Γράφει η Πένη Σίμου
«Χρόνος. Η ώρα, η ημέρα, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Ο ήχος του ρολογιού, τα γενέθλια, η αλλαγή του έτους, μια καινούρια ρυτίδα, μια λευκή τρίχα. Τι είναι ο χρόνος; Ποιος τον προσδιορίζει; Και πώς τον αισθάνεται ο καθένας μας; Γιατί να είναι τόσο συνηθισμένη διαδικασία το να μετράς το χρόνο;»
Χαμογέλασε. Ο τοίχος ήταν κιτρινισμένος. Έπρεπε να τον βάψει, της είπαν. Εκείνη ξανά χαμογέλασε. Ποιος χέστηκε για τον τοίχο; Είναι απλά ένας τοίχος. Λεπτομέρειες.
«Ο χρόνος, λοιπόν. Δε μου αρέσει να γιορτάζω γενέθλια. Προσθέτω ένα χρόνο πιο κοντά στο θάνατό μου. Και δε μου αρέσει να καθορίζω το πρόγραμμά μου βάση χρόνου. Μου προκαλεί πανικό. Αντιλαμβάνομαι αλλιώς το χρόνο. Βασικά, μπορεί και να μην τον αντιλαμβάνομαι γενικά. Με αγχώνει η καθυστέρηση, γιατί μπορεί να αποβεί μοιραία. Με τρομάζει η αναβολή, γιατί μπορεί να καταστρέψει τη ροή των πραγμάτων. Ξέρω ότι 1 λεπτό είναι 60 δευτερόλεπτα. Αλλά πώς το αισθάνομαι; Σίγουρα όχι τόσο. Άλλοτε μεγαλύτερο, άλλοτε μικρότερο. Το περιβάλλον καθορίζει τον χρόνο μου. Και βρίσκομαι σε μια χρονομηχανή που με ταξιδεύει επαναλαμβανόμενα στο ίδιο σκηνικό. Στην ίδια κατάσταση, με τα ίδια άτομα που έχουν απλά άλλα χαρακτηριστικά, με τις ίδιες αντιδράσεις αλλά με μικρότερη βάση στα συναισθήματα. Κάθε ταξίδι περιέχει λιγότερη ουσία. Γιατί κάθε ταξίδι έχει την ίδια ιστορία. Ακόμη και το πιο ενδιαφέρον παραμύθι, όταν ακουστεί πολλές φορές γίνεται βαρετό. Και η χρονομηχανή μου δουλεύει ασταμάτητα. Ο κόσμος λέει, είναι μικρό το διάστημα του επαναπροσδιορισμού. Εγώ λέω πως ο κόσμος λέει πολλά. Θέλεις να γελάσεις; Κορόιδεψε όσο γουστάρει η ψυχή σου. Θες να με ξεγελάσεις; Φτιάξε μια ζωή πάνω στην άμμο και μετά δες τον εαυτό σου να την κάνει κομμάτια.»
Σταμάτησε απότομα. Ο κιτρινισμένος τοίχος έμοιαζε πιο σκούρος τώρα. Έβαλε ένα κομμάτι να παίζει για να σπάσει λίγο η άβολη σιωπή. Γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν σκεπτικός. Κάτι σε όλο το μονόλογό της τον είχε προβληματίσει. Ήξερε όμως. Ήξερε καλύτερα από τον καθένα για τι πράγμα του μιλούσε. Της έκανε νόημα να συνεχίσει.
«Τι φοβάσαι περισσότερο από όλα; Τι βλέπεις στους εφιάλτες σου και ξυπνάς μούσκεμα στον ιδρώτα; Πες μου τι φοβάσαι. Εμένα με τρομάζει ο χρόνος. Και η λέξη ακόμη, μου προκαλεί τρέμουλο. Ο χρόνος που περνάει, ο χρόνος που χάνεται, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο χρόνος που άφησες πίσω σου λες και ήξερες τι επέλεγες. Γιατί αν ήξερες από την αρχή, δε θα άφηνες το χρόνο να περάσει. Θα τον κράταγες εκεί, αμετάβλητο. Δεν έχει σημασία αν οι νύχτες γινόταν μέρες και οι Δευτέρες γινόταν Κυριακές. Αυτό δεν είναι χρόνος. Χρόνος είναι οι άνθρωποι, οι καφέδες, οι μπίρες, τα τσιγάρα, οι αγκαλιές, οι βόλτες, οι φωτογραφίες. Ο χρόνος που περνάει είσαι εσύ. Και χαραμίζεσαι σε χρονομηχανές που δε δουλεύουν σωστά. Θα χαθείς μια μέρα, το ξέρεις; Θα χαθείς και δε θα βρίσκεις το δρόμο πίσω σε εμένα. Και η δική μου χρονομηχανή θα δουλεύει το ίδιο σωστά, με τα ίδια μονότονα ταξίδια.»
Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω στο δωμάτιο, κάνοντας απότομες χειρονομίας και τα χέρια της τρέμανε. Πού και πού τον κοιτούσε καθώς μιλούσε δυνατά και εκείνος ήταν τρομαγμένος. Ήξερε πως είχε δίκιο. Έπρεπε να την ακούσει, αλλά ποιος ακούει τον τρελό; Σταμάτησε να περπατάει και κάθισε στο πάτωμα απέναντί του. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και το πρόσωπό της χαλάρωσε. Άναψε ένα τσιγάρο και έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει.
«Θα τον βάψω τον τοίχο. Να μην είναι κιτρινισμένος. Και θα πεθάνω σε περίπου 17 χρόνια. Μέτρα τα χρόνια αυτά όπως μετράς το χρόνο εσύ. Και το χρώμα για τον τοίχο θα ‘ναι σκούρο, να ταιριάζει με τις κουρτίνες.»
Σηκώθηκε, πήρε στο χέρι το παλτό και τα κλειδιά της και έκλεισε δυνατά την πόρτα.
«Πρέπει να ταξιδέψω», ψιθύρισε.
loveletters