Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Ειλικρίνεια, εκφοβισμός και καθησυχασμός

Κοιτάξτε με βαθιά στα μάτια, θα κουβεντιάσουμε για οικονομικά προβλήματα, δίπλα στο τζάκι» – Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν
Με αυτή τη φράση ο κεντροδεξιός Γάλλος πολιτικός δεν επιχειρεί τίποτε άλλο, παρά μια αναλογική επανεισαγωγή δυο βασικών κοινωνικών αξιών του γαλλικού πολιτισμικού συστήματος, της ειλικρίνειας και της θαλπωρής.
Η αρχή της αναλογικής επανεισαγωγής εφαρμόζεται ευρύτατα στη διαφήμιση και αποτελεί ένα από τα βασικά δομικά στοιχεία της «κοινωνίας της κατανάλωσης». Η αρχή αυτή συνίσταται στην προβολή ενός προϊόντος μέσα από μια παράσταση που να είναι, από πριν, όσο γίνεται πιο ευχάριστη και αποδεκτή. Η εικόνα από ένα ωραίο χαμόγελο π.χ. που ικανοποιεί τη διάχυτη ανάγκη αισιοδοξίας και ανθρώπινης αισθητικής, μπορεί να επανεισαχθεί με την ετικέτα ενός προϊόντος. Έτσι το χαμόγελο γίνεται μια ψυχολογικά «εμπορεύσιμη» κοινωνική αξία. Κατά τον ίδιο τρόπο το χαμόγελο ενός πολιτικού «πρέπει» να δημιουργεί έλξη και αποδοχή. Ο πολιτικός δεν διαφέρει στο σημείο αυτό από ένα προϊόν που «προσφέρεται» με ανάλογα επικολλημένο χαμόγελο.
Το συμπέρασμα που εξάγεται από ανάλογες εμπειρικές διαπιστώσεις είναι ότι ένα πολιτικό μήνυμα, μια πολιτική ομιλία, μια πολιτική απόφαση που θέλουν να περάσουν όχι μόνο δεν θα πρέπει να αντιτίθενται ριζικά στο ισχύον πολιτιστικό σύστημα, αλλά θα πρέπει να δημιουργούν την έλξη και την ανάγκη «κατανάλωσής» τους. Η αξία που δημιουργήθηκε και επανεισάγεται (το χαμόγελο που αναφέρθηκε παραπάνω) για να γίνει ένα αποτελεσματικό μέσο υποστήριξης του πολιτικού μηνύματος πρέπει να έχει επιλεγεί ώστε να ανταποκρίνεται όχι μόνο στα γενικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κοινωνικής επικοινωνίας αλλά και στην ιδιαιτερότητα της κοινωνίας. Δηλαδή το χαμόγελο σε μια κοινωνία χαμηλής ανισότητας μπορεί να αποδειχθεί ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας. Αντίθετα σε μια κοινωνία μεγάλων ανισοτήτων μπορεί να αποβεί πρόκληση και εικόνα που αντανακλά μια ανύπαρκτη ευτυχία.
Εκτός από την θαλπωρή και το χαμόγελο, που χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα, ιδιαίτερη σημασία έχει η αξία της «ειλικρίνειας» ως κλασσικό παράδειγμα αναλογικής επανεισαγωγής στις περιπτώσεις παραπλανητικής πολιτικής επικοινωνίας. Συχνά ο δέκτης μιας πολιτικής πληροφορίας, απορροφημένος από τη «φόρμα» και το «στυλ» με το οποίο το πολιτικό μήνυμα προωθείται π.χ. από την «ειλικρίνεια», μπορεί να μην αποδώσει τη σημασία που πρέπει στην ουσία του πολιτικού προβλήματος η οποία επιδιώκεται να αποκρύβει. Λέμε π.χ. «ούτε και εγώ είμαι απολύτως σύμφωνος με αυτό που ο Α. πολιτικός υποστηρίζει, αλλά παρόλα αυτά μου φαίνεται ειλικρινής» ή αντίστοιχα «μπορεί αυτό που λέει ο Α. πολιτικός να αποδειχθεί λανθασμένο, αλλά οι προθέσεις του είναι ειλικρινείς». Αυτή η αντίδραση υποδηλώνει, έστω και ασυνείδητα, μια ευνοϊκή ή και «συγχωρητική» τοποθέτηση απέναντι στον συγκεκριμένο πολιτικό.
Αυτή η δυναμική είναι πιο έντονη και αποτελεσματική σε περιπτώσεις νέων και ωστόσο όχι τόσο «δοκιμασμένων» πολιτικών προσώπων και φυσικά είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στα διπολικά-δικομματικά συστήματα. Το αποτέλεσμα είναι συχνά να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στην εμφάνιση του μηνύματος και λιγότερη στην πραγματική επιδίωξή του. Ο κίνδυνος, υπό κάποιες προϋποθέσεις, για τον πολίτη είναι υπαρκτός καθώς συχνά γίνεται «καταναλωτικό» θύμα που αγοράζει ένα πολιτικό προϊόν για τα ωραία χρώματα του περιτυλίγματος και όχι για το περιεχόμενό του. Υπό προϋποθέσεις διότι το ελκυστικό περιτύλιγμα δεν είναι πάντοτε βέβαιο ότι κρύβει μια συνειδητή προσπάθεια παραπλάνησης της κοινής γνώμης.
Μια δεύτερη κοινωνικοψυχολογική αρχή με την οποία επιδιώκεται η επικοινωνιακή ολοκλήρωση είναι αυτή της καθησυχαστικής ταυτότητας. Αυτή συνίσταται στη δημιουργία ενός αισθήματος κοινότητας, με την έννοια του «feeling», μεταξύ εκείνων που αποφασίζουν και εκείνων που θα υποστούν τις συνέπειες της πολιτικής απόφασης. Η δημιουργία αυτού του αισθήματος είναι τόσο περισσότερο απαραίτητη όσο η πολιτική απόφαση προκαλεί σε μια κατηγορία πολιτών αμφιβολία ή φόβο. Το αίσθημα καθησυχαστικής ταυτότητας μπορεί να αναφέρεται είτε στις ίδιες ικανοποιήσεις είτε στις ίδιες στερήσεις είτε, τέλος, στις ίδιες ατέλειες.
Αλλά είναι κυρίως η ανθρώπινη περίπτωση των ίδιων αδυναμιών και ατελειών που αποτελεί και την καταλληλότερη βάση για τη δημιουργία καθησυχαστικής ταυτότητας. Και αυτό γιατί με τη φαινομενική έξαρση των ίδιων ατελειών οι περισσότερο αδύνατοι αισθάνονται ότι απειλούνται λιγότερο από τους περισσότερο δυνατούς. Ο πολιτικός που παρουσιαζόταν, ακόμη και μετά τον πόλεμο, σε μια συγκέντρωση με μανταρισμένο το πουκάμισο που όμως διακριτικά άφηνε να γίνεται αντιληπτό, προσέφευγε στην αρχή της καθησυχαστικής ταυτότητας – άγνωστο βέβαια με πόση επιτυχία. Αυτή εφαρμόζεται και σε ανώτερα επίπεδα πολιτικής επικοινωνίας.
Το κείμενο που ακολουθεί και που χαρακτηρίζεται από αρκετό κυνισμό προέρχεται από έναν μέσο Αμερικανό και είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό για τη «χρησιμότητα» της αρχής της καθησυχαστικής ταυτότητας στην περιοχή των διεθνών σχέσεων. Στο ερώτημα αν οι Η.Π.Α. εμφανίζονται υπέρμετρα διαλλακτικές στις συζητήσεις στα Ηνωμένα Έθνη, απάντησε:
«αυτό τελικά ωφελεί τις Η.Π.Α γιατί δεν θέλουμε να δίνουμε την εντύπωση στους άλλους λαούς ότι επιδιώκουμε να αναλάβουμε την πραγματική διαχείριση των υποθέσεών τους. Οι άλλοι γνωρίζουν ότι αυτός είναι ο σκοπός της Ρωσίας και γι’ αυτό πιστεύουν ότι γίνεται τόση συζήτηση. Γιατί εάν αισθανθούν, αν αντιληφθούν, ότι θέλουμε να τους θέσουμε κάτω από τον έλεγχο μας δεν θα μας εμπιστεύονται και τότε πλέον δεν θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε και να διευθύνουμε όλο αυτό το πρόγραμμα που κατά τη γνώμη μου οφείλουμε να διευθύνουμε. Και μάλιστα όταν δεν κατορθώνουμε απόλυτα αυτό που θέλουμε και οι εφημερίδες γράφουν ότι χάσαμε, εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι πολύ χρήσιμο γιατί επιτρέπει σε πολλούς λαούς να θεωρούν ότι είμαστε όπως ακριβώς αυτοί, ότι έχουμε και εμείς τα προβλήματα μας. Αυτό θα μας έκανε περισσότερο συμπαθείς και περισσότερο φιλικούς…».
Εδώ δεν εξετάζεται εάν όντως οι Η.Π.Α ακολούθησαν συνολικά αυτή την επικοινωνιακή πολιτική, αλλά η εφαρμογή της σε περισσότερες από μια περιπτώσεις.
Αντίστοιχα οι σύγχρονες προσπάθειες ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων της δυτικής Ευρώπης να ταυτίζονται όσο είναι δυνατό με ένα ελάχιστο τρόπο ζωής της «καπιταλιστικής κοινωνίας» αποδεικνύει πόσο η αρχή της καθησυχαστικής ταυτότητας θεωρείται και εδώ χρήσιμη. Στη Γαλλία το κομμουνιστικό κόμμα αγωνίζεται από πολύ καιρό «μέσα στο σύστημα» και όχι πια «πάνω στο σύστημα». Σε πολλές ευκαιρίες οι κομμουνιστές επιδιώκουν να καθησυχάσουν τον μέσο Γάλλο ότι τίποτε δεν πρόκειται να του συμβεί αν το κομμουνιστικό κόμμα έλθει στην εξουσία και ότι όλες οι ανέσεις της νοικοκυράς, το ιδιωτικό αυτοκίνητο και η εξοχική κατοικία δεν πρόκειται να θιγούν.
Είναι αρκετά αποκαλυπτικό ότι κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας των ταχυδρομικών το φθινόπωρο του 1974, το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα έστω και αν απειλούσε «γενική απεργία» φρόντιζε ταυτόχρονα να διακηρύσσει ότι το απεργιακό κίνημα ήταν για το συμφέρον ολόκληρου του γαλλικού λαού και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να ρίξει τη χώρα στο χάος. Αντίθετα, η κυβέρνηση έκανε το παν για να καταστρέψει κάθε προσπάθεια καθησυχαστικής ταυτότητας του κομμουνιστικού κόμματος και δεν έπαψε να τονίζει ότι θεωρούσε το γεγονός αποκαλυπτικό ενός ευρύτερου επαναστατικού σχεδιασμού.
Στην Ελλάδα ένα ανάλογο αλλά ανεστραμμένο φαινόμενο παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών τον Ιούλιο του 1974. Τα ελληνικά κομμουνιστικά κόμματα προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με το εκλογικό σώμα κατά ένα μετριοπαθή τρόπο που να τους εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή καθησυχαστική ταυτότητα μεταξύ αυτών και του λαού. Τόσο μετριοπαθής υπήρξε αυτή η στάση σε σημείο που το εκλογικό σώμα δεν ενημερώθηκε – ενώ λογικά θα έπρεπε να έχει γίνει σημαία του προεκλογικού αγώνα – για το γεγονός (το οποίο τα κομμουνιστικά κόμματα γνώριζαν πολύ καλά) ότι από τα αφειδή δάνεια, που χορή­γησε η δικτατορία στη βιομηχανία την περίοδο 1968-1974, είναι ζήτημα αν το 10-15% επενδύθηκαν στη χώρα, καθώς τα υπόλοιπα «τοποθετήθηκαν» σε λογαριασμούς του εξωτερικού.
Το αποτέλεσμα είναι αρκετά ενδιαφέρον γιατί με αυτόν τον τρόπο έχασαν ένα μέρος της άκρας αριστεράς που θεώρησε την προσπάθεια αυτή ως ασυνέπεια. Συγχρόνως δεν φαίνεται να κέρδισαν τίποτε από την πλευρά των μετριοπαθών και των σοσιαλδημοκρατών, που οπωσδήποτε ψήφισαν υπέρ της σχετικά ανανεωμένης κεντροδεξιάς και ορισμένων φιλελευθέρων και «νέων δυνάμεων» αντιστασιακής προελεύσεως. Φαίνεται λοιπόν ότι η αποσιώπηση κάποιων «ενοχλητικών» στοιχείων δεν έχει πάντα το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Από την άλλη η ανανέωση της κεντροδεξιάς εκείνη την περίοδο δεν οφείλεται κυρίως στον εκσυγχρονισμό του προγράμματός της, αλλά στο γεγονός ότι εμφανίστηκε κάτω από έναν «πολυσυλλεκτικό» ηγέτη «catch all leader» (Καραμανλής).
Έτσι μια κακή εκτίμηση των πιθανοτήτων, τις οποίες έχει ένα πολιτικό μήνυμα να γίνει αποδεκτό, μπορεί να οδηγήσει στην αποτυχία της επικοινωνιακής του ολοκλήρωσης. Από την άποψη της Επιστήμης της Πολιτικής (Policy Science) και όχι πια της Πολιτικής Επιστήμης, αυτό σημαίνει ότι πριν από κάθε εκπομπή πολιτικού μηνύματος θα πρέπει να γίνεται μια δοκιμαστική αναπαραγωγή επικοινωνιακών συνθηκών (simulation communicationelle) έτσι ώστε το μήνυμα να μη «λανσάρεται» εάν δεν έχει εκτιμηθεί από την άποψη των αντιδράσεων που πρόκειται να προκαλέσει. Έτσι μπορεί να «λανσαριστεί» σταδιακά, ή αρχικά πιο απότομα και σε έναν δεύτερο χρόνο πιο ήπια και με τις πρέπουσες διαφοροποιήσεις που κατά βάση θα είναι αισθητικής φύσεως και όχι πολιτικής ουσίας.
Ανεξάρτητα από την περιορισμένη ηθική βάση αυτής της μεθόδου το συμπέρασμα είναι ότι η πιθανότητα που έχει η πολιτική επικοινωνία να ολοκληρωθεί στην γενική κοινωνική επικοινωνία, εξαρτάται από την πραγματιστική και επιστημονικά ελεγχόμενη εκτίμηση της συγκεκριμένης πολιτικής πραγματικότητας.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί ο ρόλος των δημοσκοπήσεων. Ενός εργαλείου που τείνει να γίνει θεσμός και το οποίο παρά τις επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες εκτιμήσεις που παράγει, συνεχίζει να χρησιμοποιείται ευρέως. Γεγονός που, άσχετα από τις όποιες μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις, δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά ως προς το εάν τελικώς χρησιμοποιείται για δημοκρατικούς σκοπούς, ή κυρίως ως μέσο δοκιμαστικής αναπαραγωγής επικοινωνιακών συνθηκών. Ανάλογη είναι και η προβληματική που περιστρέφεται γύρω από τις πληροφορίες που συλλέγονται μαζικά από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, καθώς και από τη συστηματική διασπορά ψευδών ειδήσεων στο διαδίκτυο (Hoax).
Σε αυτή τη σύντομη ανάλυση δεν αναφέρονται συγκαιρινά πολιτικά πρόσωπα, κόμματα και καταστάσεις. Ωστόσο μια προσεκτική ανασκόπηση των επτά πλέον χρόνων της κρίσης, όπου η πολιτική επικοινωνία διαδραμάτισε έναν καθοριστικό ρόλο, μπορεί εύκολα να αναδείξει τη συστηματική χρήση των δύο παραπάνω τεχνικών (καθώς και άλλων όπως η υπερ-πλουραλιστική αιτιότητα, η υπερ-σχετικοποίηση, η τεχνική αλλοίωση όρων και εννοιών). Τεχνικές και μέθοδοι που αν και εξελίσσονται δυναμικά από τους -αφανείς και μη- στυλοβάτες του πολιτικού μας συστήματος, όπως οι επικοινωνιολόγοι, ως προς την ουσία της επινόησής τους, παραμένουν απαράλλακτες.
Δεν είναι επομένως μόνον ο εκφοβισμός που χρησιμοποιείται συστηματικά σήμερα (μνημειώδες παράδειγμα εκφοβισμού αποτελεί η στάση των μεγάλων ΜΜΕ στο δημοψήφισμα του 2015 που κατά τρόπο ανάλογο είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από τα προσδοκόμενα). Φαίνεται πως πρόκειται περισσότερο για ένα μείγμα εκφοβισμού – καθησυχασμού το οποίο συνδυαζόμενο και με άλλες τακτικές (όπως η εναλλαγή του εκθειασμού της λαϊκής σοφίας από τη μια και η υποτίμηση της ευφυΐας του από την άλλη), δοκιμάζεται συνεχώς με στόχο φυσικά την αύξηση των πιθανοτήτων επικοινωνιακής επιτυχίας. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι «αυτή δεν είναι κάποια συνομωσία, αλλά η ισχύς της σύγχρονης πολιτικής επικοινωνίας».
Με αφορμή τα παραπάνω θα έπρεπε να αναρωτηθούμε εάν ευτυχής και ευτοπική είναι εκείνη η κοινωνία που δεν χρειάζεται να αναζητά τους ειλικρινείς πολιτικούς και ηγέτες που της «αξίζουν» και που δεν έχει ανάγκη όσους πλασάρονται ως «ένας από εμάς» ή «κοντά σε εμάς» ενώ στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται μόνον για την θέση τους και για το «πως και πότε περνάει το επόμενο μέτρο».
Για να αποδειχθεί η ορθότητα αυτής της υπόθεσης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι άνθρωποι αυτής της υποθετικής κοινωνίας να αποκτήσουν την τάση – και στη συνέχεια τη συνήθεια – να επιδιώκουν, να προωθούν και να καλλιεργούν την ιδιότητα του πολίτη. Αναπόσπαστο τμήμα αυτής της ιδιότητας, εκτός από τον αυτοπεριορισμό, είναι η συνεχής αυτοδιαπαιδαγώγηση και η κατανόηση των βασικών τεχνικών της πολιτικής επικοινωνίας και των κοινωνικών και ψυχολογικών μηχανισμών, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους επαγγελματίες της πολιτικής, τα ΜΜΕ, τους επικοινωνιολόγους και τους οδηγητές γνώμης (opinion makers). Αξίζει επίσης να θυμηθούμε ότι οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς (όπως ο Αισχύλος) ήξεραν καλά ότι ακόμη και η καλή ρητορική, συχνά αποτυγχάνει και ότι η θεατρική παιδεία είναι αυτή που προάγει την ετοιμότητα και την κριτική σκέψη.
Στη συγκυρία που ζούμε μια αυξανόμενη ένταση του διχασμού που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ελιτίστικο και όλο και πιο αυταρχικό κοινοβουλευτισμό και στη δημοκρατία  – η οποία προϋποθέτει άμεση και ενεργό συμμετοχή των πολιτών αλλά και δημοκρατικό ήθος – θα μπορούσε να αποδειχτεί ευκαιρία δημιουργίας. Σε αυτή την κατεύθυνση η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και μια ολοκληρωμένη και υπεύθυνη πολιτική εκπαίδευση, είναι ακριβώς αυτό που λείπει, ώστε να οδηγηθούμε στη δημιουργία των απαραίτητων δημοκρατικών θεσμών. Πολύ συχνά οι πολίτες, «ξεχασμένοι» στην αντιπροσώπευση, στην ιδιώτευση, στην παθητικότητα και στις διαχρονικές μας εμμονές, συνεχίζουμε να νομίζουμε ότι το δίλημμα είναι «αριστερά ή δεξιά», «εκείνο ή το άλλο κόμμα». Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αποφασίζουμε ή ότι σχηματίζουμε γνώμη αυτόνομα, ενώ στην πραγματικότητα κάποιοι έχουν προαποφασίσει – προδιαμορφώσει τη γνώμη μας για λογαριασμό μας.
Η επίγνωση ότι υπάρχουν τέτοιου είδους τεχνικές, που μάλιστα αναπτύσσονται και προσαρμόζονται συνεχώς στα νέα δεδομένα, δεν είναι ασφαλώς αρκετή να προασπίσει τον πολίτη από παραπλανητικές ρητορείες, είναι ωστόσο μια καλή αφορμή για αμφισβήτηση, αναζήτηση και εγρήγορση. Αφορμή, για παράδειγμα, να παρακολουθήσουμε το επόμενο δελτίο ειδήσεων ή μια πολιτική ομιλία, ή το άρθρο κάποιου αναλυτή, με την οπτική ενός προσεκτικού παρατηρητή που εντοπίζει τα τεχνάσματα και όχι ενός παθητικού καταναλωτή που τα αφομοιώνει. Έτσι ίσως οι «αξιόπιστες πηγές», οι «ανώνυμοι κύκλοι», οι «υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι», οι «έγκριτοι αναλυτές» και οι «μεγαλόπνοες εξαγγελίες» να μας πείθουν και να μας κατευθύνουν κάπως λιγότερο.
Ανεξάρτητα πάντως από τη διαμόρφωση της πολιτικής γνώμης, μέσα από τις εξάρσεις ειλικρίνειας, εκφοβισμού και καθησυχασμού, το κεντρικό και ουσιώδες ερώτημα παραμένει…στο τέλος ποιος αποφασίζει;

Βιβλιογραφία:
  • Α.-Ι. Δ. Μεταξάς, Πολιτική Επικοινωνία, Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1985.
  • Α.-Ι. Δ. Μεταξάς, Προεισαγωγικά για τον Πολιτικό Λόγο – δεκατέσσερα μαθήματα για το στυλ – δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997.
  • Πάνος Καζάκος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά – Οικονομία και πολιτική στην μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000, Εκδόσεις Πατάκη, 2001.
  • Βασίλης Φίλιας, Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Αθήνα 1994.
  • K. Deutsch, The Nerves of Government – Models of Political Communication and Control, The Free Press, 1963.
  • Riesman, La foule solitaire -Anatomie de la societe moderne Arthaud. 1964.
  • U. Bronfenbrenner «Parsons theory of Identification», in M. Black: The Social Theories of T. Parsons. 1961.
  • Four American Discuss Aid to Europe, Study no 18, University of Michigan Survey Research Center, 1974.
Πηγή: respublica

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου