Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Όταν πασχίζει κανείς να εκφραστεί, το μέγιστο εμπόδιο είναι η παιδεία του

Κωστής Παπαγιώργης: Όταν πασχίζει κανείς να εκφραστεί, το μέγιστο εμπόδιο είναι η παιδεία του ΟΤΑΝ ΠΑΣΧΙΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΤΕΙ, το μέγιστο εμπόδιο είναι η παιδεία του. Όσα του μάθανε. Όχι τόσο επειδή η προσωπική έφεση μπορεί να αντιβαίνει στα καθεστώτα διδάγματα, αλλά κυρίως επειδή η συστηματική μόρφωση καταδικάζει τις περισσότερες φορές σε ατροφία και σκολίωση αυτήν ακριβώς την ενδιάθετη τάση.

Η παιδεία που επιδαψιλεύεται αφειδώλευτα δημιουργεί κάτι τερατώδες: άτομα με συγκρότηση, αλλά χωρίς κλίση, μήτρες που πάσχουν απλώς από ανεμογκάστρι. Αλλά χωρίς την κλίση και την αληθινή «σύλληψη», τη φλέβα με άλλα λόγια, καμιά δουλειά δεν γίνεται στην εντέλεια. Χρειάζεται κανείς τύχη, τύχη και ατυχία μαζί, για να μπορεί να ζει το θέμα του και όχι να το αναπτύσσει καθ’ υπαγόρευση, να γράφει από δική του ορμέφυτη ανάγκη και όχι από φιλολογικό κούρδισμα – επειδή, τζάνεμ, το πολύ διάβασμα φέρνει και το πολύ γράψιμο-. πράγματα όλα αυτά που ευτυχώς δε διδάσκονται και ούτε ήταν ποτέ δυνατό να διδαχθούν και να μεταδοθούν.

Η καθεστηκυία εκπαίδευση, που σε αρπάζει από το βυζί της μάνας σου και εξ απαλών ονύχων σε υποτάσσει στη μούλα της δεοντολογίας της, κατορθώνει τελικά το αντίθετο του επιδιωκομένου. Αντί να αβγατίσει αυτό που είσαι, να επεκτείνει το σπιτικό σου, σε ξεσπιτώνει και σε βγάζει στους δρόμους ζήτουλα στις ξένες πόρτες. Όσο κι αν προσπαθεί, ο σπουδασμένος δεν μπορεί να σβήσει την εντύπωση ότι τα ’χει λίγο χαμένα, ότι δουλεύει σε ξένο νοικοκυριό, ότι είναι τέλος πάντων λιγάκι «πουλημένος». Υπάρχει ένα πανεπιστημιακό Εγώ, αληθινό λίνο ψυχασθενειών, που εξαγοράζεται με πολύχρονα βάσανα (γιατί τα βιβλία αντιστέκονται – δε χαρίζονται σε κανέναν) και γκρεμίζεται πάλι με κοπιαστικές προσπάθειες.

Όσο για την καταστροφή, τη μεταστροφή για να ακριβολογούμε, δεν αφορά τόσο τις γνώσεις μας, που βρέξει χιονίσει διατηρούν το κύρος τους, αλλά τον καταπονημένο δέκτη ο οποίος, παιδί της γονυκλισίας μέσα στη κεχηνώσα παθητικότητά του, κάνει χρόνια για να βγει (αν ποτέ αξιωθεί) την όρθια στάση, τη δική του ξεχασμένη και αδικημένη φωνή και συνακόλουθα την τόλμη να περιγελάσει το κονκλάβιο, να φτύσει επιτέλους και μια φορά στο πλούσιο πιάτο που του προσφέρουν, να αποφανθεί δηλαδή όχι για το ένδοξο και τρισένδοξο αέρα που καβούρδισε επί δεκαετίες μέσα στις βιβλιοθήκες, όχι για τις δάνειες έγνοιες που του μεταμόσχευσαν με το στανιό για να τον μασκαρέψουν σε θλιβερό Doctus cum libro, αλλά απλούστατα – και το απλό είναι περίπλοκο- για το φτωχό του σαρκίο, το μόν αληθινά δικό του πράγμα.

Ανέκαθεν ο διχασμός και το διαγούμισμα του σπουδασμένου αποτελούσε θέμα κατάλληλο για κωμική εκμετάλλευση. Δε γελιέται ο άνθρωπος το δρόμου που τον κοιτάζει με λοίδωρη συγκατάβαση και τον θεωρεί ικανό για τη μάθηση αλλά γκαβό στη ζωή. Λες και η ζωή –η μόνη που διδάσκει- είναι το τελευταίο που λογαριάζεται.

Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε ότι διαβάζει κανείς ένα περισπούδαστο σύγγραμμα για τη «μεταφορά» (που δεν είναι βέβαια ρητορικό σχήμα, αλλά ατόφια ζωή, εφόσον δεν είναι στο χέρι του καθενός να πει, πρώτος αυτός και από δικά του, για έναν θαρραλέο άνδρα ότι «έχει άντερα» και για μια θελκτική γυναίκα ότι είναι «ζαργάνα») και κατόπιν, όταν γνωρίζει το συγγραφέα του, βλέπει έναν βλαροτζίτζικα που όχι μόνο έγραψε τα σπουδασμένα, αλλά αδυνατεί –ω του θαύματος- να ψελλίσει ένα κάποιο μεταφορικό σχήμα.

Το χωριό δε θέλει κολαούζο: είναι ψεύτης, μαϊμού, ζει με ξένα λεφτά, δε βγάζει το ψωμί του, τα όσα αραδιάζει δεν είναι προσωπικό του πρόβλημα αλλά δοτή μονέδα. Και ο Καντ είχε την ευγένεια να πει ότι στο άκουσμα του αηδονιού σωπαίνουμε με αγαλλίαση, μόλις όμως αντιληφθούμε ότι δεν είναι αληθινό, παύει να μας αρέσει. Και όντως παύει, γιατί έχουμε μιαν ορμέφυτη ροπή προς το πηγαίο και το αυτοφυές. Αν μάλιστα θέλουμε να κάνουμε ένα βήμα στον γκρεμό, θα λέγαμε ότι προτιμάμε ακόμα και το βουβό αηδόνι που είναι όμως αηδόνι, καταηδόνι, από την οσοδήποτε πετυχημένη απομίμησή του. Τη μαϊμού κανείς δεν την θέλει. Κι όμως οι μαϊμούδες πληθαίνουν σαν τα κουνέλια.

Γνωστός Βορειοαμερικανός γελωτοποιός, ο Τζέρι Λιούις, σε μια στιγμή της σταδιοδρομίας του διέπραξε το εξής απαράδεκτο σφάλμα: ενώ ενσάρκωνε πάντα τον απροσάρμοστο νεανία που πέφτει σε μύριες γκάφες επειδή δεν καταφέρνει να ακολουθήσει τους κανόνες της ορθόδοξης συμπεριφοράς –εξού και η κωμικότητα- αίφνης, Κύριος οίδε γιατί, του μπήκε η ιδέα να παραστήσει έναν κανονικότατο άνθρωπο που είχε όμως την ικανότητα να καμώνεται τον μπούφο. Το αποτέλεσμα ήταν απερίγραπτα λυπηρό. Ό,τι πρωτύτερα ήταν πηγαία αντίδραση, αηδόνι δηλαδή, σάρκα και αίμα, στη συνέχεια κατάντησε υποκριτικό χαριτολόγημα. Ο κωμικός είχε χαθεί. Είχαμε πλέον έναν άνθρωπο που έκανε το γελοίο, δεν ήταν. Καμώματα δηλαδή, τεχνάσματα και ψεύδη κατά παραγγελία και κατά συνθήκη.

Μπορεί, μολαταύτα, τα ψεύδη να διατηρούν την αξία τους, αλλά ο κόσμος στρέφεται ενστικτωδώς προς το πηγαίο. Τον αρκουδιάρη τον θέλεις αρκουδιάρη, δεν μπορείς να σκέφτεσαι ότι είναι υπάλληλος τραπέζης που τις ελεύθερες ώρες του βγάζει σεργιάνι την αρκούδα. Άμα είσαι, ό,τι κι αν είσαι, θα γίνεις εν τέλει αποδεκτός. Τον κακομούτσουνο για παράδειγμα, που όπου βρεθεί έχουν την άνεση να τον δείχνουν και να λένε μεταξύ τους χαμηλόφωνα: για δες το τέρας! όλοι τον δέχονται, έστω και αποστρέφοντας το πρόσωπο. Όλοι παραδέχονται το νάνο με το αφύσικο κεφάλι, την παχύσαρκη Σαρακίνα που σαν μετακινούμενο κήτος μεταφέρει την αλήθειά της. Αλλά από τον άνθρωπο που όλο βάφεται για να μη σκουριάσει και κουκουλώνεται με κάθε λογής περούκες τι να παραδεχθείς;
Ένας κύριος που από καθέδρας και ανιδρωτί διδάσκει όλα αυτά που δεν μπορεί να ζήσει, ο καθηγητής που αναλύει την κατηγορική προσταγή, τον ηθικό νόμο, την αθανασία της ψυχής και δυο στενά παρακάτω παζαρεύει κατεργάρικα τα ραδίκια στο μανάβη, δεν είναι να πεις δόλιος ή απατεώνας. Του συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Δεν κατοικεί μέσα στα λόγια του. Επ’ ουδενί, δεν μπορεί να δώσει τον εαυτό του για παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, άλλα λέει και άλλα κάνει, με άλλο κεφάλι διδάσκει και με άλλο κεφάλι ζει και, κατά βάθος, ούτε και ο ίδιος συνειδητοποιεί πώς κατάφερε να ενσαρκώνει αυτή την αλλόκοτη διπροσωπία, αυτή τη δικέφαλη ύπαρξη.

Οι πανεπιστημιακές επιτροπές που διανέμουν τα διπλώματα κατέχουν σε βάθος αυτό το πολύτιμο μυστικό. Όταν έχουν να προκρίνουν κανένα χειρουργό, κανέναν οφθαλμίατρο, κανέναν οικονομολόγο, του βγάζουν το λάδι στις εξετάσεις γιατί, δε θέλει και πολλή σοφία, ένας αδέξιος χειρουργός αποτελεί δημόσιο κίνδυνο, όπως άλλωστε κι ένας αδαής τραπεζίτης. Εξαιτίας ενός αλμπάνη οφθαλμίατρου ενδέχεται να χάσεις το φως σου, αλλά εξαιτίας ενός κακού θεωρητικού της αισθητικής –αν μπορεί να υπάρχει καλός σ’ αυτή την ανύπαρκτη δουλειά- ποιο φως θα στερηθείς; Ποιος κινδυνεύει από έναν καθηγητή της φιλοσοφίας που κάνει λάθη; Έτσι θα μπορούσε ν’ αρχίζει ή να τελειώνει ένα σταυρόλεξο για ανόητους.

Η αλήθεια των λόγων μας ανήκει μόνο αν την εξαγοράζουμε με το τομάρι μας. Σκαμπίλι άγνευτο δεν παίζεται. Αυτή είναι η μόνη στέρεη παιδεία. Κάποιος που υπηρετεί τις ιδέες του, που τολμάει να πάει στη σκηνή, να ανέβει στο βουνό – ε, αυτός είναι σαν τα λόγια του, τόσο σωστός και τόσο πλανημένος, πληρώνει τη νύφη με λεφτά παντελονάτα, άρα είναι φίλος και αποδεκτός. Αλλά πώς να γίνει φίλος ένας που φιλολογεί πάνω στην υποτιθέμενη αλήθεια του, που είναι ειλικρινής μόνο όταν πηγαίνει στους γιατρούς να εξεταστεί;

Δε δέχονται να δοκιμαστούν ως ασκούμενοι: αυτό είναι το απογοητευτικό με τους θεωρητικούς. Ένας δικηγόρος σπουδάζει μερικά χρόνια και στη συνέχεια, σαν να τελειώσουνε τα ψέματα, αρχίζουν τα αληθινά ψέματα της δουλειάς. Από τα κιτάπια και τη θεωρία κατέρχεται πια στο γκεζί. Αναγκαστικά περνάει από τη θεωρία στην πράξη, από τις διακηρύξεις στην πραγματικότητα. Αλλά ένας άκαπνος θεωρητικός πώς να περάσει στην πράξη; Κατεβάζοντας ως τ’ αυτιά τη τραγιάσκα του βιβλιογνώστη, μιλάει ασταμάτητα για παλάτια που δεν είδε.
Ο πλατωνιστής φερ’ ειπείν κόπτεται για το Σωκράτη, άνθρωπο της αγοράς, χωμάτινο και λάτρη του χειροπιαστού, που δε μίλαγε ποτέ στον αέρα, που δοκίμαζε τα πάντα στην ίδια του τη ζωή, και θα πρέπει να διαβούν χρόνια για να αντιληφθεί, μετά από άγονες δοκησισοφίες και ανάλατα φληναφήματα, ότι ουσιαστικά μιλάει για κάτι που τον αρνείται ριζικά. Ενώ αυτός κρύβεται πίσω από τα λόγια του, ο γιος του Σωφρονίσκου ό,τι ξεστόμιζε το έλεγε επειδή –όπως λέμε- το «έλεγε η καρδιά του». Και δεν είναι σύμπτωση ότι στα νέα ελληνικά αυτή η φράση δηλώνει θάρρος. Αν κάτι το λέει η καρδιά σου, θα σε βάλει σε κίνδυνο. Διαφορετικά η μόνη λύση είναι να μιμείσαι τον σελιδοδείκτη.

Εδώ άλλωστε φωλιάζει το πρόβλημα με την ερίτιμο αδελφότητα των εγγραμμάτων: δε γυρεύουν να εγκολπωθούν την όποια διδασκαλία τους, να την εκθέσουν στα κύματα της ζωής, τους αρκεί να γίνουν τζουτζέδες της. Πώς να μην καταντήσει ο κόσμος των γραμμάτων μασκαράτα και κάλπικο ανθρωπομάζωμα; Όταν ακονιτί διδάσκουν ό,τι άλλοι άνθρωποι κατάκτησαν με βάσανα, πώς να εκτιμήσουν τα βάσανα; Αυτοί μελετητές είναι, ορντινάτσες, μεταφραστές, διερμηνείς, πιστοί στο γράμμα. Φυλάνε τα ρούχα του νεκρού. Τίποτε άλλο.
Για όλη αυτή την επονείδιστη κουστωδία μία είναι η συμβουλή: πες αυτό που σε παιδεύει, μην ντρέπεσαι, φανού αυτός που είσαι, κάψε το ψευδοεγώ του πανεπιστημίου, πέτα τις βάτες από τους ισχνούς ώμους σου – πάψε να βρυχάσαι και να κάνεις το θηρίο.

Είναι τόσο μεγάλο το κακό που παθαίνουμε με τη μόρφωση, την παθητική πολυμάθεια και τους τίτλους, ώστε όταν η ζωή ζορίζει –τα κάνει αυτά- και τελειώνουν κάποια αστεία, όταν δηλαδή έχεις ανάγκη το μύχιο σου για να σταθείς στα πόδια σου, αυτό αποδεικνύεται τόσο θαμμένο, τόσο φωτόφοβο, ώστε πρέπει να ουρλιάξεις για να σε αφουγκραστεί. Με τους ξυλοδαρμούς δεν συμβαίνει τίποτα διαφορετικό. Μόλις δυο άνθρωποι αρχίσουν τα σπρωξίματα και τις ψιλές, αυτοστιγμεί κάνουν φτερά όλα τα επίθετα: γυαλιά, ψεύτικα δόντια, περούκες, γραβάτες, γιακάδες, ταυτότητες και αλυσίδες με σταυρούς, για να απομείνει μόνο ό,τι πραγματικά τους ανήκει: το αίμα τους και η αλαφιασμένη τους ανάσα.
Ενήμερος όλων αυτών ο Ρουσσώ, στα περί αγωγής των νέων, είναι κατηγορηματικός: όχι λόγια στους νέους, πράγματα μόνο, όχι θεωρίες και κούφιες ιδέες, αλλά ζωή. Όταν λοιπόν ένας υπερφίαλος μπούλης, χθεσινό αυγό με άλλα λόγια, ζεστός ακόμα από την κοιλιά της μάνας του, έρχεται να εκφράσει την αγάπη του για το μέγα «δύνασθαι» της σκέψης, χρειάζεται ιδιαίτερη τέχνη για να του απαντήσεις. Αντί να τον αφήσεις να βελάζει (για το μεταμοντέρνο, για το Θεό, για το Είναι και τα όντα, για την αλλοτρίωση και τα παρόμοια), δώσ’ του καλύτερα καθαρτικό, βάλε τον να σου πει τι πραγματικά τον απασχολεί και ανάγκασέ τον να αρχίσει (φτου κι από την αρχή)
Λένε ότι ο Βάρναλης εφάρμοζε κατά γράμμα αυτή τη ψυχοσωτήρια μέθοδο. Όταν κάποτε ένας νεαρός μιαν ερωτικής υφής ποιητική συλλογή, αφού πρώτα τη διεξήλθε, αρκέστηκε να του πει: «Παιδί μου, βρες μια γυναίκα να γαμήσεις». Se non e vero, e ben trovato, για κάθε νήπιο και για κάθε ξεμυαλισμένο ινφάντη.


Από την “Κόκκινη Αλεπού” (Μισανθρωπίας Προλεγόμενα), απόσπασμα από το κείμενο “Μαϊμούδες”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου