Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας έχουν αποδείξει πολλάκις το ήθος, την ετοιμότητα, και την επιχειρησιακή τους ικανότητα. Το ζήτημα είναι να υπάρξει η πολιτική βούληση για την δυναμική εμπλοκή τους

 



Αποτελεί κοινή παραδοχή των περισσότερων αναλυτών ότι τα ελληνοτουρκικά έχουν εισέλθει σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Τα ελληνικά επιτελεία που είναι σε ετοιμότητα, κατανοούν επίσης τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχουμε. Από την άλλη το πολιτικό σύστημα το οποίο καλλιέργησε επί δεκαετίες την παθητικότητα και τον κατευνασμό, βρίσκεται ακόμη σε άρνηση, εθελοτυφλώντας και παραβλέποντας την έλλειψη επιλογών στην οποία οδηγούμαστε. Ούτε οι πολεμικές ιαχές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να ταράζουν την κατάσταση λήθαργου στην οποία έχουν περιέλθει οι αθηναϊκές ελίτ, οι οποίες παρακολουθούν άπραγες δηλώσεις όπως: «θα καταλάβουν ότι η Τουρκία έχει την οικονομική και στρατιωτική δύναμη να σκίσει τους ανήθικους χάρτες και τα έγγραφα που της επέβαλαν». Ακόμη και όταν ο Tούρκος πρόεδρος ξεκαθαρίζει ότι: «Ή θα καταλάβουν με την πολιτική και διπλωματική γλώσσα ή με την πικρή εμπειρία που θα έχουν στο πεδίο της μάχης. Ως Τουρκία και ως τουρκικό έθνος είμαστε έτοιμοι για κάθε πιθανότητα και κάθε αποτέλεσμα…» το εκλαμβάνουν ως δηλώσεις για εσωτερική κατανάλωση και όχι ως απειλή πολέμου.

Ταυτόχρονα αγνοούν ότι ως επιθετική ενέργεια δεν λογίζεται μόνον η ένοπλη βία, αλλά και οιαδήποτε παραβίαση θεμελιώδους συμφέροντος ή/και κυριαρχικού δικαιώματος, όπως για παράδειγμα η διεξαγωγή σεισμικών ερευνών εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας συνοδεία πολεμικών πλοίων. Παραβίαση που επιχειρήθηκε να συγκαλυφθεί ανεπιτυχώς (διότι αποτελούσε «κόκκινη γραμμή»), και οδήγησε σε παραίτηση τον τέως Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, ενώ πλέον δεν θεωρείται ούτε καν είδηση. Ομοίως με το χρονίζων πρόβλημα των τουρκικών υπερπτήσεων, ανέχονται πλέον και τη διεξαγωγή σεισμικών ερευνών εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Μάλιστα η ατυχέστατη σχετική τοποθέτηση του πρωθυπουργού με άρθρο του σε τις εφημερίδες The Times, Frankfurter Allgemeine Zeitung, και Le Monde όπου αναφέρει ότι «περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία διεκδικούν δικαιώματα και η οποία δεν έχει ακόμη οριοθετηθεί» συντείνει προς αυτήν την κατεύθυνση και δίνει από μόνη της το πάτημα στην τουρκική επιχειρηματολογία, εφόσον εμμέσως πλην σαφώς αποδέχεται ότι οι τουρκικές έρευνες διεξάγονται σε αμφισβητούμενη περιοχή.

Ο καθηγητής Γεωπολιτικής Κώστας Γρίβας σε άρθρο του εξηγεί ότι: «Η ενέργεια […] αυτή δεν θίγει μόνο κάποια “μακρινά” κυριαρχικά δικαιώματα, όπως προσπαθεί να μας πείσει ένα πανίσχυρο σύστημα παραπληροφόρησης τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, αλλά αμφισβητεί τη νομική υπόσταση και την ελληνικότητα όλων των ελληνικών νησιών, πάνω στα οποία εδράζεται η ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα. Με άλλα λόγια, η Τουρκία δεν διεκδικεί κάποιο μεγαλύτερο κομμάτι ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας (από αυτό που θεωρούμε εμείς ότι της αναλογεί), αλλά ωμά και ξεκάθαρα υποστηρίζει πως τα ελληνικά νησιά δεν έχουν κυριαρχικά δικαιώματα. […] Και όταν μια χώρα δεν έχει δικαίωμα να ασκεί κυριαρχία σε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της επικράτειάς της, ακυρώνεται γενικότερα ως χώρα.» Η παθητική αποδοχή δηλαδή των προκλήσεων και παραβιάσεων, εκτός του ότι προσβάλει την εθνική αξιοπρέπεια, υποσκάπτει και την εθνική υπόσταση, αφού ουσιαστικά οδηγεί στην εθελούσια φινλανδοποίηση της χώρας.

Συνακόλουθα, εκτιθόμαστε ανεπανόρθωτα σε αυτούς που υποτίθεται ότι προσβλέπουμε σε υποστήριξη, όπως για παράδειγμα τη Γαλλία, η οποία είναι ίσως η μόνη που έχει επιδείξει πρόθεση έμπρακτης συμβολής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Εθελοτυφλούν όσοι νομίζουν ότι κάποια δύναμη θα επέμβει για να διεκπεραιώσει τη δουλειά που οι δικές μας Ένοπλες Δυνάμεις οφείλουν να κάνουν. Όταν αποφεύγουμε να υπερασπιστούμε τα εθνικά μας δίκαια και κρυβόμαστε πίσω από προφάσεις, τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι η έλλειψη αυτοσεβασμού, απομακρύνει κάθε ενδεχόμενο ουσιαστικής βοήθειας από συμμάχους. Μια διεθνής συμμαχία απαιτεί πρωτίστως τη στέρεη πολιτική βούληση αλλά και τη διακομματική συμφωνία για τη δυναμική απάντηση σε οποιαδήποτε τουρκική πρόκληση. Και βέβαια η καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, με το επακόλουθο γκριζάρισμα της εν λόγω μείζονος περιοχής από το Oruc Reis, πόρρω απέχει από αυτό.

Ακόμη και για την απρόθυμη ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η παθητικότητά μας εκπέμπει τα λάθος μηνύματα που χρησιμοποιούνται εις βάρος μας για να μας εξωθήσουν σε υποχωρήσεις έναντι του τουρκικού επεκτατισμού για τους δικούς τους εθνοκεντρικούς λόγους που εξηγήθηκαν σε προηγούμενο άρθρο. Αυτό που αγνοούν βέβαια είναι ότι όταν η ΕΕ, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, προσπαθεί εναγωνίως να βρει τρόπους για να πιέσει την Ελλάδα, αντί να υιοθετεί αυστηρότατες κυρώσεις (όπως για παράδειγμα το πάγωμα της τελωνειακής σύνδεσης που θα στοίχιζε πολύ ακριβά στην παραπαίουσα τουρκική οικονομία), αυτομάτως υποσκάπτει την ίδια της τη συνοχή και καλλιεργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τη διάλυσή της. Η ίδια αυτοκαταστροφική πρακτική ακολουθείται και από το ΝΑΤΟ, το οποίο δια μέσου του Γενικού Γραμματέα του, Γενς Στόλτενμπεργκ, έχει περάσει από την πολιτική των «ίσων αποστάσεων», στη συγκεκαλυμμένη προώθηση των τουρκικών θέσεων μέσω φτηνών διπλωματικών τρικ που δυναμιτίζουν την ΝΑ πτέρυγα της συμμαχίας, και απλώς επιβεβαιώνουν όσους διατείνονται ότι είναι «εγκεφαλικά νεκρό».

Επανερχόμενοι όμως στη δική μας ολιγωρία, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι οφείλεται αφ’ ενός στο φόβο χρήσης των ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων που διαθέτουμε για την αυτονόητη διασφάλιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, και αφ’ ετέρου στη μη κεφαλαιοποίησή τους κατά την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, όπως κατά κόρων πράττουν οι γείτονες. Μάλιστα πολύς λόγος γίνεται για την αγορά νέων οπλικών συστημάτων (και καλώς γίνεται έστω και τώρα), αλλά η ισχύς των όπλων έγκειται στην πολιτική βούληση για τη χρήση τους, και δεν εξασφαλίζεται μόνο με την αγορά τους. Και το 1974 μετέβησαν οι Έλληνες πιλότοι για εκπαίδευση στις ΗΠΑ ώστε τα υπερσύγχρονα για την εποχή τους F-4 Phantom να καταστούν επιχειρησιακά, αλλά το αποτέλεσμα όλοι το γνωρίζουμε. Ο δε φόβος χρήσης των όπλων οφείλεται κυρίως στην άρνηση του πολιτικού συστήματος να ρισκάρει μια ένοπλη αντιπαράθεση που μπορεί να του επιφέρει κλυδωνισμούς και εν τέλει να οδηγήσει σε μια ριζική αναδιαμόρφωσή του, αλλά και σε εξωγενείς επεμβάσεις που επηρεάζουν τις αποφάσεις του. 

Έτσι η πεπατημένη των τελευταίων δεκαετιών, περιορίζει ασφυκτικά την ψοφοδεή εξωτερική μας πολιτική σε πασιφιστικές και ηττοπαθείς αναγνώσεις του διεθνούς συστήματος, σε κοστοβόρες διπλωματίες εξοπλισμών, και γενικότερα στην ανάληψη ρόλου «εξαρτήματος/δορυφόρου» των μεγάλων δυνάμεων, που στην καλύτερη περίπτωση μας αντιμετωπίζουν ως γεωπολιτικούς κομπάρσους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκτίμηση του καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής, Ιωάννη Μάζη, ο οποίος δήλωσε: «Σας λέω με βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να πάρουμε τις φρεγάτες Belh@rra». Και όταν ρωτήθηκε για το λόγο, απάντησε: «Δεν έχω πρόβλημα να σας πω. Άλλοι έχουν. Οι φρεγάτες Belh@rra ενοχλούν ΗΠΑ και Γερμανούς που δεν θέλουν η Ελλάδα να διαθέτει υποστρατηγικά όπλα στο Αιγαίο».

Πέραν όμως των εξοπλιστικών ναυαγίων, και των -ενίοτε ακραίων- αντιμιλιταριστικών πολιτικών επιλογών της Αθήνας, τα σημαντικότερα διπλωματικά εργαλεία έναντι των μαξιμαλιστικών νεοθωμανικών ονειρώξεων, παραμένουν και αυτά σε αδράνεια. Ένα εξ αυτών αποτελεί η σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κύπρο, ώστε να διασφαλιστεί το κοινό θαλάσσιο σύνορο στο τριεθνές Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, το οποίο όφειλε να καθοριστεί την επομένη της υπογραφής της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, ενώ η περαιτέρω καθυστέρηση, ανοίγει πεδίο δόξης λαμπρό στους πειρατές της Μεσογείου. Το κυριότερο δε είναι η στρατηγική επιλογή άσκησης το δικαιώματος της μονομερούς επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 νμ όπως αναφέραμε παλαιότερα.

Ο καθηγητής διεθνούς δικαίου και βουλευτής ΝΔ, Α. Συρίγος αναφέρει σε άρθρο του στο syrigos.gr ότι: «Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είναι το πιο ισχυρό διπλωματικό όπλο της Ελλάδας. […] Είναι κατ’ αρχήν λανθασμένη η αναζήτηση συμφωνίας με ένα άλλο κράτος για τον τρόπο εφαρμογής ενός δικαιώματος το οποίο ασκείται μονομερώς. […] Είναι σαφές ότι τυχόν απόφαση της Ελλάδος να μην επεκτείνει παντού στα 12 μίλια τα χωρικά της ύδατα, αλλά να αφήσει εκτός κάποιες περιοχές ανοικτής θάλασσας, είναι κίνηση μείζονος σημασίας η οποία θα συνέφερε πολλαπλώς την Τουρκία.» 

Και βέβαια το δικαίωμα αυτό είναι σημαντικό να ασκηθεί πριν από τον κυοφορούμενο ελληνοτουρκικό διάλογο ώστε να μην καταλήξει να γίνει και αυτό, προϊόν διαπραγμάτευσης. Για όσους αντιτείνουν το παράνομο τουρκικό casus belli, και εν μέρει δικαιολογούν τη διαχρονική απροθυμία των πολιτικών ελίτ για την μη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 νμ, εμείς θα τους υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι βιλαέτι της γείτονος. Σε αυτό όμως έρχεται να προστεθεί και η αποκάλυψη του Ναύαρχου ε.α. Χρήστου Λυμπέρη (ΑΓΕΕΘΑ στα γεγονότα των Ιμίων για όσους δεν ενθυμούνται) σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Εστία» (4/9/20), ο οποίος αναφέρει ότι: «Αυτό που το εβίωσα τόσο τον Νοέμβριο 1994 όσο και τον Ιανουάριο 1996 ήταν η φορτική πίεση εκ μέρους των ΗΠΑ για μη άσκηση του δικαιώματος επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης». Γεγονός που επιβεβαιώνει ότι την αποσύνθεση του πολιτικού μας συστήματος έρχονται να επιστεγάσουν και οι εξωτερικές παρεμβάσεις με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται σήμερα στα πρόθυρα μιας ελληνοτουρκικής διένεξης, την οποία στρουθοκαμηλίζοντας, αρνείται να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο.

Εν κατακλείδι, η Ελλάδα ναι μεν θεωρητικά μπορεί να επιδιώξει διπλωματικά τη στρατηγική της διεθνούς αποξένωσης/παραγκώνισης της Τουρκίας, εφόσον είναι σίγουρη για τις θέσεις της που πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αναμένει μια εξωτερική παρέμβαση ως τη μαγική λύση. Οι σπασμωδικές κινήσεις της εξωτερικής πολιτικής (ελλείψει εθνικής στρατηγικής) των τελευταίων μηνών, δεν δύναται ούτε να κατευνάσουν τον αείποτε εχθρό, ούτε να αποδράσουν από την εκρηκτική πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι έστω και τη δωδεκάτη ώρα να πρυτανεύσει η λογική που λέει ότι με την Τουρκία δεν διαπραγματεύεσαι τα δικά σου κυριαρχικά δικαιώματα χωρίς να πέσει ντουφεκιά. Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας έχουν αποδείξει πολλάκις το ήθος, την ετοιμότητα, και την επιχειρησιακή τους ικανότητα. Το ζήτημα είναι να υπάρξει η πολιτική βούληση για την δυναμική εμπλοκή τους όπου και όποτε χρειαστεί, αποτρέποντας τη δημιουργία νέων τετελεσμένων, και κατοχυρώνοντας θέση ισχύος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Του Κωνσταντίνου Αποστόλου - Κατσαρού

Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο. Αρθρογραφεί για θέματα γεωπολιτικής, άμυνας και πολιτικής. Εργάζεται ως ειδικός τεχνικός σύμβουλος 


https://koukfamily.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου