Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Η Θερμότητα του Πάγου




 Το έτος 1963 - έλεγε στις ιστορίες του ο πατέρας - έκανε δριμύ ψύχος. Για να τονίσει το παράδειγμα περιέγραφε τα πουλιά, έλεγε πως μαζεύονταν κοντά το ένα στο άλλο για να ζεσταθούν, μικρά κοπάδια που έμοιαζαν σαν θημωνιές μέσα στα χωράφια και πολλές φορές πέθαιναν έτσι κοντά μαζεμένα σαν μια καρδιά.
  
 Φαίνεται πως το κρύο κι η παγωνιά από παλιά ένωναν, ήταν ενωτικά στοιχεία· θα υπερίσχυε φαίνεται η ανάγκη έναντι των υπολοίπων διαφορών, προκειμένου να χαθούν ξεχνούσαν όσα τα χώριζαν. Είχαν λοιπόν ένα κοινό στοιχείο: την παγωνιά. Διαφωνία σ’ αυτό καμία, ούτε ένα πουλί να πει δεν είναι έτσι, η παγωνιά ήταν η άποψη η επικρατέστερη. Τι γνώμη να εκφέρεις; λίγο πάνω λίγο κάτω κι οι άνθρωποι συμφωνούσαν σ’ αυτά τα θέματα. Σε όσα θέριζαν.
 Τα πουλιά όμως, ακόμα και μέσα στη δυσμενέστερη συνθήκη, μαζεύονταν κατά ράτσες, ποτέ δεν βρέθηκε να αγκαλιάζει δεκοχτούρα γεράκι όσο κι αν επέβαλε την παρουσία του το κρύο.

 Το παράδειγμα του ζώου σε φτάνει στον άνθρωπο. Πάρε έναν άνθρωπο και φτάσε τον στο χαμό, θα δεις πως είναι ζώο. Θα διαπιστώσεις πως όλα όσα χωρίζουν είναι πάνω απ’ τον άνθρωπο. Ο βαθύς άνθρωπος δεν είναι ποτέ χωριστός απ’ τους άλλους. Μπορεί να επιμένει όμως στην χωριστικότητά του λόγο υπερηφάνειας ή προκατάληψης, αρνούμενος να σπάσει, να παραδοθεί.

  Πάρε έναν άνθρωπο όμως – κατά προτίμηση έναν απ’ τους κραταιούς, τους άκαμπτους και τους αλύγιστους – και φτάσε τον ως το χαμό κι ως το ανέλπιδο. Τότε θα δεις μεταμορφώσεις, σε χαρακτήρα, σε ιδέα. Όμως να τον προχωρήσεις ως μπροστά στο θάνατο και να φανεί πως δεν έχει επιλογή.

 Να χαθεί όλο το πάνω στρώμα του, δηλαδή ό,τι έγινε κι ό,τι είναι. Αν τον φτάσεις σε ετούτο το σημείο άνθρωπος θα χαθεί άνθρωπος θα φανεί. Θα υπάρξει μια πλήρης αντιστροφή, που στην θρησκευτική γλώσσα το λένε μετάνοια.
 Μπορεί να είναι κανείς αμετανόητος ως την κατάσταση παρά τρίχα. Μα αν χαθεί κι αυτή η τρίχα ο άνθρωπος γυρίζει, έρχεται το κάτω πάνω του. Και παρόλο που λένε – και πολλοί έτσι το νιώθουν – πως το κακό είναι κάτω και βαθιά... συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Και παρόλο που λένε πως κάτω είναι η κόλαση ο παράδεισος είναι κάτω. Κάτω και βαθιά είναι το καλό, το άρωμα.

 Το κακό είναι μόνο το πιεσμένο καλό, το συμπαγές καλό που έγινε μάζα κακίας. Η σκληράδα είναι πιεσμένη ευαισθησία. Αν διαλυθεί ο άνθρωπος, τότε μόνο ένα άρωμα ευεργεσίας προς τους άλλους απομένει.

  Όμως ο άνθρωπος κρατά, κρατά γερά τον εαυτό του μην τον πάρει ο άνεμος.
Ο άνεμος της συμπόνιας ή ο αέρας του πάθους. Ο αέρας του πάθους όμως κι ο άνεμος της συμπόνιας είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις. Ο αέρας του πάθους παίρνει τον άνθρωπο που κρατά, ο άνεμος της συμπόνιας τον άνθρωπο που αφήνει. Ό,τι κρατά κι ό,τι αφήνει είναι χρόνος του.

 Ο πατέρας έλεγε την ιστορία του και την έκλεινε τονίζοντας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Εγώ του έλεγα, πως περίμενα κάτι περισσότερο απ’ τον άνθρωπο. Με κοίταζε με απορία. Τι; έλεγε. Να καταλαβαίνει, απαντούσα.

 Έχει τη φαντασία, του έλεγα, δεν έχω απ’ αυτόν τις αξιώσεις ενός ζώου.

 Ο πατέρας με κοίταζε. Μετά έπαιρνε το τουφέκι του κι έβγαινε να κυνηγήσει. Ποτέ δεν χτύπησε άνθρωπο, ποτέ δεν έφερε σπίτι θήραμα άνθρωπο, δεν ήταν τέτοιος θηρευτής.
 Πληγωμένος στη φτερούγα ήταν, θήραμα ήταν, σε όλη τη ζωή του κυνηγούσε έναν αόρατο λύκο που ούρλιαζε μόνο μέσα στο κεφάλι του κι έτρωγε το αρνί που ήταν. Καλός στο σημάδι, αλλά εκείνο που τον έτρωγε δεν νομίζω ποτέ να το σκότωσε, το πήρε μαζί του. Το πάλεψε βέβαια, μερικές φορές ίσως το είδε στα μάτια και καταπρόσωπο - ποιος μαχαίρωνε ποιον ποτέ δεν κατάλαβα.

 Πάλεψε σκληρά να χάσει το θυμό του, μα δεν νομίζω να έφτασε ποτέ στην αιτία του. Ασπρομάλλης και γέροντας πια, άλλοτε ξερίζωνε δέντρα άλλοτε φύτευε δέντρα, κάτι ήθελε να πει με αυτό, κάτι να δείξει, κάτι απ’ τα κρυφά του να φανερώσει.

Ρίζες, τι άλλο?
Αναποδογύριζε δέντρα να φέρει στο φως του ήλιου κάποιες ρίζες. Προσπαθούσε να κρατηθεί απ΄αυτή τη γη γιατί ένιωθε κάτι να τον παίρνει μακριά της. Μια μνήμη, ένα δέντρο, ένα παιδί, ένα κείμενο, μια φωτογραφία, κάτι για να μην ολότελα χαθεί. Για να μην πουν μετά τον θάνατό του πως δεν υπήρξε.

 Υπήρξε κι ανθισμένος, σε αλλοτινές εποχές, μα και σκουριασμένος σε άλλες.

Κυρίως όμως τον θυμάμαι να προσπαθεί να χάσει τη λάμψη του, μια λάμψη που τον τύφλωνε - ποτέ δεν τα κατάφερε. Ούτε τη ζεστασιά του κατάφερε να χάσει κι ας σκεπάστηκε με στρώματα πάγου. Σκεπάστηκε επειδή κρύωνε, όμως η λάμψη του σε όλη τη ζωή του τον έκαιγε. 


triala

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου