Άάάάλλο τραβάει η ψυχή σας τώρα.....τα μεγαλοπιασήματα τα χορτάσατε...κι είδατε τί καλούδια-αγγούρια-μνημονιούδια φέραν....Για πολλά χρόνια, στην προδομένη μας Ελλάδα, η γη στερήθηκε την ελληνική αγροτιά, τα ελληνικά χέρια, γιατί τούτα έσπαζαν πιάτα στα μπουζούκια με χρήματα που προορίζονταν γι αυτήν. Πρώτες οι ηγεσίες έδιναν το κακό παράδειγμα. Και όπως αποδεικνύεται σήμερα ήταν εκτελεστές ενός σχεδίου εγκατάλειψής της, αποβιομηχάνισης της χώρας και εκκοσμίκευσης του λαού μέχρι ανηθικότητας.
Αυτή την τραγική κατάσταση που ζούμε τις τελευταίες ημέρες, δεν θα την δούμε να δίνει τη θέση της σε καμία περίοδο αφθονίας και διασκέδασης, όπως αυτήν πριν έρθουν τα μνημόνια.
Καμία από όλες τις περιόδους αυτές που γνωρίζουμε δεν θα επιστρέψει. Και να μην επιστρέψει ποτέ!!! Οι καρδιές μας είχαν μουχλιάσει από την πλημμύρα του «εγώ», την πονηριά, την τρυφηλότητα και την ηλιθιότητα. Έχουμε ανάγκη τώρα...να καταφύγουμε τρέχοντας...προς ένα φτωχικό, ταπεινό, μα ζεστό...και αθώο παρελθόν...αξιοπρέπειας...και μετανοίας. Κι όποιος δεν είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο...ας φτιάξει από τώρα το λάκο του ή να μας αδειάζει τη γωνιά... [Κ-Τ]
γοργὰ ὁ πελαργὸς τὰ πελαγώνει,
κι ἡ φλύαρη χελιδονοφωλιὰ
χορτάριασε παντέρημη καὶ μόνη.
φοβήθηκε ὁ μελισσουργὸς τὸ χιόνι,
κι ἡ σουσουράδα κάτω στὴν ἀκρογιαλιὰ
δὲν τρέχει, δὲν πηδᾷ δὲν καμαρώνει.
τοῦ φθινοπώρου φτωχικὸ παιδί,
ὁ καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.
μικρὸς προφήτης φτερωτός, μηνᾷ
τὴν Ἄνοιξι, ποὺ θὰ γυρίση πάλι.
Τσιριτρό
Κρύωσε ὁ καιρός.
Πέφτουν φύλλα ἀπὸ τὰ κλώνια.
Στὸ χαντάκι ἐμαζευθῆκαν
κίτρινος σωρός.
Τέλειωσε τὸν τρύγο τώρα
πιὰ κι ὁ ἀμπελουργός.
Κι ἦλθε εὐλογημένη ἡ ὥρα,
ποὺ θὰ σπείρῃ στὸ χωράφι
στάρι ὁ γεωργός.
Ὁ καλὸς Θεός, ποὺ βλέπει
τὴν καλὴ σπορά,
καὶ βροχοῦλες ὅσες πρέπει
θὰ τοῦ στείλῃ,νἄβγουν τόσα
στάχυα καρπερά.
Τὸ φθινόπωρο θὰ πάγῃ,
θἄρθῃ ἡ χειμωνιά.
Θἄρθουν κρύα, θἄρθουν πάγοι
κι ὅλοι μας θὰ μαζευθοῦμε
στὴ ζεστὴ γωνιά.
μὲ λαχτάρα σταματῶ
καὶ περήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω
καὶ τὰ χέρια μου κτυπῶ.
Σὰν ἁγία σὲ λατρεύω,
σὰν μητέρα σ’ ἀγαπῶ!
Ἐμπρός! Ὁλόρθοι, ἀτρόμαχτοι.Μαυρίλα, ἀστροπελέκι.
Νά τὸ σπαθί, γοργάστραψε,
καὶ νά ἡ βροντή, τουφέκι.
Στὸν Πίνδο ἀπ’ τὸν Ταΰγετο
καὶ στὰ Βαλκάνια ὥς πέρα
μιὰ φλόγα, μιὰ φοβέρα
κι ἕνας ὁ νοῦς: Ἐμπρός!
Ἐμπρός, ἀδέρφια, ἀτράνταχτοι,
κι ἂς πέφτῃ ἀστροπελέκι.
Νά τὸ σπαθί, γοργάστραψε,
βρόντησε τὸ τουφέκι.
Κρήτη, ὁ Μωριᾶς, ἡ Ρούμελη,
ἐμπρός. Ἡ Ἑλλάὃα λάμπει,
ἀχολογᾶν οἱ κάμποι,
καῖνε οἱ καρδιες. Ἐμπρός!
Ποίημα για το χειμώνα
Ὁ χειμῶνας ἧλθε πάλι
κι ὅλοι γύρω στὸ μαγκάλι
ἔχουν μαζεὑτῆ.
Ρίχτε κάστανα στὴ θράκα,
παραμύθια ἡ γιαγιάκα
θἄρθῃ, νὰ μᾶς ᾽πῆ.
Ἔξω πέφτει τὸ χαλάζικαὶ τὴ θύρα μας τραντάζει
τώρα ὁ Βοριᾶς.
Μέσ’ τὴν κρύα ἀνατριχίλα
σκορπισθήκανε τὰ φύλλα
τῆς κληματαριᾶς.
Μέσ’ τὴν ἄγρια τούτη μπόρα
τρομαγμένα ὅλα τώρα
πᾶνε τὰ πουλια.
Λίγη ζέστη γιὰ νὰ βροῦνε
τσίου - τσίου, θὰ κρυφθοῦνε,
μέσα στὴ φωλιά.
Λάκης Παπαδήμας
Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
ἡ πιὸ ἀπ’ ὅλες χαϊδευτή·
χρόνια ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα
σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ κρατεῖ.
Ὅσο νὰ γείρω νεκρωμένη,
αὐτὸν τὸ μάτι μου ζητεῖ.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία,
δὲ μ’ ἀπολείπουν οἱ καρποὶ·
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεῖα
δὲ βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή.
Μ’ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Φρίκη, ἐρημιά, νερό, σκοτάδι
τὴ γῆ τὴ θάψαν μιὰ φορά.
᾽Εμὲ ζωῆς φέρνει σημάδι
στὸ Νῶε ἡ περιστερά.
Ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ὀμορφάδα καὶ χαρά.
Εἶμαι ἡ ελιὰ ἡ τιμημένη!
᾽Εδῶ στὸν ἥσκιο μου ἀποκάτου
ἦρθ’ ὁ Χριστὸς ν’ ἀναπαυθῆ
κι ἀκούστηκε ἡ γλυκιὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθῆ.
Το δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθῆ.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη!
Καὶ φῶς πραότατο χαρίζω
ἐγὼ στὴν ἄγρια τὴ νυχτιά.
Τὸν πλοῦτο πιὰ δὲν τὸν φωτίζω,
σὺ μ’ εὐλογεῖς, φτωχολογιά.
Κι ἂν ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο διωγμένη,
θὰ φέγγω μπρὸς στὴν Παναγιά.
Εἶμαι ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη.
ἀπὸ τὸ περιγιάλι
κι ἁπλώνει ὁ ναύτης μὲ χαρὰ
τὰ δίχτυα του καὶ πάλι.
κι ἀγάλια νὰ μὴ σπάσῃ·
θαρρῶ, πὼς τούτη τὴ φορὰ
χιλιάδες ἔχει πιάσει.
Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα,καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίς μου, πολυαγαπημένη.
Ἄφησε μαζί μου φυλακτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλακτὸ ἀπ’ ἀρρώστεια, φυλακτὸ ἀπὸ χάρο
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἐλληνικό.
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ’ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς πούλιας τὴν οὐράνια χάρι,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχᾶτο κλῆμα, τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴ ἐλιά.
![]() |
| 1943 |
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕνα Παρθενῶνα,
χῶμα δοξασμένο, ὅπου τό ’χουν βάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθῶνα,
χῶμα, πού ’χει θάψει λείψανα ἁγιασμένα
ἀπ’ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρά,
χῶμα, ὅπου φέρνει στὸ μικρὸν ἐμένα,
θάρρος, περηφάνεια, δόξα καὶ χαρά.
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλακτὸ σὲ βάλῃ,
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνῃ δύναμι, βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου χάρι θὰ μὲ δυναμώνῃ
κι ὅπου κι ἂν γυρίζω κι ὅπου κι ἂν σταθῶ,
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνῃς μιὰ λαχτάρα μόνη:
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ’ρθῶ.
μοῦ ’γραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ ὑστερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θά ’βρω,
τὸ ὑστερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω...
Ἔτσι, κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θά ’ναι πιὸ γλυκό,
σὰν θαφτῇς μαζί μου, στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.
Πηγή : Αναγνωστικό Ε' Δημοτικού 1955

Ὤ παιδιά μου,
ὀρφανά μου,
σκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ,
διωγμένα,
ὑβρισμένα
ἀπ’ τὰ ἔθνη πανοικί!
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὣρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός.
Ποὺ μὲ κόπους
κατὰ τόπους
τρέχετε μὲ μίαν τροφήν,
εἰς δεσπότας
κι ἰδιώτας,
δούλου δέχεσθε μορφήν.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός
Συναχθῆτε
νὰ ἰδῆτε
τὰς πληγάς μου ἐλεεινῶς,
πῶς τὸ αἷμα
τρέχει ρεῦμα
ἀπ’ τὰς φλέβας μου δεινῶς.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός.
Τὴν στολήν μου
τὴν καλήν μου
ξεσχισμένην τὴν φορῶ.
Σφαλισμένην
καὶ δεμένην
μὲ ἁλύσους τὴν θωρῶ.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός.
Δὲν βαστάζω,
ὅλο κράζω
θάνατόν μου τὸν πικρόν,
σὰν μ’ ἀφῆτε
κι ἀμελῆτε
σωτηρίας τὸν καιρόν.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι’ ἦλθεν ἡ ὥρα,
ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα
κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὀ Μυστικός.
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
τῶν ῾Ελλήνων τὰ ἱερὰ
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὤ, χαῖρε, ᾽Ελευθεριά!
πικραμμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
« ἔλα » πάλι νὰ σοῦ πῇ.
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ᾽σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
μόνη σοῦ ἔμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγῶντάς τα νὰ κλαῖς.
φιλελεύθερη λαλιά,
τό ᾽να ἐχτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;
Κι ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές!
μέσ’ τὰ κλάμματα θολὸ
καὶ εἰς τὸ ροῦχό σου ἔσταζε αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφά,
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
ἐξανάλθες μοναχή·
δὲν εἶν’ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ
ἀλλ’ ἀνάσασι καμμιά·
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια,
καὶ σὲ γέλασε φριχτά.
ποὺ ἐχαίροντο πολύ,
« σῦρε νά ᾽βρῃς τὰ παιδιά σου,
σῦρε! » ἐλέγαν οἱ σκληροί...
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή.
τῶν ῾Ελλήνων τὰ ἱερὰ
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὤ! χαῖρε, ᾽Ελευθεριά!
![]() |
| Η Τζαβέλαινα (Μόσχω Λάμπρου Τζαβέλα) |














