβιοσίδης ως νεοφανές τρόφιμο και υποκατάστατο της ζάχαρης στην ΕΕ είναι σε εξέλιξη και αναμένεται το 2010/2011.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι η κρυσταλλική, γλυκιά ουσία της στέβια είναι σταθερή σε θερμοκρασία έως και 200°, ιδιότητα που επιτρέπει τη χρήση της στη μαγειρική, σε αντίθεση με τη συνθετική ασπαρτάμη. Οι μεγαλύτεροι χρήστες της στεβιοσίδης είναι η βιομηχανία τροφίμων-ποτών-ζαχαροπλαστική (υποκαθιστά τη ζάχαρη και την πράσινη χρωστική) και η Ιατρική (για τους διαβητικούς τύπου 2). Στις διάφορες μορφές της -φύλλα, εκχυλίσματα, γλυκαντική ουσία- αποδίδονται πολλές βιοχημικές ιδιότητες. Η στέβια είχε πολύ σημαντικό διατροφικό, ιατρικό, θεραπευτικό και εθνοβοτανικό ρόλο στις παραδόσεις, δοξασίες και ιεροτελεστίες των λαών στους τόπους καταγωγής της στέβιας. Στη στέβια, οι ιθαγενείς Guarani, Mestizos, και άλλες τοπικές φυλές απέδιδαν διάφορες ιδιότητες. Στην Κίνα, τσάι από φύλλα στέβιας συνίσταται ως ορεκτικό, ως χωνευτικό, για απώλεια βάρους, για διατήρηση της νεότητας, ως διαιτητικό ή και για μείωση της επιθυμίας για κάπνισμα και ποτό.
Η στέβια, στις διάφορες μορφές της, χρησιμοποιείται σε περισσότερες από 20 χώρες ως υποκατάστατο της ζάχαρης, ως συμπλήρωμα διατροφής και δίαιτας. Στην Ιαπωνία και άλλες ασιατικές χώρες, γίνεται χρήση αυτής από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στις ΗΠΑ, η ρεμπαουδιοσίδη και στην Αυστραλία - Ν. Ζηλανδία η στεβιοσίδη από το τέλος του 2008 και ως υποκατάσταο της ζάχαρης Ήδη, στη Γαλλία, εταιρίες τροφίμων πήραν έγκριση χρήσης της ρεμπαουδιοσίδης σε τρόφιμα για δύο έτη. Στην Ιαπωνία και την Κορέα, η στεβιοσίδη καλύπτει περί το 40-50% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών.
Σήμερα, εκτιμάται πως χρήση στέβιας, κάθε μέρα, σε διάφορες χώρες, κάνουν πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι, χωρίς να παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα. Στην ΕΕ και τον FAO έχει ορισθεί, από το 2008, Ημερήσια Αποδεκτή Λήψη 10 mg στεβιοσίδη/kg ζώντος βάρους. Στην ΕΕ επιτρέπεται από το 2005 η χρήση της στέβιας και εκχυλισμάτων της στα σιτηρέσια (ως αρωματικό συστατικό) έως ποσοστό 2% και στα καλλυντικά. Η διαδικασία έγκρισης χρήσης της στεβιοσίδης ως νεοφανές τρόφιμο και υποκατάστατο της ζάχαρης στην ΕΕ είναι σε εξέλιξη και αναμένεται το 2010/2011.
Πώς καλλιεργείται η στέβια
Η μεγάλη ζήτηση της στέβιας καθιστά ενδεδειγμένη την καλλιέργειά της είτε από ερασιτέχνες είτε από επαγγελματίες αγρότες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες των νοικοκυριών, καθώς μπορεί να φυτευτεί στη γλάστρα ή σε περιορισμένη επιφάνεια του κήπου και να ακολουθηθεί μέθοδος καλλιέργειας αντίστοιχη με αυτή της γαρδένιας.
Καλλιέργεια Στέβιας
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας πραγματοποίησε πειραματικές καλλιέργειες στην Αγία Παρασκευή του Δήμου Σοφάδων, των οποίων τα δείγματα εστάλησαν για ανάλυση στη Γερμανία και στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Γεωργικών Προϊόντων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής ΄Έρευνας. Οι αναλύσεις οδήγησαν σε πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με την καλλιέργεια του φυτού σε μικρομεσαίες ή μεγάλης επιφάνειας εκτάσεις γης.
Κατ' αρχάς, έπειτα από πειραματισμούς αποστάσεων φυτείας τεσσάρων χρόνων, προκύπτει ότι η πλέον κατάλληλη απόσταση είναι 75x40 εκατοστά, καθώς με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη απόδοση. Παράλληλα, η καλύτερη περίοδος κοπής των φυτών είναι το διάστημα λίγο πριν από την άνθιση, που συμπίπτει σε χρονική περίοδο ογδόντα έως ογδόντα πέντε ημερών από τη μεταφύτευση. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι σπόρους -είναι πολύ μικροί, ένα γραμμάριο ισοδυναμεί με 2.600 σπόρους- στέβιας μπορούν να αναζητήσουν σε γεωπονικά κέντρα.
Η μεγάλη ζήτηση της στέβιας καθιστά ενδεδειγμένη την καλλιέργειά της είτε από ερασιτέχνες είτε από επαγγελματίες αγρότες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες των νοικοκυριών, καθώς μπορεί να φυτευτεί στη γλάστρα ή σε περιορισμένη επιφάνεια του κήπου και να ακολουθηθεί μέθοδος καλλιέργειας αντίστοιχη με αυτή της γαρδένιας.
Καλλιέργεια Στέβιας
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας πραγματοποίησε πειραματικές καλλιέργειες στην Αγία Παρασκευή του Δήμου Σοφάδων, των οποίων τα δείγματα εστάλησαν για ανάλυση στη Γερμανία και στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Γεωργικών Προϊόντων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής ΄Έρευνας. Οι αναλύσεις οδήγησαν σε πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με την καλλιέργεια του φυτού σε μικρομεσαίες ή μεγάλης επιφάνειας εκτάσεις γης.
Κατ' αρχάς, έπειτα από πειραματισμούς αποστάσεων φυτείας τεσσάρων χρόνων, προκύπτει ότι η πλέον κατάλληλη απόσταση είναι 75x40 εκατοστά, καθώς με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη απόδοση. Παράλληλα, η καλύτερη περίοδος κοπής των φυτών είναι το διάστημα λίγο πριν από την άνθιση, που συμπίπτει σε χρονική περίοδο ογδόντα έως ογδόντα πέντε ημερών από τη μεταφύτευση. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι σπόρους -είναι πολύ μικροί, ένα γραμμάριο ισοδυναμεί με 2.600 σπόρους- στέβιας μπορούν να αναζητήσουν σε γεωπονικά κέντρα.
Το βασικό πρόβλημα με τη καλλιέργεια της στέβιας είναι ότι η απευθείας σπορά στο χωράφι είναι ακατάλληλη εξαιτίας του ότι οι σπόροι της είναι εξαιρετικά μικροσκοπικοί σε μέγεθος αλλά και επειδή έχουν πολύ περιορισμένη ικανότητα να βλαστήσουν. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι η παραγωγή σπορόφυτων στέβιας σε ειδικά σπορεία όπου μόλις ξεπετάγονται τα φυτά θα πρέπει να μεταφυτευθούν στο χωράφι. Βέβαια το 50% του συνολικού κόστους παραγωγής της στέβιας προέρχεται από τη διαδικασία της μεταφύτευσης αλλά πιο συμφέρων οικονομικά τρόπος δεν υπάρχει από αυτόν. Το συνολικό κόστος για την εκβιομηχανισμένη καλλιέργεια στέβιας είναι περίπου σε 690 ευρώ το στρέμμα ενώ για μη εκβιομηχανισμένη καλλιέργεια το κόστος είναι περίπου 835 ευρώ ανά στρέμμα.
Το ύψος των φυτών της στέβιας όταν συλλέγονται οι καρποί της κυμαίνεται τουλάχιστον από 60 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι και 1 μέτρο. Το θετικό είναι ότι τα φυτά αναπτύσσονται σε πολλά είδη εδαφών, αρκεί τα εδάφη αυτά να βρέχονται τακτικά και να έχουν αποτελεσματική στράγγιση. Επίσης για να παραχθούν οι σπόροι, το καλύτερο σύστημα είναι αυτό με τους επιπλέοντες δίσκους από φελιζόλ (float system), όπως γίνεται και για τη παραγωγή των φυτών του καπνού. Ακόμη πρέπει να γίνει καταπολέμηση των σαλιγκαριών που τρώνε τη στέβια με δολώματα καθώς πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και τα ζιζάνια με διάφορα μυκητοκτόνα, πριν τη διαδικασία της μεταφύτευσης.
Το ύψος των φυτών της στέβιας όταν συλλέγονται οι καρποί της κυμαίνεται τουλάχιστον από 60 εκατοστά αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι και 1 μέτρο. Το θετικό είναι ότι τα φυτά αναπτύσσονται σε πολλά είδη εδαφών, αρκεί τα εδάφη αυτά να βρέχονται τακτικά και να έχουν αποτελεσματική στράγγιση. Επίσης για να παραχθούν οι σπόροι, το καλύτερο σύστημα είναι αυτό με τους επιπλέοντες δίσκους από φελιζόλ (float system), όπως γίνεται και για τη παραγωγή των φυτών του καπνού. Ακόμη πρέπει να γίνει καταπολέμηση των σαλιγκαριών που τρώνε τη στέβια με δολώματα καθώς πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και τα ζιζάνια με διάφορα μυκητοκτόνα, πριν τη διαδικασία της μεταφύτευσης.
Πολλαπλασιασμός της στέβιας
Η πλέον ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος πολλαπλασιασμού είναι αυτή με τη χρήση σπόρου, ο οποίος -όπως και στον καπνό- δεν τοποθετείται απευθείας στο χωράφι, επειδή οι πιθανότητες φυτρώματος του σπόρου είναι πολύ μικρές. Γι' αυτό, η στέβια μεταφυτεύεται, ώστε να παραχθούν όσο το δυνατόν περισσότερα σπορόφυτα.
Αποξήρανση της στέβιας
Τέσσερις μέθοδοι αποξήρανσης -διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται η γλυκαντική ουσία χάρη στην οποία η στέβια βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου επενδυτικού και μη ενδιαφέροντος- υπάρχουν: Αυτή που παραπέμπει σε άρμεγμα (αποφύλλωση του φυτού) και -για μεγάλες εκτάσεις- απαιτεί μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Η βραζιλιάνικη, που πραγματοποιείται μηχανικά, με τα φυτά να εισάγονται σε μεγάλους κλιβάνους, όπου επικρατεί υψηλή θερμοκρασία και έντονος αερισμός. Η μηχανική συλλογή των φύλλων με τη μέθοδο του αρμέγματος, όπου τα φύλλα οδηγούνται για μεταποίηση στο εργοστάσιο, που παρουσιάζει μεγάλα μειονεκτήματα (π.χ., τα φύλλα “ανάβουν” αν δεν οδηγηθούν εντός διώρου στο εργοστάσιο).
Μία άλλη μέθοδος: τα φυτά κόβονται σε ύψος πέντε εκατοστών από το έδαφος, συλλέγονται όπως τα καπνόφυλλα και οδηγούνται στα ξηραντήρια καπνού. Η συγκεκριμένη μέθοδος εξασφαλίζει άριστο πράσινο χρωματισμό, επιτρέπει στον παραγωγό να αποθηκεύσει και να πουλήσει το προϊόν όποτε αυτό κριθεί σκόπιμο, ενώ μπορεί να στηριχθεί στις υφιστάμενες καπνοπαραγωγικές εγκαταστάσεις.
Στέβια σε γλάστρες
Σε επίπεδο νοικοκυριού, η στέβια μπορεί να αναπτυχθεί και σε γλάστρα ή μικρή επιφάνεια κήπου, όπως η γαρδένια, και να ακολουθηθεί σχηματικά η διαδικασία της σποράς, μεταφύτευσης, κοπής του φυτού, αποξήρανσης και διαχωρισμού των βλασταριών από τα φύλλα.
Σπορεία στέβιας
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τριών ειδών σπορεία, τα “παραδοσιακά”, τα επιπλέοντα και αυτά που παράγονται με τη μέθοδο της υδρονέφωσης. Τα “παραδοσιακά” θα πρέπει να έχουν πλάτος ένα μέτρο και μήκος περίπου 10 μέτρα και να είναι ελαφρώς υπερυψωμένα, ώστε να γίνεται καλή αποστράγγισή τους. Το ύψος τους θα πρέπει να είναι από 10 έως 20 εκατοστά, ενώ το χώμα του σπορείου θα πρέπει να είναι ψιλοχωματισμένο, πλούσιο σε οργανική ουσία, καλά αεριζόμενο και απαλλαγμένο από ζιζάνια, όπως εξηγεί ο κ. Ζαχοκώστας. Οι σπόροι της στέβιας, λόγω του μικρού μεγέθους τους, θα πρέπει να σπέρνονται στην επιφάνεια του σπορείου και στη συνέχεια να καλύπτονται με τύρφη, ώστε να μην απομακρυνθούν εξαιτίας ενδεχόμενης βροχόπτωσης ή ανέμου, αλλά και να μη φαγωθούν από τα πουλιά. Ποτίζουμε ελαφρά, για να κολλήσει το χώμα με τον σπόρο, ενώ τα σπορόφυτα θα είναι στο κατάλληλο στάδιο ανάπτυξης για μεταφύτευση 8-10 εβδομάδες μετά τη σπορά του σπόρου. “Πυξίδα” για την κατάλληλη περίοδο σποράς στο σπορείο είναι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή.
Τα επιπλέοντα σπορεία βρίσκονται μέσα σε θερμοκήπια, όπου υπάρχουν ελεγχόμενες συνθήκες φωτισμού, υγρασίας, θερμοκρασίας και αερισμού. Το εν λόγω σύστημα είναι πολύ απλό και αξιόπιστο, ο καλλιεργητής απαλλάσσεται από τις επιπρόσθετες διαδικασίες του ποτίσματος, του βοτανίσματος, του σκεπάσματος και του ξεσκεπάσματος. Επίσης, το κόστος παραγωγής είναι μικρότερο, με τα παραγόμενα στεβιο-φυτάρια να διαθέτουν δυνατό στέλεχος και ολοκληρωμένο ριζικό σύστημα, γεγονός που περιορίζει στο ελάχιστο την απώλεια των φυτών που περιέχουν τις γλυκογόνες ουσίες. Ταυτόχρονα, η καλλιέργεια με επιπλέοντα σπορεία είναι περισσότερο οικολογική, διότι αποφεύγεται η απολύμανση, η χρήση φυτοφαρμάκων, ενώ τα λιπάσματα που χρησιμοποιούνται είναι λιγότερα και τοποθετούνται μέσα στο νερό.
Τα ειδικά τελάρα που χρησιμοποιούνται από τη συγκεκριμένη μέθοδο είναι από πολυουρεθάνη, οι κυψελίδες είναι σε μορφή πυραμίδας, με βάση τετράγωνη και βάθος όχι λιγότερο από 40 χιλιοστά, ο όγκος θα πρέπει να είναι από 17-20 κυβ. εκατοστά, ενώ σε κάθε τρύπα τοποθετείται ένας σπόρος. Τα φυτά πριν από την μεταφύτευση τους στο χωράφι θα πρέπει να κουρευτούν, ώστε:
-η διάμετρος του στελέχους να αυξηθεί
-τα φυτά να είναι καλύτερα αερισμένα (λιγότερες πιθανότητες δημιουργίας ασθενειών στον κορμό) και
-τα λιγότερα ανεπτυγμένα φυτά να έχουν μικρότερη σκίαση από τα ανεπτυγμένα για να εξασφαλίζεται ομοιομορφία
Τα νέα σπορόφυτα θα είναι έτοιμα για μεταφύτευση 6-8 εβδομάδες μετά την τοποθέτηση των τελάρων στο θερμοκήπιο, ενώ στο χωράφι θα πρέπει να μεταφυτευτούν όταν η θερμοκρασία του εδάφους σταθεροποιηθεί πάνω από τους 12 βαθμούς Κελσίου. Αναφορικά με την υδρονέφωση, είναι η ίδια μέθοδος με την παραπάνω, αλλά, εν προκειμένω, τα τελάρα είναι τοποθετημένα μισό μέτρο πάνω από το έδαφος και το πότισμα, ενώ τα θρεπτικά στοιχεία και τα διάφορα φυτοφάρμακα δίνονται μέσω της υδρονέφωσης (fog system). Στο φυσικό περιβάλλον της η στέβια μεγαλώνει σε ελαφρώς αμμώδη, ελαφρώς όξινα εδάφη που περιέχουν λίγη οργανική ουσία και αποδίδει καλύτερα σε εδάφη με PH από 7-8. Η λίπανση πρέπει να έχει τη σχέση 3-1-2, 2-1-2 και 1-1-2 (άζωτο, φώσφορο και κάλιο).
Η πλέον ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος πολλαπλασιασμού είναι αυτή με τη χρήση σπόρου, ο οποίος -όπως και στον καπνό- δεν τοποθετείται απευθείας στο χωράφι, επειδή οι πιθανότητες φυτρώματος του σπόρου είναι πολύ μικρές. Γι' αυτό, η στέβια μεταφυτεύεται, ώστε να παραχθούν όσο το δυνατόν περισσότερα σπορόφυτα.
Αποξήρανση της στέβιας
Τέσσερις μέθοδοι αποξήρανσης -διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται η γλυκαντική ουσία χάρη στην οποία η στέβια βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου επενδυτικού και μη ενδιαφέροντος- υπάρχουν: Αυτή που παραπέμπει σε άρμεγμα (αποφύλλωση του φυτού) και -για μεγάλες εκτάσεις- απαιτεί μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Η βραζιλιάνικη, που πραγματοποιείται μηχανικά, με τα φυτά να εισάγονται σε μεγάλους κλιβάνους, όπου επικρατεί υψηλή θερμοκρασία και έντονος αερισμός. Η μηχανική συλλογή των φύλλων με τη μέθοδο του αρμέγματος, όπου τα φύλλα οδηγούνται για μεταποίηση στο εργοστάσιο, που παρουσιάζει μεγάλα μειονεκτήματα (π.χ., τα φύλλα “ανάβουν” αν δεν οδηγηθούν εντός διώρου στο εργοστάσιο).
Μία άλλη μέθοδος: τα φυτά κόβονται σε ύψος πέντε εκατοστών από το έδαφος, συλλέγονται όπως τα καπνόφυλλα και οδηγούνται στα ξηραντήρια καπνού. Η συγκεκριμένη μέθοδος εξασφαλίζει άριστο πράσινο χρωματισμό, επιτρέπει στον παραγωγό να αποθηκεύσει και να πουλήσει το προϊόν όποτε αυτό κριθεί σκόπιμο, ενώ μπορεί να στηριχθεί στις υφιστάμενες καπνοπαραγωγικές εγκαταστάσεις.
Στέβια σε γλάστρες
Σε επίπεδο νοικοκυριού, η στέβια μπορεί να αναπτυχθεί και σε γλάστρα ή μικρή επιφάνεια κήπου, όπως η γαρδένια, και να ακολουθηθεί σχηματικά η διαδικασία της σποράς, μεταφύτευσης, κοπής του φυτού, αποξήρανσης και διαχωρισμού των βλασταριών από τα φύλλα.
Σπορεία στέβιας
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τριών ειδών σπορεία, τα “παραδοσιακά”, τα επιπλέοντα και αυτά που παράγονται με τη μέθοδο της υδρονέφωσης. Τα “παραδοσιακά” θα πρέπει να έχουν πλάτος ένα μέτρο και μήκος περίπου 10 μέτρα και να είναι ελαφρώς υπερυψωμένα, ώστε να γίνεται καλή αποστράγγισή τους. Το ύψος τους θα πρέπει να είναι από 10 έως 20 εκατοστά, ενώ το χώμα του σπορείου θα πρέπει να είναι ψιλοχωματισμένο, πλούσιο σε οργανική ουσία, καλά αεριζόμενο και απαλλαγμένο από ζιζάνια, όπως εξηγεί ο κ. Ζαχοκώστας. Οι σπόροι της στέβιας, λόγω του μικρού μεγέθους τους, θα πρέπει να σπέρνονται στην επιφάνεια του σπορείου και στη συνέχεια να καλύπτονται με τύρφη, ώστε να μην απομακρυνθούν εξαιτίας ενδεχόμενης βροχόπτωσης ή ανέμου, αλλά και να μη φαγωθούν από τα πουλιά. Ποτίζουμε ελαφρά, για να κολλήσει το χώμα με τον σπόρο, ενώ τα σπορόφυτα θα είναι στο κατάλληλο στάδιο ανάπτυξης για μεταφύτευση 8-10 εβδομάδες μετά τη σπορά του σπόρου. “Πυξίδα” για την κατάλληλη περίοδο σποράς στο σπορείο είναι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή.
Τα επιπλέοντα σπορεία βρίσκονται μέσα σε θερμοκήπια, όπου υπάρχουν ελεγχόμενες συνθήκες φωτισμού, υγρασίας, θερμοκρασίας και αερισμού. Το εν λόγω σύστημα είναι πολύ απλό και αξιόπιστο, ο καλλιεργητής απαλλάσσεται από τις επιπρόσθετες διαδικασίες του ποτίσματος, του βοτανίσματος, του σκεπάσματος και του ξεσκεπάσματος. Επίσης, το κόστος παραγωγής είναι μικρότερο, με τα παραγόμενα στεβιο-φυτάρια να διαθέτουν δυνατό στέλεχος και ολοκληρωμένο ριζικό σύστημα, γεγονός που περιορίζει στο ελάχιστο την απώλεια των φυτών που περιέχουν τις γλυκογόνες ουσίες. Ταυτόχρονα, η καλλιέργεια με επιπλέοντα σπορεία είναι περισσότερο οικολογική, διότι αποφεύγεται η απολύμανση, η χρήση φυτοφαρμάκων, ενώ τα λιπάσματα που χρησιμοποιούνται είναι λιγότερα και τοποθετούνται μέσα στο νερό.
Τα ειδικά τελάρα που χρησιμοποιούνται από τη συγκεκριμένη μέθοδο είναι από πολυουρεθάνη, οι κυψελίδες είναι σε μορφή πυραμίδας, με βάση τετράγωνη και βάθος όχι λιγότερο από 40 χιλιοστά, ο όγκος θα πρέπει να είναι από 17-20 κυβ. εκατοστά, ενώ σε κάθε τρύπα τοποθετείται ένας σπόρος. Τα φυτά πριν από την μεταφύτευση τους στο χωράφι θα πρέπει να κουρευτούν, ώστε:
-η διάμετρος του στελέχους να αυξηθεί
-τα φυτά να είναι καλύτερα αερισμένα (λιγότερες πιθανότητες δημιουργίας ασθενειών στον κορμό) και
-τα λιγότερα ανεπτυγμένα φυτά να έχουν μικρότερη σκίαση από τα ανεπτυγμένα για να εξασφαλίζεται ομοιομορφία
Τα νέα σπορόφυτα θα είναι έτοιμα για μεταφύτευση 6-8 εβδομάδες μετά την τοποθέτηση των τελάρων στο θερμοκήπιο, ενώ στο χωράφι θα πρέπει να μεταφυτευτούν όταν η θερμοκρασία του εδάφους σταθεροποιηθεί πάνω από τους 12 βαθμούς Κελσίου. Αναφορικά με την υδρονέφωση, είναι η ίδια μέθοδος με την παραπάνω, αλλά, εν προκειμένω, τα τελάρα είναι τοποθετημένα μισό μέτρο πάνω από το έδαφος και το πότισμα, ενώ τα θρεπτικά στοιχεία και τα διάφορα φυτοφάρμακα δίνονται μέσω της υδρονέφωσης (fog system). Στο φυσικό περιβάλλον της η στέβια μεγαλώνει σε ελαφρώς αμμώδη, ελαφρώς όξινα εδάφη που περιέχουν λίγη οργανική ουσία και αποδίδει καλύτερα σε εδάφη με PH από 7-8. Η λίπανση πρέπει να έχει τη σχέση 3-1-2, 2-1-2 και 1-1-2 (άζωτο, φώσφορο και κάλιο).
Η E.F.S.A. (Ερωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων), τον Απρίλιο του 2010, ανακοίνωσε ότι τοξολογικά τα γλυκοσίδια (στεβιοσίδη και ρεμπαουδιοσίδη) του φυτού στέβια, είναι τελείως ασφαλή για την ανθρώπινη υγεία. Ως ημερήσια δόση ορίζεται τα 4 mg ανά kgbw/ημέρα.
Πηγή: antemisaris.gr , kalliergo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου