Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Οι παράγκες στα Ταμπούρια και στην Ανάσταση

Με την καταστροφή του ’22 έφτασαν στον Πειραιά καραβιές οι πρόσφυγες. Πεινασμένοι και δυστυχείς ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλον μέσα σε τσαντίρια. Οι Πειραιώτες τους είδαν σαν ξένους και τους αντιμετώπισαν εχθρικά. Για να εγκατασταθούν, τους παραχωρήθηκε το παλιό νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, που βρισκόταν έξω από την πόλη, στη δυτική άκρη. Ο χώρος δεν έφτανε. Οι πρόσφυγες εξαπλώθηκαν σε όλη τη Δραπετσώνα και βόρεια προς το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια.
Βλέποντας τα Ταμπούρια και την Ανάσταση σήμερα, δεν είναι εύκολο να φανταστούμε πως κάποτε ήταν συνοικισμοί γεμάτοι άθλιες παράγκες, που στέγαζαν τους πρόσφυγες της Μικρασίας και του Πόντου. Το κράτος δεν είχε ιδέα πώς ήταν η ζωή εκεί, γιατί μέσα από τα γραφεία δεν μπορούσε να δει τη ζοφερή πραγματικότητα. Ελάχιστοι αρμόδιοι πάτησαν το πόδι τους στους συνοικισμούς.
Ταμπούρια Ανάσταση 1931 τίτλος
Φεβρουάριος 1931
Παράγκες από σανίδι και ντενεκέ, με πάτωμα χώμα πατημένο, με στέγη από πισσόχαρτο ή από τσίγκο και πάνω στον τσίγκο κοτρώνες, για να μην τον πάρει ο αέρας. Όταν όμως φυσούσε δυνατά, ο αέρας έπαιρνε και τον τσίγκο και τις κοτρώνες κι άφηνε τους ανθρώπους στο έλεος των στοιχείων της φύσης.
προσφυγικό σπίτι-στέγη με κοτρώνες
Στέγη από ντενεκέδες που τους συγκρατούν πέτρες. Μπορεί οι πρόσφυγες να ζούσαν σε παράγκες, αλλά διακρίνονταν για τη νοικοκυροσύνη και την καλαισθησία τους. Ένα μικρό δείγμα το κουρτινάκι με τα κρόσσια στο μεσαίο παράθυρο.
Δέκα με δώδεκα χιλιάδες άτομα μοιράζονταν δυο χιλιάδες παράγκες στα Ταμπούρια. Οι παράγκες ήταν μονοκάμαρες. Συνέβαινε την κάμαρα να τη μοιράζονται δύο οικογένειες. Τότε, ένας μπερντές χώριζε το δωμάτιο στα δύο. Φυσικά στις  παράγκες δεν υπήρχαν τουαλέτες. Οι συνοικισμοί διέθεταν δημόσια αποχωρητήρια σε βρομερά παραπήγματα, που ήταν εστίες μόλυνσης.
Οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι όλο λάκκους και καβαλίνες. Όταν έβρεχε μεταβάλλονταν σε ρέματα και οι άνθρωποι βούλιαζαν στη λάσπη ως τα γόνατα. Στις παράγκες έμπαινε η βροχή και ο αέρας από τις τρύπες των τσίγκων και από τις χαραμάδες των σανιδιών. Ο ήλιος μόνον δεν έμπαινε.
«Όπου δεν μπαίνει ήλιος, μπαίνει ο γιατρός». Τα ιατρεία των συνοικισμών δεν λειτουργούσαν πάντα. Το σωτήριο κινίνο ήταν σπάνιο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν και νοθευμένο. Από τη νοθεία του πλούτισαν διάφοροι ασυνείδητοι έμποροι και πολιτικοί.
Είναι χαρακτηριστική μια απόπειρα αυτοκτονίας, που έγινε την εποχή που είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο «της κινίνης». Το κινίνο ήταν τόσο νοθευμένο, που η παραλίγο αυτόχειρας αντί με 60 χαπάκια να βρεθεί στον άλλο κόσμο, βρέθηκε εκτός κινδύνου. Ευτυχώς για κείνη! Δυστυχώς για όσους περίμεναν να βρουν τη γιατρειά τους με χάπια από αλεύρι και τριμμένο γυαλί κι αντί να πάνε προς το καλύτερο, χειροτέρευαν.
κινίνο Ελεύθ Άνθρ 6-1-1931
Στους συνοικισμούς οι αρρώστιες θέριζαν. Η φυματίωση πρώτη πρώτη. Οι ρευματισμοί δεν έκαναν διάκριση σε νέους και γέρους. Πόσοι νέοι δεν σακατεύτηκαν από τους ρευματισμούς λόγω της υγρασίας!
Τα παιδιά γυρνούσαν μισόγυμνα, ξυπόλητα, χλομά κι αναιμικά. Η θνησιμότητα των παιδιών ήταν τρομακτική. Κακή διατροφή, στερήσεις, έλλειψη φαρμάκων.
Σχολεία; Στα Ταμπούρια το σχολείο στεγαζόταν σ’ ένα ακατάλληλο κτίριο και είχε έναν δάσκαλο και δύο δασκάλες για 450 παιδιά.
Η μεγάλη ανεργία καταδίκαζε στη μαύρη φτώχεια.
Μπροστά από έναν μαντρότοιχο, που έκοβε κάπως το κρύο, κάθονταν καταγής, στο υγρό έδαφος, πολλοί άντρες. Άνεργοι, που ζεσταίνονταν από τον χειμωνιάτικο ήλιο, επειδή τα σπίτια τους ήταν παγωμένα, και αντάλλασσαν μεταξύ τους μερικές κουβέντες. Απέναντι ακριβώς ήταν ένα καφενείο. Το λαχταρούσαν, αλλά δεν μπορούσαν να πάνε, γιατί δεν είχαν ούτε δραχμή. Ένας καφές ήταν μεγάλη πολυτέλεια. Και η ζεστασιά στο χαμόσπιτο ήταν πολυτέλεια, γιατί χρειάζονταν κάρβουνα και τα κάρβουνα θέλανε λεφτά. Κάθονταν ο ένας κοντά στον άλλον, για να ζεσταίνονται από την επαφή. Πολυτέλεια ήταν και το ψωμί, γιατί δεν ήταν καθημερινό.
Όσα είπαμε παραπάνω περιγράφουν κάθε προσφυγικό συνοικισμό, όχι μόνον τα Ταμπούρια.
Αριστερά ένας προσφυγικός συνοικισμός κάπου στην Αθήνα και δεξιά η Δραπετσώνα. Οι δύο συνοικισμοί μόνο σε μέγεθος διέφεραν. Η Δραπετσώνα ήταν μια παραγκούπολη 40.000 ψυχών.
Παντού όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες κι έτσι παρέμειναν για πολλά χρόνια. Χωρίς φως, χωρίς ύδρευση, χωρίς υπονόμους. Οι άνθρωποι που έφεραν μαζί τους πολιτισμό αιώνων βασανίζονταν κι έσβηναν μέσα σε συνθήκες αθλιότητας, χωρίς κανείς να συγκινείται από το μαρτύριό τους.
Κι όμως μέσα σ’ αυτές τις τρώγλες κατόρθωναν να επικρατεί η καθαριότητα, η τάξη και η νοικοκυροσύνη· η αρχοντιά που είχαν στα σπίτια τους στην παλιά πατρίδα και που εντυπωσίαζε τους περιηγητές που επισκέπτονταν την Ανατολή.
Οι πρόσφυγες έκαναν διαβήματα, αιτήσεις, υπομνήματα στον υπουργό Πρόνοιας και σε κάθε αρμόδιο, σύστηναν επιτροπές και ζητούσαν μια στοιχειώδη μέριμνα. Εισέπρατταν υποσχέσεις και κακομεταχείριση.
πισσόχαρ 1933
Δεκέμβριος 1933
Τον Δεκέμβρη του ’33 συγκεντρώθηκαν κάτοικοι διάφορων συνοικισμών στο υπουργείο Πρόνοιας, για να παραλάβουν πισσόχαρτο για τις στέγες, ώστε να μην μπαίνει μέσα στις παράγκες το νερό της βροχής. Οι υπάλληλοι του υπουργείου έκριναν ότι οι συγκεντρωμένοι ήταν πολλοί κι έδωσαν εντολή στους αστυφύλακες να τους διαλύσουν με τη βία. Οι αστυφύλακες με υπερβάλλοντα ζήλο και αγριότητα επιτέθηκαν κατά των προσφύγων και δημιουργήθηκε τέτοια αναστάτωση και συνωστισμός, που μία ηλικιωμένη πέθανε από ασφυξία.
Επιτέλους άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους σπίτια κανονικά, με τοίχους, με πατώματα, με δωμάτια, με λουτρό και με στέγη. Δεν θα στέγαζαν ούτε το ένα τέταρτο του πληθυσμού, αλλά θα γινόταν μια αρχή, εφ’ όσον, βέβαια, διανέμονταν σε κατοίκους του συνοικισμού και όχι σε ημέτερους από άλλες περιοχές.
Ανάσταση Δραπετσώνα συνοικισμός
Όταν μεταφέρονταν οικογένειες στα καινούργια σπίτια, οι παράγκες τους κατεδαφίζονταν. Πολλά σπίτια είχαν διανεμηθεί, χωρίς να έχουν γκρεμιστεί ισάριθμες παράγκες, γιατί είχαν προτιμηθεί άνθρωποι από άλλες γειτονιές που είχαν βάλει μέσον.
Δίπλα στα Ταμπούρια είναι ο συνοικισμός Ανάσταση. Προσφυγικός κι αυτός. Άραγε, ποιος του έδωσε αυτό το όνομα; Η Ανάσταση μόνον ανάσταση δεν ήταν.
Ανάσταση 1931
Πολλές από τις παράγκες του συνοικισμού ακουμπούσαν στη μάντρα του νεκροταφείου. Από πάνω οι τάφοι και από κάτω οι άνθρωποι, γιατί το έδαφος του νεκροταφείου είχε επιχωματωθεί και ήταν ψηλότερα από το έδαφος έξω από τη μάντρα. Άνοιγαν τον φεγγίτη κι έβλεπαν σταυρούς και μνήματα.
Αν έσκαβαν το χώμα κάτω από την παράγκα τους, θα έβρισκαν κόκαλα. Τρομακτικό; Κυρίως από άποψη υγιεινής.
Τη νύχτα το σκοτάδι κατάπινε τους συνοικισμούς. Ο δημοτικός φωτισμός ήταν κι αυτός μια πολυτέλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου